ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

ΣΤΑΡΕΤΣ ΝΙΚΩΝ Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ

 




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση
«Πατερικό της Όπτινα»,
β' έκδοση, Αθήνα 2006, σελ. 171, 173, 176-178, 181-183.
<<Στο βιβλίο αυτό, το <<Πατερικό της Όπτινα>>, καταχωρήσαμε όσα στοιχεία διασώθηκαν, εκείνα που εμείς μπορέσαμε να βρούμε από τους βίους και τα κατορθώματα των οσίων εκείνων πατέρων. Η ύλη κατανεμήθηκε σε τέσσερα κεφάλαια ως εξής:
Στο Α' κεφάλαιο αναφερόμαστε στην ιστορία της Όπτινα και το θεσμό των γερόντων, όπως εγκαθιδρύθηκε στο μοναστήρι και τη σκήτη. Στο Β' κεφάλαιο παραθέτουμε τις βιογραφίες των δεκατεσσάρων στάρετς που έχουν ήδη ανακηρυχτεί άγιοι. Μολονότι, όπως προαναφέραμε, οι βιογραφίες των έξι από τους οσίους αυτούς έχουν κυκλοφορήσει ήδη στην ελληνική, τους συμπεριλάβαμε κι εκείνους με σύντομες περιλήψεις των βίων τους, γιατί φρονούμε πως χωρίς αυτούς δε θά' ταν ολοκληρωμένο το <<Πατερικό>>.
Η σειρά με την οποία κατατάσσονται στο βιβλίο όλοι οι όσιοι, είναι χρονολογική κι όχι αξιολογική, αναφέρονται δηλαδή με τη σειρά προσέλευσης και διαμονής τους στο μοναστήρι. Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως, εκτός από τα βιβλία των έξι στάρετς που ήδη κυκλοφορούν στην ελληνική, για τους περισσότερους υπάρχουν πλήρεις και λεπτομερείς βιογραφίες (στη ρωσική ή στην αγγλική γλώσσα). Οι ανάγκες όμως κι ο σκοπός του βιβλίου αυτού μας περιορίζει στη σύντομη παρουσίασή τους. Στο ίδιο κεφάλαιο, σε παράρτημα, έχουμε παραθέσει τις σύντομες βιογραφίες πέντε άλλων οσίων στάρετς, των οποίων η αγιότητα δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί από την Εκκλησία. Στο Γ' κεφάλαιο υπάρχουν οι βιογραφίες 19 οσίων και γερόντων που σχετίζονταν άμεσα με το μοναστήρι και τους γέροντες της Όπτινα.
Οι γέροντες αυτοί είτε προέρχονταν άμεσα από την Όπτινα κι αναγκάστηκαν για διάφορους λόγους ν' απομακρυνθούν απ' αυτήν, είτε ζούσαν σε κοντινά μοναστήρια κάτω από την απόλυτη καθοδήγηση των γερόντων. Αν και μερικές από τις βιογραφίες αυτές είναι πολύ σύντομες, θα συναντήσει κανείς περιστατικά θαυμαστά, γεμάτα δύναμη σημαντική. Στο Δ' Κεφάλαιο τέλος θεωρήσαμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε έξι από τους σπουδαιότερους συγγραφείς που επηρεάστηκαν άμεσα από τους γέροντες της Όπτινα (Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκυ, Τολστόϊ κλπ.). Αναφερόμαστε με συντομία στα βιογραφικά τους στοιχεία και δώσαμε περισσότερο χώρο και έμφαση στην παρουσίαση των περιστατικών εκείνων που φανερώνουν την καταλυτική σε πολλές περιπτώσεις επίδραση που είχε πάνω τους η συνάντηση κι η συναναστροφή τους με τους γέροντες.
Σε πολλούς από τους βίους των στάρετς ίσως να μη συναντήσει κανείς τη σοφία του κόσμου τούτου. Θα συναντήσει όμως, ακόμα και στην πιο σύντομη βιογραφία, την αύρα του Αγίου Πνεύματος, μια σοφία θεϊκή. Η χάρη του Θεού είναι ολοφάνερη και στους απλοϊκότερους των μοναχών, σ' αυτούς ίσως περισσότερο, γιατί <<τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη>>. Το μοναστήρι της Όπτινα για έναν αιώνα, από το 1821 που επανιδρύθηκε ως το 1923 που το έκλεισαν οι μπολσεβίκοι, αναδείχτηκε σε ορμητήριο αναβάσεων πνευματικών. Με την επιρροή των μεγάλων μορφών των στάρετς, αυτών των ανυπέρβλητων καθοδηγητών των ψυχών, η Όπτινα έγινε φυτώριο αγίων, τόπος παραμυθίας, προσευχής και αγιότητας. Και όπως λέει ο Γκόγκολ, επίδρασή της δεν περιορίστηκε μόνο στους μοναχούς κι όσους εργάζονταν στο μοναστήρι και τη σκήτη.
Όλη η γύρω περιοχή είχε υποστεί την αγαθή επιρροή του σπουδαίου αυτού μοναστηριού. Είναι ευχάριστο και πολύ παρήγορο το γεγονός ότι στις μέρες μας, μετά από μερικές δεκαετίες σκληρής δοκιμασίας και ερήμωσης, στην Όπτινα άρχισαν πάλι να καλλιεργούνται τα θαυμαστά άνθη της ερήμου. Οι μοναχοί που ζουν σήμερα εκεί και που αγγίζουν ήδη τους εκατό, επιθυμούν κι ελπίζουν, όπως και όλοι μας, ν' αποκτήσει ξανά το άγιο αυτό μοναστήρι την παλιά της πνευματική δόξα και λαμπρότητα. Ν' αναστηθούν ξανά αναστήματα του μεγέθους των οσίων αυτών πατέρων, για να οικοδομήσουν τώρα την πίστη και την ευλάβεια στο δοκιμασμένο και βασανισμένο λαό>>.
Πέτρος Μπότσης - Ιανουάριος 2002.
(Απόσπασμα εκ του προλόγου).
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».







ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ: ΠΑΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ



(Μέρος 6ον)



ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ




13. ΣΤΑΡΕΤΣ ΝΙΚΩΝ Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ




Η ζωή ολόκληρη είναι ένα μυστήριο, που το γνωρίζει μόνο ο Θεός. Τα περιστατικά στη ζωή δεν συνδέονται τυχαία, όλα είναι στην πρόνοια του Θεού. Πάρε για παράδειγμα τα γεγονότα στη δική σου ζωή.


Σε όλα υπάρχει ένα βαθύ νόημα. Σε μια δεδομένη στιγμή τα γεγονότα ίσως φαίνονται ακατανόητα, πολλά απ' αυτά όμως αποκαλύπτονται στο μέλλον...>>. Τα λόγια αυτά είπε ο στάρετς Βαρσανούφριος στο δόκιμο Νίκωνα, το στενό μαθητή και διάδοχό του στην κλήση της γεροντίας.


Κι ο δόκιμος Νίκων, ο μετέπειτα στάρετς, που αναγεννήθηκε κι ανδρώθηκε πνευματικά στη θεοχαρίτωτη κυψέλη της Όπτινα, κλήθηκε αργότερα να κάνει τους χριστομίμητους αγώνες του στον κόσμο και ν' αξιωθεί να λάβει μαρτυρικό θάνατο.


Ο Νικόλαος Μπελάεφ γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1888 στη Μόσχα. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας του Μητροφάνη Νικολάγεβιτς και της Βέρας Λαυρέντιεβνα. Η μητέρα του ήταν πολύ ευλαβής και δίκαιη κι είχε έναν ευχάριστο, ήρεμο χαραχτήρα.


[...] Το Φεβρουάριο του 1907 οι αδελφοί Μπελάεφ ανακοίνωσαν στη μητέρα τους την απόφασή τους ν' ακολουθήσουν το μοναχικό βίο. Εκείνη ξαφνιάστηκε. Έβαλε όμως το χριστιανικό καθήκον πιο ψηλά από τη μητρική αγάπη.


Ευλόγησε τα παιδιά που είχαν γονατίσει μπροστά της και τους έδωσε την ευχή της κι από ένα σταυρό για το ξεκίνημα της μοναχικής ζωής. Τα δύο αδέρφια έφτασαν στις 24 Φεβρουαρίου του 1907 στην Όπτινα,


που τους φάνηκε σαν <<...ένα ειρηνικό καταφύγιο, προφυλαγμένο από τις εγκόσμιες καταιγίδες και τους πειρασμούς>>, όπως έγραφε αργότερα στο ημερολόγιό του ο δόκιμος Νικόλαος.


Πέρασαν όλη τη μεγάλη σαρακοστή στο μοναστήρι εκτελώντας με ζήλο τα διακονήματα που τους ανάθεσαν. Ο Νικόλαος επισκεπτόταν όσο πιο συχνά μπορούσε το στάρετς Βαρσανούφριο.


Και μ' όλο που ο ηγούμενος δεν τους δεχόταν στην αδελφότητα, εκείνοι αγωνίζονταν σταθερά κι αταλάντευτα στους μοναχικούς αγώνες. Μετά το Πάσχα έφυγαν για τη Μόσχα, εξακολουθούσαν όμως να επισκέπτονται την Όπτινα.


Και στις 9 Δεκεμβρίου ο στάρετς Βαρσανούφριος τους ανακοίνωσε πως γίνονται δεκτοί στην αδελφότητα της σκήτης. Στις 10 Δεκεμβρίου τα δύο αδέλφια έφυγαν για τη Μόσχα, για να πάρουν μαζί τους τ' απαραίτητα έγγραφα και ν' αποχαιρετήσουν τους δικούς τους. 


Και τις 22 Δεκεμβρίου άφησαν τη Μόσχα για πάντα. Στη σκήτη στο Νικόλαο ανάθεσαν γενικά καθήκοντα. Έτσι ο στάρετς Βαρσανούφριος είχε την ευκαιρία να τον δοκιμάσει στο διακόνημα της αλληλογραφίας, όπου σύντομα διαπίστωσε τις ιδιαίτερες ικανότητές του. 


Προς το τέλος Φεβρουαρίου του ανάθεσαν να βοηθάει το βιβλιοθηκάριο, καθώς και να διαβάζει και να ψάλλει στο χορό. Ο Νικόλαος έκανε υπακοή σ' ό,τι ανέθεταν. Ποτέ του δε ζητούσε ευλογία να κάνει κάτι άλλο που ο ίδιος ήθελε, για ν' αποφύγει τη ματαιότητα και τη φιλαυτία.


Του είχαν πει πως δεν πρέπει ν' αρνείται να κάνει κάτι αν του το ανάθεταν ή αν του το ζήτησαν απλά. Κι αυτό συμβούλευε ο ίδιος αργότερα στα πνευματικά του παιδιά. [....] Στις 24 Μαίου 1915 ο π. Νικόλαος έλαβε το μικρό σχήμα και μετονομάστηκε σε Νίκων.


Ήταν τότε 27 ετών. Στις 30 Απριλίου 1916 χειροτονήθηκε διάκονος και στις 23 Απριλίου του 1917 ιερέας. Μετά ήρθαν τα δύσκολα χρόνια της επανάστασης. Η Όπτινα, όπως κι όλα τα μοναστήρια στη Ρωσία, περνούσε φριχτές μέρες.


Ο π. Νίκων συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του κι αγωνίστηκε με πάθος, έχοντας ως ύψιστο στόχο των αγώνων του τη δόξα του Θεού. - Θα πεθάνω, μα δε θα φύγω, έγραφε στο ημερολόγιό του. Τα μοναστήρια γύρω του έκλειναν το ένα μετά το άλλο.


Τα προφητικά λόγια του στάρετς Βαρσανουφρίου, πού' χε πει πολλά χρόνια πριν, επαληθεύονταν. - Τα μοναστήρια, είχε προφητέψει ο στάρετς, θα καταστραφούν, θα διωχτούν.


Θά΄ρθουν δύσκολοι καιροί για την Όπτινα. Θα ζήσεις και συ την εποχή και θα δεις χριστιανούς να βασανίζονται, τα μαρτύριά τους θα μοιάζουν με κείνα των αρχαίων μαρτύρων. Εγώ θα πεθάνω, μα συ θα τα ζήσεις όλ' αυτά τα φοβερά πράγματα.


Θα ζήσεις σε πολύ δύσκολους χρόνους. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1919 συλλάβανε τον π. Νίκωνα αναίτια και τον φυλάκισαν. Στη μητέρα του έγραψε πως τον συλλάβανε και τον φυλάκισαν μόνο επειδή ήταν μοναχός.


Λίγο αργότερα τον άφησαν και γύρισε στην Όπτινα. Οι μοναχοί αποφάσισαν όλοι να μη φύγουν από το μοναστήρι, κάθε μέρα όμως και κάθε ώρα περίμεναν διωγμούς, εξορία, φυλακή ή και θάνατο.


Το 1923 μετέτρεψαν το μοναστήρι και τα οικοδομήματά του σε μουσείο. Οι μοναχοί πήραν εντολή να φύγουν και να πάνε όπου θέλουν. Στο μοναστήρι θά' μεναν μόνο είκοσι υπάλληλοι του μουσείου.


Ο αρχιμανδρίτης Ισαάκιος έκανε τον Ιούνιο την τελευταία του λειτουργία μαζί με τους άλλους κληρικούς κι έδωσε ευλογία στον π. Νίκωνα να μείνει και να δέχεται τους προσκυνητές.


Από τότε ο π. Νίκων άρχισε να δέχεται ανθρώπους και να τους συμβουλεύει, να λειτουργεί όχι μόνο ως πνευματικός, μα κι ως γέροντας, κάτι που ως τότε απόφευγε το μοναστήρι. Η εντολή του αρχιμανδρίτη φαίνεται πως λειτούργησε ως άνωθεν επίνευση.


[...] Από τότε διώχθηκε από παντού και αναγκαζόταν να περιφέρεται από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, ώσπου έφτασε και νοίκιασε ένα μικρό δωμάτιο.


Κάποτε, στην αρχή της μεγάλης σαρακοστής κι ενώ έβγαζε τα χιόνια πού' χαν μαζευτεί στην αυλή, το πόδι του άρχισε να αιμορραγεί. Για τρεις βδομάδες καθηλώθηκε στο κρεβάτι με πυρετό.


Δεν ξέρουμε αν σ' αυτό το διάστημα πήγε στην Πινέγκα για μια εξέταση κι εκεί του είπαν πως είχε αναζωπυρωθεί η παλιά του φυματίωση. Όταν η σπιτονοικοκυρά του έμαθε πως ο <<εργάτης>> της αρρώστησε όχι μόνο δεν του συμπαραστάθηκε αλλά και τον πέταξε έξω με φωνές.


Πέταξε έξω τα πράγματά του, ενώ ο καημένος ο π. Νίκων ένιωθε τόσο εξαντλημένος που δεν μπορούσε να κουνηθεί. Θυμήθηκε τότε τ' αλησμόνητα λόγια του αγαπημένου του στάρετς Βαρσανουφρίου:


<<Κύριε, σώσε το δούλο Σου Νικόλαο. Βοήθησέ τον και προστάτεψέ τον όταν βρεθεί χωρίς κατάλυμα>>. Σ' αυτήν την ελεεινή κατάσταση, ξαπλωμένο πάνω σε δυο σανίδια, ντυμένο μόνο μ' ένα βαμβακερό παλτό, ένα καπέλο και ψάθινα παπούτσια, τον βρήκε ο π. Πέτρος και τον έπεισε να βρουν ένα σπίτι και να το νοικιάσουν μαζί.


Κι ο π. Πέτρος μετέφερε τον π. Νίκωνα στην καινούργια κατοικία που θά' ταν κι η τελευταία του. Προς τα μέσα Μαίου η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε πολύ. Τον πυρετό και τις κρυάδες ακολούθησαν περίοδοι με έντονες εφιδρώσεις, μεγάλη αδυναμία, δυσκολία στην αναπνοή και κατακλίσεις.


Τα πνευμόνια του είχαν καταστραφεί. Τους τελευταίους δυο μήνες της αρρώστιάς του κοινωνούσε σχεδόν κάθε μέρα. Κι η προσευχή του ήταν αδιάλειπτη. Η πνευματική αυτή κατάστασή του επηρέασε βαθιά τον π. Πέτρο, που νόμιζε πως έτσι βρισκόταν πάλι στην Όπτινα.


Γύρω στα τέλη του Απρίλη μια από τις πνευματικές του θυγατέρες είδε ένα όνειρο που την ξάφνιασε γιατι ήταν πολύ ζωντανό. Είδε πως ο στάρετς Βαρσανούφριος πήγε στο κελλί του π. Νίκωνα στο Κόζελσκ κι άρχισε να βγάζει τα πράγματά του έξω.


Όταν έβγαλε και το κρεβάτι τον ρώτησε: -Μπάτιουσκα, γιατί βγάζεις το κρεβάτι του π. Νίκωνα έξω; Πού θα κοιμηθεί τώρα; -Έρχεται κοντά μου, της απάντησε ο στάρετς, δε χρειάζεται κρεβάτι. Θα σου δώσω το δικό μου.


Όσο πλησίαζε το τέλος του, τόσο τα βάσανά του λιγόστευαν. Μόνο η εξάντλησή του έμεινε. Θυμόταν τους γέροντες της Όπτινα και την αδελφότητα, καλούσε τα πνευματικά του παιδιά σε μετάνοια ένα ένα, με τ' όνομά τους και τους σταύρωνε στον αέρα, σα να τους ευλογούσε.


Κάποτε είδε το στάρετς Μακάριο. - Σεβαστέ μου Μπάτιουσκα, π. Μακάριε, έκραξε. Ειρήνη, φέρε ένα κάθισμα... Ο μπάτιουσκα Μακάριος ήρθε να μας δει, δεν τον βλέπεις; Η αδελφή Ειρήνη νόμιζε πως παραμιλούσε και δεν έκανε ό,τι της έλεγε.


- Συγχώρεσέ με, μπάτιουσκα, δεν έχει εμπειρία, συμπλήρωσε ήρεμα ο π. Νίκων. Την Τετάρη 25η Ιουνίου, είχε τόσο εξασθενήσει που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Τον κοινώνησαν και του διάβασαν την ακολουθία εις ψυχορραγούντα.


Την ίδια μέρα αργά το βράδυ αναπαύτηκε ειρηνικά. Ήταν τότε 43 ετών. Τις τελευταίες μέρες της αρρώστιάς του προσευχόταν συνέχεια νά' χει ειρηνικό τέλος. Κι ο Κύριος εισάκουσε την προσευχή του και τον αξίωσε νά' χει ειρηνικό τέλος.


Κι ο Κύριος εισάκουσε την προσευχή του και τον αξίωσε νά' χει τέλος ειρηνκό, οσιακό, ανώδυνο, ανεπαίσχυντο. Το πρόσωπό του δεν έμοιαζε με νεκρού, περισσότερο έδειχνε να να κοιμάται, περιμένοντας την ανάσταση των νεκρών.


Η κηδεία του έγινε την 27 η Ιουνίου. Ο μέγας Βαρσανούφριος αναφέρει πως <<ο Θεός δεν παίρνει την ψυχή του οσίου, ωσότου έρθει στα ύψη του τελείου ανθρώπου. Ο π. Νίκων, παρά το νεαρό της ηλικίας του, αγωνίστηκε πολύ εναντίον των αοράτων εχθρών του χριστιανισμού, της σάρκας και του κόσμου.


Και ταυτόχρονα αγωνίστηκε στον αμπελώνα του Κυρίου, σπέρνοντας με ζήλο το σπόρο της αλήθειας, της αγάπης, της καλοσύνης, για να μπορέσουν οι πιστοί ν' αντέξουν στα δύσκολα χρόνια που ακολουθούσαν. Κι ο Θεός τον αξίωσε νά' χει μαρτυρικό θάνατο. 




Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση:
<<Πατερικό της Όπτινα>>, β' έκδοση,
Αθήνα 2006, σελ. 171, 173, 176-178, 181-183.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF