ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΗΝΑΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ

 




Γεωργίου Β. Μαυρομάτη,
«Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Μηνᾶς ὁ Αἰγύπτιος»,
Ἔκδοσις: Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Ἁγίου Μηνᾶ Βίγλας,
Ἱ. Μ. Μ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους, 1998, σελ. 3-26



Θέλοντας κανεὶς νὰ γράψει γιὰ τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ τοῦ Μεγαλομάρτυρος, τοῦ Αἰγυπτίου καθὼς ἀνατρέχει στὶς πηγὲς καὶ τὶς μελετᾶ, ἀναγκαστικὰ σταματᾶ σὲ μερικὰ σπουδαῖα σημεῖα, τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀντιπαρέλθει.


α. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ ὁμολογία του μπροστὰ στοὺς εἰδωλολάτρες. Ἡ σταθερὴ ὁμολογία του ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου, καὶ ὅτι τὰ εἴδωλα εἶναι ξύλα καὶ πέτρες, βουβὰ καὶ κουφά.


Ἅγιος Μηνᾶς, Ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι, κατ᾿ ἀρχὴν γνώριζαν πολὺ καλὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τὸν πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. θ´ 32). Ὅμως, γιὰ τοὺς Ἁγίους ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν μιὰ ἁπλὴ ἐξωτερικὴ γνώση, ἀλλὰ μιὰ βίωση. Δηλαδή, εἶχαν πραγματικὴ κοινωνία μὲ τὸ Δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ δι᾿ Αὐτοῦ μὲ ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἀπαύγασμα αὐτῆς τῆς βιώσεως εἶναι ἡ ὁμολογία.


Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ὁμολογία τῶν ἁγίων, ὅπως λέει ὁ Κύριος γίνεται ἐν ἐμοί, δηλαδὴ διὰ τὸν Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ, χωρὶς τὴν κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ καὶ χωρὶς τὴν δύναμη Τὸν εἶναι ἀδύνατον κανεὶς νὰ τὸν ὁμολογήσει. Ἑπομένως δὲν μποροῦμε νὰ προτρέψουμε τοὺς ἄλλους ἢ τὸν ἑαυτό μας σὲ μιὰ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐὰν δὲν προηγηθεῖ ἡ κοινωνία μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ ὁμολογία εἶναι μιὰ φυσικὴ κατάληξη τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ὁμολογίας εἶναι νὰ ἐπέλθει, ὡς φυσικὴ κατάληξη, ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ μπροστὰ στὸν Πατέρα Του, γι᾿ αὐτὸν ποὺ Τὸν ὁμολόγησε ἀτὴ γῆ.


β. Ἕνα ἄλλο ἀξιοπρόσεκτο σημεῖο εἶναι τὸ ἀφόρητο μαρτύριο καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ γενικὰ τὸ μαρτύριο καὶ ἡ μαρτυρία ὅλων τῶν Ἁγίων Μαρτυρία εἶναι τὸ νὰ ὁμολογήσει κανεὶς τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἀνάπλασή μας ποὺ ἔγινε ἐν Χριστῷ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ταμειοῦχος τῆς θείας Χάριτος, ὅτι ὑπάρχει ζωὴ πέρα ἀπὸ τὸν τάφο, ὁποὺ θὰ ζεῖ αἰώνια ὁ ἄνθρωπος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ σώζεται ὁποῖος ἑνώνεται μὲ Αὐτόν. Μαρτύριο εἶναι τὸ τέλος μιᾶς μαρτυρικῆς ζωῆς, ἕνα γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἐπισφραγίζει τὴ ζωὴ τῆς μαρτυρίας.


μαρτυρία εἶναι φανερὸ πὼς ἔχει μεγαλύτερη σημασία ἀπὸ τὸ μαρτύριο, γιατὶ χωρὶς τὴ μαρτυρία, εἶναι δυνατὸν τὸ μαρτύριο νὰ μὴν ἔχει ἀξία. Τὸ μαρτύριο εἶναι φυσικὴ συνέπεια τῆς μαρτυρίας. Αὐτὸ τὸ καταλαβαίνουμε ἂν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψη μας, ὅτι ὑπάρχουν Ἅγιοι οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τὴ μαρτυρία τους, ἀλλὰ γιὰ διαφόρους λόγους, ποὺ ὁ Θεὸς γνωρίζει, δὲν ὁδηγήθηκαν στὸ μαρτύριο. Εἶναι μάρτυρες, γιατὶ ἔδωσαν μαρτυρία. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι, ποὺ πέθαναν μαρτυρικά, χωρὶς νὰ ὁμολογήσουν ὀρθόδοξα τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτοὶ εἶναι ψευδομάρτυρες, ἀφοῦ δὲν ἔχουν ὀρθόδοξη πίστη. Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς εἶχε καὶ μαρτυρία καὶ μαρτύριο, καὶ πρέπει νὰ προσέξουμε ὅτι ἐκλήθη στὸ μαρτύριο μὲ ἀποκάλυψη ἀπὸ τὸν Θεό.


γ. Ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Αἰγύπτιο Ἅγιο Μηνᾶ σὲ τόσα μέρη τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, φανερώνει τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιατὶ στὸν χῶρο τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, δὲν χωροῦν φυλετισμοὶ καὶ ἐθνισμοί. Εἶναι σαφὴς ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ὅσοι εἰς Χριατὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην οὐκ ἔνι δοῦλος, οὐδὲ ἐλεύθερος οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ´ 27-28).


Στὴν Ἐκκλησία συγκροτεῖται ἕνα νέο «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν» (Α´ Πετρ. β´ 9). Ἡ ὑπέρβαση τοῦ φυλετισμοῦ ἐπιτυγχάνεται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο ἐνεργεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Θεὸς καλεῖ ὅλα τὰ ἔθνη νὰ δεχθοῦν τὴν Ἀποκάλυψη ποὺ δόθηκε διὰ τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος εἰσάγεται καὶ ζῆ σὲ μιὰ οἰκογένεια ποὺ εἶναι ὑπεράνω της ἀτομικῆς του οἰκογενείας καὶ αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς πατρίδος. Χωρὶς νὰ καταργοῦνται οἱ οἰκογενειακὲς καὶ ἐθνικὲς σχέσεις ἐν τούτοις ἀποκτᾶ μιὰ ἄλλη μεγάλη καὶ εὐρύτερη οἰκογένεια.


Σ᾿ αὐτὴν τὴν οἰκογένεια βρίσκει ὁ κάθε πραγματικὸς Ὀρθόδοξος τὸν Αἰγύπτιο Ἅγιο Μηνᾶ καὶ τὸν τιμᾶ καὶ τὸν ἐπικαλεῖται. Σ᾿ αὐτὴν τὴν οἰκογένεια, ποὺ δὲν καταργεῖ πατρίδες καὶ ἔθνη, ἀλλὰ τὰ ὑπερβαίνει, ὁ Αἰγύπτιος Ἅγιος Μηνᾶς συναντᾶ τοὺς πιστοὺς Ὀρθοδόξους ὅλων τῶν ἐθνοτήτων καὶ τοὺς εὐεργετεῖ θαυματουργώντας χωρὶς διακρίσεις.


δ. Ἂς τελειώσουμε τὶς ἐπισημάνσεις στρέφοντας τὴν προσοχή μας σὲ ἕνα ἀκόμη σημεῖο τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, ὁ ὁποῖος παρατίθεται στὴ συνέχεια. Ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα θαύματα, ποὺ παρατίθενται στὸ Συναξάριο καὶ στὸ Βίο του, φαίνεται ὅτι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ζωντανὰ μέλη της, ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν καὶ τοὺς βοηθοῦν στὶς τρέχουσες ἀνάγκες καὶ πειρασμούς τους.


Γιατὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ δὲν συνέβησαν κάποτε, γιὰ νὰ ἀποδοθοῦν σὲ συμπτώσεις, συγκυρίες καὶ φαντασίες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ πραγματοποιοῦνται συνεχῶς μέσα στὸν χρόνο καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ φανερώσουν τὴ στενὴ σχέση τοῦ Ἁγίου μὲ ἐμᾶς, ποὺ ζοῦμε αὐτὴ τὴν ἐποχὴ καὶ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴ σωτηρία μας.


κδόσεις ποὺ περιέχουν τὸν βίο καὶ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ὑπάρχουν πολλὲς καὶ μερικὲς εἶναι πολὺ ἀξιόλογες. Ἡ ἔκδοσή μας αὐτὴ διαφέρει στὸ ὅτι μὲ τὸν σχολιασμὸ τῆς Ἀκολουθίας βοηθεῖται ὁ πιστὸς στὴν κατανόηση τοῦ κειμένου καὶ θεωρεῖται αὐτὸ σημαντικό, ὅταν λάβει κανεὶς ὑπ᾿ ὄψη του τὴν ἀλλοίωση τῆς γλώσσας μας, ἡ ὁποία δὲν ἔγινε στὴ φυσικὴ ροὴ τοῦ χρόνου, ἀλλὰ διὰ διαταγμάτων καὶ νόμων ποὺ ψηφίστηκαν ἐν μιᾷ νυκτί.


ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ


α) Ἡ καταγωγὴ καὶ τὰ νεανικά του χρόνια. Οἱ παλαιοὶ βιογράφοι τοῦ Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ μᾶς δίνουν λίγα στοιχεῖα γιὰ τὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία. Ἀπὸ τὰ λίγα αὐτά, ποὺ γνωρίζουμε, εἶναι τὸ ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ὅτι γεννήθηκε καὶ ἔζησε τὸν Γ´ μετὰ Χριστὸν αἰώνα (ἴσως τὸ 250 μ.Χ.), ἐφόσον στὸν βίο του ἀναφέρονται ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.


να ἄλλο γνωστὸ στοιχεῖο εἶναι τὸ ὅτι οἱ γονεῖς τοῦ Μηνᾶ ἦσαν εἰδωλολάτρες καὶ ἑπομένως μὲ τὰ κριτήρια τῆς πίστεώς μας, ἀσεβεῖς. Δηλαδὴ δὲν σέβονταν τὸν ἀληθινὸ Θεό.
Ὡς τόπος γεννήσεώς του ἀναφέρεται τὸ Νίκιον τῆς Αἰγύπτου, τὸ ὁποῖο συμπίπτει μὲ τὸ σημερινὸ Κάϊρο. Προερχόμενος ἀπὸ εἰδωλολάτρες γονεῖς ἦταν φυσικὸ νὰ ὁδηγηθεῖ, στὰ πρῶτα χρόνια της ζωῆς του τουλάχιστον, στὴν εἰδωλολατρικὴ πίστη. Φαίνεται ὅμως πὼς ὁ Θεός, ὁ παντογνώστης καὶ καρδιογνώστης, ἔβλεπε ἀλλὰ πράγματα στὴν καρδιὰ τοῦ Μηνᾶ. Καὶ στὴν ἐφηβική του ἡλικία, μὲ τρόπο ποὺ δὲν ἀναφέρουν οἱ βιογράφοι του, τὸν ὁδήγησε στὴν ἀληθινὴ πίστη.


Γιατὶ ὁ Θεὸς ἔβλεπε στὸν Μηνᾶ τὸν μελλοντικὸ ὁμολογητὴ καὶ μάρτυρα, ὅπως πολὺ πρὶν συνέβη αὐτὸ καὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἴσως, στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Μηνᾶ στὴν πίστη, ὁ Θεὸς νὰ χρησιμοποίησε τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πατρίδας του, ἡ κάποιους μάρτυρες ποὺ «ὁμιλοῦν» καὶ μόνο μὲ τὸ μαρτύριό τους. Ἴσως πάλι κάποιους μοναχοὺς πού, κατ᾿ ἄνθρωπον, βρέθηκαν τυχαία στὴ ζωή του. Τὸ θέμα εἶναι ὅτι ὁ Μηνᾶς εἶδε τὴ ματαιότητα καὶ πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ γνώρισε τὸ μεγαλεῖο της πίστεως τῶν Χριστιανῶν.


β) Ὁ Μηνᾶς στρατιωτικός. Ὅταν μεγάλωσε ὁ Μηνᾶς διάλεξε γιὰ ἐπάγγελμα τὴ στρατιωτικὴ σταδιοδρομία στὸ ρωμαϊκὸ στρατό, κάτι ποὺ γιὰ τὴν ἐποχή του ἦταν πολὺ τιμητικό. Κατατάχθηκε στὸ ἱππικὸ τάγμα τῶν Ρουταλικῶν, κάτω ἀπὸ τὶς διαταγὲς κάποιου Ἀργυρίσκου. Τὸ τάγμα αὐτὸ εἶχε τὴν ἕδρα του στὸ Κοτυάειο τῆς Φρυγίας Σαλουταρίας, δηλαδὴ στὴ σημερινὴ Κιουτάχεια.


στρατὸς σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς θεωρεῖται σχολεῖο. Σχολεῖο, στὸ ὁποῖο κανεὶς διδάσκεται θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ πράγματα, ἀνάλογα πάντοτε καὶ μὲ τὶς καταβολὲς καὶ τὴ δεκτικότητά του. Καὶ μπορεῖ ὁ Μηνᾶς νὰ διδάχθηκε πολλὰ γιὰ τὴ στρατιωτικὴ τέχνη, τὰ ὁποῖα νὰ ἀποτελοῦσαν τὴν ἐγγύηση γιὰ μιὰ ἀξιοζήλευτη σταδιοδρομία στὸν ρωμαϊκὸ στρατό, (καθὼς μάλιστα διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴ σύνεσή του, ὥστε νὰ ἀποσπάσει τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν προϊσταμένων του), ἐκεῖ ὅμως ἐνισχύθηκε ἀκόμη περισσότερο στὴν πίστη του στὸν Χριστό, καθὼς μεταξὺ τῶν συστρατιωτῶν του βρῆκε καὶ Χριστιανούς. Καὶ ἡ ἐπικοινωνία αὐτὴ καὶ συναναστροφὴ ἔπαιξαν σπουδαῖο ρόλο στὴ μετέπειτα ζωή του.


γ) Ὁ Μηνᾶς μόνος του μὲ τὸν Θεό. Καὶ ἀσφαλῶς δὲν ἀνεχόταν τὴν εἰδωλολατρεία ὁ Μηνᾶς, μὲ τὴν ἠθικὴ σήψη μάλιστα, ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσε. Τὴν εἰδωλολατρεία ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ στράτευμα, ὅπως καὶ σὲ ὅλη τὴ Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Καὶ ἔβλεπε μὲ τὰ ἐσωτερικά του μάτια πῶς πλησίαζε τὸ τέλος της. Ὅμως κάθε θηρίο, πρὶν νὰ πεθάνει, ἔχει τὶς τελευταῖες του ἀναλαμπές. Ἔτσι κι᾿ ἐκείνη. Ἀφανίστηκε καὶ ἀπεχώρησε ἀπὸ τὸ θέατρο τῆς ἱστορίας ξεσηκώνοντας διωγμοὺς κυρίως ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν.


Τὸ 297, λοιπόν, μ.Χ. ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμιανός, ποὺ ἡγεμόνευε μαζὶ μὲ τὸν Διοκλητιανό, διέταξε διωγμὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Ὁ ταξίαρχος Φιρμηλιανός, στὸν ὁποῖον ἀνῆκε καὶ ἡ μονάδα τοῦ Μηνᾶ, πῆρε ἐντολὴ νὰ μεταφέρει τὰ στρατεύματά του στὴ Βερβερία τῆς Βόρειας Ἀφρικῆς μὲ σκοπὸ νὰ συλλαμβάνουν τοὺς Χριστιανούς, νὰ τοὺς βασανίζουν γιὰ νὰ ἀλλάξουν τὴν πίστη τους καὶ ἐπιστρέψουν στὴν εἰδωλολατρεία, καὶ στὴν ἐπιμονή τους νὰ τοὺς σκοτώνουν.


Μηνᾶς δὲν τὸ ἄντεξε αὐτό. Κι᾿ ὅταν πληροφορήθηκε τὸν σκοπὸ τῆς ἐκστρατείας, μὲ ἀγανάκτηση καὶ μίσος, τώρα πλέον, γιὰ τὸ στρατιωτικὸ ἐπάγγελμα, λιποτάκτησε. Πέταξε τὴ στρατιωτική του ζώνη, ποὺ ἦταν τὸ ἐξωτερικὸ γνώρισμα τοῦ στρατιώτη, καὶ ἀνέβηκε στὸ βουνό, ποὺ βρισκόταν πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ Κοτυάειο, ἀφιερώνοντας ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἑαυτό του στὸν Θεὸ καὶ ζώντας ἀσκητικὸ βίο, μὲ προσευχή, νηστεία καὶ ἀγρυπνία. Προτίμησε νὰ ζεῖ μὲ τὰ θηρία παρὰ νὰ βρίσκεται μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ.


Στὸ βουνό, καὶ ζώντας αὐτὴ τὴ ζωὴ τῆς ἀσκήσεως, ἔμεινε ὁ Μηνᾶς ἀρκετὸν καιρό. Ἡ πίστη του σιγὰ-σιγὰ δυνάμωνε καὶ ἡ καρδιά του κεκαθαρμένη γέμιζε ἀπὸ θεῖο ζῆλο. Ὁ νοῦς του φωτίσθηκε καὶ ἄναψε μέσα του ἡ φλόγα τῆς θείας ἀγάπης, καὶ ὁ πόθος του νὰ ὁμολογήσει δημοσία τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μαρτυρήσει γι᾿ Αὐτόν. Τότε τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὅτι ὁ καιρὸς τοῦ μαρτυρίου ἔφθασε. Καὶ καθὼς οἱ εἰδήσεις, ποὺ ἔφταναν στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, μιλοῦσαν γιὰ φοβεροὺς διωγμοὺς καὶ βασανιστήρια Χριστιανῶν, ἀκόμη καὶ γερόντων καὶ γυναικῶν καὶ παιδιῶν, ποὺ διαπράττονταν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ σκληρότητα καὶ ὠμὴ βία, ἔχασε τὴν ἡσυχία του.


Τοῦ φαινόταν πῶς εἶναι ἀδικία καὶ ἀνισότητα, ἐκεῖνος νὰ ἀπολαμβάνει τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀσφάλεια καὶ οἱ Χριστιανοί, ποὺ ζοῦσαν στὶς πόλεις νὰ ρίχνονται στὶς φυλακές, νὰ βασανίζονται καὶ νὰ πεθαίνουν. Κι᾿ ὅταν τόσες γυναῖκες καὶ παιδιὰ καὶ γέροντες καταφρονοῦσαν τοὺς κινδύνους καὶ περιγελοῦσαν ὅλα τὰ εἴδη τῶν βασανιστηρίων, τοὺς τροχούς, τὰ μαχαίρια, τὰ σιδερένια νύχια, τὶς ἀναμμένες λαμπάδες, τὰ ξίφη καὶ τὰ θηρία, αὐτὸς νὰ βρίσκεται ἀπαθὴς στὸ βουνό.


δ) Ὁμολογία πίστεως τοῦ Μηνᾶ καὶ ἔλεγχος τῶν εἰδώλων. Ὅλα αὐτὰ τὸν ἔκαναν νὰ πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ βουνὸ στὴν πόλη. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη οἱ εἰδωλολάτρες εἶχαν γιορτὴ καὶ πανηγύριζαν μὲ χορούς, ἀγῶνες, ἱπποδρομίες καὶ διασκεδάσεις. Ἦταν μιὰ καλὴ εὐκαιρία γιὰ τὸν Μηνᾶ. Στάθηκε στὴ μέση της συγκεντρώσεώς τους καὶ φώναξε δυνατά: Εἶναι καιρὸς πλέον, ὅλοι ἐσεῖς νὰ μάθετε πὼς ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅσο γι᾿ αὐτὰ τὰ εἴδωλα ποὺ ἐσεῖς λατρεύετε, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ξύλα τυφλά, ἄλαλα καὶ ἀναίσθητα.


ταν οἱ εἰδωλολάτρες ἄκουσαν αὐτὰ τὰ λόγια, ἄφησαν τοὺς χορούς, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ παιχνίδια καὶ συγκεντρώθηκαν γύρω του γιὰ νὰ δοῦν ποιὸς ἦταν. Καὶ θαύμασαν γιὰ τὸ πῶς ἕνας ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος τόλμησε μόνος του νὰ ἐκστομίσει αὐτὰ τὰ τολμηρὰ λόγια μπροστὰ σὲ τόσο μεγάλο πλῆθος.


Μέσα στὸ πλῆθος ὑπῆρχαν καὶ κρυπτοχριστιανοί, ποὺ χάρηκαν καὶ θαύμασαν πολὺ τὸ μεγάλο θάῤῥος του καὶ ἐνισχύθηκαν στὴν πίστη τους. Ἀντίθετα οἱ εἰδωλολάτρες, μετὰ τὸν πρῶτο θαυμασμό, γέμισαν μὲ ὀργὴ καὶ λύσσα ὅρμησαν ἐπάνω του καὶ τὸν συνέλαβαν. Σέρνοντάς τον καὶ χτυπώντας τον τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸν διοικητὴ τῆς πόλεως, τὸν Πύῤῥο. Ἐκείνη τὴν ὥρα καθόταν σὲ ἕναν ὑψηλὸ θρόνο καὶ παρακολουθοῦσε τὴ γιορτή.


σεμνὴ περιβολὴ τοῦ Μηνᾶ, ἡ ἡλικία του -ἦταν τότε γύρω στὰ πενήντα του- γενικὰ ἡ μορφή του, ἔκαναν τὸν διοικητὴ νὰ τὸν ἐξετάσει μὲ καλωσύνη. Τὸν ρώτησε, λοιπόν, μὲ ἠρεμία ἀπὸ ποιὰ χώρα καταγόταν, πῶς λεγόταν, ποιὸς ἦταν καὶ ποιὰ θρησκεία πρέσβευε. Ὁ Μηνᾶς τότε τοῦ ἀπήντησε μὲ θάῤῥος: Λέγομαι Μηνᾶς καὶ κατάγομαι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Κάποτε ἤμουν κι ἐγὼ στρατιώτης, ἀλλὰ βλέποντας πῶς ἐσεῖς οἱ εἰδωλολάτρες εἴσαστε σκληροὶ πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἀσεβεῖς, παράτησα τὰ ἀξιώματά σας καὶ ἔφυγα στὰ βουνὰ γιὰ νὰ ζήσω ὡς Χριστιανός.


Τώρα ἦλθα νὰ παρουσιαστῶ μπροστά σας καὶ νὰ ὁμολογήσω πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς γιατὶ κι᾿ Αὐτὸς θὰ μὲ ὁμολογήσει ὡς ταπεινὸ δοῦλο Του, ἄξιο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅπως τὸ διακήρυξε ὁ ἴδιος: «Καθέναν ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸν θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς» (Λουκ. ιβ´ 8).


ταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ διοικητὴς θύμωσε πολὺ καὶ διέταξε νὰ φυλακίσουν τὸν Μηνᾶ, γιὰ νὰ σκεφθεῖ μὲ ποιὸ μαρτύριο θὰ τὸν θανατώσει. Τὴν ἄλλη ἡμέρα, ὅταν τελείωσε πιὰ τὸ εἰδωλολατρικὸ πανηγύρι, ὁ Πύῤῥος διέταξε νὰ φέρουν τὸν Μηνᾶ, ἀπὸ τὴ φυλακή, μπροστά του. Κι ὅταν τὸν ἔφεραν, τοῦ ἐξέθεσε δύο κατηγορίες. Ἡ πρώτη ἦταν πῶς τόλμησε νὰ λέει ὑβριστικὰ λόγια γιὰ τοὺς θεοὺς μπροστὰ σὲ τόσο πλῆθος, χωρὶς νὰ λογαριάσει τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ διοικητοῦ. Καὶ ἡ δεύτερη κατηγορία, πὼς λιποτάκτησε ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία τοῦ βασιλιᾶ. Ὁ Μηνᾶς παραδεχόμενος τὶς κατηγορίες, τοῦ ἀπάντησε μὲ θάῤῥος:


- Ναί, ἄρχοντά μου, μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο πρέπει νὰ ὁμολογοῦμε φανερὰ καὶ μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό, διότι εἶναι Θεός, καὶ τὸ ἀληθινὸ φῶς. Καὶ δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε ἐκείνους, ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, δὲν μποροῦν ὅμως νὰ βλάψουν τὴν ψυχὴ (Ματθ. ι´ 28), ἀλλὰ καὶ νὰ Τὸν διακηρύττουμε μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη. Ὁ διοικητὴς ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Μηνᾶ καὶ τοῦ εἶπε: - Μηνᾶ, δὲν εἶσαι κανένας ἀνόητος νέος, ποὺ νὰ μὴ γνωρίζει τὸ συμφέρον του. Εἶσαι σχεδὸν γέρος. Μὴ συμπεριφέρεσαι, λοιπόν, ἀνόητα, καταφρονώντας τὴ ζωὴ καὶ προτιμώντας τὸν θάνατο. Σκέψου σὰν ὥριμος ἄνδρας καὶ ἔλα μὲ τὸ μέρος μας γιὰ νὰ ἔχεις τὴν πρώτη θέση. Οἱ θεοὶ ποὺ χθὲς ἔβριζες θὰ σὲ συγχωρήσουν καὶ ὁ βασιλιὰς θὰ σὲ τιμήσει.
Ὁ Μηνᾶς, σὰν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ διοικητοῦ, γέλασε καὶ τοῦ εἶπε:


- ρχοντά μου, δὲν ὑπάρχει τίποτε στὸν κόσμο, τὸ ὁποῖο νὰ μπορεῖ νὰ μὲ κάνει νὰ ἀλλάξω γνώμη. Δὲν ὑπάρχει κανένα βασανιστήριο ποὺ νὰ μπορέσει νὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἂν θέλεις νὰ τὸ δοκιμάσεις στὴν πράξη, μεταχειρίσου Ὁποῖο βάσανο θέλεις καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ χρεωστῶ εὐγνωμοσύνη.


ε) Ὁ Μηνᾶς στὰ βασανιστήρια. Ἀκούγοντας τὰ προκλητικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ Μηνᾶ ὁ Πύῤῥος, ἔξω φρενῶν καὶ μὲ ἀσυγκράτητο θυμὸ πρόσταξε τοὺς στρατιῶτες του: - Πιάστε αὐτὸν τὸν ὑβριστὴ καὶ τεντῶστε τον στὴ γῆ ἀπὸ τὰ τέσσερα ἄκρα του. Πάρτε νωπὰ βούνευρα καὶ χτυπᾶτε τὸν ἀλύπητα, γιὰ νὰ ἀπολαύσει ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶ. Οἱ στρατιῶτες ἀνέλαβαν ἀμέσως τὸ ἔργο. Ἀλλ᾿ ὁ Μηνᾶς ἔδειξε τέτοια καρτερία καὶ ὑπομονή, ποὺ θὰ νόμιζε κανεὶς πὼς βασανιζόταν κάποιος ἄλλος καὶ ὄχι αὐτός, καὶ φαινόταν πὼς τὸ μαρτύριο μᾶλλον τὸν εὐχαριστοῦσε. Οἱ στρατιῶτες κουράστηκαν νὰ χτυποῦν καὶ ἄλλαξαν δυὸ τρεῖς φορές, χωρὶς νὰ ἀλλάξει ὁ Μηνᾶς. Καὶ ὅλοι θαύμαζαν τὴν ἀνδρεία καὶ ὑπομονή του.


Κάποιος παλιός του φίλος ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ὁ Πηγάοιος, βλέποντας πὼς τὸ σῶμα τοῦ Μηνᾶ κόντευε νὰ διαλυθεῖ ἀπὸ τὶς πολλὲς πληγές, τὸν πλησίασε καὶ τὸν παρακάλεσε:


- Δὲν βλέπεις, Μηνᾶ, πὼς σχεδὸν ἔχεις διαλυθεῖ; Οἱ σάρκες σου κολλᾶνε στὰ λουριὰ τῶν μαστιγίων καὶ σὲ λίγη ὥρα ἄδικα θὰ θανατωθεῖς; Πὲς μόνο μὲ τὰ χείλη σου πὼς θυσιάζεις στὰ εἴδωλα, καὶ ὁ Θεός σου, ποὺ γνωρίζει τὴν καρδιά σου, δὲν θὰ στὸ λογαριάσει. Δὲν θὰ τὸ κάνεις μὲ τὴ θέλησή σου, ἀλλὰ ὑποχωρώντας μόνο στὴ βία καὶ τὶς ἀφόρητες πληγές. Ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Μηνᾶς, τὸν κύτταξε μὲ αὐστηρὸ βλέμμα καὶ τοῦ εἶπε:


- Φύγε ἀπὸ κοντά μου, ἐχθρὲ τῆς ἀλήθειας. Δὲν εἶσαι πιὰ φίλος μου, ὅταν λὲς αὐτὰ τὰ λόγια. Ἐγὼ μόνο στὸν Χριστὸ προσφέρω θυσίες καὶ θὰ θυσιαστῶ μόνο σ᾿ Αὐτόν, ποὺ εἶναι βοηθὸς καὶ σωτήρας μου. Αὐτὸς μὲ βοηθᾶ γιὰ νὰ ὑπομένω καὶ νὰ ἀντέχω τὶς πληγὲς αὐτὲς μὲ χαρά. Πεισματωμένος ὁ Πύῤῥος ἀπὸ τὴ στάση αὐτὴ τοῦ Μηνᾶ, πρόσταξε τοὺς στρατιῶτες του νὰ τὸν δέσουν ψηλὰ τεντωμένον, ἐπάνω σε ὄρθια σανίδα καὶ μὲ σιδερένια νύχια νὰ ξύνουν τὸ σῶμα του μέχρι ποὺ νὰ φανοῦν τὰ σπλάχνα του. Σὲ ὅλη τὴ διάρκεια καὶ αὐτοῦ του βασανιστηρίου ὁ ἄκαρδος Πύῤῥος τὸν εἰρωνευόταν λέγοντας: - Δοκίμασε, Μηνᾶ, στὸ σῶμα σου λίγα βασανιστήρια, γιὰ νὰ σωφρονιστεῖς, ἢ μήπως θέλεις καὶ ἄλλη τιμωρία γιὰ νὰ αἰσθανθεῖς πιὸ μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση;


Μάρτυρας τότε τοῦ ἀπήντησε: - Εἶναι ἀνοησία σου νὰ νομίζεις πὼς θὰ μοῦ ἀλλάξεις τὴν πίστη μὲ τέτοια παιχνίδια. Στὸ ξαναλέω πῶς μὲ κανένα μαρτύριο δὲν πρόκειται νὰ μετακινήσεις οὔτε νὰ σαλέψεις τὴν ὁμολογία μου στὸν Χριστό. Τότε ὁ Πύῤῥος διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ ξύνουν τὸ σῶμα τοῦ Μηνᾶ πιὸ δυνατά. Καὶ συγχρόνως τοῦ ἔλεγε: - Ἄφησε τὸ πεῖσμα σου, Μηνᾶ, καὶ ὑποτάξου στὴ διαταγὴ τοῦ μεγάλου αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ.


Καὶ ὁ ἄρχοντας πῆρε τὴν κατάλληλη ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Μηνᾶ: - Φαίνεται πὼς δὲν ξέρεις ποιὸς εἶναι ὁ Βασιλιάς, στὸν ὁποῖον πιστεύω, γι᾿ αὐτὸ μὲ παροτρύνεις νὰ Τὸν ἀπαρνηθῶ καὶ νὰ ὑποταχθῶ στὸν θνητὸ γήινο βασιλιά. Ἐγώ, ὅμως, δὲν ἀρνοῦμαι τὸν ἀληθινὸ Βασιλιά, ποὺ χαρίζει ζωὴ καὶ πνοὴ σὲ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στὴ γῆ καὶ δίνει καὶ τὴν ἐξουσία στοὺς βασιλεῖς. Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Μηνᾶ ἔκανε τὸν Πύῤῥο νὰ ἀπελπιστεῖ. Γι᾿ αὐτὸ δοκίμασε ἄλλη μέθοδο γιὰ νὰ τὸν προσελκύσει. Ἔκανε πῶς δὲν ἀντιλαμβανόταν τί τοῦ ἔλεγε ὁ Μηνᾶς καὶ τὸν ρώτησε:


- Καὶ ποιὸς εἶναι, Μηνᾶ, αὐτὸς ποὺ δίνει ἐξουσία στοὺς βασιλεῖς καὶ εἶναι βασιλιὰς ὅλης τῆς κτίσεως; Ἔτσι δόθηκε στὸν Μηνᾶ μιὰ φορὰ ἀκόμη ἡ εὐκαιρία νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστό. Ἀπήντησε στὸν Πύῤῥο: - Αὐτός, ἄρχοντά μου, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀθάνατος καὶ σ᾿ Αὐτὸν ὑποτάσσονται ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ. Ὁ σκληρὸς ἄρχοντας ἀπήντησε μὲ ἔμφαση: - Δὲν ξέρεις, Μηνᾶ, πὼς τὸ ὄνομα αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεις, ἐξοργίζει τοὺς βασιλεῖς καὶ προστάζουν νὰ σᾶς τιμωροῦμε ἀλύπητα, ὅταν τὸ προφέρετε;


Κι ὁ Ἅγιος του ἀποκρίθηκε: - Δὲν μ᾿ ἐνδιαφέρει, οὔτε μὲ στενοχωρεῖ ἂν ἐξοργίζονται οἱ βασιλεῖς. Ἐγὼ ἔχω ἕνα σκοπὸ μόνο: Νὰ πεθάνω ὁμολογώντας τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατὶ ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε θλίψη, οὔτε διωγμός, οὔτε λύπη, οὔτε γυμνότητα, οὔτε κίνδυνος, οὔτε θάνατος μὲ ξίφος (Ρωμ. η´ 38). Ἀγρίεψε ὁ Πύῤῥος ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Μηνᾶ καὶ πρόσταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ πάρουν τρίχινα σακκιὰ καὶ μὲ αὐτὰ νὰ τρίβουν δυνατὰ τὸ ἤδη γδαρμένο σῶμα τοῦ Μηνᾶ. Ἐκεῖνος, παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἄκαμπτος, τοὺς ἔλεγε:


- Ξεντύνομαι σήμερα τὸν δερμάτινο χιτώνα τῆς ἁμαρτίας καὶ ντύνομαι τὸ λαμπρὸ φόρεμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πύῤῥος πρόσθεσε κι᾿ ἄλλο βασανιστήριο, ὅταν εἶδε πῶς ὁ Μηνᾶς δὲν λύγισε. Πρόσταξε νὰ ἀνάψουν λαμπάδες καὶ νὰ καῖνε τὸ πληγωμένο σῶμα τοῦ Μηνᾶ. Οὔτε ὅμως καὶ μὲ αὐτὸ ἔφερνε τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἤθελε, γιατὶ ὁ Μηνᾶς θεωροῦσε τὸ βασανιστήριο αὐτὸ παιχνίδι καὶ ἔλεγε: - Ἔχω βοηθό μου τὸν Χριστό, ποὺ μᾶς δίδαξε νὰ μὴ φοβόμαστε ἐκείνους ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ βλάψουν τὴν ψυχή μας (Ματθ. ι´ 28).


ταν ἀπελπισμένος ὁ Πύῤῥος εἶδε πὼς τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ πτοήσει τὸν Μηνᾶ, πρόσταξε νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ ἀφοῦ τὸν φέραν μπροστά του, τὸν ρώτησε:
- Πές μου, Μηνᾶ, ἀπὸ ποῦ ἀπέκτησες αὐτὴ τὴ σοφία, ὥστε νὰ ἀποκρίνεσαι στὸ κάθε τί μὲ τόση εὐστοχία, ἀφοῦ ἤσουν ἕνας τραχὺς στρατιώτης, συνηθισμένος στοὺς πολέμους καὶ σκοτωμούς; Ὁ Μηνᾶς, φωτιζόμενος ἀπὸ τὸν Θεό, εἶπε: - Ὁ Θεός μου, ποὺ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ σοφία, μὲ φώτισε νὰ ἐλέγξω τὴν ἀθεΐα σας. Αὐτὸς μᾶς δίδαξε πῶς, «ὅταν πηγαίνετε μπροστά σε βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες γιὰ τὸ ὄνομά μου, νὰ μὴ φροντίζετε πῶς καὶ τί θὰ μιλήσετε, διότι τὴν ὥρα ἐκείνη θὰ σᾶς δοθεῖ σοφία, ὥστε κανένας νὰ μὴ μπορεῖ νὰ σᾶς φέρει ἀντίῤῥηση ἢ νὰ σᾶς ἀντισταθεῖ κι᾿ ὅταν ἀκόμη δὲν συμφωνεῖ μαζί σας» (Λουκ. κα´ 15).


Πύῤῥος ρώτησε: - Ἤξερε ὁ Χριστός σας ὅτι ἐπρόκειτο νὰ βασανιστεῖτε ἀπὸ ἐμᾶς; Καὶ ὁ Μηνᾶς τοῦ ἀπήντησε: - Καὶ βέβαια τὸ ἤξερε, γιατὶ εἶναι Θεὸς ἀληθινός, παντογνώστης, καὶ γνωρίζει τὰ πάντα ποὺ πρόκειται νὰ συμβοῦν. Τέλος, ὁ Πύῤῥος, μὴ μπορώντας νὰ ἀποστομώσει τὸν Μηνᾶ μὲ κανέναν τρόπο, καὶ γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴ συζήτηση, τοῦ εἶπε: - Ἄφησε, Μηνᾶ, τὶς μωρολογίες καὶ τὶς περιττολογίες καὶ διάλεξε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο. Τὸ νὰ ἀκολουθήσεις τὸν Χριστό, ἢ νὰ ἔλθεις μαζί μας. Ὁ Μηνᾶς τοῦ ἀπήντησε: Μὲ τὸν Χριστό μου ἤμουν, εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι πάντοτε. Κι᾿ ὁ Πύρρος πρόσθεσε: - Λυπᾶμαι νὰ σὲ θανατώσω, Μηνᾶ, γιατὶ μοῦ φαίνεσαι καλὸς ἄνθρωπος. Σοῦ δίνω προθεσμία μιᾶς ὥρας γιὰ νὰ σκεφτεῖς τὸ ζήτημα καλύτερα.


μως ὁ Ἅγιος τὸν διέκοψε: - Καὶ δέκα χρόνια κι᾿ ἂν μ᾿ ἀφήσεις, ἄρχοντά μου, δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξω γνώμη καὶ αὐτὸ ποὺ ξέρω εἶναι νὰ κηρύττω πάντα τὸν Χριστό μου, ἀληθινὸ Θεό, τοὺς δὲ δικούς σας θεοὺς νὰ τοὺς ὀνομάζω, ὅπως καὶ πραγματικὰ εἶναι, ξύλα κουφὰ καὶ τυφλὰ κι ἀναίσθητα κι ἀκάθαρτους δαίμονες. Ἐξοργισμένος ὁ ἄρχοντας προστάζει νὰ ρίξουν σιδερένια τριβόλια στὴ γῆ οἱ στρατιῶτες του καὶ νὰ σύρουν ἐπάνω τους τὸν Ἅγιο, γυμνὸ γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. Ὁ Μηνᾶς ἄντεξε, περιφρονώντας τοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Πύρρος διέταξε τοὺς στρατιῶτες του νὰ τὸν χτυποῦν συγχρόνως καὶ μὲ ἀγκαθωτὰ ραβδιὰ στὸν τράχηλο, λέγοντάς του νὰ τιμᾶ τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς βασιλεῖς. Ὡστόσο ὁ Μηνᾶς ἔχαιρε ψάλλοντας: - «Παρανόμους ἐμίσησα, τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησα» (Ψαλμ. ριη´ 113).


στ) Τὸ τέλος τοῦ Μηνᾶ. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ποὺ λεγόταν Ἡλιόδωρος, θέλοντας νὰ φανεῖ εὐάρεστος στὸν Πύρρο, τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: - Νομίζω, ἄρχοντά μου, πὼς αὐτὸ τὸ μιαρὸ γένος τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἰσχυρογνῶμον. Δὲν πείθεται μὲ τίποτε. Γιὰ νὰ γλυτώσεις ἀπὸ αὐτόν, δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος παρὰ νὰ διατάξεις νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν καὶ ἔτσι νὰ λάβει τὸ τέλος ποὺ τοῦ ἁρμόζει. Ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Πύρρος, κι ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι ὁ Μηνᾶς εἶχε ἀμετάθετη γνώμη, μετὰ ἀπὸ ὅσα συνέβησαν, ὑπέγραψε τὴ θανατικὴ ἀπόφαση, ποὺ ἔλεγε: «Τὸν Αἰγύπτιο Μηνᾶ, τὸν ὑβριστὴ τῶν μεγάλων θεῶν, διατάσσω νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν».


ταν κοινοποιήθηκε ἡ ἀπόφαση, πολλοὶ φίλοι τοῦ Μηνᾶ ἔτρεξαν κοντά του καὶ μὲ λύπη τὸν παρακαλοῦσαν: - Μὴ μᾶς περιφρονεῖς, Μηνᾶ, ἐμᾶς τοὺς φίλους σου. Μὴ περιφρονεῖς τὴ γλυκειὰ ζωή, προτιμώντας τὸν θάνατο. Ἄλλαξε γνώμη, γιὰ νὰ βρίσκεσαι πάντοτε μαζί μας καὶ νὰ εἶσαι τὸ καύχημά μας. Ἔλεγαν κι ἄλλα πολλὰ οἱ φίλοι του προσπαθώντας νὰ τὸν κάνουν νὰ ἀλλάξει γνώμη, ἔστω καὶ τὴν ὕστατη στιγμή. Αὐτὸς ὅμως τὰ θεώρησε δαιμονικὲς προτροπὲς καὶ φαρμάκι φιδιοῦ καὶ τοὺς ἀπήντησε: - Φύγετε ἀπὸ κοντά μου, θεομάχοι, καὶ φροντίστε νὰ ἀλλάξετε ἐσεῖς γνώμη, καὶ νὰ ἀπομακρυνθεῖτε ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Ἡ ζωὴ αὐτὴ ἡ πρόσκαιρη σὲ λίγο θὰ παρέλθει καὶ θὰ κληρονομήσετε ἐσεῖς καὶ οἱ βασιλεῖς σας αὐτὸ ποὺ διαλέξατε, τὴν αἰώνια καταδίκη.


Βλέποντας οἱ στρατιῶτες ὅτι ἦταν ἀδύνατον νὰ τὸν μεταπείσουν, τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Στὴν πορεία του ὁ Μηνᾶς διέκρινε μερικοὺς φίλους του κρυπτοχριστιανοὺς καὶ τοὺς εἶπε μυστικὰ τὴν ἐπιθυμία του. Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμό του νὰ παραλάβουν τὸ σῶμα του καὶ νὰ τὸ μεταφέρουν στὴν πατρίδα του τὴν Αἴγυπτο. Ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, ὁ Μηνᾶς ὕψωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια: - Σ᾿ εὐχαριστῶ, Κύριε καὶ Θεέ μου, γιατί μὲ καταξίωσες νὰ ὑποφέρω ὅλα αὐτὰ τὰ βασανιστήρια καὶ νὰ γίνω κοινωνὸς τῶν παθημάτων Σου. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ δὲν ἐπέτρεψες νὰ μὲ κερδίσουν οἱ ἀντίχριστοι, ἀλλὰ μὲ φύλαξες σταθερὸν ὡς τὸ τέλος στὴν ὁμολογία Σου. Σὲ παρακαλῶ τώρα, παράλαβε τὴν ψυχή μου καὶ κάνε μὲ ἄξιό της ἐπουράνιας Βασιλείας Σου. Καὶ δῶσε τὴ χάρη καὶ βοήθεια σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά μου· Ὅταν τελείωσε, γονάτισε καὶ ὁ δήμιος του ἔκοψε τὸ κεφάλι. Ἦταν 11 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 296.


Οἱ εἰδωλολάτρες πῆραν τὸ κεφάλι καὶ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ ἔρριξαν στὴ φωτιά. Ὅ,τι ὅμως ἀπέμεινε ἀπὸ τὴ φωτιά, τὸ πῆραν οἱ κρυπτοχριστιανοὶ καὶ τὸ τύλιξαν μὲ σεντόνια καὶ μύρα τὸ μετέφεραν κοντὰ στὴ Μαρεώτιδα λίμνη τῆς Κάτω Αἰγύπτου, στὴ θέση ποὺ σήμερα λέγεται στὰ ἀραβικὰ Ἐλ Ἀλαμέιν, δηλαδὴ τόπος τοῦ Μηνᾶ. Στὸ μέρος ἐκεῖνο, ἡ καμήλα ποὺ μετέφερε τὰ ἅγια λείψανά του, σταμάτησε καὶ δὲν προχωροῦσε μὲ κανέναν τρόπο. Τότε ἐννόησαν ὅλοι πὼς ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ταφοῦν ἐκεῖ τὰ ἅγια λείψανά του. Σύντομα ὁ τάφος του ἔγινε τόπος προσκυνήματος καὶ πολλοὶ μετέβαιναν ἐκεῖ γιὰ νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὴν ἐλονοσία παίρνοντας τὸ θαυματουργικὸ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγή του. Εκ του ιστολογίου «nektarios.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF