ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ: ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΤΗ ΝΗΣΩ (Β' ΜΕΡΟΣ)



Φιλοθέου Ζερβάκου ἀρχιμανδρίτου
Βίος καὶ θαύματα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν
Ἀρσενίου τοῦ νέου
τοῦ ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ ἀσκήσαντος
Ἐκδοση ἕκτη
Ἱερὰ Μονὴ Χριστοῦ Δάσους
Πάρος 1996




κεφάλαια: Α Β Γ Δ Ε Ϛ Ζ Η 







ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ´



ναχώρησις τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου μετὰ τοῦ Γέροντος τοῦ Δανιὴλ ἐκ τοῦ Ἁγ. Ὄρους καὶ μετάβασις αὐτῶν εἰς Ἱ. Μονὴν Πεντέλης, Παρόν, Σίκινον καὶ Φολέγανδρο.



«Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός Σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου Σὸν ποῦ φύγω; Ἐὰν ἀνάβω εἰς τὸν οὔρανον σὺ εἶ ἐκεῖ· ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατά της θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ, ἡ χείρ σου». (Ψαλμ. 138)


Παραμείνας ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος μετὰ τοῦ Γέροντός του ἐπὶ ἓξ ἔτη, ἀνεχωρησεν ἐπειδὴ εἶχον ἐγερθῇ σκάνδαλα ἀπὸ τίνας μοναχοὺς ἀνόητους καὶ ἀμαθεῖς, οἵτινες (ἀνοήτως φερόμενοι καὶ ὑπὸ τοῦ πονηροῦ ἐλαυνόμενοι ἐξηγέρθησαν ἐναντίον τῶν σοφῶν, εὐλαβῶν καὶ ἐνάρετων καὶ ἁγίων ἐκείνων ἀνδρῶν, οἵτινες ὑπεστήριζαν ὅτι ὁ Χριστιανὸς καὶ ἰδίως ὁ μοναχός, διὰ νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολο


καὶ διὰ νὰ πλησιάζῃ εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀρετήν, πρέπει νὰ ἐξομολογῆται καθαρά, νὰ προσεύχεται, νὰ προετοιμάζεται καὶ συνεχέστερο νὰ κοινωνῇ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, διὰ νὰ ἐνισχύηται καὶ νὰ λαμβάνῃ δύναμιν πνευματικὴν ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου- ὡς τοῦτο ὁρίζουσι καὶ οἱ Ἀποστολικοὶ καὶ οἱ Πατερικοὶ κανόνες. Ἀντιθέτως, οἱ ἀμαθεῖς μοναχοί, ἔλεγον ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεταλαμβάνουν συχνά, διότι εἶναι φρόνημα αἱρετικόν.


Οἱ οὕτως ἀνοήτως φρονοῦντες ἐποίησαν σύγχυσιν, θόρυβο, σκάνδαλα, διήγειρον καὶ ἄλλους ὁμοίους των καὶ ἐκατηγόρησαν καὶ ἐσυκοφάντησαν εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως τοὺς ἀνωτέρω Ἁγίους, ὁ δὲ Πατριάρχης, πιστεύσας τὰς ῥᾳδιουργίας καὶ ψευτοκατηγορίας,


χωρὶς νὰ ἐξέταση ἀκριβῶς αὔτας, ἐπέβαλε ἐπιτίμια εἰς τοὺς ἀνωτέρω Ἁγίους. Λαβόντες οὕτως θάῤῥος οἱ ἄδικοι, ἀπεθρασύνθησαν καὶ κίνησαν διωγμὸν ἐναντίον τῶν ἐκλεκτῶν καὶ Ἁγίων του Ἁγίου Ὄρους Πατέρων καὶ ἄλλους ἐξώρισαν, ἄλλους κακοποίησαν καὶ ἄλλους ὕβριζαν καπηλικώτατα.


Τούτου ἕνεκεν πολλοί, βαρυθέντες τὰ σκάνδαλα, ἀνεχώρησαν ἐξ Ἁγίου Ὄρους καὶ διεσπάρησαν εἰς διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος, διασπείραντες οὕτως τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὠφελήσαντες καὶ σώσαντες πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων.


Μεταξὺ τῶν ἐναρέτων τούτων καὶ ἐκλεκτῶν Πατέρων ἦτο καὶ ὁ Ὅσιος Δανιὴλ μὲ τὸν ὑποτακτικόν του Ἀρσένιο. «Δίδοντες τόπον τῇ ὀργῇ» ἀνεχώρησαν ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐλθόντες ἐγκατεστάθησαν κατ᾿ ἀρχὰς εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Πεντέλης, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἤρχισε


Ἐπανάστασις ἐν Ἑλλάδι καὶ ἀπὸ ὅλας τὰς γωνίας τῆς Ἑλλάδος ἠνήφθη ἡ φλὸξ τοῦ πολέμου, ἠναγκάσθησαν νὰ τὴν ἐγκαταλείψουν, προειπόντος τοῦ Γέροντος Δανιὴλ τὴν λεηλασία, τὴν ἐρήμωσιν καὶ καταστροφὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὑπὸ τῶν Τούρκων ὃ καὶ ἐγένετο καὶ ζήτησαν ἄσυλον εἰς τὰς νήσους Κυκλάδες, εἰς τὰς ὁποίας σχετικῶς ὑπῆρχε ἡσυχία.


Κατ᾿ ἀρχὰς ἦλθον εἰς τὴν Μονὴ τῆς «Λογγοβάρδας», εἰς τὸν γνωστόν τους ἐξ Ἁγ. Ὄρους Φιλόθεον Ἡγούμενον, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἡ Μονὴ τότε εὑρίσκετο ὄχι εἰς τόσον ἀνθηρὰ κατάστασιν, λόγω τοῦ ὅτι οἱ τότε ὀλίγοι μοναχοί της μόλις ἠδυνήθησαν καὶ ἦλθον εἰς Πάρον μόνον μὲ τὰ ῥάσα ποὺ ἐφόρουν φεύγοντες


τὴν κατ᾿ αὐτῶν ἐπιδρομὴ τοῦ Δράμαλη, τοὺς ἔστειλε ὁ Ἡγούμενος Φιλόθεος εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου κειμένην ἐν Μαρπίσσῃ, πρὸς τὸν ἐκεῖ διαμένοντα διάσημον Ἱεραπόστολο Ἐθνοκήρυκα Κύριλλον Παπαδόπουλο ὅστις ἡσύχαζε ἐκεῖ μὲ τινὰς ἀδελφοὺς Ἁγιορείτας ἐκ τῶν λεγομένων Κολλυβάδων οἵτινες εἶχον καταφύγει ἐκεῖ πρὸς ἡσυχία.


λλ᾿ ἐπειδὴ ὁ σάλος καὶ ἡ τρικυμία ἥτις ἠγέρθη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος διὰ τὸ προαναφερθὲν ζήτημα τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως καὶ τὸ περὶ μνημοσύνων, ἤρχισε νὰ καταπαύει, οἱ ἀνωτέρω ἀδελφοὶ ὑπέστρεψαν εἰς Ἅγιον Ὄρος ἀφήσαντες τινὰς εἰκόνας (διότι ἦσαν Ἁγιογράφοι) εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τῆς «Λογγοβάρδας», εἰς τοὺς ἀδελφοὺς τῶν μεθ᾿ ὧν εἶχον συγκακοπαθήσει καθὼς καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους: Νικόδημον Ἁγιορείτη, Ἀθανάσιον Πάριον, Μακάριον Κορίνθου καὶ ἄλλους ἐκλεκτοὺς καὶ Ἁγίους.


πειδὴ δὲ ὁ Πατὴρ Κύριλλος μόλις εἶχε ἀρχίσει νὰ ἱδρύῃ τὸ Μονύδριον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἠναγκάσθησαν καὶ κατέφυγαν εἰς τὴν νῆσον Σίκινο καὶ κατόπιν εἰς τὴν Φολέγανδρο εἰς ἣν καὶ παρέμειναν ἀρκετὰ ἔτη, διότι οἱ Φολεγάνδριοι ἔδειξαν μεγάλην ἀγάπην, ἐκτίμησιν καὶ σεβασμὸ τοὺς παρεκάλεσαν «τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς». Ἐπειδὴ δὲ ἐστεροῦντο διδασκάλου παρεκάλεσαν τὸν Γέροντα Δανιὴλ νὰ ἐπιτρέψει εἰς τὸν ὑποτακτικόν του Ἀρσένιον νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἐκμάθησιν γραμμάτων εἰς τὰ τέκνα των. 


Καμφθεὶς ὁ Γέρων Δανιὴλ εἰς τὰς παρακλήσεις τῶν ἀγραμμάτων ἐκείνων, ἀλλὰ ταπεινῶν, ἁπλοϊκῶν καὶ ἀκάκων ἀνθρώπων, τῷ ἐπέτρεψε. Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἔλαβον τὴν συγκατάθεσιν τοῦ Ἁγίου Γέροντος οἱ Φολεγάνδριοι τὸν προέτειναν εἰς τὸν Σεβασμιώτατον τότε Θήρας καὶ τὸν ἐχειροτόνησεν Διάκονον, ἀπὸ δὲ τὴν Ἑλληνικὴν Κυβέρνησιν ζήτησαν νὰ τὸν διορίσῃ Ἑλληνοδιδάσκαλον.


φ᾿ οὗ δὲ ἔλαβε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Γέροντά του καὶ τὸν διορισμό του ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἐπεδόθη μὲ ζῆλο νὰ διδάξῃ τὰ τέκνα τῶν Φολεγανδρίων ὄχι μόνον τὰ γράμματα, ἀλλὰ καὶ τὰς ἀρετάς, διότι τὰ γράμματα χωρὶς τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν ἠθικὴ περισσότερον βλάπτουσι παρὰ ὠφελοῦσι.


Τοὺς ἐδίδασκε νὰ φυλάττουσι τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, νὰ ἀγαπῶσιν τὸν Θεὸν μὲ ὅλην των τὴν ψυχὴν καὶ καρδίαν, νὰ ἀγαπῶσι τοὺς γονεῖς των, ἀδελφούς, συγγενεῖς καὶ πάντα ἄνθρωπον, νὰ σέβονται νὰ τιμῶσι καὶ νὰ ὑπακούωσι τοὺς γονεῖς των, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς διδασκάλους, τοὺς πρεσβυτέρους, νὰ ἀποφεύγωσι τὸ ψεῦδος, τὴν πολυλογίαν, ἀργολογία, κατάκρισιν, καταλαλιά, αἰσχρολογία, φιλονεικίαν, ἀμέλεια, ὀκνηρίαν καὶ πᾶσαν ἄλλην ἁμαρτίαν, νὰ προσεύχονται, νὰ ἐξομολογῶνται, νὰ νηστεύουν, νὰ κοινωνοῦν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, νὰ ἐπισκέπτονται τοὺς ἀσθενεῖς νὰ παρηγοροῦν τοὺς τεθλιμμένους, νὰ ἐλεοῦν τοὺς πτωχούς.


Καὶ εἰς ὀλίγον καιρόν, ἀφ᾿ ἑνὸς ὁ Γέρων Δανιὴλ μὲ τὴν ἐξομολόγησιν καὶ πνευματικὴν διδασκαλία εἰς τοὺς μεγάλους, ἀφ᾿ ἑτέρου ὁ Διάκονος Ἀρσένιος μὲ τὰ γράμματα καὶ τὴν ἠθικὴ διδασκαλία εἰς τὰ μικρὰ παιδιά, κατώρθωσαν ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Φολεγάνδρου, πλουσίους καὶ πτωχούς, μεγάλους καὶ μικρούς, ἄνδρας καὶ γυναίκας, νὰ τοὺς πλησιάσουν εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ τοὺς συνδέσουν τὴν ἀγάπην, ὡσὰν νὰ ἦσαν ὅλοι μία οἰκογένεια ἠγαπημένη.


νταῦθα ἤκμαζε τὸ Δαυϊδικὸν λόγιον: «Ἰδοὺ δή τι καλὸν ἤ τι τερπνὸν ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό;» (Ψαλμ. 133) καὶ τὸ Εὐαγγελικὸν «οὐ γάρ εἰσι δυὸ ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἔμον ὄνομα ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν». (Ματθ. 18: 20).


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ´


Θάνατος τοῦ Γέροντος Πατρὸς Δανιήλ. Ἐπιστροφὴ Ὁσ. Ἀρσενίου εἰς Πάρον. Γνωριμία αὐτοῦ μὲ τὸν π. Ἠλία. Παραμονή του εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον. «Ἀπόκειται, τοῖς ἄνθρωποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετὰ δὲ τοῦτο κρίσης». (Ἑβρ. 9:27β) «Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι ἐν ἀναπαύσει ἔσται». (Παροιμ.)


ρκετὰ ἔτη παρέμειναν ἐν Φολεγάνδρῳ ὁ Γέρων Δανιὴλ μετὰ τοῦ ὑποτακτικοῦ του Ἱεροδιακόνου Ἀρσενίου, ἠγαπημένοι καὶ συνδεδεμένοι ὡς μία ψυχὴ σὲ δυὸ σώματα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἄνθρωποι ἦσαν καὶ αὐτοί, ὑποκείμενοι εἰς τὸν θάνατον κατὰ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Κυρίου, δοθεῖσαν εἰς τοὺς προπάτορας ἡμῶν, διὰ τὴν παράβασιν τῆς ἐντολῆς του, «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει» (Γεν. 3: 9) καὶ «ἀπόκειται τοῖς ἄνθρωποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9: 27β) ἦλθε ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεως ἐκ τῶν πρόσκαιρων τοῦ Γέροντος Δανιὴλ καί, προγνωρίσας τοῦτο, κάλεσε τὸν μαθητήν του Ἀρσένιον καὶ τῷ λέγει: 


«γὼ μὲν τέκνον μου ἀναχωρῶ ἐκ τῆς παρούσης ταύτης καὶ προσκαίρου ζωῆς καὶ πατρίδος καὶ μεταβαίνω εἰς τὴν αἰώνιον, εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐπειδὴ κατὰ τὸν Θεοκήρυκα Ἀπόστολο Παῦλον «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν ἀλλά, τὴν μέλλουσα ἐπιζητοῦμεν». Σὺ δὲ μένε ἐνταῦθα καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν διετίας νὰ παραλάβῃς τὰ ὀστά μου καὶ νὰ μεταβῇς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἢ εἰς τὸ μέρος ποὺ σὲ ἔχει ὁ Κύριος προορίσει νὰ ζήσῃς τὰς ὑπολοίπους βραχυτάτας ἡμέρας τῆς ζωῆς σου


καὶ κατόπιν νὰ ἔλθῃς ἐκεῖ εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴν ἀληθινὴν καὶ παντοτινὴν Πατρίδαν, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ σὲ ἀναμένω ἵνα καθὼς ἐδῶ προσκαίρως εἴμεθα μαζὶ ἡνωμένοι, οὕτω καὶ ἐκεῖ θὰ εἴμεθα ἡνωμένοι καὶ ἀχώριστοι αἰωνίως, ἡνωμένοι δὲ καὶ μὲ τὸν Θεόν, τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ πάντας τοὺς Ἁγίους, ὑμνοῦντες, εὐλογοῦντες καὶ ἀκαταπαύστως δοξολογοῦντες εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας τὸ Πάντιμον καὶ Πανάγιον καὶ Μεγαλοπρεπὲς Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἀμήν...»


ταῦτα λέγων ὁ σεβάσμιος καὶ προορατικὸς ἐκεῖνος ἅγιος Γέρων καὶ δοὺς τὰς τελευταίας ὑποθήκας καὶ Πατρικὰς συμβουλὰς τῷ ὑποτακτικῷ αὐτοῦ Ἀρσενίῳ καὶ τοῖς πνευματικοῖς του τέκνοις Φολεγανδρίοις, τοὺς ὁποίους ἠγάπησεν ὡς πραγματικά του γνήσια τέκνα καὶ ἠγαπήθη παρ᾿ αὐτῶν, προετοιμασθεὶς δὲ διὰ τελευταῖον ἀσπασμὸν αὐτοῖς καὶ ἀποχαιρετήσας, παρέδωκε τὸ πνεῦμα αὐτοῦ εἰς χεῖρας Θεοῦ, ὃν ἐκ νεότητος ἠγάπησεν, ἠκολούθησεν καὶ ἐδούλευσεν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπεδήμησεν.


Μέγα πένθος ἀφῆκεν ἡ Ἀναχώρησις τοῦ σεβασμίου Γέροντος εἰς πάντας τοὺς Φολεγανδρίους, οἵτινες τὸν ἠγάπησαν ὡς Πατέρα των φιλόστοργον, διότι πολὺ ὠφελήθησαν πνευματικὸς παρ᾿ αὐτοῦ, ἀλλὰ περισσότερον ἐπένθησεν καὶ ἐλυπήθην, ὁ ὑποτακτικὸς αὐτοῦ Διάκονος Ἀρσένιος, τὸν ὁποῖον ὀρφανὸν ἐκ παιδικῆς ἡλικίας ἀνέλαβε καὶ σωματικῶς καὶ περισσότερον πνευματικὸς γαλούχησε καὶ ἐξέθρεψε.


λλα, πιστεύων ὅτι ὁ Γέροντάς του δὲν ἀπέθανε, ἀλλὰ μετέβη ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ἀγήρω μακαριότητα καὶ ὅτι μεταβαίνων εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν θὰ δέεται ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ ὅλων τῶν πνευματικῶν τοῦ τέκνων, παρηγορήθη καί, ἀφ᾿ οὗ παρέμεινε δύο περίπου ἔτη, ποιήσας ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων τοῦ ἀειμνήστου Γέροντός του καὶ παραλαβὼν αὐτά, ἡτοιμάσθη πρὸς ἀναχώρησιν. Τοῦτο ἀντιληφθέντες οἱ Φολεγάνδριοι ἅπαντες, ἐδραμον σὺν γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις αὐτῶν, παρακαλοῦντες καὶ μετὰ δακρύων ἱκετεύοντες, νὰ μὴ τοὺς ἐγκαταλείψῃ καὶ ἀναχωρήσῃ.


«Μὴ μᾶς ἐγκαταλείψῃς, τῷ ἔλεγον, ὀρφανούς. Λυπήσου τοὺς κόπους σου ποὺ τόσα ἔτη ἐκοπίασες νὰ μάθεις γράμματα τὰ παιδιά μας, νὰ τὰ ὁδηγήσῃς καὶ ἐκεῖνα καὶ ἡμᾶς εἰς τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. ἀπέθανε ὁ Γέροντάς σου, μᾶς ἄφησε, ἀλλ᾿ εἴχαμε σὲ ὡς Διδάσκαλον καὶ Πατέρα μας, τώρα μᾶς ἀφήνεις καὶ σὺ καὶ ποῖον θὰ ἔχομεν εἰς τὸ ἑξῆς πατέρα καὶ Διδάσκαλο; Ὄχι δὲν σὲ ἀφήνομε νὰ φύγῃς. Ὅμως ἐκεῖνος ἐπέμεινε, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτοὺς τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντός του


τινὲς ἐξ αὐτῶν διὰ νὰ τὸν πείσουν νὰ μείνῃ καὶ νὰ φύγῃ, τῷ εἶπον· ἀφ᾿ οὗ δὲν θέλεις νὰ μείνῃς μαζί μας, θὰ ἔλθωμεν ἡμεῖς μαζί σου καὶ οὕτω τὸν ἠκολήθησαν — καὶ ἀνεχώρησεν ἐκ Φολεγάνδρου μὲ τὸν σκοπὸ νὰ ὑπάγῃ εἰς Ἅγιον Ὄρος καὶ διερχόμενος ἐκ Πάρου ἐσκέφθη νὰ ἐξέλθῃ νὰ ἀποχαιρετήσῃ τοὺς γνωστούς του Γέροντας Φιλόθεον τὸν Α´, Ἡγούμενον τῆς Μονῆς «Λογγοβάρδας» καὶ Γέροντα Κύριλλον, Ἡγούμενον Μονυδρίου Ἁγίου Γεωργίου καὶ λάβῃ παρ᾿ αὐτῶν τὰς εὐχὰς καὶ εὐλογίας των. 


ξελθὼν εἰς Πάρον μετέβη πρῶτον εἰς «Λογγοβάρδαν» καὶ εὗρε τὸν Γέροντα Φιλόθεον καὶ ἔμαθεν ὅτι ὁ π. Κύριλλος μετέβη πρὸς τὰς ἀΰλους Μονάς, πλὴν ὅμως δὲν ἠμποδίσθη νὰ ὑπάγῃ εἰς Ἅγιον Γεώργιον. Μετέβη μὲ τὸν σκοπὸν νὰ προσκυνήσῃ τὸν τάφον τοῦ πατρὸς Κυρίλλου καὶ ἀφ᾿ οὗ προσκυνήσῃ καὶ ζητήσῃ τὰς εὐχάς του καὶ τὰς εὐλογίας του, νὰ ἀναχωρήσῃ. Ἀλλ᾿ ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὅστις δὲν εἶχεν ἀποθάνει, ἀλλ᾿ εὑρίσκετο —καὶ εὑρίσκεται εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν— κοντὰ εἰς τὸν Θεὸν ἐπειδὴ κατὰ τὸν σοφὸ Παροιμιαστὴν «δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἄψηται αὐτῶν βάσανος» δὲν τὸν ἄφησε νὰ φύγῃ, τὸν ἤθελε ἀντικαταστάτη του καὶ διάδοχόν του.


Εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, εὗρε διάδοχον τοῦ π. Κυρίλλου τὸν πνευματικόν του υἱὸν Ἠλία τὸν ἐξ Ἠπείρου, ἄνδρα σοφὸν καὶ ἐνάρετον, ἐπιστήμονα λόγιον καὶ ζηλωτή, Ἱεροκήρυκα Κυκλάδων, ὅστις μαθὼν τὸν σκοπὸ τοῦ Ἀρσενίου, ὅτι προτίθεται νὰ μεταβῇ εἰς Ἅγιον Ὄρος, τῷ εἶπεν: «Ἀδελφὲ Ἀρσένιε, ἄκουσον, δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ ὑπάγῃς εἰς Ἅγιον Ὄρος, Θέλημα Θεοῦ εἶναι νὰ μείνης ἐδῶ μαζί μας· ὁ Θεὸς σὲ ἔστειλε ἐδῶ καὶ ἡ εὐχὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν Δανιὴλ καὶ Κυρίλλου σὲ ἔφερε. Μεῖνε λοιπὸν μαζί μας. Ἐδῶ, παρὰ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, περισσότερον καὶ θὰ ὠφεληθῇς καὶ θὰ ὠφελήσῃς.


Πεισθεὶς ὁ Θεῖος Πατὴρ Ἀρσένιος ὅτι ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ μείνη εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, διότι καὶ ὁ Γέροντας τοῦ Δανιὴλ δὲν τῷ εἶπεν ὁριστικῶς «νὰ ὑπάγεις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος» ἀλλὰ τῷ εἶπεν «νὰ ὑπάγῃς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἢ εἰς τὸ μέρος ποὺ σὲ ἔχει προορίσει ὁ Θεός», προβλέπων ἴσως ὡς προορατικὸς ὅτι ὁ Θεὸς τὸν εἶχεν προορίσει διὰ τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ἔμεινεν ἐκεῖ καὶ συνηριθμήθη εἰς τὰ μέλη τῆς ἀδελφότητας.


σαν δὲ τότε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἥτις ἦτο Μετόχιον τῆς ἐν Νάξῳ Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης —καθὼς καὶ εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τῆς Φανερωμένης— ἄνδρες ἐκλεκτοί, θαυμάσιοι, σοφοὶ καὶ πεπαιδευμένοι, εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ εἰς τὴν ἄσκησιν. Τοιούτοις ἀνδράσι συναναστρεφόμενος, συνασκούμενος, συγκοπιῶν, συναγωνιζόμενος καὶ συγκακοπαθῶν, πάντας ὑπερήλασε ταῖς ἀρετὲς καὶ ταῖς ἀσκητικαῖς ἀγωγαῖς.


γρύπνει τὸ πλεῖστον τῆς νυκτός, 3-4 ὥρας ἐκοιμᾶτο μόνον τὸ ἡμερονύκτιον, πολλάκις δὲ ὅλην τὴν νύκτα ἠγρύπνει προσευχόμενος μετὰ δακρύων ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν πνευματικῶν του τέκνων καὶ τῶν μαθητῶν, τοὺς ὁποίους ἐγκατέλιπεν εἰς τὴν Φολέγανδρον, ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν του συνασκητῶν καὶ ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου.


παξ τῆς ἡμέρας ἐσιτίζετο, ἡ δὲ τροφή του ἦτο λιτοτάτη, ἔτρωγε δὲ τόσον ὅσον νὰ ζῇ, νὰ στηρίζεται, νὰ διακονῇ καὶ νὰ ὑπηρετῇ εἰς ὅλας τὰς διακονίας τῆς Μονῆς. Τροφὴν εἶχε πνευματικὴν τὴν ἀνάγνωσιν τῶν θείων Γραφῶν καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὴν ὁποίαν τροφὴν ἔτρωγε μὲ πολλὴν εὐχαρίστησιν καὶ προθυμίαν, καὶ τὴν ὁποίαν ἐθεώρει καὶ ὡς ἀναγκαιοτέραν καὶ ὠφελιμωτέραν τῆς σωματικῆς, ὑλικῆς τροφῆς, ἡ ὁποία μόνον τὸ σῶμα τρέφει,


νῷ ἡ πνευματικὴ τροφὴ πολλάκις τρέφει καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, διότι ἡ γλυκύτης τῆς πνευματικῆς τροφῆς, πολλάκις ὅταν αὐτὴ τρώγεται μὲ πολλὴν ὄρεξιν καὶ εὐχαρίστησιν, μεταδίδεται καὶ εἰς τὸ σῶμα τὸ ὁποῖον γλυκαινόμενον εὐφραίνεται τόσον ὥστε νὰ ἀηδιάζῃ τὴν ὑλικὴν καὶ νὰ μὴ θέλῃ νὰ φάγῃ. Καθὼς τοῦτο γίνεται δῆλον ἀπὸ τὸν βίον πολλῶν Προφητῶν καὶ Ἁγίων.


Προφήτης Μωυσῆς καὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας μὲ μιᾶς ἡμέρας τροφὴν πέρασαν ἡμέρας 40 τελείως ἄσιτοι. Ποῖος τοὺς ἔτρεφε; ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς, ἡ πνευματικὴ τροφή. Ἐκείνη ἡ τροφὴ ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ τοῦ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. 4: 4), ὁ Προφήτης τοῦ Ὑψίστου ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστὴς Ἰωάννης μὲ ἀκρόδρυα (βλαστοὺς θάμνων) καὶ μέλι ἄγριον, ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ἡ Ἁγία Θεοκτίστη, πολλοὶ ἐρημίται, ἀσκηταί, ἐτρέφοντο ἐπὶ πολλὰ ἔτη εἰς ὅλην των τὴν ζωὴν μὲ χόρτα μόνον καὶ ὕδωρ.


το δυνατὸν μόνον μὲ χόρτα ὠμά, ἄγρια νὰ ζήσῃ ἄνθρωπος τόσα ἔτη; Ἐν τούτοις ἔζων. Πῶς ἔζων; Μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, τὴν πνευματικὴν τροφήν, τὴν ἐνθύμησιν τοῦ Θεοῦ, τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, μὲ αὐτὰ περισσότερον ἐτρέφοντο, τινὲς δὲ ἔζησαν καὶ μόνον μὲ τὴν Ἁγίαν Κοινωνίαν· ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος πολλάκις ἐνῷ ἔτρωγε τροφὴν ὑλικὴ ὡς ἄνθρωπος μὲ τοὺς μαθητάς του, ἤρχετο εἰς ἔκστασιν καὶ ἔπαυε νὰ τρώγῃ. Κάποτε δὲ ἐνῷ ἔτρωγε, ἔπαυσε νὰ τρώγῃ καὶ ἤρχισε νὰ κλαίῃ.


ρωτώμενος δὲ παρὰ τῶν μαθητῶν τοῦ «Διατὶ Πάτερ κλαίεις;» «Κλαίω τέκνα μου, ἀπήντησε, διότι ἐνῷ εἶμαι ἄνθρωπος λογικὸς τρώγω τὴν τροφὴν τῶν ἀλόγων ζῴων». Οὕτω καὶ ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος πολλάκις ἐνῷ ἀναγίνωσκε τὰς Ἁγίας Γραφὰς ἢ προσηύχετο καὶ ἐσήμαινε τὸ σήμαντρον τῆς τραπέζης, ἐλυπεῖτο, ἐστενοχωρεῖτο καὶ πολλάκις ἔκλαιε διότι ἄφηνε τὴν πνευματικὴν τροφήν, τὴν γλυκυτάτην,


τὴν ἄφθαστον, τὴν ἀθάνατον καὶ πήγαινε νὰ φάγῃ τὴν ὑλικὴν καὶ σωματικὴν τροφήν. Ἀλλ᾿ ὑπὲρ πάσας τὰς ἄλλας ἀρετὰς περισσότερον ἐπιμελεῖτο τὴν φιλαδελφίαν. Ἠγάπα πάντας καὶ περισσότερον τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς Γέροντας, τοὺς ἐπιμελεῖτο καὶ τοὺς ὑπηρέτει μὲ πολλὴν προθυμίαν, εὐχαρίστησιν καὶ ἀγάπην. Ἀλλὰ περισσότερον πάντων ἠγάπα τὸν Θεὸν μὲ ὅλην του τὴν ψυχὴν καὶ καρδίαν καὶ δι᾿ αὐτὸ ἠγαπήθη παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ παρὰ τῶν ἀνθρώπων.


«ς ἀγαπήσωμεν, λέγει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, τὸν Ἕνα (δηλαδὴ τὸν Θεόν) διὰ νὰ ἀγαπήσωσιν ἡμᾶς οἱ πολλοί».ΜἈφοῦ παρέμεινε ὀλίγα ἔτη καὶ ἠγάπησε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἠγαπήθη καὶ ἐκεῖνος ὑπ᾿ αὐτῶν καὶ ὄχι μόνον ὑπ᾿ αὐτῶν ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν λαϊκῶν τῶν ἐγγὺς τῆς Μονῆς καὶ τῶν μακράν, πάντες εἶχον ἐλπίδας ὅτι μίαν ἡμέραν θ᾿ ἀξιωθῶσιν νὰ τὸν ἔχωσι Πνευματικόν των. *Εκ του ιστολογίου <<nektarios.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF