ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΗΝΑ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ




Πολλῆς ὠφελείας καὶ σωτηρίας εἶναι πρόξενον, εὐλογημένοι Χριστιανοί, νὰ διηγῆταί τινας τῶν ἁγίων Μαρτύρων τοὺς ἀγῶνας καὶ τὰ κατορθώματα, καὶ οὐ μόνον ἐκεῖνος ὁποῦ τὰ διηγεῖται ὠφελεῖται, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀκούοντες ἔχουσι μέγα διάφορον εἰς τὴν ψυχήν τους. Διότι, ὅταν ἀκούῃ τις, πῶς ἐπολιτεύθη ὁ δεῖνα Ἅγιος, πῶς ἐμαρτύρησε, πῶς ἔχυσε τὸ αἷμα του ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, παρακινεῖται καὶ ἐκεῖνος πρὸς μίμησιν καὶ πάντοτε προθυμεῖται ὁ τοιοῦτος, ἐὰν ἔλθῃ καιρὸς νὰ ὑπομείνῃ καὶ αὐτὸς τὰ ὅμοια.


Πάντων μὲν οὖν τῶν ἐνδόξων Μαρτύρων, ὡς εἶπον, αἱ διηγήσεις δίδουσι μέγα διάφορον εἰς τὴν τοῦ διηγουμένου ψυχὴν καὶ εἰς τὴν τῶν ἀκουόντων, ἐξόχως δὲ τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, τοῦ σήμερον ἑορταζομένου, ἡ διήγησις πολλὴν ὠφέλειαν ψυχικὴν δύνεται νὰ δώσῃ καὶ εἰς τὸν λέγοντα καὶ εἰς τοὺς ἀκούοντας. Διὰ τοῦτο, εὐσεβέστατοι Ἄρχοντες, γενῆτε πρόθυμοι εἰς τὴν ἀκρόασιν τῆς διηγήσεως, καὶ δεήθητε καὶ ἐσεῖς τοῦ Ἁγίου, νὰ μὲ δώσῃ λόγον ἱκανὸν νὰ διηγηθῶ τὸ Μαρτύριόν του καὶ τὰ θαύματά του. Διότι ἐγὼ ἔπαθα ὥσπερ εἷς πτωχὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀποτολμήσας νὰ φιλεύσῃ τὸν Βασιλέα μὲ ὅλον του τὸ στράτευμα, πῶς εἰς τὰ ὕστερα ἀνάγκη νὰ ἐντραπῇ, ὅτι δὲν δύνεται νὰ ἔχῃ τόσην ὑπηρεσίαν, οὐδὲ φαγητὰ ἄξια διὰ βασιλέα καὶ τόσον λαόν.


Τὸ αὐτὸ συνέβη καὶ εἰς ἐμέ ἐπειδὴ ἐγὼ μὲν εἶμαι πτωχὸς εἰς τὸν λέγειν καὶ ἀδύνατος νὰ διηγοῦμαι τοιούτου μεγάλου Ἁγίου μαρτύριον. ἡ δὲ αὐθεντία σας ὡς βλέπω, ἔχετε μεγάλην προθυμίαν νὰ ἀκούετε, καὶ ἀναμένετε ὅλοι σας νὰ φιλευθῆτε πνευματικῶς ἀπὸ ἑνὸς πτωχοῦ στόμα. Διὰ τοῦτο γοῦν, παρακαλῶ τὴν ἀντίληψίν σας, δεηθῆτε τοῦ θεοῦ, ἵνα διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἑορταζομένου Ἁγίου, δώσης μοι λόγον πρέποντα ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματος, διότι βούλομαι νὰ ἀρχίσωι τὴν περὶ τοῦ Ἁγίου διήγησιν, καὶ ἀκούσατε τὴν προθύμως, ἵνα λάβητε καὶ τὸν ἄξιον μισθὸν παρ᾿ αὐτοῦ.


Μετὰ τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν τοῦ Χριστοῦ, ὡς τριακοσίους χρόνους, ἦσαν δύο τινὲς βασιλεῖς κατὰ πολλὰ ἀσεβεῖς καὶ Χριστιανομάχοι, ὁ Διοκλητιανός, λέγω, καὶ ὁ Μαξιμιανός, τὸ ζεῦγος τοῦ διαβόλου, καὶ ὁ μὲν Διοκλητιανὸς ἐβασίλευεν εἰς τὴν Ἀνατολὴν πᾶσαν, ὁ δὲ Μαξιμιανός, ὁ ὁποῖος εἶχε γυναῖκα τὴν θυγατέρα τοῦ Διοκλητιανοῦ τούτου, ἐβασίλευεν εἰς τὴν Δύσιν. Τοιαύτην γοῦν βουλὴν ἐβάλασιν οἱ ἀσεβέστατοι, καὶ τοῦτο ἦτο τὸ ἔργον τους, ὅτι παντελῶς νὰ σβήσουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ἀφανίσουσι τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν, διότι οὐδὲ πόλεις εἶχαν εἰς τὸν νοῦν τοὺς νὰ αὐγατίσουν εἰς τὴν ἐξουσίαν τούς, οὐδὲ ἔθνη ἤθελαν νὰ ὑποτάξουν εἰς τὴν βασιλείαν τους, μόνον ἕνα σκοπὸν ἀσεβέστατον καὶ ἕνα; ἔργον παρανομώτατον, εἶχον νὰ τυραννοῦσι τοὺς Χριστιανούς.


Τότε τί κακὸν δὲν ἐγίνετο εἰς τοὺς ἀγαπῶντας τὸν Χριστόν; ἐστενοχωροῦντο αἱ φυλακὲς ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν καθ᾿ ἑκάστην τιμωρουμένων Χριστιανῶν, τὰ σπίτια ὁποῦ εἶχον οἰκοκυροὺς Χριστιανούς, ἐρημώνοντο, αἱ ἐρημίαι καὶ τὰ ὄρη ἐγίνοντο ὡσὰν κάστρη ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν ὁποῦ ἔφευγαν ἐκεῖ. Οἱ πτωχοὶ Χριστιανοί, καὶ φίλοι τῆς ἀληθείας, ὡσὰν νὰ ἤθελαν κάμῃ μέγα τίποτες πταίσιμον, ἔτσι ἐπαιδεύοντο, τὰ χρήματα τῶν Χριστιανῶν ἐδιαρπάζοντο ἐκ τῶν Ἑλλήνων, οἱ νόμοι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως διελύοντο. Διότι οἱ πατέρες οἱ Ἕλληνες ἐπρόδιδαν τοὺς υἱοὺς τοὺς ὁποῦ ἐπιστευαν τὸν Χριστόν, εἰς θάνατον, οἱ παῖδες ὁμοίως ἐγκαλοῦσαν τοὺς πατέρας ὡς Χριστιανούς, καὶ σχεδὸν εἰπεῖν, σκότος καὶ σύγχυσις μεγάλη ἦτον εἰς ὅλον τὸν κόσμον.


Διότι οἱ μὲν ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ ἐπαῤῥησιάζοντο, καὶ οἱ δαίμονες ὡς θεοὶ ἐπροσκυνοῦντο, οἱ δὲ φίλοι τῆς ἀληθείας Χριστιανοὶ ἐδιώκοντο, καὶ ὁ ἀληθὴς Θεὰς ὁ Χριστὸς ὡς πλάνος ἐνυβρίζετο. Τότε τινὲς ὑπήγαιναν φανερὰ καὶ ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστὸν Θεὸν ἀληθῆ, καὶ μὲ πολλὰ βάσανα ἀπέθνησκαν, ἄλλοι δὲ πάλιν διὰ τὸν φόβον τῶν βασάνων ὑπήγαιναν καὶ ἀρνοῦντο τὸν Χριστόν, καὶ ἐθυσίαζον τοῖς εἰδώλοις, ὅσοι δὲ μήτε νὰ μαρτυρήσουν ἐδύναντο, μήτε νὰ γένουν Ἕλληνες ἤθελον, ἔφευγαν εἰς τὰ ὄρη καὶ εἰς τὰ σπήλαια, καὶ ἐκρύβοντο ἐκεῖ, ἀναμένοντες τὸν καιρόν, ὅσον νὰ γνωρίσουν ὅτι εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ παῤῥησιασθοῦσι.


Τότε δὴ τότε καὶ ὁ θαυμαστὸς οὗτος Μηνᾶς, ὁ τὴν ἀρετὴν περιβόητος, ἔλαμπε ὥσπερ ἥλιος, πατρίδα μὲν εἶχε τὴν Αἴγυπτον, ἥτις τανῦν ὀνομάζεται Μυσύριον, προγόνους δὲ καὶ πατέρα εἶχεν ἀσεβεῖς κατὰ τὴν θρησκείαν καὶ ὅλως διόλου τετυφλωμένους εἰς τὴν Ἑλληνικὴν πλάνην. καὶ ὅμως, ἀπὸ τοιούτους γονεῖς γεννηθεὶς ὁ Ἅγιος, ἐχρημάτισε δοῦλος τοῦ Χριστοῦ ἐκλεκτός, καὶ ἦτον ὡσὰν τὸ τριαντάφυλλον, ὁποῦ γίνεται μὲν ἀπὸ τὴν ἀκανθώδη τριανταφυλλέαν, πάντες δὲ τὸ ὀρέγονται.


φόντις γοῦν ἀνετράφη ὁ ἅγιος καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν ἀνδρῶν, ἀπεγράφη εἰς τὴν τάξιν τῶν στρατιωτῶν καὶ ἦτον καὶ αὐτὸς εἷς στρατιώτης τοῦ Μαξιμιανοῦ, μὲ ἄλλους πολλοὺς στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι ἦτον μὲν εἰς τὸ τάγμα, ὅπερ ὠνομάζετο Ῥουταλιακόν, εἶχον δὲ πρῶτον ἀπάνω του ταξίαρχον ἄνθρωπόν τινα Φιρμιλιανὸν ὀνόματι, ἀπὸ ὅλους δὲ τοὺς στρατιώτας τοῦ τάγματος ἐκείνου ἐνδιάφερεν ὁ Ἅγιος καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν τοῦ κορμίου, καὶ εἰς τὴν εὐμορφίαν καὶ εἰς τὴν ἀνδρείαν τῶν χειρῶν, ἀλλὰ καὶ δὴ εἰς τὴν φρόνησιν· ἀπ᾿ αὐτὸ ἦτον καὶ γνώριμος εἰς τοὺς πολλοὺς καὶ εἶχεν ὄνομα ἐπαινετόν.


λλὰ ταῦτα μὲν ἀρκοῦσιν εἰς τοσοῦτον, ἂς ἐλθοῦμεν δὲ εἰς τὸν τρόπον τῆς μαρτυρίας του. Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὁ ταξίαρχος Φιρμιλιανὸς συνάξας τοὺς στρατιώτας του ὑπῆγεν εἰς ἕνα κάστρον τῆς Μπαρμπαρίας γιὰ τὸ φυλάττῃ, Κοτυάειον λεγόμενον, τὸ ὁποῖον εἶναι εἰς τὰ σύνορα τῆς Φρυγίας Σαλουταρίας. Ἀνάμεσα δὲ εἰς ἐκείνους τοὺς στρατιώτας ἦτον, ὡς εἶπον καὶ ὁ Ἅγιος οὗτος Μηνᾶς. Μίαν δὲ τῶν ἡμερῶν, ὡς ἤκουσε τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ βασιλέως ὁποῦ τοὺς ἐδιαλαλούσαν, πῶς οἱ τοιοῦτοι στρατιῶται νὰ πιάνουσι τοὺς Χριστιανοὺς νὰ τοὺς τυραννοῦσιν ἐμίσησε τὸ τοιοῦτον ἀσεβέστατον πρόσταγμα καὶ ἔῤῥιψε μὲν τὴν ζώνην τὴν στρατιωτικήν, ἡ ὁποία; ἦτον σημεῖον κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν εἰς τοὺς στρατιώτας, ἐπῆγε δὲ εἰς τὸ ὄρος, ὁποῦ ἦτον ἀπάνωθεν τοῦ Κοτυαείου, καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε.


Διότι καλλία προέκρινε νὰ κατοικῇ μὲ τὰ θηρία παρὰ νὰ εὑρίσκεται μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ εἰδωλολάτρας. Ἐκεῖ γοῦν διατρίψας ὁ Ἅγιος ἱκανὸν καιρόν, καὶ νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις εὐαρεοτήσας τῷ Θεῷ, εἶδε καὶ ἀπσκάλυψιν, ὅτι καιρὸς εἶναι νὰ μαρτυρήσῃ, διὰ τοῦτο ἐφύλαξε μίαν ἡμέραν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκάμνασι πανήγυροιν μεγάλην οἱ ἄνθρωποι τοῦ Κοτυαείου, μὲ θυσίας, μὲ χοροὺς μὲ παιγνίδια καὶ πηλαλήματα ἀλόγων καὶ μὲ ἀλλες θεραπεῖες τῶν δαιμόνων. Εἰς αὐτὴν γοῦν γνωρίσας ὁ Ἅγιος ὅτι εἶναι κόσμος πολὺς συναγμένος, καὶ πάντες ὠφεληθῇ θέλουσι, καὶ μάλιστα πολλοὶ κρύφοι χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν μαρτυρίαν του, ὑπῆγεν εἰς τὸ μέσον τῆς ἑορτῆς καὶ ἐκάθισεν εἰς ἕνα τόπον ὑψηλόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἔμελλον νὰ ἰδοῦσι, πολλοί, καὶ μετὰ μεγάλης φωνῆς ἔκραξε λέγοντας. Ἰδοὺ ἐγώ, δίχως νὰ μὲ ζητῆτε, ἦλθον· καὶ δίχως νὰ μὲ γυρεύετε, εὑρέθην, ἀσεβέστατοι. Γνωρίσετε καλά, ὅτι εἷς εἶναι ἀληθὴς Θεός, ὁ Χριστός, αὐτὰ δὲ ὁποῦ προσκυνεῖτε ἐσεῖς καὶ λατρεύετε εἶναι ξύλα κωφὰ καὶ ἀναίσθητα.


σοι γοῦν ἤκουσαν τὴν τοιαύτην φωνὴν τοῦ Ἁγίου, ὅλοι ἐσύνδραμαν πρὸς αὐτὸν νὰ ἰδοῦσι τίς εἶναι, καὶ πλέον τόσον δὲν τοὺς ἔκαμε χρεία νὰ ἀκούουσι τὰ παιγνίδια ἢ νὰ βλέπουσι τοὺς χορούς, ὅσον ἐθαύμαζαν τὸν Ἅγιον, πῶς ἀπετόλμησεν εἰς τόσον πλῆθος Ἑλλήνων νὰ παῤῥησιασθῇ μὲ τοιούτους λόγους. Ὅσοι μὲν γοῦν ἦσαν ἐκεῖ κρύφοι Χριστιανοὶ ἐχάρηκαν εἰς τὴν παῤῥησίαν τοῦ Ἁγίου, οἱ δὲ ἀσεβέστατοι Ἕλληνες ἔτριζαν τοὺς ὀδόντας ἕνας τὸν ἄλλον, ἐσυνερίζοντο, ποῖος νὰ πιάσῃ πρῶτος τὸν Ἅγιον διότι ἐθαῤῥοῦσαν, ὅτι θέλει φύγῃ ὁ Ἅγιος, δὲν ἐκαταλάμβαναν οἱ πεπλανημένοι, ὅτι ἑκουσίως ἦλθεν εἰς τὸ μαρτύριον, ὥσπερ καὶ ὁ Χριστός μου ποτε εἰς τὸν Σταυρόν. Τί τὸ ἐντεῦθεν; σύροντες, δέρνοντες, ἔφεραν τὸν Ἅγιον ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος ἐκαλεῖτο μὲν Πύῤῥος, ἔτυχε δὲ τότε καθήμενος ἐφ᾿ ὑψηλοῦ θρόνου, διὰ νὰ βλέπῃ τὸ θέατρον.


ς δὲ εἶδε τὸν Ἅγιον ἀπὸ κοντά, εὐλαβήθη τὰ σχῆμα του καὶ τὴν ἡλικίαν του, διότι ἦτον τότε ὁ Ἅγιος ὡς πεντήκοντα ἐτῶν καὶ εἶχε πρόσωπον καὶ σχῆμα ἄξιον εὐλαβείας, διὰ τοῦτο δὲν ἐπίασε μετὰ κακίας νὰ τὸν ἐξετάζῃ, ἀλλὰ ἐσχηματίσθη μὲ ἡμερότητα καὶ μετὰ γλυκολογίας ἀρχισε νὰ ἐρωτᾷ τὸν Ἅγιον πόθεν εἶναι καὶ τίς εἶναι καὶ ἀπὸ ποίαν θρησκείαν. Πρὸς ταῦτα ὁ Ἅγιος πατρίδα μέν, εἶπεν, ἔχω τὴν Αἴγυπτον, καλοῦμαι δὲ Μηνᾶς, ἤμουν δὲ καί ποτε στρατιώτης, ἀλλ᾿ ὅμως μὲ τὸ νὰ εἶστε ἀσεβεῖς καὶ εἰδωλολάτραι ἄφησα τὴν τιμήν σας καὶ ἤμουν εἰς τὸ ὄρος κεκρυμμένος Χριστιανός, τώρα δὲ ἦλθα νὰ παῤῥησιασθῶ ἐνώπιον πάντων, νὰ ὁμολογήσω τὸν Χριστόν μου, ὡς Θεὸν ἀληθινόν, ἵνα καὶ αὐτὸς ὁμολογήσῃ με ὡς δοῦλον αὐτοῦ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, καθὼς τὸ ὥρισε καὶ μόνος του, ὅστις μὲ ὁμολογήσει ἐμποσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».


Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ ἡγεμὼν πλέον δὲν ἐδυνήθη νὰ στέκεται εἰς τὰ πλαστὸν σχῆμα τῆς ἡμερότητος. ἀλλὰ μετὰ μεγάλης μανίας καὶ ὀργῆς ἐπρόσταξε νὰ βάλουσι τὸν Ἅγιον εἰς τὴν φυλακήν, ἕως οὗ τὸ ταχὺ νὰ συλλογισθῇ μὲ τί βάσανα νὰ τὸν θανατώσῃ, καὶ τὴν μὲν ἡμέραν ἐκείνην ἐπέρασεν ἡ μιαρὰ πανήγυρις τῶν Ἑλλήνων, τὸ δὲ ταχὺ ὁ ἄρχων ἐκεῖνος Πύῤῥος, θυμωμένος ὢν περισσὰ κατὰ τοῦ Ἁγίου, ὥρισε νὰ τὸν ἐβγάλουσιν ἀπὸ τὴν φυλακήν. Καὶ πρῶτον μὲν ἔλεγεν, ὡς μέγα ἔγκλημα κατὰ τοῦ Ἁγίου, πῶς ἀπετόλμησεν εἰς τόσον πλῆθος νὰ εἴπῃ τοιαῦτα λόγια, διότι καταφρόνησιν εἰδικήν του εἶχε τὴν παῤῥησίαν τοῦ Ἁγίου, πῶς δὲν τὸν ἐφοβήθη, ἀλλὰ ἐσύντυχεν ἐχθὲς τοιούτους λόγους, ἔπειτα δὲ τὸν ὠνείδιζε, καὶ πῶς ἄφησε τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ βασιλέως·


δὲ Ἅγιος εἰς αὐτὸ μάλιστα χαίρων, καὶ συλλογιζόμενος πῶς δὲν τὸν ἐδειλίασε, ἀπεκρίθη. Ναὶ ἡγεμών, ἔτσι πρέπει τὸν Χριστόν μου νὰ ὁμολογοῦμεν φανερὰ καὶ παῤῥησιασμένα, ὅτι εἶναι φῶς. Νὰ μὴν φοβούμεστε, καθὼς ἐκεῖνος εἶπεν, ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ζημιῶσαι, ἀλλὰ νὰ τὸν κηρύττωμεν καὶ στόματι καὶ καρδίᾳ, διότι καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔτσι μᾶς ἐδίδαξε λέγοντας. Καρδία μὲν πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν.


Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ ἡγεμὼν εἰς πολλοὺς σκοποὺς ἐμεταγύρισεν, ποτὲ μὲν ἐφοβέριζε, ποτὲ δὲ ἐκαλοπίανε τὸν Ἅγιον, ἤθελε μὲν νὰ τὸν παιδεύσῃ, ἀλλ᾿ ὅμως ἐσυλλογίζετο, ὅτι αὐτὸς ὁποῦ θεληματικῶς ἐπαῤῥησιάσθη, οὐδὲ θέλει πονέσει. Τέλος πολλὰ συλλογιζόμενος, ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του, ὅτι πρῶτον νὰ τὸν καλοπιάσῃ μὲ λόγους εἰρηνικούς, ἴσως νὰ τὸν καταπείση, καὶ λέγειν του· βλέπω σε, ὦ Μηνᾶ, ὅτι δὲν εἶσαι νέος ἄτακτος καὶ μωρός, νὰ μὴ ἠξεύρῃς τὸ συμφέρον σου, ἀλλὰ ἰδοὺ ἔχεις ἡλικίαν γεροντικήν, μὴ γοῦν κάμῃς ὡς μωρὸς καὶ καταφρονήσῃς ἐτούτην τὴν γλυκυτάτην ζωήν, καὶ διαλέξεις τὸν θάνατον, τὸ μισητὸν πρᾶγμα καὶ ὄνομα, ἀλλ᾿ ὡς φρόνιμος συλλογίσου τὸ καλλίτερον, καὶ ἔλα γενοῦ συγκοινωνὸς μετ᾿ ἐμᾶς, καὶ ἔχε τὴν πρώτην σου τάξιν· καὶ ἐὰν μᾶς ἀκούσῃς, καὶ ὁ βασιλεὺς ὁ πολυχρονεμένος θέλει σε τιμήσει πλέον περισσότερον καὶ θέλεις μένει τιμιώτερος καὶ φημισμένος εἰς τὸ γένος σου, καὶ πᾶς ἕνας θέλει σε ἐπαινέσει, μάλιστα δὲ καὶ οἱ εὔσπλαχνοι θεοὶ θέλουν σε συγχωρήσῃ, ἐὰν καὶ τοὺς ὕβρισες χθές.


Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ Ἅγιος, πρῶτον μὲν ἐγέλασεν εἰς τοὺς λόγους τοῦ ἡγεμόνος, ἔπειτα δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε, δὲν εἶναι κανένα πρᾶγμα, ὦ ἡγεμών, μηδὲ καμμία βάσανος, ὁποῦ νὰ μὲ χωρίσῃ ἐμένα ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μου, καὶ ἐὰν θέλῃς νὰ τὸ εἰδῂς καὶ μὲ ἔργον, κάμε εἴτι παίδευσιν θέλεις, νὰ σὲ ἔχω καὶ χάριτας. Ἀφόντις ἤκουσεν ὁ Πύῤῥος τοὺς τοιούτους λόγους, πλέον κρατημὸν δὲν εἶχεν, ἀλλὰ παρευθὺς μὲ κακίαν πολλὴν εἶπε πρὸς τοὺς στρατιώτας, πιάσατε τὸ μιαρὸν τοῦτον, καὶ τανύσετε τὸν κατὰ γῆς εἰς τέσσαρα, ἔπειτα ἐπάρτε νεῦρα ὠμὰ βοῶν, καὶ δέρνετέ τον ἀσυμπάθητα, ἕως οὗ νὰ ἀπολαύσῃ ἐκεῖνο ὁποῦ ζητεῖ. Δὲν ἐπρόφθασεν ὁ Πύῤῥος νὰ εἴπῃ τὸν λόγον, καὶ παρευθὺς ἐγίνετο τὰ πρόσταγμα. Τί γοῦν ὁ Ἅγιος; ἐκεῖ ἔδειξε τὴν ὑπομονήν του, ἐκεῖ ἔδειξε τὴν καρτερίαν του, εἶπες ὅτι ἄλλος ἐπαιδεύετο.


τσι ἐφαίνετο ὁ Ἅγιος ὅλος χαρούμενος, ὅλος εὐφραινόμενος, δύο καὶ τρεῖς φορὲς ἀλλάχθησαν οἱ στρατιῶται, καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος ὁ αὐτὸς ἦτον, τόσην δὲ ἀνδρείαν ἔδειξεν ὁ Ἅγιος, ὅτι ὅλοι ἐθαύμαζαν, ὄχι τόσον εἰς τὴν πρώτην ἀποκοτίαν του, ὅσον εἰς τὴν τοιαύτην ὑπομονήν. Ἕνας δὲ φίλος παλαιὸς τοῦ Ἁγίου, στρατιώτης καὶ αὐτὸς ὀνόματι Πηγάσιος, βλέποντας τὸ κορμὶ τοῦ Ἁγίου πῶς μέλλει νὰ σκορπίσῃ ἀπὸ τὰς πληγάς, ὑπῆγεν ὡς λυπούμενος πρὸς τὸν Ἅγιον, καὶ λέγει τόν, δὲν βλέπεις ὦ ἄνθρωπε, ὅτι ὅλος ἐδιελύθης; πῶς τὰ κρέατά σου κολλοῦσιν εἰς τὰ λουριά; πῶς εἰς ὀλίγην ὥραν μέλλει ἀδίκως νὰ θανατωθῇς, εἰπὲ ὅτι θυσιάζεις, καὶ ὁ Θεὸς θέλει βοηθήσῃ, ὅτι δὲν τὸ κάμνεις μὲ τὸ θέλημά σου, ἀλλὰ μὲ τὸ στανέος σου διὰ τὰς ἀφορήτους πληγάς. Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ Ἅγιος ἐγύρισε μὲ βλέμμα φοβερόν, καὶ λέγει τον, ἀποστῆτε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, λεῖψε ἀπὸ ἐμένα, ἐχθρὲ τῆς ἀληθείας, καὶ ὄχι φίλε μου. Διότι ἐγὼ τὸν Χριστόν μου ἐθυσίασα καὶ θέλω θυσιάσει, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ βοηθός μου, καὶ τὲς πληγὲς ἐτοῦτες μὲ δυναμώνει νὰ τὲς ὑπολαμβάνω διὰ τρυφὴν καὶ χαράν.


Ταῦτα βλέπωντας ὁ δικαστής, καὶ πλέον ἀνάπτων εἰς τὸν θυμὸν πάλιν ἐπενόησεν ἄλλην μεγαλυτέραν βάσανον κατὰ τοῦ Ἁγίου, καὶ παρευθὺς ἐπρόσταξε νὰ τὸν δέσουν ὑψηλὰ τανυοτὸν εἰς ἕνα ὀρθὸν ξύλον, καὶ πάρουν σιδερένια ὀνύχια, τὰ ὁποῖα τὰ εἶχαν ἐπὶ τὸ αὐτό, νὰ τυραννοῦσι τοὺς Χριστιανούς, καὶ μετ᾿ ἐκεῖνα νὰ ξέουσι δυνατὰ τὸ κορμὶ τοῦ Ἁγίου, ἕως οὗ νὰ φανοῦσι καὶ τὰ ἐντόσθιά του. Ταύτης γοῦν τῆς βασάνου γενομένης, ὁ δικαστὴς ἐκεῖνος, ὁ θὴρ μᾶλλον ἢ ἄνθρωπος, ὥσπερ ἀναγελῶντας τὸν Ἅγιον εἶπεν· ἐγνώρισες εἰς τὸ κορμί σου, ὦ Μηνᾶ, ὀλίγην παίδευσιν, νὰ φρονιμεύσῃς, ἢ ἀκόμη θέλεις νὰ σὲ αὐγατίσωμεν καὶ ἄλλην τιμωρίαν, εἰς χαράν σου καὶ ἀγαλλίασιν;


Μάρτυς εἶπεν, ὤ! τί βάνεις εἰς τὸν νοῦν σου, ὦ ἀνόητε δικαστά, μὲ τέτοια παιγνίδια νὰ μεταγυρίσῃς ἐμένα ἀπὸ τὴν πίστιν μου, ἢ μὲ τοιαύτας βασάνους, νὰ διασείσῃς τὸν στερεὸν πύργον τῆς ὁμολογίας μου; Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ ἡγεμών, ὥρισε τοὺς στρατιώτας του, πλέον περισσότερον νὰ ξοῦσι τὸν Ἅγιον, καὶ πρὸς αὐτὸν εἶπεν· ἄφες τὴν κακὴν ἀποκοτίαν, ὦ Μηνᾶ, καὶ ὑπόταξον τῷ μεγάλῳ βασιλεῖ Μαξιμιανῷ. Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, διὰ νὰ μὴν ἠξεύρῃς ποῖος εἶναι ὁ βασιλεὺς ὁποῦ ὁμολογῶ ἐγώ, διὰ τοῦτο λέγεις νὰ τὸν ἀρνηθῶ, νὰ ὑποταχθῶ τῷ φθαρτῷ καὶ γηίνῳ βασιλεῖ. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα, ὅστις δίδει πνοὴν καὶ ζωὴν πᾶσι τοῖς ἐν τῇ γῇ, καὶ ἔδωκε καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῖς βασιλεῦσι. Ὁ δὲ δικαστὴς οὐχὶ θέλων μαθεῖν ἀλλὰ προσποιούμενος, ὅτι δὲν γνωρίζει, τίνα λέγει ὁ Ἅγιος, εἶπε καὶ ποῖος εἶναι αὐτός, ὦ Μηνᾶ, ὁποῦ δίδει τὴν ἐξουσίαν τοῖς βασιλεῦσι καὶ εἶναι καὶ βασιλεὺς πάσης τῆς κτίσεως;


Ἅγιος ἀπεκρίθη, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι, ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός, ὁ πάντοτε ζῶν καὶ διαμένων, εἰς τὸν ὁποῖον ὑποτάσσονται πάντα τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ. Ὁ δικαστὴς εἶπε, καὶ δὲν ἠξεύρεις, ὦ Μηνᾶ, ὅτι διὰ αὐτὸ τὸ ὄνομα ὁποῦ λέγεις, κακιώνουσιν οἱ πολυχρονημένοι βασιλεῖς, καὶ προστάζουσι νὰ σᾶς παιδεύωμεν ἀνηλεῶς; Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ἂς κακίζουσιν οἱ βασιλεῖς, ὦ δικαστά, ἐμένα δὲν μὲ μέλει, οὐδὲ τοὺς βάνω εἰς τὸν νοῦν μου, ἐγὼ ἕνα σκοπὸν ἔχω, νὰ ἀποθάνω εἰς τὴν καλὴν ταύτην ὁμολογίαν, τὰς δὲ βασάνους σου καὶ τοὺς φοβερισμοὺς τῶν βασιλέων τοὺς βάνω εἰς τὸν νοῦν μου ὡσὰν μικροῦ παιδίου λόγια. Διότι, ὡς λέγει καὶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος. Τίς μᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ; θλίφις, ἡ στενοχώρια, ἡ λιμός, ἡ διωγμός, ἡ μάχαιρα;»


Ταῦτα ὁ μὲν Ἅγιος ἔλεγεν, ὁ δὲ μιαρὸς δικαστὴς ἀκούοντας ταῦτα πλέον περισσότερον ἐθυμώθη, καὶ προστάζει τοὺς στρατιώτας νὰ πάρουν τρίχενα σακκία, νὰ τρίβουν δυνατὰ τὸ κρέας τοῦ Ἁγίου τὸ ἐξυσμένον. Τούτου δὲ γενομένου, ὁ Ἅγιος ἔλεγε, σήμερον ἀποδύομαι τοὺς δερματίνους τῆς ἁμαρτίας χιτῶνας καὶ ἐνδύομαι τὸ φωτεινὸν φόρεμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Πάλιν ὁ δικαστὴς βλέπων ὅτι καὶ ταύτην τὴν βάσανον ὁ Ἅγιος ὡς παίγνιον τὴν ὑπολαμβάνει ἐπρόσταξε νὰ πάρουν λαμπάδας ἀναμμένας, νὰ κατακαίουν ὁλόγυρα τὸ κορμὶ τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν βάσανον ὁ Ἅγιος ἔλεγεν, ἔχω τὸν Χριστόν μου βοηθόν, ὁποῦ ὥρισε νὰ μὴ φοβούμεστεν ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι. Ταῦτα ἀκούων ὁ δικαστὴς καὶ βλέπων ὅτι πλέον δὲν δύνεται μὲ ἄλλην βάσανον νὰ ἐπιστρέψῃ τὸν Ἅγιον ἐπρόσταξε νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὸ ξύλον καὶ νὰ τὸν ὑπάγωσιν ἔμπροσθέν του. ἔπειτα τὸν λέγει, εἰπὲ μέ, ὦ Μηνᾶ, πόθεν σὲ ἦλθεν ἡ τοσαύτη σοφία τῶν γραμμάτων, νὰ ἀποκρίνεσαι οὕτως, σὺ ὁποῦ χθὲς καὶ προχθὲς ἤσουν στρατιώτης, εἰς πολέμους καὶ φόνους μαθημένος;


ἅγιος ἀπεκρίθη· ὁ Θεός μου, ἡ ἀληθὴς σοφία τοῦ Πατρός, αὐτὸς μὲ ἐσόφισεν, ὢ δικαστά, νὰ ἐλέγξω τὴν ἀθεότητά σου. Διότι αὐτὸς ἔτσι ὥρισεν, ὅταν ὑπάγετε ἔμπροσθεν βασιλέων καὶ τυράννων διὰ τὸ ὄνομά μου, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσητε, δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ σοφία, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῆς». Ὁ ἡγεμὼν εἶπε, καὶ τάχατες ἤξευρεν ὁ Χριστός σας, πῶς μέλλετε οἱ Χριστιανοὶ νὰ πεθαίνετε ἀπὸ ἡμᾶς; Ὁ ἅγιος ἀπεκρίθη· ἐπειδὴ Θεὸς Θεὸς ἀληθὴς εἶναι, ἀνάγκη νὰ τὸ ἤξευρε. Διότι αὐτὸς εἶναι καὶ καρδιογνώστης τῶν ἀνθρώπων καὶ προγνώστης τῶν μελλόντων, ἐξ οὗ καὶ ἡ κτίσις πᾶσα ἐγένετο, καὶ εἶναι φανερὴ ἐνώπιόν του.


Πρὸς ταῦτα ὁ δικαστὴς μὴ δυνάμενος ἀποκριθῆναι εἶπεν, ἄφες τὰς ματαιολογίας καὶ περισσολογίας, ὦ Μηνᾶ καὶ διάλεξε ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἢ τὴν τοῦ Χριστοῦ σοῦ ὁμολογίαν, ἢ τὴν μετ᾿ ἐμᾶς διαγωγήν. Ὁ ἅγιος ἀπεκρίθη, μὲ τὸν Χριστόν μου καὶ ἤμουν καὶ εἶμαι καὶ θέλω εἶσθαι. Ὁ δικαστὴς εἶπε. λυποῦμαί σε, ὦ Μηνᾶ, νὰ σὲ θανατώσω τοιοῦτον ἄνθρωπον ὄντα· ὅμως ἔχε ἄδειαν εἰς μίαν ὥραν, νὰ συλλογισθῇς τὸ καλλίτερόν σου. Ὁ ἅγιος ἀπεκρίθη, κἂν δέκα χρόνους μὲ ἀφήσῃς, ὦ δικαστά, ἐγὼ ἄλλην βουλὴν δὲν μεταβουλεύομαι, μόνον τοῦτο ἠξεύρω, νὰ κηρύττω τὸν Χριστόν μου Θεὸν ἀληθινόν, τοὺς δὲ θεοὺς τῶν Ἑλλήνων νὰ τοὺς ὀνομάζω ξύλα κωφὰ καὶ ἀναίσθητα, καὶ δαίμονας μᾶλλον εἰπεῖν ἀκαθάρτους ἢ θεούς.


πὶ τούτοις ὁ δικαστὴς μεγάλως θυμωθεὶς ἐπρόσταξε νὰ σκορπίσουν εἰς τὴν γῆν τριβόλια σιδηρένια, τὰ ὁποῖα τὰ εἶχεν ἐπὶ τὸ αὐτό, νὰ τυραννοῦσι τοὺς Χριστιανούς, καὶ εἰς ἐκεῖνα νὰ σέρνουσι τὸν Ἅγιον γυμνὸν ἐπὶ ὥραν ἱκανήν. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος νομίζων, ὅτι ἐπάνω εἰς τριαντάφυλλα τὸν σέρνουσιν, ἔτσι ἐχαίρετο, καὶ μὲ ἐλευθέραν γλῶσσαν ὕβριζε τοὺς θεοὺς τῶν Ἑλλήνων. Ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔτι πλέον ὀργιζόμενος, καὶ μὴ θέλων ἀκούειν τοῦ Ἁγίου πῶς ὑβρίζει τούτους, πάλιν ἐπρόσταξε μὲ ῥάβδους ἀκανθώδεις νὰ τὸν κρούουσιν ἐπάνω εἰς τὸν αὐχένα, καὶ ἄλλοι νὰ τὸν δίδουσι ῥάπισμα εἰς τὸ πρόσωπον λέγοντες, τίμα τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς βασιλεῖς. Ταῦτα πάντα ὁ Ἅγιος ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος ἔχαιρε ψάλλοντας· παρανόμους ἐμίσησα, τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησας. Εἷς δὲ τῶν τοῦ ἡγεμόνος ἐκείνου στρατιωτῶν, Ἡλιοδωρος ὀνόματι, παρεστὼς ἐκεῖ, καὶ βλέπων τὴν τοσαύτην καρτερίαν τοῦ Ἁγίου, θέλωντας νὰ φανῇ πρὸς τὸν ἡγεμόνα ὡς σύμβουλος καλὸς λέγει τὸν αὐθέντα, ἡγεμών, νομίζω ὅτι καὶ ἡ αὐθεντία σου νὰ τὸ ἠξεύρης, πὼς αὐτὸ τὸ μιαρὸν γένος τῶν Χριστιανῶν εἶναι πολλὰ φιλονεικον καὶ πεισματάρικον, καὶ ἔτσι εὔκολα δὲν κατεπείθεται νὰ μεταγυρίσω ἀπὸ τὸ θέλημά του, ὅμως διὰ νὰ ἀναπαυθῇς καὶ ἡ αὐθεντία σου ἀπὸ πολλὲς ἔννοιες, καὶ αὐτὸς ὁ μιαρὸς νὰ λάβῃ τὰ πρεπούμενον τοῦ τέλος προσταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.


Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ δικαστὴς βλέπων δὲ καὶ τὸ ἀμετάθετον τοῦ σκοποῦ ἔγραψε τὴν ἀπόφασιν οὕτως. Μηνᾶν τὸν Αἰγύπτιον, ὁποῦ ὑβρίζῃ τοὺς μεγάλους θεούς, προστάσσω νὰ τὸν ἀποκεφαλίσετε. Ταύτης τῆς ἀποφάσεως ἐξενεχθείσης, πολλοὶ φίλοι τοῦ Ἁγίου προσελθόντες, ἐκολάκευάν τον, ἐφιλίασάν τον, ἀγκαλίαζάν τον λέγοντες: μὴ μᾶς καταφρονήσῃς, ὦ Μηνᾶ, μηδὲ μᾶς παραβλέψῃς, ἐνθυμήσου τοὺς φίλους σου τοὺς ἰδικούς σου, τὴν τιμήν σου, ἐνθυμήσου πῶς ἤσουν τιμημένος εἰς τὴν μέσην μας, καὶ φημισμένος εἰς τὸ τάγμα μας, τώρα μὴ θελήσῃς νὰ θανατωθῇς μοναχός σου, μὴ προκρίνῃς τὸν θάνατον, τὸ μισητὸν πρᾶγμα, καὶ καταφρονῇς τὴν ζωὴν ἐτούτην τὴν ἐπιθυμητήν, μόνον μετανόησον, μεταγνώμησον, νὰ σὲ ἔχωμεν πάλιν καύχημά μας εἰς τὴν μέσην μας.


Τοιαῦτα καὶ ἄλλα πλείοντα ἔλεγον οἱ στρατιῶται, νομίζοντες μεταβαλεῖν τοῦ Ἁγίου τὸν σκοπόν. Ἀλλὰ ὁ Μάρτυς ὡσὰν φαρμάκι ἐχίδνης ὑπολαμβάνων τοὺς τοιούτους λόγους τῶν στρατιωτῶν, εἶπε: λείψετε ἀπὸ ἐμένα, θεομάχοι, καὶ μάλιστα τοῦ λόγου σας καθοδηγήσατε, νὰ ἐπιστραφῆτε ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων, διότι εἰς ὀλίγον καιρὸν παρέρχεται ἐτούτη ἡ πρόσκαιρος ζωὴ καὶ σᾶς θέλει κληρονομήσει ἀτελεύτητος κόλασις καὶ ἐσᾶς, καὶ τοὺς βασιλεῖς σας, καὶ τοὺς ἄρχοντάς σας. Τότε ἰδόντες οἱ στρατιῶται ὅτι πλέον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μεταγυρίσουν τὴν γνώμην τοῦ Ἁγίου ἐπῆραν τον νὰ τὸν ὑπᾶσιν ἔξω τῆς πόλεως νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Πηγαινάμενος δὲ ὁ Ἅγιος εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης εἶδέ τινας φίλους του, κεκρυμμένους Χριστιανούς, καὶ λέγει τους μυστικά, παρακαλῶ σας μετὰ τὸν θάνατόν μου νὰ πάρετε τὸ κορμί μου νὰ τὸ ὑπάγετε εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν Αἴγυπτον.


τε δὲ ἔφθασεν εἰς τὸν τόπον, ἐσήκωσε τὰς χεῖρας του εἰς τὸν Οὐρανόν· καὶ δεόμενος ἔλεγεν: εὐχαριστῶ σοι Δέσποτα καὶ Θεέ, ὁποῦ μὲ καταξίωσες νὰ γένω κοινωνὸς τῶν παθημάτων σου, ὁποῦ δὲν μὲ μὲ παρέδωκες εἰς τὰ θηρία τὰ ἀνήμερα νὰ μὲ κερδίσουν, ὁποῦ μὲ ἐφύλαξες ἕως τοῦ νῦν καθαρὸν εἰς τὴν ὁμολογίαν σου, ἀλλὰ καὶ νῦν δέομαί σου καὶ ἱκετεύω σε, παράλαβε τὴν ψυχήν μου εἰς τὴν βασιλείαν σου, καὶ δὸς τὴν χάριν σου καὶ τὴν βοήθειά σου εἰς ἐκείνους ὁποῦ μὲ θέλουν ἐπικαλεῖσθαι. Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἅγιος, καὶ κλίνας τὸ γόνυ, ἀπετμήθη τὴν κεφαλήν, κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν, ἑνδεκάτην οὖσαν τοῦ Νοεμβρίου.


λλὰ ἴδετε τὴν μανίαν τῶν ἀθέων Ἑλλήνων, οὐδὲ γὰρ εἰς τοῦτο ἱκανώθησαν, πῶς τὸν ἀπεκεφάλισαν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, λαβόντες ταύτην καὶ τὸ ἄλλο κορμί, παρέδωκαν τῷ πυρί, καὶ ἡ μὲν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου ἐπορεύθη εἰς τόπους φωτεινούς, εἰς τόπους ἀναπαύσεως, εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος, τὸ δὲ τίμιον καὶ ἅγιον αὐτοῦ σῶμα, τῷ πυρὶ παρεδοθέν, μέρος μὲν κατεκάη, μέρος δὲ ἔμεινεν ὑγιές, τὸ ὁποῖόν τινες τῶν κεκρυμμένων Χριστιανῶν καὶ φίλων τοῦ Ἁγίου, λαβόντες τὴν παραγγελίαν του, μύροις καὶ ὀθονίοις ἐντυλίξαντες, ἀπεκόμισαν εἰς τὴν Αἴγυπτον. Διότι ἔτσι ἔπρεπε, ὅτι ἡ πόλις ὁποῦ τὸν ἀνέθρεψεν, αὐτὴ νὰ τὸν ἀπολαύσῃ καὶ μετὰ τὸν θάνατον, ὡς πλοῦτον ἀδαπάνητον. Αὐτὸ εἶναι τὸ μαρτύριον τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, εὐλογημένοι χριστιανοί, οὕτως ἠγωνίσθη μέχρι θανάτου ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἔκδοσις Ἱ. Ν. Ἁγίου Μηνᾶ Ἀμφιάλης, ἐν Πειραιεῖ, 1982. Εκ του ιστολογίου «nektarios.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF