ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ (2023)




γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,


Κάποιοι προβάλλουν τὸν Θεὸ σὰν τιμωρό. Ἄλλοι σὰν ἐντελῶς ἀδιάφορο καὶ ἀπόντα ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις καὶ τὰ καθημερινὰ προβλήματα τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, βαδίζοντας τὴν μεσαία καὶ βασιλικὴ ὁδό, κηρύττει μεγαλοφώνως ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν».


Αὐτὸ τὸ βλέπουμε ξεκάθαρα μέσα ἀπὸ τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ὅπου ὁ Χριστός, ἀνοίγοντας τὸ πάνσοφό Του στόμα, ἐκφώνησε τὴν πολὺ γνωστὴ καὶ ἰδιαιτέρως ἀγαπητὴ σὲ ὅλους μας παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη.


Κάποιος ἄνθρωπος, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ Ἱερουσαλὴμ στὴν χαμηλὴ Ἱεριχώ, δέχθηκε ἄγρια ἐπίθεση ἀπὸ ληστές, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν τραυμάτισαν σοβαρά, τὸν καταλήστεψαν, ἀφήνοντάς τον κυριολεκτικὰ μισοπεθαμένο. Κατὰ ἀγαθὴ συγκυρία, κάποιος Ἱερέας πέρασε ἀπὸ τὸν δρόμο αὐτό, ἀλλὰ μόλις τὸν εἶδε, ἀμέσως ἔστριψε τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε μακριά του. Ὕστερα, πέρασε ἕνας Λευίτης. Οἱ Λευίτες ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ ἑπομένως, θὰ περιμέναμε ὅτι σὰν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, θὰ βοηθοῦσε τὸν τραυματία.Ἔφυγε, ὅμως, κὶ αὐτὸς δίχως νὰ δώσει σημασία.


Τελικά, λίγο ἀργότερα περνάει ἀπὸ τὴν ὁδὸ ἕνας Σαμαρείτης. Οἱ Σαμαρεῖτες καὶ οἱ Ἰσραηλίτες ἔτρεφαν μεταξύ τους μεγάλη ἀντιπάθεια. Αὐτός, λοιπόν, ὁ Σαμαρείτης, βλέποντας τὸν ἐτοιμοθάνατο ἄνθρωπο, τὸν λυπήθηκε. Ἔτρεξε κοντά του, τοῦ καθάρισε τὶς πληγὲς μὲ λάδι καὶ κρασί, τὶς ἔδεσε γιὰ νὰ παύσει ἡ αἱμορραγία καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε στὸ γαϊδουράκι του, τὸν ὁδήγησε στὸ πανδοχεῖο. Ἐκεὶ τὸν περιποιήθηκε ἰδιαιτέρως. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, φεύγοντας, ἔδωσε στὸν ξενοδόχο δύο νομίσματα καὶ τοῦ εἶπε: «φρόντισε τὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο καὶ ἂν τυχὸν ξοδέψεις περισσότερα, ὅταν ξανὰ ἔρθω θὰ στὰ ξεπληρώσω.


κούγοντας μὲ προσοχὴ τὴν παραβολὴ αὐτή, κάνουμε εὔκολα μία συσχέτιση. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης εἶναι ὁ Γλυκύτατος Νυμφίος Χριστός, «ὁ εὐδοκήσας οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ΄ ἐκ Μαρίας σαρκωθῆναι», ὅπως ἀναφέρεται στὴν ὑμνολογία. Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, τὸ θύμα τῶν ληστῶν, ὁ ἐτοιμοθάνατος τραυματίας, εἶναι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅταν ἀπὸ τὸ ψηλότερο σημεῖο, τὴν πνευματικὴ ζωή, πορευόμαστε πρὸς τὸ χαμηλότερο σημεῖο, τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες, πέφτουμε θύματα τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα μᾶς κατατραυματίζουν τὴν ψυχή –πολλὲς φορὲς καὶ τὸ σῶμα- καὶ ληστεύουν ὅ,τι καλὸ εἴχαμε ἀποκτήσει.


Τὰ πονηρὰ πνεύματα, οἱ ἄτιμοι αὐτοὶ ληστές, μᾶς ἀφήνουν μισοπεθαμένους, πονεμένους, ἔρημους νὰ περιμένουμε μία χείρα βοηθείας. Ἔρχονται κάποια στιγμὴ δύο ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους κάποτε εἴχαμε ἀκουμπήσει τὶς ἐλπίδες μας, ἀλλὰ τώρα οὔτε ποὺ μᾶς δίνουν σημασία. Βλέπουν, μὰ ἀποστρέφονται τὴν ταλαιπωρημένη ὕπαρξή μας. Ἔρχεται τότε ἕνας Ξένος, ἕνας Ἄγνωστος σὲ ἐμᾶς, τὸν Ὁποῖο ἐνῶ νομίζαμε ὅτι ξέρουμε, στὴν πραγματικότητα δὲν εἴχαμε δώσει στὸν ἑαυτό μας τὴν δυνατότητα νὰ Τὸν γνωρίσει οὐσιαστικά. Ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ ἔτσι ταλαιπωρημένους ὅπως μᾶς βλέπει, μᾶς σπλαχνίζεται καὶ μᾶς προσφέρει ἁπλόχερα πολύτιμη φροντίδα.


Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέχεται τοὺς πάντες, μᾶς περιποιεῖται καὶ στὴ συνέχεια μᾶς ἀναθέτει στὸν Λειτουργό, τὸν Ἀρχιερέα ἢ τὸν Ἱερέα. Τοῦ δίνει ἀφενὸς τὸν Λόγο Του, τὴν Ἁγία Γραφή, ἀφετέρου τὰ Ἱερὰ Μυστήρια. Μὲ αὐτά, τοῦ παραγγέλει νὰ μᾶς φροντίσει καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ὑγεία καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματός μας σὲ κάποιες περιπτώσεις. Καὶ τὸν βεβαιώνει: «Λειτουργέ, ἂν κάποτε γιὰ νὰ βοηθήσεις αὐτὸν τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, ξοδέψεις καὶ θυσιάσεις πράγματα ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, ἂν θυσιάσεις τὸν ἐλεύθερο χρόνο σου, τὸν χρόνο μὲ τὴν οἰκογένειά σου, τὴν ξεκούρασή σου ἢ ἀκόμη καὶ χρήματα, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία θὰ στὰ ἀποδώσω ὅλα».


Βλέπουμε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅτι ὁ Θεός, ὄχι ἁπλῶς μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβολικά, ἀλλὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀγάπη. Ἐφαρμόζει τὴν ἀγάπη μὲ τὴν θυσία Του. Ἀγάπη δίχως θυσία δὲν νοεῖται. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης θυσιάζει τὸ πρόγραμμά του, θυσιάζει τὴν σωματική του δύναμη, θυσιάζει τὰ χρήματά του, θυσιάζει τὶς προκαταλήψεις Ἰουδαίων – Σαμαρειτῶν καὶ προσφέρεται ὅλος στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου δίχως νὰ περιμένει ἀντάλλαγμα.


Τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη μποροῦμε νὰ τὴν δοῦμε ἀπὸ δύο ὄψεις· ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ τραυματία, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνάγκη τῆς βοήθειας κάποιου πνευματικὰ ἀνωτέρου του καὶ ἀπὸ πάνω πρὸς τὰ κάτω, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ καθῆκον μας νὰ μιμηθοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιαζόμαστε μὲ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας.


Εἶπα μόλις τώρα μία λέξη κλειδί: «νὰ μιμηθοῦμε». Ὁ Χριστὸς μᾶς τονίζει: «ἂν θέλετε νὰ εἶστε φίλοι μου, Ἐμένα νὰ μιμεῖσθε». «Ὅπως ἐγὼ ἔγινα πλησίον σας καὶ θυσιάσθηκα γιὰ ἐσᾶς, ἔτσι καὶ ἐσεῖς νὰ γίνετε οἱ πλησίον τῶν συνανθρώπων σας, δηλαδὴ νὰ τοὺς πλησιάσετε, καὶ νὰ θυσιάζεσθε γιὰ αὐτούς». Στὴν ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἀνταποκρίθηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, μὲ κάθε σπιθαμὴ τῆς ὕπαρξής του, ὁ σήμερα τιμώμενος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, Ἅγιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.


Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ἡ ὁποία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν σημαντικὸ κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ γονεῖς του, Σεκοῦνδος καὶ Ἀνθοῦσα ἦταν ἐπιφανῆ πρόσωπα τῆς κοινωνίας. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, καὶ ἡ Ἁγία μητέρα του, ἀφιέρωσε ὅλο τὸ εἶναι της στὴν χριστιανικὴ διαπαιδαγώγηση τοῦ Ἰωάννη, καὶ μάλιστα μόνη της, δίχως νὰ παντρευτεῖ ἄλλον σύζυγο, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας της.


δη ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ὁ Ἰωάννης ἔδειξε ἀξιοσημείωτη ἔφεση στὴν μάθηση καὶ ἡ μητέρα του τὸν ἔστειλε νὰ σπουδάσει στὸν ξακουστὸ διδάσκαλο Λιβάνιο, ὁ ὁποῖος ἦταν εἰδωλολάτρης. Τόσο σπουδαῖος ἦταν ὁ Ἰωάννης στὰ μαθήματα, ὥστε ὁ Λιβάνιος νὰ πεῖ «Τὸν Ἰωάννη θὰ ἄφηνα διάδοχό μου, ἀλλὰ μοῦ τὸν κέρδισαν οἱ Χριστιανοί».


Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ ὁ Ἰωάννης μπῆκε στὸ Μοναστήρι, χειροτονήθηκε Διάκονος καί, ἀργότερα, Πρεσβύτερος. Καὶ ἐδὼ ξεκινᾶ ἐπίσημα ἡ δράση του ὡς «Καλοῦ Σαμαρείτου». Ποιός πτωχὸς δὲν ἔφαγε ἀπὸ τὰ χέρια του; Ποιά χήρα δὲν βρῆκε στήριξη; Ποιό ὀρφανὸ δὲν χάρηκε τὴν προστασία του; Ποιός δίκαιος δὲν ἀναπαύθηκε μὲ τὴν πορεία του; Ποιός ἁμαρτωλὸς δὲν βίωσε τὴν πατρικὴ στοργὴ καὶ νουθεσία του; Τόσο ξακουστὸ ὑπῆρξε τὸ ἔργο του καὶ τὰ γεμάτα ζῆλο θεῖα κηρύγματά του, ὥστε δίχως νὰ τὸ ἐπιδιώξει, βρέθηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἀνέλαβε τὰ ἠνία τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.


λύχνος τοποθετήθηκε, τότε, πάνω στὴν λυχνία καὶ τὸ ἔργο τοῦ «Καλοῦ Σαμαρείτου» πολλαπλασιάσθηκε. Θυσίασε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων. Ποτὲ κανέναν δὲν περιφρόνησε, ποτὲ κανέναν δὲν ἀπαξίωσε ὅπως ὁ Ἱερέας καὶ ὁ Λευίτης τῆς παραβολῆς. Πάντοτε συνέτρεχε στὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου. Τοὺς μὲν πτωχοὺς καὶ ἀδυνάμους τοὺς στήριζε καὶ ὑπερασπιζόταν δίχως φόβο καὶ πάθος τὰ δίκαια τοῦ λαοῦ, τοὺς δὲ ὑποκριτὲς καὶ ἀδίκους, ἐκείνους οἱ ὁποῖοι καπηλεύονταν τὴν κοσμικὴ ἢ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία τους εἰς βάρος τῶν ἀδυνάτων, τοὺς ἔλεγχε μὲ ἀπαράμιλλη παρρησία μήπως καὶ συνέλθουν καὶ σώσουν τὶς ψυχές τους.


πῆρξε ἄνθρωπος καὶ Ποιμενάρχης δίκαιος, μὲ ὄραμα τὴν χρηστὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἤθελε ὅλοι οἱ Ἱερεῖς, οἱ Διάκονοι καὶ οἱ Ἐπίσκοποι νὰ εἶναι φῶς γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν συμβιβάστηκε μὲ ὅποια τυχὸν παρανομία τους.


ἔλεγχος του καὶ ἡ εὐθύτητά του εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ μισηθεῖ θανάσιμα. Τὸ πρόσωπο ποὺ τὸν μίσησε ὅσο κανεὶς ἄλλος ἦταν ἡ Αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἡ ὁποία τὸν ἐξόρισε πρώτα στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ μέρος ἐκεῖνο ἔγινε πόλος ἕλξης γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἔσπευδαν νὰ συμπαρασταθοῦν καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία τοῦ Ἱεροῦ Πατρός, ὁ Ἅγιος ἐξορίσθηκε σὲ τόπο ἀκόμη μακρύτερο καὶ ἔρημο. Στὸν τόπο αὐτὸ δὲν πρόλαβε νὰ φτάσει διότι τὸν πρόλαβε ὁ θάνατος.


Συκοφαντήθηκε, διώχθηκε, χτυπήθηκε, ἐμπαίχθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων ἐπεζήτησε καὶ ἐπεδίωξε τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς (κοστίζει, βλέπετε, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς δίκαιος καὶ εὐθύς). Παρὰ ταῦτα, τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὸ πάγχρυσο στόμα του ἦταν: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»!


πανέρχομαι στὴν μίμηση. Ὅ Ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς δίδαξε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ἂν θέλουμε πραγματικὰ νὰ τιμήσουμε τὴν ἑορτὴ ἑνὸς Ἁγίου, πρέπει νὰ μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά του.


Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Ἰωάννου, νὰ σᾶς δίνει ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία, φώτιση καὶ κάθε εὐλογία στὴ ζωὴ καὶ τὶς οἰκογένειές σας. Στὸν δὲ Ἐπίσκοπό σας, εἴθε νὰ δίνει τὴν δύναμη νὰ μιμεῖται στὸ ἐλάχιστο τὸν Καλὸ Σαμαρείτη πρὸς ὄφελος τοῦ ποιμνίου. Στὴν δὲ Ἐκκλησία νὰ στείλει ἀνθρώπους Ἁγίους, ὅπως τοὺς ἤθελε ὁ Μέγας Χρυσόστομος. Ἀμήν!



ὁ Ἐπίσκοπός σας,



† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος


Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Βοιωτίας

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF