ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΕΒΔΟΜΟ ΜΕΡΟΣ

 



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:


«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»


Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.

Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 81-85.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».


Χαράματα ξεπρόβαλε στα τρίσταρτα του χωριού μας ο τελάλης ο Κοσμάς, άντρακλας, δυο μέτρα μπόι, με κάτι γουρλωτά καμηλίσια μάτια και μια κουδούνα βαριά σαν καμπάνα. Ο κόσμος άνιφτος βγήκε στις πόρτες και στα παράθυρα. Ένα σύγκρυο πέρασε απ' τις καρδιές των ραγιάδων. Τί γύρευε πρωί πρωί ο τελάλης; Τί 'χε να πει;
Τον Κοσμά τόνε λατρεύανε Ρωμιοί και Τούρκοι. Είχε το δικό του τρόπο να ξυπνάει την περιέργεια και τη συγκίνηση του κόσμου και να τους κάνει όλους να γελούνε ή να κλαίνε ανάλογα με την περίσταση. Ακόμα και τα όρντινα και τους νόμους του Κράτους, και τα μνημόσυνα, και τους γάμους τα διαλαλούσε με δίστιχα, παροιμίες, σάτιρες. (Είχε αρχίσει από ψάλτης, ύστερα έπιασε σαντούρι σε Καφέ Αμάν κι έπεσε με τα μούτρα στον έρωτα' μα σαν παντρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε κι έγινε τελάλης).
Κείνο το φθινοπωρινό πρωινό του 1914 η όψη του Κοσμά ήταν σκοτεινιασμένη, η βροντερή φωνάρα του δεν ήτανε τραγουδιστή, κόμπιαζε, λες κι ήτανε τσεβδός ο χριστιανός. -Κοσμά Σαράπογλου, του φώναξε αυστηρά ένας δημογέροντας, οι μέρες δεν σηκώνουν χωρατά. Μπες ογλήγορα στην ουσία. Τί τρέχει, μπρε, και βγήκες με τ' άστρα στσι δρόμοι;
-Τρέχουνε μεγάλα και τρανά πράγματα, κυρ δημογέροντα. Μπλεξίματα ηβρήκανε το μαύρο τον ντουνιά. Στο γιαγκίνι όπου άναψε ο πόλεμος μπαίνουμε τώρα και μεις. Ο πολυχρονεμένος μας Σουλτάνος ηβγήκε στο πλευρό του Κάιζερ. Με την Αυστρογερμανία βαδίζει κι ενάντια στην Ιγκλετέρα, στη Φραγκιά και στην 'Αγια - Ρουσιά, που μ' ένα όνομα τσι λένε Αντάντ.
Ο κόσμος μούδιασε. Νά 'ταν για καλό τούτος ο πόλεμος; Νά 'ταν για κακό; Ένας κοντοζύγωσε τον τελάλη και του είπε ψιθυριστά: -Και τα μικρά κράτη, μπρε Κοσμά, σαν να πούμε η... λεγάμενη, γαλανόλευκη με ποιόνανε κάνει κολιγιά; -Πού θες να ξέρω; Τελάλης τση Τουρκιάς είμαι, δεν είμαι μινίστρος τση Γαλλίας. Εγώ τούτα έχω εντολή να σας ιστορήσω από πάρτη του εδικού μας γκουβέρνου και τσιμουδιά παραπάνω.
-Γιατί μας κάνεις το ζόρικο; πέσαν όλοι μαζί πάνω του. Σκιάχτηκες εσύ, ένας λεβέντης; Κάτι μας κρύβεις. Τί να σας κρύψω, αδέρφια; Ο πόλεμος είναι πόλεμος! Δεν είναι γάμος νά 'χω όρεξη γι' αστεία. Θα χαθούνε νιάτα, θα χυθεί αίμα! Άλλοι θα πλερώνουνε τα σπασμένα, άλλοι θα θησαυρίσουνε. Το φτωχό κοσμάκη να λυπηθεί ο Θεός...
Δεν περάσανε πολλές μέρες και νά 'τος ο Κοσμάς πήρε τα ντουρσέκια. Χτυπούσε νευρικά την κουδούνα του, μα τού 'λειπε θαρρείς η λαλιά. Έφτυνε και ξανάφτυνε, στραβομούριαζε σαν νά 'χε καταπιεί το κώνειο. Είχε κατεβασμένες τις ματάρες του και τα χοντροπάπουτσά του πασπατεύανε το χώμα λες και θ' ανοίγανε λάκκο. Τέλος έδωσε κι έβγαλε φωνή βραχνή, κουρασμένη.
-Μαύρο μαντάτο έχω να σας πω, πατριώτες. Διαταγή του πολυχρονεμένου μας Πατισάχ, ούλοι οι Οθωμανοί υπήκοοι από είκοσι δυο ίσαμε σαράντα πάνε στρατιώτες! Χαρά στο φαμελίτη οπούχει θηλυκά στο σπίτι του! Πέντε γιους μου παίρνει το σκέδιο! Π' ανάθεμα την ώρα... Το χωριό μαρμάρωσε! Τσιμουδιά δεν ακούστηκε' ούδε κρίση ούδε αχ! Οι άνθρωποι κατεβάσανε το κεφάλι και τράβηξαν στις δουλειές τους' σουρώσανε, σταφιδιάσανε στο άψε σβήσε. Οι μανάδες πήρανε να πλένουνε και να μπαλώνουνε τα ρούχα των παιδιών τους. Κάνανε τάμα στους άγιους. Κάτι τρομερό άρχιζε' το μαντεύαμε δίχως να ξέρουμε ακόμα τη γεύση του. Μα κείνο που έβαζε ο νους δεν ήτανε τίποτα μπροστά σε κείνο που μας περίμενε.
Στους καφενέδες γινότανε κάθε βράδυ πρωτοφανέρωτος συνωστισμός' μαζεύονταν ρεσπέρηδες, μαστόροι, επαγγελματίες, δημογερόντοι, παπάδες και σιγοκουβεντιάζανε. Άσκημα τα νέα. Το τούρκικο γκουβέρνο δεν είχε εμπιστοσύνη -σου λέει- στους χριστιανούς' τους στράτευε όλους, μα όπλο δεν τους έδινε, μ' ούδε στολή. Σκάρωσε επί τούτου κάτι Τάγματα που τα βάφτισε Αμελέ Ταμπορού (Τάγματα Εργασίας) μα πιο σωστό θε νά 'τανε να τα πει Τάγματα Θανάτου.
-Παρά να στρέψουμε τα όπλα εναντίον των φίλων μας της Αντάντ, καλύτερα έτσι στα τάγματα, είπε ένας Σμυρνιός έμπορας που βρέθηκε ένα βράδυ για δουλειές στο χωριό μας. 
-Καλύτερα για σένανε, κύρ Αντωνάκη Μιχελή, όχι για μας, του αποκρίθηκε ο μπαρμπα - Στασινός που είχε μαζί του το θάρρος. Εσύ τα βόλεψες μια χαρά κι έβαλες σε γερμανική εταιρία τον ένα γιο σου και τον άλλον στους σιδηρόδρομους, και τον τρίτον, όπως μαθαίνω, τον έγραψες για παπά. Ρώτησε όμως και μας που μας παίρνει το σκέδιο όλα τ' αγόρια μας! Ο δικός μου ο Θεμιστοκλής δεν πάει μήνας που στρατεύτηκε και μας μήνυσε πως θα λιποταχτήσει, δεν αντέχει! Στ' Αμελέ Ταμπούρια, σου λέει, τους βασανίζανε χειρότερα κι απ' τον χειρότερον οχτρό.
Οι αιχμάλωτοι μπροστά τους είναι μπέηδες! Πείνα, ψείρα, βρόμα, δουλειά βαριά, να μη σηκώνεις κεφάλι δεκάξι με δεκαοχτώ ώρες και σα λιποθυμάς ή αντιστέκεσαι, καμτσίκι και βασανιστήρια! Το μόνο που τους δίνει το κράτος είναι ένα συσσίτιο κι αυτό δεν κάνει, σου λέει, μήτε για σκυλιά. Δέκα είκοσι νοματαίοι τρώνε μαζί, μέσα στη βρόμικη λεγένη όπου πλένουνε τις ψείρες και τα σώβρακά τους.
Και τί τρώνε; Μαυροζούμια σιχαμερά και ψοφίμια. «Όσοι προκάνουμε, πατέρα, μού 'γραψε το παιδί μου, κουταλίζουμε' ειδέ και σε πιάσει σιχασά πας χαμένος' λιμάζεις και τότε σού 'ρχεται να σκοτώσεις το διπλανό σου για να τ' αρπάξεις απ΄το στόμα την μπουκιά που σιχαινόσουνα!».
-Τ' Αμελέ Ταμπούρια, είπε ο παπα-Ζήσης είναι σύνεργα του διαβόλου. Στον πόλεμο του '12 δεν γινήκανε τέτοια αίσχη! Ποιός τον πονήρεψε τον Τούρκο; -Το συμφέρο του κι ο Γερμανός, αποκρίθηκε ο Γιάκωβος ο φαναρτζής. -Το συμφέρον σου είναι να μας έχει πλησίον του, είπε ο δάσκαλος. Είμεθα ο εγκέφαλός του. Οι απλοί Τούρκοι το γνωρίζουν και μας αγαπούν. -Μας αγαπούσανε να λες, κυρ δάσκαλε, του αποκρίθηκα. Τώρα μαθαίνουνε να μας μισούνε και να ζούνε δίχως εμάς. Δεν βλέπεις που εφέτος δεν μας ήρθανε ούτε οι Κιρλήδες;
Ο έμπορας ο Μιχελής προσπάθησε να μας δώσει κουράγιο. -Δεν είναι και τόσο τραγικά όσο τα λέτε. Εμείς στις πολιτείες κουμαντάρουμε μια χαρά τους Τούρκους. Κι ούτε πάψανε νά 'χουνε την ανάγκη μας. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα.
Ένας φίλος μου, ο Αυγουλάς, όχι μόνο γλύτωσε το στρατιωτικό χάρη σ' έναν μπέη, μα έβγαλε και λεφτά κι αγόρασε μέσα σ' ένα μήνα και μαγαζί. Ήτανε φυγόστρατος και ο Μεχμέτ μπέης τον αναζητούσε και δεν τον έβρισκε. «Πού 'ναι τος, μπρε, κείνος ο τετραπέρατος ο Αυγουλάς»; ήρθε και μου είπε. «Για καλό του τόνε ζητάω». «Κρύβεται, τ' αποκρίθηκα. Άφησε γένια και ντύθηκε παπάς». «Μήνυσέ του πως θέλω να τον ανταμώσω. Θα τού 'χω έτοιμο νοφούσι. Τόνε χρειάζουμαι για συνεταίρο. Αυτός ξέρει να βγάλει παράδες». Έτσι ο Αυγουλάς βρέθηκε στο γραφείο του, στα μπεζεστένια και κανείς δεν τόλμησε να τόνε πειράξει.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 81-85.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF