ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 12ο (2013 - 2025)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Ο ΚΡΥΦΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ




ΤΑ ΞΥΛΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ


Πέμπτη τοῦ Πάσχα κι ὁ πάπα-Λευτέρης πρωΐ-πρωῒ φόρτωνε τὸ ζῶο του κι ἑτοιμαζόταν νὰ κατεβεῖ στὴν Τραπεζούντα. Τὴν ἴδια ὥρα ἀκούστηκαν οἱ πρῶτοι χτύποι τῆς καμπάνας. Ὁ συνεφημέριός του ὁ πάπα-Γαβριὴλ φαίνεται πὼς εἶχε ἀϋπνίες. Χθὲς ἦταν ἡ σειρά του νὰ λειτουργήσει. Μετὰ πῆρε τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια νὰ μαζέψει ξύλα. Καὶ σήμερα νά τον ξημερώματα, ἕτοιμος νὰ κάνει τὸν πραματευτή. Κανονικὰ ὄφειλε νὰ πάει στὴν ἐκκλησιά. Τέτοια μέρα, ἀκόμη Πασχαλιά, ποὺ ξανακούστηκε νὰ λείπει ἀπ᾿ τὴ Λειτουργία!


ς ὄψονται, ὅμως, τὰ τόσα στόματα ποὺ περιμένουν στὸ σπίτι. Κάποιος ἔπρεπε νὰ νοιαστεῖ γιὰ τὸ καθημερινό τους... Ὀκτὼ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς κι ἄλλα τρία ὁ Ἀναστάσης ὁ κουμπάρος του: Τὴ γυναῖκα του, τὴν πεθερά του, τὴν «κυρὰντουλάπα», καὶ τὸν κουνιάδο του, ποὺ δὲν φτουρᾶ σὲ δουλειά… Ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ξεκίνησε… Εἶχε μπροστά του πολὺ δρόμο. Ὑπολόγιζε πρὶν τὸ μεσημέρι νὰ φτάσει στὴν πόλη κι ἂν ὅλα πᾶν καλά, ἀργὰ τὸ βράδυ νὰ εἶναι πάλι πίσω. «Βαστᾶτε ποδαράκια μου», ἀναστέναξε καθὼς ἀναλογίστηκε τὸ δρόμο ποὺ ᾿χε νὰ κάνει. Κατὰ πὼς τὸ εἶχε συνήθειο ἄρχισε τὸ ψάλσιμο, νὰ σπάει κι ἡ μονοτονία. Νὰ κάνει ὅμως καὶ τὸ κέφι του.


Μέσα στὴν ἐρημιὰ ποιός τὸν ἀκούει; Μόνο ὁ Θεός. Ἀποφεύγει καὶ τὰ κοροϊδευτικὰ χαμόγελα τοῦ πάπα-Γαβριὴλ ἢ τὶς εἰρωνίες τοῦ Ἰορδάνη, τοῦ ψάλτη: «Ἐξαιρετικὰ τὰ λὲς παπᾶ. Σὰν μανάβης!». Τὸ ξέρει. Ἡ φωνή του ἀκούγεται ἄσχημα. Μὰ ὅτι λέει, τὸ ψέλνει μὲ τὴν καρδιά του κι αὐτὸ θέλει ὁ Θεός. Ὅπως τότε ποὺ ἦταν μικρός. Καὶ φλεγότανε ἀπ᾿ τὸ μεράκι τῶν ὕμνων... Ἀκόμη κι ὁ δεσπότης τὴ μοναδικὴ φορὰ ποὺ λειτούργησε μαζί του τοῦ εἶπε: «Σούς, μπρέ. Δὲν τὸ λέγεις καλά». Ἦταν ἕνα ὅριο ποὺ τοῦ ἔβαλε ὁ Θεὸς καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ξεπεράσει. Τί κι ἂν πάλαιψε; Τί κι ἂν προσευχήθηκε; Τί κι ἂν ἔκλαψε; Τὸ μόνο ποὺ κατόρθωσε εἶναι, ὅσα λέει, νὰ τὰ λέει μέσα ἀπ᾿ τὴν καρδιά του. Κι αὐτὸ εἶναι ποὺ θέλει ὁ Θεός. Τὴν καρδιά, ὄχι τὸ λαρύγγι!


παρηγοριά του γιὰ τὴν σιωπὴ ποὺ ἔχει ἐπιβάλλει στὸν ἑαυτό του. Σιωπὴ γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλεῖ, ὅπως ἐνοχλοῦσε τότες ποὺ μικρὸς στεκόταν παράμερα στὸ ψαλτήρι. Ὅπως ἐνοχλοῦσε ἀργότερα τοὺς φίλους του ποὺ προχώρησαν στὴν ψαλτικὴ κι ἂς πίστευε πὼς θὰ τὸν θέλουν κοντά τους. Ὅπως ἐνοχλοῦσε τὸ φίλο του τὸν Ἀποστόλη, ποὺ ἔγινε δεξιὸς ψάλτης στὸ διπλανὸ χωριό. Σταμάτησε, ἔτσι, νὰ ψέλνει μπροστὰ στὸν κόσμο καὶ προτιμοῦσε τὶς ἐρημιές. Μὲ τὰ τροπάρια μετροῦσε τὶς ἀποστάσεις. Ξεκίναγε μὲ τὸν Ὄρθρο, ἔλεγε καὶ λίγα ἀπ᾿ τὸν Ἑσπερινὸ κι ἂν εἶχε κι ἄλλο δρόμο πρόσθετε καὶ μερικὰ σκόρπια τροπάρια. Αὐτὸ θὰ ἔκανε καὶ τώρα, μέρες τῆς Πασχαλιᾶς. «Μπρός, λοιπόν, παπᾶ, δῶσε του νὰ καταλάβει» μονολόγησε. Ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἄρχισε:


«ναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί…». Ἀφοῦ ἔψαλε ὅλον τὸν Κανόνα, προχώρησε καὶ στοὺς Αἴνους κι ἐκεῖ κατὰ τὸ δοξαστικὸ ἔμπαινε πιὰ στὰ πρῶτα σπίτια τῆς Τραπεζούντας. Μὲ τὸ ψάλσιμο κάπου εἶχε ἀφαιρεθεῖ. Ὅταν κατάλαβε πὼς ἦταν στὸν τουρκομαχαλὰ σκέφτηκε νὰ γυρίσει πίσω. Στάθηκε λίγο νὰ προσανατολιστεῖ κι ὕστερα πῆρε ἕνα σοκάκι ἐκεῖ στ᾿ ἀριστερά. Περίμενε νὰ τὸν βγάλει ἔξω ἀπὸ τὸ Κάστρο, μ᾿ αὐτὸ φιδογύριζε ἀνάμεσα στὰ τουρκόσπιτα. Σὲ κάποια στροφὴ φάνηκε ἕνας καφενὲς κι ἀπόξω δύο τρεῖς τοῦρκοι ἀραχτοί, ἀπολάμβαναν τὸ ναργιλέ τους. Καθὼς περνοῦσε μπροστά του ὁ ἕνας τοῦ φώναξε: «Πόσο τὰ ξύλα, παπᾶ;». «Πέντε γρόσια, ἐφέντη μ’». «Πολλὰ δὲν εἶναι, βρὲ καραμπὰς (μαυροκέφαλε);». «Ὄχι, ἐφέντη μ’, ὄχι. Ἔρχουμαι ἀπὸ μακριά», ὁ πάπα-Λευτέρης ἤξερε ν’ ἀντιστέκεται στὰ παζάρια τῶν τούρκων. «Κι ὑστέρα τί παίρνεις μὲ πέντε γρόσια;». «Ἄντε νὰ σοῦ δώσω τρία νὰ τὰ φέρεις καὶ στὸ σπίτι».


«Νὰ χαρεῖς τὰ νειάτα σου, ἐφέντη μ’. Κάμε 3 τα τουλάχιστο τέσσερα. Εἶμαι φτωχὸς κι ἔχω τόσα στόματα νὰ θρέψω». «Καλά. Ἂς εἶναι. Θὰ σοῦ δώσω τέσσερα». Σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ σκαμνί του, τεντώθηκε καὶ πλησίασε τὸν παπᾶ. Χάϊδεψε λίγο τὸ ζῶο καὶ μετὰ στράφηκε ἄγριος στὸ παπᾶ.


«Δὲν λυπᾶσαι τὸ ζῶο, βρὲ Γκιαούρ; Πῶς τὸ φόρτωσες τὸ καημένο; Κοντεύει νὰ ψοφήσει! Δὲν φοβᾶσαι τὸ Θεό, βρὲ καραμπάς;». «Ἀντέχει, ἐφέντη μ’», τόλμησε ν᾿ ἀπαντήσει ὁ πάπα-Λευτέρης. «Σούς, μπρέ», ἔβαλε τὶς φωνὲς ὁ τοῦρκος καὶ σήκωσε τὸ χέρι του ἀπειλητικά.


«Πᾶμε σπίτι νὰ τὸ ταΐσεις λίγο καὶ νὰ τὸ ποτίσεις. Γκιαούρ. Διαβόλου γενιά!». Γιόμισε ὁ μαχαλᾶς ἀπ᾿ τὶς φωνές του. Ὁ παπᾶς, τὸν ἀκολούθησε φοβισμένος. «Τρελὸς θάναι», σκέφτηκε κι ἀπὸ μέσα του ἔλεγε ὅσες εὐχὲς τοῦ ἐρχόντουσαν στὸ μυαλό. Μπροστὰ στὴν αὐλόπορτα τοῦ σπιτιοῦ φώναξε ἕνα ὄνομα.


στερα καὶ μὲ μία κλωτσιὰ τὴν ἄνοιξε διάπλατα. «Μπὲς μέσα, μπρὲ γκιαούρ. Δὲν φοβᾶσαι τὸ Θεὸ εἶσαι καὶ παπᾶς». Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἔκλεισε τὴν πόρτα κι ἀμέσως δύο νεαροὶ ξεφόρτωσαν τὸ ζῶο. Ὁ τοῦρκος, μὲ φωνές, τράβηξε σχεδὸν τὸν παπᾶ-Λευτέρη μέσα στὸ σπίτι, ποὺ ἀπ᾿ τὸ φόβο του ἔχασε κάθε δύναμη ν᾿ ἀντισταθεῖ. Μόνο ἔτσι σὰν ἀστραπὴ τοῦ πέρασε ἡ σκέψη: «Εἶδες τί ἔπαθες γιὰ νὰ μὴν πᾶς στὴ Λειτουργία;». Μέχρι τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ χαλοῦσε τὸν κόσμο μὲ τὶς φωνές του. Μόλις πέρασαν τὸ κατώφλι τὴν ἔκλεισε μὲ τόση δύναμη λὲς κι ἤθελε νὰ τὴν γκρεμίσει. Καὶ τότε ἔγινε ἡ μεταμόρφωση. Ὁ ἄγριος τοῦρκος, αὐτὸς ποὺ χωρὶς αἰτία ἦταν ἕτοιμος νὰ κακοπαιδέψει τὸ φτωχὸ παπᾶ, ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ φίλησε τὸ χέρι του μὲ σεβασμό.


φωνή του μόλις ἀκουγόταν. «Σχώραμε, παπούλη μου, σχώραμε», τοῦ εἶπε ἑλληνικά. «Δὲν εἶχα κακὸ σκοπό. Γι᾿ αὐτὰ τὰ σκυλιὰ φώναζα, ποὺ μᾶς ἔβλεπαν. Μὴν καταλάβουν τίποτα καὶ χαθοῦμε. Χριστιανοὶ εἴμαστε κι ἐμεῖς κι ἂς φαινόμαστε τοῦρκοι». Κατάλαβε. Εἶχε μπροστά του ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ οἱ ρωμιοὶ ὀνόμαζαν κλωστούς. Ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀντιστάθηκαν τόσα χρόνια στὴν ὑποδούλωση τῆς ψυχῆς. Στὴ φαντασία του ὁ ἡρωϊσμὸς κι ἡ πίστη τους ἔπαιρναν μυθικὲς διαστάσεις. Πᾶνε μερικὰ χρόνια ποὺ ἄκουσε γι᾿ αὐτούς. Τότε θυμᾶται θέλησε νὰ τοὺς συναντήσει, νὰ ἔρθει σ᾿ ἐπαφὴ μαζί τους. Τὸν συγκράτησαν οἱ πιὸ φρόνιμοι. Θάρθει ἡ στιγμή, 4 τοῦ εἶπαν, καλύτερα νὰ μὴ βιάζεσαι. Πέρασαν τὰ χρόνια κι ἡ στιγμὴ δὲν ἦρθε. Στὴν ἀρχὴ μάθαινε πὼς κάποιος παπᾶς βρέθηκε στὴ δίνη τῆς ἱστορίας τους, μὰ κι αὐτὸ σταμάτησε μὲ τὰ χρόνια.


τσι, κάπου μέσα του, ἄρχισε νὰ μὴν πολυπιστεύει στὴν ύπαρξή τους. Ἄρχισε νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ πολλά, ἢ νὰ τὰ δέχεται σὰν μιὰ χαριτωμένη ὑπερβολή. Καὶ νὰ τώρα ποὺ εἶχε μπροστά του ἕναν δικό τους. Τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὸν σήκωσε. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ φάνηκαν δύο γυναῖκες, ἡ μία νέα ἡ ἄλλη ἡλικιωμένη, καὶ τὸν περιτριγύρισαν ἕνα τσοῦρμο παιδιά! «Ἡ φαμίλια μου παπούλη μου», τοῦ εἶπε ὁ κρυφὸς Χριστιανός. Σὲ λίγο καθισμένοι στὸ σαλόνι ἀντάλασσαν τὶς ἱστορίες τους. Αἰσθάνονταν γνωστοὶ ἀπὸ χρόνια. Ἦταν κι αὐτοὶ ὅπως ὅλοι οἱ δικοί τους. Χρόνια τώρα, ἀπὸ πατέρα σὲ παιδί, κράταγαν μυστικὴ τὴν πίστη τους καὶ συνέχιζαν φανερὰ νὰ κάνουν τὴ ζωὴ τοῦ μουσουλμάνου. Πρῶτα κοντά τους ἔμενε ἕνας χότζας ποὺ ἦταν κρυφὸς παπᾶς. Αὐτὸς τοὺς βάφτισε, αὐτὸς τοὺς πάντρεψε, αὐτὸς κήδευε τοὺς πατεράδες τους. Ὅλα στὰ κρυφά.


Νύχτα πάνω στὴ νύχτα. Τὴ μέρα τοὺς πάντρευε τούρκικα. Τὴ νύχτα χριστιανικά. Γεννιόταν ἕνα παιδί; Τὴ μέρα ἔκανε σουνέτι. Τὴ νύχτα βαφτίσια. Στὸ θάνατο ὁ πρῶτος ποὺ ἔμπαινε στὸ σπίτι ἦταν αὐτός. Μόνος μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ νεκροῦ διάβαζε τρισάγιο. Τὴ νύχτα ἔκανε τὴν κηδεία καὶ τὸ πρωῒ ὅλα τὰ ἔθιμα τῶν μουσουλμάνων. Διπλὴ ζωή, διπλὸ ξόδι. Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ πέθανε, ἔμειναν ὀρφανοί. Ἀλειτούργητοι. Ἀβάφτιστοι. Δύο χρόνια ἔχουν νὰ κάνουν Ἀνάσταση. Τὴ νύχτα τὸ Μεγάλο Σάββατο ἄκουσαν τὶς καμπάνες ἀπ᾿ τὸ χριστιανικὸ μαχαλᾶ. Ἄναψαν κερὶ καὶ ἔψαλαν σιγανὰ τρεῖς φορὲς τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». «Νὰ κάνουμε τώρα τὴν Ἀνάσταση», ἡ ἰδέα ἄστραψε στὸ μυαλὸ τοῦ πάπα-Λευτέρη. «Τί πειράζει; Πασχαλιὰ εἶναι ἀκόμη. Ἑτοιμαστεῖτε κι ἐδῶ εἶμ᾿ ἐγώ». Ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἕνας ὁλάκερος μηχανισμὸς μπῆκε σὲ λειτουργία. Μέχρι τὸ βράδυ βρέθηκαν ἄμφια, σκεύη, πρόσφορα, ἐνῶ ἕνα νιὸ παληκάρι, μὲ γρήγορο ἄλογο, ἔτρεξε στὸ χωριὸ νὰ καθησυχάσει τὴν παπαδιά, ποὺ δὲν θὰ γύριζε ὁ παπᾶς ἐκεῖνο τὸ βράδυ.


Γύρω στὰ μεσάνυχτα γιόμισε τὸ σπίτι ἀπὸ κρυφοχριστιανούς. Ἄντρες, γυναῖκες, παιδιὰ πέρασαν τὸ κατώγι μ᾿ ἁγιοκέρια ποὺ εἶχαν μόνοι τους ἑτοιμάσει. Στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ μιὰ κασέλα εἶχε γίνει Ἁγία Τράπεζα. Ὁ πάπα-Λευτέρης ἄρχισε τὸ ψάλσιμο μ᾿ ἕνα γέροντα. «Κύματι θαλάσσης τὸν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον». Τούτους ᾿δῶ δὲν ἐνοχλοῦσε ἡ φωνή του. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ἄκουσε ἐκεῖνο 5 τὸ «σούς, μπρέ», ποὺ τοῦ μαύριζε τὴν ψυχή. Τοὺς ἔφτανε ποὺ ἄκουγαν τὰ λόγια. Κι ἂν ἔκρινε ἀπὸ τὰ βλέμματα, ἴσως καὶ νὰ φχαριστιόντουσαν ἀπ᾿ τὸ ψάλσιμό του. Στὸ τέλος ἄναψε τὸ κερί του ἀπ᾿ τὸ καντήλι ποὺ τρεμόπαιζε καὶ κάλεσε τοὺς μυστικοὺς Χριστιανούς του: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν». Μετά, ἐκεῖ στὴ μέση, ἔψαλε «τὴν Ἀνάστασίν Σου Χριστὲ Σωτήρ», διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο κι ἐνῶ ἡ πόλη ἡσύχαζε, ψάλανε ὅλοι μαζὶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».


Γύρω του τὰ δακρυσμένα μάτια τοῦ σκλάβωναν τὴν καρδιά. Ἦταν μιὰ ἀπ᾿ τὶς στιγμὲς ποὺ θὰ τὸν συνόδευαν σ᾿ ὅλη του τὴ ζωή. Ἦταν ἕτοιμη νὰ ξεπροβάλει ἡ νέα μέρα, ὅταν ξεκίναγε νὰ γυρίσει στὸ χωριό. Πίσω του ἄφηνε τὸ σπίτι, ποὺ ἔγινε ἡ κολυμπήθρα γιὰ ν᾿ ἀναβαπτιστεῖ στὴν πίστη του κι ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς του. Θαρχόταν νὰ τὸ συναντήσει πάλι σὲ λίγες μέρες. Τὸν περίμεναν οἱ νέοι του Χριστιανοί. Μαζί τους καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ εἶχαν μείνει ἀβάπτιστα. Τώρα ἤξερε. Κάθε φορὰ ποὺ ξεκίναγε μὲ ξύλα γιὰ τὴν Τραπεζούντα θὰ ἔφερνε κι ἕνα φόρτωμα στὸν τουρκομαχαλά. Κάθε φορὰ καὶ σὲ διαφορετικὸ σπίτι. Τὴ νύχτα τὸ σπίτι αὐτὸ θὰ γινόταν ἡ ἐκκλησιὰ κι ἐκεῖ θὰ συνάζονταν οἱ κλωστοί. Ἀπ᾿ τὰ πιὸ ἀπίθανα μέρη ξεφύτρωναν οἱ μαῦρες σκιὲς ποὺ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὴν προχωρημένη ὥρα.


Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἐρχόταν στὸ σπίτι τοῦ πεθαμένου κρυφοῦ παπᾶ, ὅπου ὑπῆρχε ὁλάκερη ἐκκλησιὰ κρυμμένη ἀπ᾿ τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Μυστικὲς πόρτες ἔφερναν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τοὺς σκοτεινοὺς δρόμους. Ἔξω οἱ νέοι εἶχαν ἀναλάβει τὴ φύλαξη. Τόσα χρόνια στὴ ζωὴ αὐτὴ ἔμαθαν νὰ φροντίζουν τὴν ἀσφάλειά τους. Μαζί τους ἄρχισε κι αὐτὸς νὰ ζεῖ τοὺς φόβους καὶ τὶς ἀγωνίες τους κι ὅταν γνωρίστηκαν καλὰ ἡ ἔγνοια του σκλαβώθηκε στὸ μαχαλᾶ τους. «Τὰ παιδιὰ ἔχουν σήμερα μπαϊράμι», ἔλεγε στὴν παπαδιά, «κι ὅλη μέρα θὰ εἶναι νηστικά»...


(*) Γιώργη Θ. Πρίντζιπα, Τὸ συναξάρι τῶν κρυφῶν ὀνείρων, § Τὰ ξύλα τοῦ παπᾶ (ἀποσπάσματα), σελ. 113-140, ἔκδοσις 1η, ἔκδοσις Τέρτιος, Κατερίνη, Ὀκτώβριος 1992. Ἐπιμέλ. ἡμετ. *Εκ του ιστοτόπου της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF
Εικόνες θέματος από A330Pilot. Από το Blogger.