ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΜΕΡΟΣ




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.

Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 139-145.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Η τύχη τα 'φερε να πέσω μαζί μ' άλλους έξι στα χέρια ενός καλού νοικοκύρη. Αλή νταή τόνε λέγανε κ' ήτανε απ' τους πρώτους του χωριού. Ζούσε στα χτήματά του, στο Γκιουλ Ντερέ, με τη γυναίκα του που ήτανε κατάκοιτη και τη θυγατέρα του, την Ενταβιέ, ένα κορίτσι ίσαμε δεκοχτώ χρονώ.
-Έχω κ' εγώ τρεις γιους στο στρατό, μας είπε, και ξέρω τον καημό. Στο σπίτι μου δε θα σας λείψει ούτε το καλό φαΐ ούτε ο καλός λόγος. Είμαι σίγουρος πως κ' ελόγου σας δε θα με κακοκαρδίστε στη δουλειά. Όταν σου μιλούσε ο γέρος, σε κοίταζε ίσια στα μάτια με το παστρικό βλέμμα του και σ' έκανε να νιώθεις σιγουριά. Όταν σου μιλούσε το κορίτσι κατέβαζε με νάζι τα μάτια και σου, θύμιζε πως είσαι άντρας. Το θέρος το 'χανε τελέψει μοναχοί τους∙ έτσι, οι σύντροφοί μου κ' εγώ καταπιαστήκαμε με τ' αλωνίσματα. Η αλήθεια είναι πως δε μας φάνηκε αγγαρεία. Είχαμε βολευτεί σε τούτο το χτήμα∙ ξαναθυμηθήκαμε πως είμασταν άνθρωποι.
Τρώγαμε καλά, κοιμόμασταν σε καθαρό γιατάκι, πλενόμασταν, ανασαίναμε. Τις αυγές όταν ξυπνούσαμε, κάναμε το σταυρό μας. Τ' άρωμα του χορταριού, η βαρβατίλα των ζωντανών, τα κελαϊδήματα, γεμίζανε μουρμουρητά την καρδιά μας. Ο Αλή νταής δε μας ζόριζε ποτέ∙ ήταν αγαθός άνθρωπος.
Ένα απόσπερο τον πέτυχα την ώρα που έκανε την προσευχή του. Έτσι ανεκούρκουδα γερμένος με το μέτωπο ακουμπισμένο στο χώμα. Από μακριά ακουγόταν η φωνή του μουεζίνη∙ ανεβασμένος στο μιναρέ του τζαμιού, έπεμπε τις δεήσεις του στον Αλλάχ. Ο Αλή νταής έλεγε όλο ταπεινοσύνη και σπαραγμό: -Αλλάχ! Αν το χέρι μου αδίκησε άνθρωπο, κόφτο! Αν το μάτι μου πονηρεύτηκε, βγάλτο! Αν η καρδιά μου φθόνησε, ξερίζωσέ την... Τις πρώτες μέρες, λίγο έλειψε να χάσω την εμπιστοσύνη του Αλή νταή.
Στο Γκιούλ Ντερέ αλωνίζανε μ' ένα παμπάλαιο τρόπο∙ θέλησα να τον αλλάξω. Ένας γείτονας όμως πήγε και του τα πρόφτασε: «Το και το ο γκιαούρης, χαλνάει τη σειρά, θα σε καταστρέψει ...». Ο Αλή νταής δε βιάστηκε να βγάλει κρίση. Με παρακολουθούσε. Όταν είδε τ' αποτελέσματα της δουλειάς, μου 'πε ενθουσιασμένος: -Μου φαίνεται, παλικάρι μου, πως σ' έστειλε ο Αλλάχ για να μου λύσεις τα χέρια. Τη φροντίδα των αλωνιών από σήμερα την αφήνω σε σένα. Εγώ έχω αρκετούς μπελάδες...
Ο Αλή νταής είχε μποστάνια, λειβάδια, γιδοπρόβατα και γελάδια. Με το δίκιο του φχαριστούσε το Θεό που τον αλάφρωσα απ' τη φροντίδα των αλωνιών. Κάθε μέρα έστελνε την κόρη του, την Ενταβιέ, να μας φέρει φαΐ. Κείνη σα γύριζε του ιστορούσε όλα τα καθέκαστα για μένα. Ένα βραδάκι με πλησίασε η Ενταβιέ: -Μανώλη, είπε, ο εφέντης ο πατέρας μου, θέλει απόψε να κοπιάσεις απ' το σπίτι μας. Πήγα κάπως ανήσυχος. Τι μ' ήθελε ο γέρος; Μήπως είχε φτάσει καμιά διαταγή να γυρίσουμε στο τάγμα;
Ο Αλή νταής με δέχτηκε πρόσχαρα στο μουσαφίρ ‐ οντά. -Μπουγιουρούμ, Μανωλάκη, μπουγιουρούμ γκαρντασίμ! Σε προσκάλεσα να φάμε ψωμί. Θέλω να σε φχαριστήσω όπως με φχαριστάς κ' ελόγου σου. Η καρδιά τ' ανθρώπου είναι ό,τι καλύτερο του 'δωκε ο Αλλάχ. Δίνε της αυτής το λόγο, αν θέλεις να μιλάς μ' εκείνον... Καθήσαμε σταυροπόδι κοντά στο σοφρά κι αρχίσαμε να τρώμε με όρεξη.
Κάποια στιγμή πήρε το μάτι μου στο ράφι κερί από μελίσσια. Τον ρώτησα αν είχε μελίσσια και ποιος τα φρόντιζε. -Εχ, μελίσσια έχω πολλά, έκανε, μα μένουν ατρύγητα, γιατί κανείς από μας δεν αντέχει στα τσιμπήματα. Η μόνη που τα 'φερνε βόλτα ήταν η γυναίκα μου, μ' αυτή αρρώστησε κ' έτσι πάνε χαμένα. -Αλή νταή, του λέω, όλη η στενοχώρια σου να 'ναι τούτη. Εγώ θα φροντίσω και τα μελίσσια σου∙ είχα στο χτήμα μας και ξέρω. Από την άλλη μέρα κι όλας καταπιάστηκα με τα μελίσσια. Τρύγησα σαράντα κυψέλες. Έπιασα κάπου τρακόσες οκάδες μέλι.

Ο Αλή νταής τρελάθηκε. Δεν ήξερε τι παίνια να μου πει: «Ιλιμντάρ», πιδέξιο μ' ανέβαζε, εφευρετικό με κατέβαζε. Η κόρη του η Ενταβιέ πηρεάατηκε απ' το θαυμασμό του γονιού της και με γλυκοκοίταζε. Ερχόντανε στ' αλώνια και πιάναμε λακιρντί. Με ρωτούσε για τις γυναίκες στη Σμύρνη, πως ζούσανε, πως ντυνότανε και τι λογιώ πράμα είναι η θάλασσα και τα βαπόρια. Μ' έπιανε και μένα το μεράκι, έστριβα τσιγάρο, σήκωνε άγκυρα ο νους. Τα μάτια του κοριτσιού πετούσανε σπίθες∙ κρεμόταν απ' το στόμα μου. Όσο έβλεπα το θαυμασμό της, τόσο πιο παραμυθάς γινόμουνα.
Μια μέρα τήνε πήρε η συγκίνηση. -Ποτέ μου δεν άκουσα άνθρωπο να μιλάει όπως εσύ, είπε. Γύρισα και τήνε κοίταξα. Όλο το αίμα είχε ανεβεί στα μάγουλά της. Κάτω απ' τα χωριάτικα χοντρά σκουτιά της τ' αμάλαγο, θερμό κορμί της το ζώνανε πόθοι. Τα παίνια της με κολακεύανε κ' η συντροφιά της με πύρωνε. Άμα κατάλαβα πως πήρε πολλή στίμη και δε λογάριαζε κανένα, μόνο με κοίταζε και κοντοναστέναζε...

Που πας, Μανώλη, μπερδέματα ζητάς; Για παράτα τα ξανοίγματα, γιατί τούτη δω δε χωρατεύει... Ένα μεσημεράκι ήρθε και με παρεκάλεσε να τη βοηθήσω να πλύνει τα χράμια της στο ποτάμι. Κατάλαβα πως μου στηνε παγίδα, μα δεν άντεξα να πω το όχι. Ο Αλή νταής έλειπε στην Άγκυρα. Φορτώσαμε ένα μουλάρι ρούχα, πήδηξε κ' η ίδια στο μικρό σταχτί άτι της και ξεκινήσαμε. Στο δρόμο μ' έζωσε η αγωνία. Τι 'θελα, τι γύρευα γω τα ξεμοναχιάσματα; Έκλεισα το στόμα μου. Κρατούσα κατεβασμένα τα μάτια σα ντροπαλό κοριτσόπουλο και βάδιζα συλλογισμένος. Άμα βρεθήκαμε μακριά, πίσω απ' το λόφο, μέσα στο πυκνό δάσος, κείνη πήρε να τραγουδάει ένα μακρόσυρτο, λάγνο τραγούδι για το κορίτσι που ονειρεύεται τ' αγκαλιάσματα τ' αγαπημένου άντρα.
Ακολοθούσα τ' άλογο σα μαγεμένος. Έτσι θα ναι οι νεράιδες των παραμυθιών, που βγαίνουν απ' τα μπουνάρια και παραλοΐζουνε τους ξενιτεμένους... Βρήκα τη δύναμη κι αποτράβηξα το μάτι μου απ' το κορίτσι. Έσφιξα τα δόντια με τόση δύναμη που τ' άκουσα να τρίζουν. Είπα να σκεφτώ κατιτίς άλλο, να φύγει ο νους απ' το πονηρό. Οι νεράιδες με κάνανε να θυμηθώ τα παιδικά μου χρόνια. Γιαγιά δεν είχα γνωρίσει για να μου λέει παραμύθια κ' η μάνα μου δεν είχε ποτέ καιρό για τέτοιες πολυτέλειες.
Όμως ένας φίλος, ο Στέλιος Παντιάς, είχε ένα παπούλη, που τον φωνάζανε στο χωριό γέρο Αιώνα, γιατί χε καβατζάρει τα εκατό. Ήτανε ναυτικός κ' είχε γυρίσει θάλασσες και πόρτα μεγάλα. Τρέχαμε λοιπόν και τον βρίσκαμε και τον βάζαμε να μας μιλάει. Άναφτε ναργκιλέ, έκλεινε τα μικρά μάτια του, τα εφταδιπλωμένα μέσα σε πλαδαρές πέτσες, που είχανε δει, ως φαίνεται, πολλά κι αρχίνιζε να λέει και να μην τελειώνει. «Και που λέτε, μια βολά κ' έναν καιρό ηβρισκόμαστε με τον κάπτα Νικόλα στο Μισσίρι...». Εμείς τεντώναμε το λαιμό, ανοίγαμε μάτια κι αφτιά κ' η καρδιά μας σάλταρε στ' αρμενίσματα του γέρο Αιώνα.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 139-145.


.

ε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF