ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

 




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.


Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 148-155.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Έμεινα μόνος και περίμενα με το κεφάλι γερτό. Σε λίγο γύρισε ο Αλή νταής. -Στεναχωρημένος καθώς είμαι, ξέχασα να σου δώσω ένα γράμμα πού 'χεις απ' το σπίτι σου, είπε. Ως να το διαβάσεις θα τελέψω κ' εγώ τη δουλειά μου και θα ρτω να κουβεντιάσουμε. Σύρε περίμενέ με στο πηγάδι.
Πήρα το γράμμα κι αντίς να τ' ανοίξω με λαχτάρα, τό' σφιξα στο χέρι μου σα να κρατούσα την ίδια τη μάνα μου και βάδιζα μαζί της. Στο μυαλό μου είχε στηθεί ολόκληρη δίκη. Καθόμουνα στο εδώλιο κι ο Αλή νταής τέντωνε νεκρικά το μικροσκοπικό σώμα του∙ κουνούσε απειλητικά το δάχτυλο και φώναζε: «Μετά την αποπλάνηση, κύριοι δικασταί, δεν μένει τίποτ' άλλο παρά να διατάξτε να τον κρεμάσουν στον πλάτανο του χωριού και να τον μαστιγώσουν ως να παραδώσει το πνεύμα. Εκτός... εκτός βέβαια, αν επανορθώσει το σφάλμα του, ασπαστεί τη θρησκεία μας και παντρευτεί την κόρη μου...».
Βολτάριζα κοντά στο πηγάδι∙ κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε μου φαινόταν αιώνας. Ένιωσα το γράμμα να μου καίει τη χούφτα. «Συμπάθα με, μάνα, έχω μπλεξίματα!». Κοίταξα το τσαλακωμένο φάκελο. Το ίσιωσα τρυφερά με την παλάμη και τ' άνοιξα δίχως βιασύνη. Απ' τις πρώτες αράδες κατάλαβα τη μαυρίλα και το θανατικό που πλάκωσε το χωριό μας. Οι Τούρκοι λιποτάχτες, έγραφε η αδερφή μου, βαλθήκανε να ξεκληρίσουνε το σπόρο της ρωμιοσύνης. Αγρότη ζωντανό δεν αφήνουνε. Εκατοσταριές οι νεκροί. «Κ' εμείς, Μανώλη (ωχ, πώς να βρούμε λόγια να στο πούμε;) εχάσαμε τον Πανάγο μας... Πάει ο αδερφός σου, άκλαφτος κι αστόλιστος! Δεν εβρήκαμε ούτε το κουφάρι του να τ' αναπάψουμε στο κοιμητήρι...».
Το κεφάλι μου άδειασε, τα πόδια μου δε με σήκωναν. Κάθησα στο πεζούλι του πηγαδιού, δίχως να μπορώ να κλάψω. Έτσι με βρήκε ο Αλή νταής. Είδα κι έπαθα να του ιστορήσω τα θλιβερά μαντάτα. Μ' άκουγε λυπημένος. -Πού τραβάμε; είπε. Πού στο καλό θα φτάσουμε; Ανθρωποφάγοι εγινήκαμε; Η φωνή του καθώς με παρηγορούσε είχε ειλικρίνεια και συμπόνια. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου: -Έλα, τώρα, ας μιλήσουμε και για τα δικά μας... Γύρισα και τον κοίταξα εχθρικά. Ο αδικοσκοτωμός του αδερφού μου μ' έκανε αποφασιστικό. Δε μ' ένοιαζε ό,τι κι αν θ' άκουγα. Ο γέρος όμως ήταν όπως πάντα μαλακός, με παστρικό βλέμα.
-Θα χεις καταλάβει, άρχισε, πως η καλή σου συμπεριφορά και η αξιοσύνη σου με κάνανε να σ' αγαπήσω σαν παιδί μου. Σε μπεγέντισα, Μανώλη, πως το θες. Χτες το λοιπόν ήρθε απ' το τάγμα μας ένας τσαούσης κ' έφερε μαντάτο να τοιμαστείτε ούλοι και να γυρίστε σε δυο μέρες στην έδρα σας, το Χαμάμκιοϊ. Μού 'ρθε μια σκέψη τότες∙ είπα: Εγώ έχω ανάγκη από βοηθό, γέρασα, κουράστηκα. Τ' αγόρια μου, ο Αλλάχ ξέρει πότε θα γυρίσουνε απ' τον καταραμένο πόλεμο! Καλύτερο χέρι απ' το δικό σου δεν πρόκειται να βρω, όπου κι αν ψάξω. Από Θεού ήταν ν' ανταμώσουμε, παλικάρι μου. Είσαι ένας άνθρωπος που δε σου ξεφεύγει τίποτα. Μείνε, το λοιπόν, κοντά μας ως να τελέψει ο πόλεμος, θα με σώσεις και θα σωθείς κ' ελόγου σου. Εγώ μπορώ να πάρω χαρτί απ' τον ταγματάρχη, που να λέει πως παρατείνεται η παραμονή σου στην υπηρεσία μου, «μέχρι νεωτέρας διαταγής». Φυσικά διαταγή άλλη δεν πρόκειται να ρθει, γιατί ο ταγματάρχης θα δώκει σε μένα το πιστοποιητικό, όμως στο τάγμα θα σε παρουσιάσει αγνοούμενο. Με κατάλαβες; Εδώ σε τούτα τα μέρη τον Αλή νταή τον σέβονται και τον υπολογίζουνε και πρέπει να ναι εφτάψυχος κείνος που θα τολμήσει ν' απλώσει χέρι πάνω σου...
Όση ώρα μου μιλούσε σκεφτόμουνα πόσο αδίκησα την Ενταβιέ. Κι όμως, να, που για τον έρωτα αυτόν, ήμουνα τώρα υποχρεωμένος να μη δεχτώ τη μόνη καλή λύση που μου παρουσιάστηκε. -Αλή νταή, είπα, το πιστοποιητικό να το πάρεις. Όμως σαν που φέρθηκα πάντα ντόμπρα μαζί σου, θα σου ξομολογηθώ κάτι. Να μείνω για πολύ στη δούλεψή σου δε θα μπορέσω. Έχω κατά νου μια μέρα να λιποταχτήσω, να γυρίσω στο χωριό μου, να δω τι γίνεται η έρημη η μάνα μου και τ' απροστάτευτο κορίτσι μας. Γονιός είσαι κ' εκτιμάς το σέβας και το ενδιαφέρον του παιδιού...
Ο Αλή νταής με κοίταξε ξαφνιασμένος, μα και φχαριστημένος που του μίλησα παστρικά. -Αν θέλεις ν' ακούσεις την ορμήνια μου, τέτοια κουτουράδα να μην τήνε κάνεις, μ' αποκρίθηκε. Σαν τα καθάρματα που σκότωσαν τον αδερφό σου είναι πολλά, μην το ξεχνάς κ' έχεις μακρύ ταξίδι να κάνεις. Κρίμα κι άδικο θά 'ναι να χαραμίσεις τζάμπα τα όμορφα νιάτα σου... Καθώς μιλούσαμε ακούστηκαν από μακριά μπερδεμένες φωνές και ποδοβολητά. Ψηλά στις κορδέλες του καρόδρομου, μαύρισε ο τόπος, λες και κατηφορίζανε κοπάδια. Βάλαμε το χέρι αντήλιο και προσπαθούσαμε ν' αντιληφθούμε τι γίνεται.
Τρεις καβαλάρηδες φτάσανε με καλπασμό μέσα στο χτήμα του Αλή νταή. Τον χαιρετήσανε με πολύ σεβασμό. -Τι τρέχει, Μεμέτ; ρώτησε κείνος τον αστυνόμο. -Αλή νταή, του αποκρίθηκε, έμαθα πως έχεις ανάγκη από χέρια. Τούτοι δω που κατηφορίζουν είν' Αρμεναίοι και τους πάμε για... παραθερισμό. Τού 'κλεισε πονηρά το μάτι και πηγαινόφερνε το χέρι του σα σπάθα, για να του δώσει να καταλάβει πως πρόκειται να πέσει σφαγή. -Άντρες δεν έχουμε να σου δώσουμε, είπε ο Μεμέτ. Γυναικόπαιδα έχουμε. Έλα να ρίξεις μια ματιά. Θα βρεις καλοταϊσμένα κορίτσια και γερά αγόρια, ξύπνια. Ογλήγορα θα ξεπεταχτούνε να σε περετήσουνε. Ο μουχτάρης πήρε τρία...

Ο Αλή νταής άκουγε σκεφτικός. Ύστερα γύρισε και μού 'πε: -Και δεν πάμε να ρίξουμε μια ματιά; Τι χάνουμε; Όσο ζυγώναμε τ' ανθρώπινο κοπάδι, τόσο τ' αφτί μας ξεδιάκρινε ένα λυπητερό θρήνο, ένα μονοφώνι σερτό, κομπιαστό, που η ηχώ του απλωνότανε σ' ολόκληρο τον κάμπο.
-Έλεος! -Λυπηθείτε μας! Αναμαλλιασμένες γυναίκες βαδίζανε με τα μωρά στην αγκαλιά∙ μικρά παιδάκια, που μόλις τα σήκωναν τα ποδαράκια τους, κρατούσαν τις μανάδες τους από τις φούστες και κλαίγανε. Ακολουθούσαν οι γιαγιάδες, που τ' αγγόνια τους τις στηρίζανε μην πέσουνε, γιατί έτσι κ' έπεφτε ο άνθρωπος, έτρωγε ντουφεκιά κ' έμενε στον τόπο. Τα κουρμπάτσια των αστυνομικών δουλεύανε συνέχεια. Χτυπούσανε και ματώνανε τις σάρκες μικρών και μεγάλων. Για πότε μαζεύτηκε στη δημοσιά όλο κείνο το λεφούσι από τα γύρω τουρκοχώρια, διψασμένο για θέαμα, για πλιάτσικο, για όργιο!
Οι τζανταρμάδες χασκογελούσανε. Αρπάζανε τα μωρά απ' τις αγκαλιές των μανάδων και τα πετούσανε στις Τουρκάλες, όπως πασάρουνε τα καρπούζια οι μανάβηδες στην αγορά. -Πάρτε, τζάμπα τα χουμε! Θα ψοφολογήσουνε τα τσαμένα... Μερικά αλάνια ψάχνανε για κοπέλες. Ξεσχίζανε τα μπούστα τους να δουν αν έχουν ωραίο στήθος, βάζανε χέρι στα μεριά τους και λέγανε αρσιζιές. Ένας μαφαζάς τους είπε:
-Μωρέ αχμάκηδες, τσακώστε τις γιαγιάδες και ψάχτε τα σακκουλιασμένα αποτέτοια τους∙ εκεί έχουνε κρυμένα τα χρυσαφικά και τσι λίρες. Ήθελα να ριχτώ πάνω τους. Ο φίλος μου ο Παναγής κατάλαβε τι πήγαινα να κάνω και μ' άρπαξε απ' το μπράτσο. -Μην πας για νέα μπλεξίματα, είπε. Τώρα το κατάλαβες πως είμαστε ραγιάδες; Ούτε τιμή, ούτε ζωή ορίζουμε.


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 148-155.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF