ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ: ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΤΗ ΝΗΣΩ (Γ' ΜΕΡΟΣ)

 



Φιλοθέου Ζερβάκου ἀρχιμανδρίτου
Βίος καὶ θαύματα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν
Ἀρσενίου τοῦ νέου
τοῦ ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ ἀσκήσαντος
Ἐκδοση ἕκτη
Ἱερὰ Μονὴ Χριστοῦ Δάσους
Πάρος 1996



κεφάλαια: Α Β Γ Δ Ε Ϛ Ζ Η 





ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε´



Χειροτονία τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου εἰς Πρεσβύτερο. Χειροθεσία εἰς Πνευματικόν. Ἀνάδειξις αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Ἀδελφῶν τῆς Μονῆς ὡς Προεστῶτος Ἡγουμένου. Ἡ Πνευματικὴ αὐτοῦ ἐργασία εἰς τὰς ἐν Πάρῳ Μονάς, εἰς τὴν νῆσον καὶ ἔξω τῆς νήσου.




«Ὄντως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». (Ματθ. 5:16)


Βλέποντας οἱ Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τὰς ἀρετάς, ἰδίως τὴν ταπείνωσιν, τὴν πραότητα, τὴν ἀκακία, φιλαδελφία καὶ ἀγάπην, ὅλοι ὁμοφώνως, μὲ μίαν γνώμην καὶ καρδίαν, πρότειναν αὐτῷ νὰ χειροτονηθεῖ Ἱερεύς, ἀλλὰ ἐκεῖνος στοχαζόμενος τὸ ὕψος τῆς Ἱεροσύνης


παρεκάλει τοὺς Πατέρας νὰ μὴ τὸν ἐνοχλοῦν, διότι ἐθεώρει ἑαυτὸν ἀνάξιον τοιούτου μεγίστου ἀξιώματος. Πληροφορηθεὶς ὁ τότε Μητροπολίτης Κυκλάδων Δανιήλ, περὶ τῆς ἐνθέου ἀσκητικῆς καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας τοῦ Ἀρσενίου, τὸν ἐκάλεσε εἰς Σῦρον καί, μὴ θέλοντα, τὸν ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερον καὶ τὸν ἐχειροθέτησε Πνευματικόν.


πὸ τότε ηὔξησε τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας, διότι γνώριζε καὶ ἠσθάνετο ὁποῖος πρέπει νὰ εἶναι ὁ Ἱερεὺς καὶ μάλιστα ὁ Πνευματικὸς Πατήρ. Πάντοτε εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του τὴν παραγγελίαν καὶ ἐντολὴ ἣν ἔδωκεν ὁ Κύριος τοῖς Ἀποστόλοις αὐτοῦ καὶ δι᾿ αὐτῶν τοῖς διαδόχοις αὐτῶν Ἱερεῦσιν, «οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν, τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» καὶ «ὁ ποιήσας καὶ διδάξας μέγας κληθήσεται» καὶ δι᾿ αὐτὸ ἠγωνίζετο πρῶτον νὰ ποιῇ καὶ κατόπιν νὰ λέγῃ.


Φρόντιζε νὰ συμφωνοῦν τὰ ἔργα μὲ τὰ λόγια καὶ μᾶλλον νὰ προπορεύονται τὰ ἔργα τῶν λόγων. Ἤκουσε δὲ καὶ τὸν Μέγαν Διδάσκαλο Ἰσίδωρον τὸν Πηλουσιώτην νὰ λέγει: «ἅπτει λύχνον ὁ Θεὸς Ἱερέα καὶ τίθησιν αὐτὸν ἐπὶ τῆς λυχνίας τῆς ἑαυτοῦ φωτοφόρου καθέδρας ἵνα ἐξαστράπτῃ φωτισμῷ τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ δογμάτων καὶ πράξεων σκότους ἀπηλλαγμένον, ὅπως ὁρῶντες οἱ λαοὶ τὰς ἀκτῖνας τῆς ζωτικῆς λαμπηδόνος πρὸς ἐκείνας εὐθύνονται καὶ τὸν Πατέρα τῶν φώτων δοξάζωσι».


σάκις ἐλειτούργει, παρίστατο εἰς τὸ Ἅγιον Θυσιαστήριον μετὰ φόβου καὶ τρόμου καὶ φαίνεται ὡς νὰ παρίστατο ἐνώπιον τοῦ ἀοράτως πανταχοῦ παρόντος Θεοῦ, τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων καὶ Κυρίου τῶν κυριευόντων, διακόνων Αὐτῷ.


Συναισθανόμενος δὲ ὅτι τὸ διακονεῖ τῷ Θεῷ μέγα καὶ φοβερόν ἐστι καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν, ἐγένετο ἡ μορφὴ αὐτοῦ φωτοειδὴς ὡς Ἄγγελος καὶ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ἔρρεον δάκρυα κατανύξεως. Πολλάκις δὲ ὡς διηγήσαντό μοι τινές, λαϊκοὶ ὄντες, τοὺς ὁποίους ἐγνώρισα ἐν Ἀθήναις, νέος ὢν καὶ ὑπηρετῶν εἰς τὰς τάξεις τοῦ Στρατοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀκούοντες τὴν ἀγγελικὴν αὐτοῦ βιοτὴν καὶ τὰς ἀρετὰς μετέβαινον εἰς Πάρον καὶ ἐξομολογοῦντο


καὶ πολλάκις παρέμειναν παρ᾿ αὐτῷ ἡμέρας πολλάς, διδασκόμενοι τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν, παρακολουθοῦντες οἱ ἄνθρωποι τὰς ὀρθρινὰς καὶ νυκτερινὰς ἀκολουθίας ἐν τῷ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ἱερῷ Ναῷ, ἤκουον ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ βήματος, εἰς τὸ ὁποῖον μόνος ὡς ἐφημερεύων ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος εὑρίσκετο προσευχόμενος, κλαυθμοὺς καὶ στεναγμούς, οἵτινες ἐξήρχοντο ἐκ τῆς καρδίας τοῦ Ἁγίου.


κατάνυξις, τὸ πένθος, ὁ κλαυθμός, οἱ στεναγμοὶ καὶ τὰ δάκρυα εἶναι χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ὁποῖα δίδονται εἰς ἐκείνους, οἵτινες ἔκοψαν τὸ θέλημά των, ἐφύλαξαν ὑπακοὴ καὶ εἶχον ταπείνωσιν.


κ τῶν ἀρετῶν αὐτῶν ὡς προείπομεν, ἐν τῷ β´ κεφαλαίῳ, εὐκόλως ἀποκτᾷ ὁ Μοναχὸς καὶ ὁ Χριστιανὸς ὅλας τὰς ἀρετάς, λαμβάνει θεῖα καὶ οὐράνια χαρίσματα ὡς καὶ τὸ χάρισμα τοῦ χαροποιοῦ πένθους τῆς κατανύξεως καὶ τῶν δακρύων, γίνεται μακάριος, ὡς εἶπεν ὁ Κύριος, «μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσοναι» (Ματθ. 5: 4) καὶ ἀξιοῦται τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν (αὐτόθι). Τούτου τοῦ χαρίσματος τῶν δακρύων ἠξιώθη καὶ ὁ εἰς παλαιοὺς χρόνους ἀκμάσας Μέγας Ἀρσένιος, ὅστις ἐπειδὴ ἔκλαιε, διαρκῶς ἐδάκρυεν, καὶ εἶχε μετ᾿ αὐτοῦ μανδήλιον διὰ τοῦ ὁποίου σπόγγιζε τὰ δάκρυα.


Τούτου τοῦ Μεγάλου Ἀρσενίου ἐφρόντιζε καὶ ἠγωνίζετο «μιμητὴς γενέσθαι κατὰ πάντα» ἰδίως εἰς τὴν σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία καὶ τὸ πένθος καὶ ὁ ἡμέτερος Ἀρσένιος. Ἐπειδὴ δέ, φύλαξε μὲ μεγάλην προσοχὴν καί, ἐπιμέλεια τὰς τρεῖς μεγάλας ἀρετάς, τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοή, τὰς ὁποίας ἀρετὰς ἐδιδάχθη ἀπὸ τὸν ἑαυτοῦ Γέροντα καὶ τὰς ὁποίας πρῶτος ἐδίδαξε


διὰ τοῦ παραδείγματός του ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὡς ἦτο ἑπόμενο, πλούτισε πάσας τὰς ἄλλας ἀρετὰς περὶ τῶν ὁποίων λέγουν οἱ θεῖοι Πατέρες ὅτι ὅλαι αἱ ἀρεταὶ ἀπὸ αὐτὰς τὰς τρεῖς γεννῶνται, «ἡ ὑπακοή, λέγει ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς γεννᾷ τὴν ταπείνωσιν, ἡ ταπείνωσις γεννᾷ τὴν πραότητα, ἡ πραότης γεννᾷ τὴν διάκρισιν, ἡ διάκρισις γεννᾷ τὴν διόρασιν, ἡ διόρασις γεννᾷ τὴν προόρασιν, ἡ προόρασις ἀναβιβάζει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν τελείαν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον». 


σαύτως ὁ Ἀββᾶς Μωυσῆς λέγει: «δεῦρο, ἀδελφέ, εἰς τὴν ὑπακοὴ τῆς ἀληθείας, ὅπου ἐστὶν ταπείνωσις, ὅπου ἐστὶν ἰσχύς, ὅπου ἐστὶ χαρά, ὅπου ἐστὶν ὑπομονή, ὅπου ἐστὶ μακροθυμία, ὅπου ἐστὶ φιλαδελφία, ὅπου ἐστὶν κατάνυξις, ὅπου ἐστὶν ἀγάπη. ὁ γὰρ ἔχων ὑπακοὴν ἀγαθὴν πασῶν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ πεπλήρωται». Χάριν συντομίας παραλείπω τὰς τῶν πολλῶν μαρτυρίας.


Ἐφ᾿ ὅσον δὲ ἐπλουτίσθη καὶ ἔγινε θησαυροφυλάκιον τῶν ἀρετῶν δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ ἐγίνοντο φανεραὶ αἱ ἀρεταί του, εἰς τοὺς ἐγγὺς καὶ εἰς τοὺς μακράν. Ἡ ἀρετὴ ὁμοία ἐστὶ τοῦ φωτός. Καθὼς τὸ φῶς δὲν κρύπτεται ἀλλ᾿ ὅταν φανῇ, ὅταν ἀνατείλῃ ὅλοι τὸ βλέπουσι καὶ μόνον οἱ πάσχοντες ἀπὸ ἀορασία (οἱ τυφλοὶ) δὲν τὸν βλέπουν, οὕτω καὶ ἡ ἀρετὴ δὲν κρύπτεται, ὅλοι τὴν βλέπουν, ἐκτὸς ἐκείνων οἵτινες πάσχουσιν ἀπὸ τύφλωσιν ψυχική.


Οἱ πραγματικὸς καὶ ἀληθῶς ἐνάρετοι, φοβούμενοι τὴν ὑπερηφάνειαν, τὴν κενοδοξίαν, μὴ τοὺς σκορπίσουν τὰς ἀρετάς, τὴν ἀνθρωπαρέσκεια, ἥτις προκαλεῖ τὸν Θεὸν νὰ «σκορπίζει ὀστὰ ἀνθρωπαρέσκων», κρύπτουν ὅσον δύνανται τὰς ἀρετάς των, ἀλλὰ ὅσον καὶ ἂν τὰς κρύπτουν, δὲν κρύπτονται ἐπειδὴ εἶναι φῶς.


Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὁ Ὁποῖος παρήγγειλε νὰ ποιῶμεν τὰς ἀρετὰς ὄχι εἰς τὸ φανερόν, νὰ τὰς βλέπωσιν οἱ ἄνθρωποι, νὰ μᾶς ἐπαινῶσι καὶ οὕτω νὰ χάνωμεν τὸν μισθό μας, ἀλλὰ νὰ τὰς κάμωμεν εἰς τὸ κρυπτόν, ὥστε νὰ μὴ τὰς βλέπωσιν οἱ ἄνθρωποι, νὰ τὰς βλέπῃ μόνον ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ὅταν δῇ ὅτι κρύπτομεν τὰς ἀρετάς μας διὰ νὰ φυλάξωμεν τὴν ἐντολήν Του, ὅτι τὰς κάμνομε διὰ δόξαν δικήν Του καὶ ὄχι διὰ δόξαν καὶ ἱκανοποίησιν δικήν μας, διὰ νὰ μᾶς δοξάσουν οἱ ἄνθρωποι,


τότε Ἐκεῖνος τὰς κάμνει φανερὰ εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, δοξάζεται τὸ Ὄνομα αὐτοῦ τὸ ὑπερύμνητον καὶ ὑπερένδοξον, δοξάζει δὲ ὁ Θεὸς καὶ ἡμᾶς. «Ζῶ ἐγώ, λέγει ὁ Θεός, τοὺς ἐμὲ δοξάζοντας δοξάσω», «Σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην, μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου, ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν τῷ κρυπτῷ καὶ ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ αὐτὸς ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ... σὺ δὲ ὅταν προσευχὴ εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖον σου καὶ κλείσας τὴν θύραν σου, πρόσευξαι τῷ Πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῳ» (Ματθ. 6: 3-7).


Ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης ἐν ἐρήμῳ διέτριβε νηστεύων καὶ προσευχόμενος ἐν τῷ κρυπτῷ. Οὐδεὶς ἄλλος τὸν ἔβλεπε εἰ μὴ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος βλέπων τὸν Πρόδρομον ἐν τῷ κρυπτῷ νηστεύοντα καὶ προσευχόμενον δι᾿ Αὐτόν, διὰ τὴν Δόξαν Τοῦ φανέρωσε τὰς ἀρετάς του εἰς ὅλους καὶ καθὼς λέγει ὁ σοφὸς Νεῖλος οἱ ἄνθρωποι ἄφηνον τὰς πόλεις καὶ ἔτρεχαν εἰς τὴν ἔρημον καὶ οἱ πλούσιοι ποὺ εἶχον χρυσοφόρους οἰκίας καὶ ἐνεδύοντο σηρικὰ ἱμάτια, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶχον λιθοκολλήτους (πολυτίμους) κλίνας καὶ ἀνεπαύοντο σὲ μαλακὰ καὶ ἀπαλὰ στρώματα, κατεκλίνοντο εἰς τὴν ὕπαιθρον καὶ εἰς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ Ἰορδάνου.


Διατί; Διὰ νὰ ἰδοῦν ἕναν πτωχὸν ἄνθρωπον ἐνδεδυμένον μὲ ἕνα δέρμα καμήλου καὶ μὲ μίαν ζώνη δερματίνη, ἐσθίοντα ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. Ἀλλὰ δὲν ἦτο αὐτὴ ἡ αἰτία. Ἡ αἰτία ἦτο ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀνδρός. Ἡ ἀρετὴ ἡ ὁποία ὡς μαγνήτης ἕλκει τὸν ἄνθρωπον. Παραθέτω κατωτέρω τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ Νείλου, διὰ νὰ θαυμάσει πᾶς τις τὸ μεγαλεῖον, τὴν ἀξία, τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν τῆς ἀρετῆς.


«Πάντα ἣν αὐτοῖς ἀνεκτά, καίτοι παρὰ τὸ ἔθος γινόμενα- ὑπέτεμνε γὰρ τὴν ἐπὶ τοῖς ἀλγεινοῖς αἰσθῆσιν, ὁ πόθος τῆς θεωρίας τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὸν ἐπὶ σκληραγωγίᾳ πόνον ἔκλεπτε τὸ θαῦμα τῆς ἀρετῆς. Τοσοῦτον ἐστὶν ἡ ἀρετὴ πλούτου τιμιωτέρα καὶ βίος ἡσύχιος χρημάτων πολλῶν περιφανέστερος.


Πόσοι κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦσαν πλούσιοι καὶ μέγα φρονοῦντες ἐπὶ δόξῃ σεσίγηνται καὶ τὸ θαῦμα τοῦ ἀδόξου μέχρι τοῦ νῦν ᾄδεται καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἐρημοπολίτου πᾶσιν ἐστὶν περισπούδαστος ἀΐδιον γὰρ τῆς ἀρετῆς τὸ ἀοίδιμον καὶ τὴν φήμην ἐξαποστείλλει ἄγγελον τῶν οἰκείων καλῶν».


Ὡσαύτως ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, ὁ Ἀρχηγὸς τῶν μοναστῶν, ὁ πολιστὴς τῆς ἐρήμου. Οὐδεὶς ἔβλεπε αὐτὸν εἰς τὴν ἔρημον, οὐδεὶς ἔβλεπε τὰς ἐν κρυπτῷ ἀρετὰς αὐτοῦ, τὰς προσευχάς, τὰς νηστείας, τὰς ἀγρυπνίας, τὴν ταπείνωσιν, τὴν πίστιν αὐτοῦ, τὴν ἀγάπην. Μόνον ὁ Θεὸς ὁ τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων εἰδῶς. Καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπε ὅτι ὅσα ἐποίει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐν τῷ κρυπτῷ, τὰ ἐποίει ὄχι διὰ δόξαν δίκη του, ἀλλὰ διὰ δόξαν Θεοῦ, ὁ Θεὸς φανέρωσε τὰς ἀρετάς του εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἔτρεχαν πανταχόθεν οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν ἰδοῦν νὰ θαυμάσουν τὰς ἀρετάς του, νὰ ἀκούσουν τὰς συμβουλάς του, καὶ ἔγινε ἡ ἔρημος πόλις καὶ ἐπλήθυναν τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον, τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα.


Καὶ ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐποιει ὅσον ἤδυνατο ἐν κρυπτῷ τὰς ἀρετὰς φεύγων τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς, ὁ βλέπων τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας, βλέπων ὅσα ἐποίει ἐν τῷ κρυπτῷ πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, τὸν ἐδόξασε φανερὰ καί, γνωρίσαντες καὶ ἀκούσαντες οἱ ἄνθρωποι τὰς ἀρετάς του, ἔτρεχον πρὸς αὐτὸν καὶ ἐξομολογοῦντο, οὐ μόνον ἀπὸ τὴν Πάρον ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Σῦρον, ἀπὸ Ἀθήνας, Πειραιᾶ, καὶ ἄλλας πόλεις, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἄλλας Μονὰς τῆς Ἑλλάδος, πάντες δὲ ὠφελοῦντο ἐκ τῆς ἐξομολογήσεως, διότι ὁ Θεὸς τὸν εἶχε πλουτίσει μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καὶ τῆς ἀγάπης.


Ἐδέχετο πάντας με ἀγάπην καὶ στοργὴν πατρικὴν καὶ εἰς πάντας ἔδιδε μετὰ συνέσεως καὶ διακρίσεως τὰ ἀναγκαῖα καὶ ὠφέλιμα πρὸς θεραπεία φάρμακα. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἀναγκαίων φαρμάκων ἔδιδε πρὸς πάντας δυὸ κοινὰ φάρμακα: τὸ φάρμακο τῆς μετανοίας καὶ τὸ φάρμακο τῆς εὐσπλαχνίας καὶ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, προέτρεπε τοὺς πάντας νὰ μετανοοῦν εἰλικρινῶς, καὶ νὰ μὴν ἀπελπίζονται διὰ τὰς πολλάς των ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζουν εἰς τὴν ἄμετρον εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπην αὐτοῦ καὶ ὅτι ὄχι μόνον ὁ Θεὸς δέχεται τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅταν μετανοήσουν, ἀλλὰ καὶ πρὸς χάριν αὐτῶν κάμνει πανήγυριν καὶ χαρὰν μεγάλην εἰς τοὺς οὐρανοὺς μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους.


Ἔφερε δὲ πρὸς ἀπόδειξιν τῆς μεγάλης του Θεοῦ εὐσπλαχνίας παραδείγματα ὅπως τοῦ ἀσώτου, τοῦ λῃστοῦ, τῆς πόρνης, τοῦ τελώνου καὶ πολλῶν ἄλλων. Πολλούς, διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ καλοῦ τρόπου, τοὺς ὡδήγησεν εἰς μετάνοιαν καὶ τοὺς ἔσωσε. Ἦτο ἀκριβὴς φύλαξ τῶν Πατερικῶν παραδόσεων. Εἰς τοὺς ἀσεβεῖς ἀπίστους, ὑβριστὰς καὶ κατάφρονας τῶν θείων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἱερῶν παραδόσεων —καὶ ἐμμένοντας εἰς τὴν ἁμαρτίαν— ἦτο αὐστηρὸς καὶ ἄκαμπτος, ἀλλ᾿ εἰς τοὺς ἀληθῶς μετανοοῦντας ἦτο ἐπιεικὴς καὶ συγκαταβατικός.


Προσεπάθει δὲ μὲ ὑπομονή, μὲ πραότητα, ἀγάπην καὶ μακροθυμίαν νὰ φέρει τοὺς πάντας εἰς μετάνοιαν, νὰ τοὺς πλησιάσῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλον «τοῖς πᾶσιν ἐγένετο τὰ πάντα, ἵνα τοὺς πάντες κερδίσῃ καὶ τῷ Χριστῷ προσφέρῃ».


Διὰ τοῦτο πολλοὶ ἀκούοντες τὴν θαυμάσια πολιτείαν καὶ διαγωγή του καὶ βλέποντες τὰ καλὰ ἔργα του προσήρχοντο ἀθρόοι πρὸς αὐτὸν καὶ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας των ἐθεραπεύοντο, δοξάζοντες καὶ εὐχαριστοῦντες τὸν Θεόν, διότι εἰς τὰς ἐσχάτας πονηρὰς ταύτας ἡμέρας ἀνέδειξε τοιοῦτον Ἅγιον Πνευματικὸν Πατέρα καὶ Ἰατρόν, θεραπευτὴν τῶν σωματικῶν καὶ ψυχικῶν ἀσθενειῶν των, καὶ ἐπληρώθη εἰς τὸν Ἅγιον Ἀρσένιον καθὼς καὶ εἰς τοὺς Ἁγ. Ἀποστόλους καὶ πάντας τοὺς Ἁγίους, τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παραγγελθέν: «Οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἴδωσι ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5: 16).


Ἀποθανόντος τοῦ ἀειμνήστου Πατρὸς Ἠλιού, συνασκητοῦ, συμψύχου φίλου καὶ συμπατριώτου τοῦ Πατρὸς Ἀρσενίου, Προϊσταμένου τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πάντες οἱ Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς, κοινῇ τῇ γνώμῃ, ἐξέλεξαν Προϊστάμενο τὸν Ἅγιον Ἀρσένιο ὅστις θεαρέστως καὶ θεοφιλῶς ἐποίμανε τὸ ἐμπιστευθὲν αὐτῷ μικρὸν ποίμνιον. Βλέπων ὅμως,


ὅτι τὰ καθήκοντα τοῦ Ἡγουμένου καὶ αὐτῆς τῆς Μονῆς καὶ τῶν ἀδελφῶν αἱ μέριμναι καὶ φροντίδαι τῷ ἔφερον κώλυμα εἰς τὸ ἔργον τῆς ἐξομολογήσεως, (ἐπειδὴ ἐκτὸς τῆς ἐξομολογήσεως τῶν ἀδελφῶν τῶν Μονῶν Ἁγ. Γεωργίου, Λογγοβάρδας καὶ τῆς Γυναικείας Μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν κατοίκων τῆς νήσου, ἤρχοντο καὶ μακρόθεν ἐκ Σύρου, Πειραιῶς, Ἀθηνῶν καὶ ἄλλων μερῶν, ἀκόμη καὶ ἐξ Ἁγίου Ὄρους διὰ τοῦτο ἠναγκάσθη καὶ παρητήθη τῆς Ἡγουμενίας καὶ ἀφωσιώθη τελείως καὶ μονίμως εἰς τὴν προσευχὴν καὶ ἐξομολόγησιν.


Διὰ νὰ δύναται δὲ νὰ προσεύχηται ἀπερίσπαστος, καὶ καθ᾿ ὁδόν, ὁσάκις μετέβαινε ἀπὸ τὸν Ἅγιον Γεώργιο ἢ εἰς τὴν Γυναικείαν Μονὴν ἢ εἰς τὴν «Λογγοβάρδαν», ἐπὶ ὄνου καθήμενος, σκέπαζε μὲ τὸ ἐπανωκαλύμαυχόν του τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ ἄλλο τι καὶ περισπᾶται ὁ νοῦς του παρὰ νὰ βλέπῃ μόνον τὸν Θεὸν μὲ τὸν ὁποῖον συνωμίλει. Εἰς τὴν «Λογγοβάρδαν» ἤρχετο κατὰ καιροὺς εἰς τὸν ἐπίσης διάσημον καὶ Ἅγιον τῷ καιρῷ ἐκεῖνο Πνευματικὸν Ἰερόθεον Βοσυνιώτην τὸν Α´ καὶ ἐξομολογοῦντο ἀλλήλοις κατὰ τὸν Ἀπόστολο Ἰάκωβον λέγοντα: «Ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα ὑμῶν καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων ὅπως ἰαθῆτε» (Ἰακ. 5: 16).


Μοὶ διηγεῖτο ὁ ἐκ Λευκῶν Γέρων Ἰγνάτιος Ῥαγκούσης τὰ ἑξῆς: «Ἐπειδὴ ὡς νέος καὶ ἀρχάριος ὅτε ἦλθον εἰς τὴν Μονὴν ὑπηρετοῦσα τὸν Γέροντα Ἰερόθεο, πολλάκις ἤνοιγον τὴν θύραν χωρὶς νὰ κτυπήσω, καὶ πολλὲς φορὲς ἔβλεπα ἄλλοτε τὸν Γέροντα Ἰερόθεο γονατιστὸ ἐμπρὸς εἰς τὸν Πατέρα Ἀρσένιο καὶ ἐξομολογεῖτο καὶ ἄλλοτε τὸν Πατέρα Ἀρσένιο γονατιστὸ ἐμπρὸς εἰς τὸν Γέροντα Ἰερόθεο». Ὁσάκις δὲ μοὶ διηγεῖτο τοῦτο μὲ ὅλην τὴν ἁπλότητα ἡ ὁποία τὸν ἐκόσμει συνεκινεῖτο καὶ ἐδάκρυε.


Κρίνω ἁρμόδιον ὅπως ἐνταῦθα παραθέσω περικοπὴ τοῦ ὕμνου ὃν ἐποιησεν ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς Κουτρέλης, πνευματικὸν τέκνον καὶ θαυμαστὴς τῶν ἀνωτέρω Πνευματικῶν καὶ Ἁγίων Πατέρων, Ἀρσενίου καὶ Ἰεροθέου:


«.. Δυὸ εἴχαμε Γέροντας στὴν Πάρο αὐτὰ τὰ χρόνια,
εἰς τοῦ νησιοῦ μας τὰ δυὸ βουνὰ τοὺς δυὸ φωλεμένους,
ἄσπρους κάτασπρους καὶ τοὺς δυὸ σὰν τοῦ Γενάρη χιόνια
στὴ ράχη τ᾿ Ἅη-Γιώργη καὶ στοῦ Μπαχνᾶ κρυμμένους.
Σ᾿ αὐτοὺς ὁ κόσμος ἔτρεχε καὶ ἐξομολογεῖτο
κι᾿ ἐλάμβανε τὴν ἄφεσιν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας.
Ἦσαν κι᾿ οἱ δυὸ Πρόδρομοι καὶ ἂς μὴ ἐκαλεῖτο
οὐδὲ Πατέρας κανενὸς μονάχα Ζαχαρίας
εἰς τὸ νησί μας ἤρχετο ἡ Σύρος γιὰ νὰ λάβῃ
τοῦ Ἀρσενίου τὴν εὐχὴ καὶ τοῦ Ἰεροθέου.
Κι᾿ νόμιζα ἡ δόξα μας ποτὲ πὼς δὲν θὰ παύσῃ
πλὴν ψεύδονται οἱ λογισμοὶ παντὸς θνητοῦ ματαίου.
Πρὸ δέκα χρόνων ἔχασε τὸν ἕνα Γέροντά της
ποὺ καύχημα τὴν δόξαν του εἶχε ντυθεῖ ἡ Πάρος.
καὶ τώρα πάλιν ἔχασε ἀπάν᾿ ἀπ᾿ τὰ πλευρά της
τὸν Γερο-Ἰερόθεο.
Ὢ ματαιότης! Ὢ θνητὲ τῆς γῆς μας Ὁδοιπόρε
οὐδὲν ἐγκλείουν σταθερὸ τῆς γῆς μας αὐτῆς αἱ χώραι.
Πρὸ δέκα χρόνων εἴμεθα στὴ δόξα τὴν μεγάλη.
Ἀνθοῦσε τότε τὸ νησὶ κι᾿ ἡ ἀρετὴ τῆς Πάρου.
Καὶ δέκα χρόνια πέρασαν κι᾿ χάσαμε τὰ κάλλη
σὰν ἔκρυψε τοὺς Γέροντας ἡ πλάκα τοῦ μαρμάρου.
Τοὺς Γέροντας ποὺ ἤτανε ἡ δόξα καὶ τιμή μας
καὶ νὰ καυχᾶται δι᾿ αὐτοὺς μποροῦσε τὸ νησί μας.


Ποῦ τώρα τοιοῦτοι Πατέρες Πνευματικοί, τοιοῦτοι Ἅγιοι Γέροντες; Τοιοῦτοι σήμερον δὲν ὑπάρχουν εἰς τὴν Πάρον ἀλλ᾿ οὔτε εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα, οὔτε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, οὔτε εἰς τὸ Ὄρος Σινᾶ, οὔτε εἰς τὰς ἔρημους τῆς Αἰγύπτου, Θηβαΐδος, Νιτρίας, Εὐρώπης, Ἀσίας, Ἀφρικῆς. Οἴμοι, ψυχή μου, κλαῦσον καὶ θρήνησον γοερῶς, ὅτι ἐξέλιπε Ὅσιος ἀπὸ τῆς γῆς.


«Πάντες ἔξεκλιναν ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἐστὶ ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». (Ψαλμ. 13). Φεῖσαι, Φεῖσαι, Κύριε, τοῦ λαοῦ Σου, ἐλέησον τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Σου, ἐξαπόστειλον βοήθειαν ἐξ Ἁγίου κατοικητηρίου Σου. Μὴ διὰ τὰς πολλὰς ἡμῶν ἁμαρτίας ἀφανίσῃς ἡμᾶς. Ἐπλήθυναν οἱ ἁμαρτιαι ἡμῶν οὐκ ἔστιν ἐν τῷ καιρῷ τούτω οὐκ ἔστιν Ἄρχων καὶ ἁμαρτίαι ἡμῶν οὐκ ἐστὶ ἕως τῷ καιρῷ τούτῳ οὐκ ἔστιν Ἄρχων καὶ Προφήτης καὶ Ἡγούμενος καὶ Πνευματικὸς Πατήρ.


Σὺ Κύριε κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους Σου, καὶ τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἀνάδειξον ἄνδρας συνετούς, σοφούς, φρονίμους, καὶ ἐναρέτους Ἄρχοντες τῆς πολιτείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας, Πνευματικοὺς Πατέρες, καὶ Ποιμένα: διὰ νὰ ὁδηγήσουν καὶ νὰ διαφυλάξουν τὴν Πατρίδα καὶ τὴν Ἐκκλησία· Πνευματικοὺς Πατέρες καὶ Ποιμένες διὰ νὰ ὁδηγήσουν καὶ νὰ διαφυλάττουν τὴν Πατρίδα καὶ τὴν Ἐκκλησία ἐκ τῶν νοητῶν λύκων τῶν λυμαινομένων αὐτάς, θὰ ἐπισυνάξωσιν καὶ ἐπαναφέρωσιν εἰς τὴν λογικὴν μάνδραν τὰ διεσκορπισθέντα πρόβατα καὶ ὁδηγήσωσιν αὐτὰ εἰς νομὰς ζωηφόρους, πνευματικάς.


Τοιοῦτοι ἦσαν οἱ δυὸ οὖτοι Γέροντες Πνευματικοί, Ἀρσένιος καὶ Ἱερόθεος, τόσον ταπεινοί, ὥστε θεωροῦν ἑαυτοὺς ὡς ἁμαρτωλοὺς καὶ συχνὰ ἐξομολογοῦντο ἀλλήλοις, εἶχον ἐπίγνωσιν καὶ συναίσθησιν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὅσον καὶ ἐὰν βιάζει τὸν ἑαυτόν του πρὸς τὴν τελειότατα, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ἁμαρτίας οὔτε εἰς τελειότητα οὔτε εἰς ἀναμαρτησία δύναται νὰ φθάσῃ ποτέ.


Μόνος τέλειος καὶ ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Θεός. «Καὶ τῶν ἀρίστων ὁ μῶμος ἅπτεται» λέγει ὁ Μέγας Γρηγόριος· ὁ δὲ θεῖος Χρυσόστομος λέγει ὅτι τὸ «ἁμαρτάνειν καὶ μὴ μετανοεῖν εἶναι σατανικόν». Διὰ τῆς μετανοίας, καὶ ἐξομολογήσεως ἐξαλείφονται αἱ ἁμαρτίαι τῶν ἀνθρώπων, προσθέτει ὁ Θεῖος Χρυσόστομος: «...τὸν ἁμαρτωλὸν ὅταν διὰ τῆς ἐξομολογήσεως τὰ ἠμαρτημένα ἐξείπτει καὶ τὴν ἑξῆς ἀσφάλειαν ποιήσηται, ἀθρόον ὁ Θεὸς δίκαιον ἀποφαίνει»· τοῦτο γινώσκοντες,


οἱ ἀνωτέρω ἀοίδιμοι Ἅγιοι Πατέρες ἐξομολογοῦντο ἀλλήλοις. Βλέπων ὁ Θεὸς τὴν ταπείνωσίν των, τοὺς ἐπλούτισε μὲ χαρίσματα οὐράνια, μὲ τὰ χαρίσματα τῆς σοφίας, τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, τῆς συνέσεως τῆς διακρίσεως, ἀκόμη καὶ τῶν θαυμάτων καὶ τοὺς ἀνέδειξε ὡς δυὸ στύλους τηλαυγεστάτους, φωτοειδεῖς, φωτίζοντας οὐ μόνον τοὺς ἐγγύς, τοὺς ἐν Πάρῳ, ἀλλὰ καὶ τοὺς μακράν. Ἐὰν καὶ σήμερον ὑπῆρχαν τοιοῦτοι ταπεινοὶ Πνευματικοί, Ἅγιοι, ... ὁ σπανιοτάτων ἐξαιρέσεων, δὲν ἐξομολογοῦνται.


Πολὺ περισσότερον ἔπρεπε νὰ ἐξομολογοῦνται οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς, διότι τὸ νὰ μὴ ἐξομολογοῦνται δύο τινὰ σημαίνει: ἢ ὅτι φαντάζονται πὼς εἶναι ἀναμάρτητοι, ὁπότε πάσχουν ἐξ ἑωσφορικῆς ὑπερηφάνειας, ἢ ὅτι δὲν δίδουν καμμιὰν σημασία εἰς τὸ σωτηριωδέστατον μυστήριον τῆς ἐξομολογήσεως καὶ μετανοίας ἄνευ τοῦ ὁποίου, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν Πατέρων, «ἢ οὐδεὶς ἢ πολλὰ ὀλίγοι θὰ ἐσώζοντο». 


Διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως ὄχι μόνο πολλοὶ ἐσώθησαν ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἡγίασαν. Ἐὰν ἐξακολουθήσωμεν καὶ κλῆρος καὶ λαὸς νὰ μὴ μετανοῶμεν καὶ ἐξωμολογώμεθα, ἔχει ἐκδοθῇ ἀπόφασις ἀπὸ αὐτὸν τὸν Κύριον ὅτι θὰ ἀπολεσθῶμεν. «Ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὁμοίως ἀπόλλυσθε» (Λουκ. 13: 3). ταῦτα περὶ τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Τιμοθέου καὶ περὶ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως κατὰ παρέκβασιν, ἀλλ᾿ ὡς ἀναγκαῖα εἴπωμεν. Ἂς ἐπανέλθωμεν ἐπὶ τὸ προκείμενο.


Ἅγιος Ἀρσένιος γνωρίζων ὅτι ὁ Χριστιανὸς καὶ ἰδίως ὁ μοναχὸς ἔχει διαρκῆ ἀγῶνα καὶ πάλιν οὐχὶ πρὸς σάρκα καὶ αἷμα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις, ἠγωνίζετο ὡς ἄσαρκος πρὸς ἀσάρκους ἐχθροὺς δυσμενεῖς, ἐνήστευε τόσον ὅσον νὰ μὴ ἀποθάνῃ καὶ νὰ δύναται νὰ κινῆται, νὰ περιπατῇ, νὰ ἐξομολογῇ, νὰ προσεύχηται, νὰ ἀγρυπνῇ τὸ πλεῖστον της νυκτός, καὶ προσηύχετο πάντοτε μετὰ κατανύξεως καὶ δακρύων


ς ὁ συνώνυμός του Μέγας Ἀρσένιος, τὸν ὁποῖον προσπαθεῖ νὰ μιμεῖται κατὰ πάντα καὶ ἰδίως εἰς τὴν σιωπὴν καὶ ἡσυχίαν, τὰς μωρὰς συζητήσεις, τὰς ἀκαίρους καὶ ἀκάρπους συνομιλίας ἀπέφευγε, προσεχῶν ἵνα μὴ λόγος ἀργὸς ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ. Ηὐχαριστεῖτο νὰ συνομιλῇ κάλλιον μὲ τὸν Θεὸν τῆς προσευχῆς καὶ μελέτης. Εἰς οὐδὲν ἄλλο ἐσχόλαζεν εἰ μὴ εἰς προσευχήν, μελέτην καὶ ἐξομολόγησιν.


Καιρόν τινα μετέβη ἐπίσημός τις εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον πρὸς ἐπίσκεψιν τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου καὶ πρὸς ἐξομολόγησιν, καὶ ἀφ᾿ οὗ ἐξομολογήθη εἶπεν εἰς τὸν Ἅγιον: «Πάτερ Ἀρσένιε, ἔχετε ὡραῖον κῆπο μὲ πορτοκαλέας, λεμονέας, μηλέας, καρυδέας καὶ ἄλλα ὀπωροφόρα δένδρα καὶ ἄνθη, ἂς ὑπάγωμεν λίγη ὥραν νὰ ἀπολαύσωμεν τὸ κάλλος καὶ τὴν θέαν τῶν δέντρων καὶ τῶν ἀνθέων».


Πατὴρ Ἀρσένιος τῷ ἔδειξε τὴν μικρὰν Βιβλιοθηκῶν του καὶ τῷ εἶπε·. «Ἰδοὺ ὁ δικός μου κῆπος ὁ τερπνότατος καὶ ὡραιότατος». Τῷ ἔδειξε μερικὰ βιβλία μεγάλα ἐκ τῶν συγγραμμάτων τοῦ Μ. Βασιλείου, Χρυσοστόμου κ.ἄ. Ἁγ. Πατέρων καὶ τῷ εἶπε: «Ἰδοὺ τὰ ἀγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη καρπῶν εὐχύμων καὶ νοστίμων». Τῷ ἔδειξε καὶ μικρὰ τίνα βιβλία Ἐκκλησιαστικά: «Ἰδοὺ καὶ ἄνθη ἡδύπνοα πανεύοσμα καὶ πάντερπνα, τρέφοντα, τέρποντα καὶ εὐφραίνοντα τὴν ἀθάνατον ψυχήν».


Διὰ τῆς ἐκμαθήσεως καὶ τηρήσεως τῶν πρώτων τριῶν διδαγμάτων, τὰ ὁποῖα ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐδιδάχθη κατ᾿ ἀρχὰς ἀπὸ τὸν ἀείμνηστον Γέροντά του Δανιήλ, τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος, τῆς ταπεινώσεως, καὶ ὑπακοῆς, ἐξέμαθε καὶ τὰς λοιπὰς ἀρετάς, τὴν νῆψιν, τὴν προσευχήν, τὴν σιωπή, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀγάπην καὶ τοιουτοτρόπως ἐπειδὴ ἠγάπησε τὸν Θεὸν ἠγαπήθη παρ᾿ αὐτοῦ καὶ ἡνώθη μετ᾿ αὐτοῦ καθὼς λέγουσιν οἱ τῆς φιλοσοφίας Καθηγηταί, οἱ Νηπτικοὶ Πατέρες.


«Νοῦς Θεῷ συναπτόμενος καὶ αὐτῷ ἐγχρονίζων διὰ προσευχῆς καὶ ἀγάπης, σοφὸς γίνεται καὶ ἀγαθὸς καὶ δυνατὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων καὶ μακρόθυμος καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, πάντα σχεδὸν τὰ θεῖα ἰδιώματα, ἐν ἑαυτῷ περιφέρει, τούτου δὲ ἀναχωρῶν ἢ κτηνώδης γίνεται καὶ φιλήδονος ἢ θηριώδης καὶ διὰ ταῦτα τοῖς ἄνθρωποις μαχόμενος», λέγει ὁ θεοφόρος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.


δὲ σοφὸς Ἄντιοχος λέγει τὰ ἑξῆς: «Φιλήσυχος Μοναχὸς ἀγαπᾶται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ἀγαπῶν τὸν Θεόν, αὐτῷ μόνῳ θέλει προσομιλεῖν διὰ τῆς καθαρᾶς προσευχῆς καὶ ἐπὶ γῆς διάγων τὰ οὐράνια ἀεὶ φαντάζεται καὶ μεριμνᾷ ὅλος ὁ νοῦς αὐτοῦ πῶς ἀρέσει τῷ Θεῷ καὶ γένηται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


τοιοῦτος τοῖς Ἀγγέλοις τῷ βίῳ συναμιλλᾶται, πάντοτε τὰς ἐρήμους διώκων, ἵνα ἐν πολλῇ ἡσυχίᾳ καὶ ἀμεριμνίᾳ προσομιλῶν τῷ Θεῷ, τὸν ἑαυτοῦ νοῦν ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον ἀπεργάσηται κατὰ τοὺς Προφήτας Ἠλίαν καὶ Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν. Μακάριος ὁ τοιοῦτος ἐπὶ γῆς καὶ ἐν οὐρανῷ ὃς πάντα εἶναι ἠγήσατο σκύβαλα, ἵνα Χριστὸν κερδίσει καὶ εὑρέθη ἐν τῷ πραέῳ καὶ ἡσυχίω βαδίζων πνεύματι».


Τοιουτοτρόπως θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως πολιτευόμενος ὁ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἀρσένιος ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς αὐτοῦ τελειώσεως, ἔφθασε ὁ καιρὸς νὰ μεταβῇ ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν ἐκ τῶν προσκαίρων εἰς τὰ ἀεὶ διαμένοντα, ἐκ τῶν λυπηρῶν εἰς τὰ χαρμόσυνα, ἐκ τῶν γηίνων εἰς τὰ οὐράνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF