ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΩΝ Ο «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ»: Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΦΩΤΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ




Ο Νίκων ο «Μετανοείτε» o κατά κόσμον Νικήτας, 925 – 26 Νοεμβρίου 998 γεννήθηκε σένα χωριό της Τραπεζούντας. Μαζί με τον Κύριλλο και των Μεθόδιο αποτελούν την «τριανδρία» των φωτιστών των Σλάβων, με την διαφορά ότι ο Νίκωνας θα ευαγγελίσει τους Σλάβους της Πελοποννήσου και όχι της Μοραβίας και της Παννονίας.


του Χρήστου Χατζηλία,


Ο Νίκωνας λοιπόν γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς και εύπορους, από παιδί έδειχνε τάσεις προς την μοναστική ζωή και ήταν αρκετά εγκρατής για την ηλικία του. Η μεγάλη απόφαση πάρθηκε όταν μια μέρα τον έστειλε ο πατέρας του στα κτήματα, να επιστατήσει τους εργάτες που δουλεύανε σ’ αυτά, και σαν είδε τον κόπο και τον ιδρώτα που χύνανε λυπήθηκε τόσο πολύ που σε ηλικία 20 ετών παράτησε τα κτήματά του και τους γονείς του και έφυγε για την Μονή Χρυσής Πέτρας μεταξύ Πόντου και Παφλαγονίας, όπου έγινε μοναχός και από το θεοσεβή αρχοντόπαιδο Νικήτα έγινε ο Όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε» o πολιούχος της Σπάρτης.


Εκεί έκατσε πάνω από 12 χρόνια και το 961 φεύγει για την Κρήτη όπου τον καλεί ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς για να ευαγγελίσει τους εξισλαμισμένους κρητικούς και τους Άραβες αιχμαλώτους μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες. Με έδρα τη Γόρτυνα Κρήτης επέδειξε ιδιαίτερο ιεραποστολικό ζήλο όπου έδρασε κυρίως στην ανατολική και κεντρική Κρήτη, προέτρεπε για μετάνοια, έκτιζε ναούς και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να επαναφέρει στην χριστιανική πίστη, σε όσους είχαν εξισλαμισθεί, αλλά κατά τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στην Κρήτη το κήρυγμά του ενόχλησε κάποιους κατοίκους με αποτέλεσμα να γίνει απόπειρα δολοφονίας εναντίον του αλλά απέτυχε.


Ο όσιος όμως ήταν άκακος άνθρωπος και υπομονετικός, έτσι σιγά-σιγά οι άνθρωποι άρχισαν να τον συμπαθούν και στο τέλος τον αγάπησαν και τον έκαναν πνευματικό τους πατέρα. Όμως οι περιπέτειες και το ιεραποστολικό του έργο δεν σταματάν στην Κρήτη, τον καλούν να πάει να ευαγγελίσει τους ειδωλολάτρες Σλάβους της Πελοποννήσου, έτσι ξεκινάει περιοδείες στην Επίδαυρο, την Αθήνα, την Εύβοια, τη Θήβα, την Κόρινθο, το Ναύπλιο, τη Σπάρτη, τη Μάνη και σε αρκετές περιοχές της Μεσσηνίας, για να καταλήξει στη Σπάρτη, όπου και παρέμεινε για 30 περίπου χρόνια.


Ο όσιος έμενε σε μια σπηλιά σε κάποιο έρημο μέρος που το λέγανε «Μώρον», όταν μαθεύτηκε από τους κατοίκους της Σπάρτης που μένει ο Νίκωνας πήγανε και του ζήτησαν να πάει στην πόλη που υπέφερε από λοιμό και να τους βοηθήσει, στην πόλη υπήρχαν πολλοί Ιουδαίοι όπου ο Νίκωνας είπε στους κατοίκους να τους βγάλουν έξω από την πόλη. Στην Σπάρτη ίδρυσε την εκκλησία του Σωτήρος Χριστού.


Ένα κείμενο του Κων/νου Πορφυρογέννητου, ότι επί Βασιλείου Α’ Μακεδόνος εκχριστιανίστηκαν οι τελευταίοι Παγανιστές της Λακωνίας. Όμως αυτό δε σημαίνει πως η Μάνη και η Λακωνία δεν είχαν ήδη κατά πλειοψηφία γίνει χριστιανικές, αιώνες πριν τον Βασίλειο τον Α’. Οι μαρτυρίες και τα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν το αντίθετο. Η Λακωνία είχε αξιόλογο χριστιανικό πολιτισμό, αιώνες πριν το Νίκωνα ή τον Βασίλειο Α’:


551 μ.Χ. Επί Ιουστινιανού κτίζεται στα ερείπια της Ομηρικής ακρόπολης το κάστρο της Μάϊνας και ιδρύεται η επισκοπή Μαϊνης. 886 – 911. Στην έκθεση του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού μνημονεύεται για πρώτη φορά η επισκοπή Μαϊνης, ότι ήταν από τις αρχαιότερες του Μοριά και ανήκε στην Μητρόπολη Κορίνθου.


Τα ακόλουθα στοιχεία για το Χριστιανισμό στη Λακωνία προέρχονται από το «Πότε οι Μανιάτες έγιναν Χριστιανοί», του Ανάργυρου Κουτσιλιέρη, Διδάκτορος φιλοσοφίας: Στα Άλυκα έχουμε την τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Ανδρέα. Διασωθέντα τμήματα του γλυπτού διακόσμου ανήκουν στον έβδομο αιώνα. Στο Μοναστήρι στην Κυπάρισσο η εκκλησούλα της Παναγίας είναι κτισμένη με υλικά που προέρχονται από παλαιοχριστιανική βασιλική. Παρετήρησαν οι αρχαιολόγοι ότι σε φυσικό βράχο είχε σκαλιστεί επισκοπικός θρόνος. Δηλαδή σε παλαιοχριστιανικούς χρόνους στην Κυπάρισσο – παλαιά Καινήπολη – υπάρχει έδρα Επισκόπου.


Στην Κυπάρισσο υπάρχει και δεύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική. Ο Δ. Παλλάς, αρχαιολόγος διεθνούς προβολής και κύρους, μικρό τμήμα του γλυπτού διακόσμου το χαρακτήρισε ως προερχόμενο από καλλιτεχνικό κέντρο ευρισκόμενο εκτός της Μάνης. Παρετήρησε αττικό ύφος. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι οι καλλιτέχνες της Μάνης είχαν επαφή με τα εκτός της Μάνης καλλιτεχνικά κέντρα. Σημασία την οποία δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε έχει και η διαπίστωση ότι η βασιλική του Μοναστηρίου πρέπει να εκτίσθη τον 6ο ή τον 5ο αιώνα.


Αποφασιστικής σημασίας στοιχεία γενικά για την ιστορία της Μάνης και ειδικά για τη Χριστιανική ζωή και δράση των Μανιατών έφεραν οι ανασκαφές στη χερσονίδα Τηγάνι. Γλυπτά του έκτου αιώνος που εχρησιμοποιήθησαν στην τοιχοδομία της βασιλικής δείχνουν ότι στο Τηγάνι υπήρχε παλαιοχριστιανικό κτίσμα. Άλλωστε χριστιανικό κτίσμα σε χερσονησίδα είναι ασφαλώς παλαιότερο της Αραβοκρατίας.


Πολλά και σημαντικά ευρήματα έδειξαν ότι η χριστιανική ζωή στο Τηγάνι άρχισε από τους πρώτους αιώνες της διάδοσης του Χριστιανισμού και διετηρήθη επί σειρά αιώνων. Γλυπτός διάκοσμος παλαιοχριστιανικής βασιλικής βρέθηκε και στο Οίτυλο. Στην αυλή των δικαστηρίων του Γυθείου απόκεινται τμήματα γλυπτού διάκοσμου παλαιοχριστιανικής βασιλικής που βρίσκονται στην ακρόπολη του αρχαίου Γυθείου. Φαίνεται πιθανό ότι στο Γύθειο υπήρχε και δεύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική.


Οι έρευνες των ειδικών επιστημόνων της χριστιανικής αρχαιολογίας (TRANQAIR και MEGAU) πείθουν απολύτως, ότι στη Μάνη εκαλλιεργήθη ο ονομασθείς θαυμαστός πολιτισμός της παλαιοχριστιανικής βασιλικής και σημαντικά δημιουργήματα της χριστιανικής τέχνης. Οι εκκλησίες του Μυστρά, δεν θεωρούνται πλέον άσχετες προς την καλλιτεχνική παράδοση που εδημιουργήθη στη Μάνη.


Τα αποτελέσματα των αρχαιολογικών ερευνών απέδειξαν ότι ο χριστιανισμός έφτασε στη Μάνη από τους πρώτους αιώνες της διαδόσεώς του. Είναι βέβαιο ότι οι χριστιανικές κοινότητες εδημιουργήθησαν στη Μάνη πολλούς αιώνες προ της εποχής του Βασιλείου του Μακεδόνος. Ο αραβικός κίνδυνος υπεχρέωνε τους κατοίκους του Γυθείου, της Λας, της Τευθρώνης, της Καινήπολης, της Μέσσας κ.λ.π. να δημιουργήσουν τις εκατοντάδες των οικισμών και χωριών που βρίσκουμε στα υψώματα του Ταϋγέτου, από το Ακρωτήριο Ταίναρο μέχρι το Μαλεύρι και τη Μελτίνη.


Αυτοί που άφησαν τα παράλια ζητώντας ασφάλεια στον Ταΰγετο δεν ήταν ειδωλολάτρες αλλά χριστιανοί». Όπως μαρτυρούν τα ευρήματα της περιοχής η Καινήπολη ήταν θρησκευτικό κέντρο, γνώρισε μεγάλη ακμή στη Ρωμαϊκή εποχή που διατηρήθηκε και τη Βυζαντινή εποχή μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού. Το 467 μ.Χ. οι κάτοικοι απέκρουσαν τους Βανδάλους, ενώ το 533 ο Βελισσάριος προσέγγισε στο λιμάνι με τον αυτοκρατορικό στόλο.


Η πόλη εγκαταλείφθηκε τον 6ο αιώνα, μάλλον μετά από ισχυρό σεισμό (άρα οι εκκλησίες χτιστηκαν πολύ πριν τον Άγιο Νίκωνα). Στη περιοχή βρίσκονται ορισμένες εκκλησίες, που μερικές έχουν κτιστεί στη θέση αρχαιοελληνικών και με τα υλικά τους. Διακρίνουμε στον Άγιο Αντρέα κιονόκρανα και επιγραφή, στην Αγία Παρασκευή και στον Άγιο Πέτρο (Βασιλική 5ου ή 6ου αι.)


Τα παραπάνω φαίνονται και στις ανασκαφές του καθηγητή Δρανδάκη (1958). Βρήκε τρεις παλαιοχριστιανικές Βασιλικές τον Άγιο Πέτρο, τον Άγιο Ανδρέα και την Κοίμηση της Θεοτόκου, κτισμένες στο τέλος του Πέμπτου ή στις αρχές του Έκτου αιώνα. Αυτό ανατρέπει τις πληροφορίες του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, ότι οι Μανιάτες έγιναν Χριστιανοί από τον όσιο «Νίκωνα τον Μετανοείτε» το (868—898 μ.Χ.). Αν ο αυτοκράτορας έχει δίκιο, η πιθανότερη ερμηνεία είναι ότι, μετά το Διάταγμα του Μεδιολάνου (313 μ.Χ.) περί ανεξιθρησκείας, υπήρχαν στη Μάνη μέχρι τον Ένατον αιώνα και Χριστιανοί και Ειδωλολάτρες.


Αλλά αυτό σημαίνει επίσης, ότι ουδέποτε διώχθηκαν, αλλά επί τόσους αιώνες, έστω και ως μικρή μειονότητα, λάτρευαν ελεύθερα τους θεούς τους. ( ΠΗΓΗ: www.oodegr.com, Με τίτλο «Τα ψέματα για τον όσιο Νίκωνα τον «Μετανοείτε». «Η αθωότητα του συκοφαντημένου από τους Νεοπαγανιστές αγίου»).


Ένας λοιμός ήρθε στην Πελοπόννησο από τη Σικελία και την Καλαβρία, και οι Σλάβοι ήρθαν ως ανθρώπινο αντιστάθμισμα στην περιοχή από την διοίκηση της αυτοκρατορίας. Οι μεταρρυθμίσεις τού Νικηφόρου Α’, συνετέλεσαν αποφασιστικά στην αφομοίωση τού πληθυσμού. Με εξαίρεση τις φυλές των Μηλιγγών και των Εζεριτών Σλάβων στην περιοχή τού Ταϋγέτου, μετά την ήττα τού 807, οι Σλάβοι, υπέστησαν πολλές οικονομικές κυρώσεις, ήταν στο εξής υποχρεωμένοι να συντηρούν τούς υπαλλήλους και απεσταλμένους του Κράτους, πού διέρχονταν από την Πάτρα.


Θεωρήθηκαν πάροικοι, και αφορίστηκαν στο μητροπολιτικό ναό, μετά την αποστασία και την ήττα τού 807, προτίμησαν να αποσυρθούν σε βραχώδη όρη και διατήρησαν για πολύ καιρό τα ήθη και τα έθιμά τους, χωρίς να αφομοιωθούν από το κυρίαρχο ελληνικό στοιχείο. Γράφει ο βίος του Οσίου για τους Σλάβους παγανιστές:


«Αυτή την ερήμωση του μετοχίου επακολουθεί ληστρική επιδρομή των Μιληγγών, ανδρών αιμοχαρών και κακούργων, εκ φύσεως κακών και το έργο της ληστείας κατ’ επάγγελμα ασκούντων. Αυτοί, κατέβηκαν μια μέρα από τα κρησφύγετά τους και εφόρμησαν κατά του μετοχίου της μονής του Οσίου, με σκοπό να αρπάξουν τα κοπάδια της. Περικύκλωσαν το μετόχιο και τα κοπάδια, ένοπλοι όλοι και βοηθούμενοι από νέους ορμητικούς, άρπαξαν από το κοπάδι όσα μπόρεσαν και σαν άγρια θηρία τα απήγαγαν στην πατρία και χώρα τους, θέλοντας να τα φάνε. Αλλά απατήθηκαν. (…)


Όταν δηλαδή οι άρπαγες των ποιμνίων του μετοχίου έφτασαν στην πατρίδα τους και νόμιζαν ότι ήταν ασφαλείς και κατείχαν ασφαλώς τη λεία τους, τότε φανέρωσε κι ο Όσιος τη δύναμή του. Ενώ αμέριμνοι κοιμόνταν εμφανίζεται αυτός έχοντας μαζί του και δυο ισχυρούς σκύλους. Πλησιάζοντας και κατενεγκών κατ’ αυτών και επί των παρειών τους εξαπέλυσε ισχυρά χτυπήματα, εξαπέλυσε εναντίον τους, τοις εφάνη, και τους δύο σκύλους, οι οποίοι δάγκωσαν πολλές φορές και προκάλεσαν μώλωπες στα σώματά τους. Και αυτά υπέστησαν στον ύπνο.


Αλλά, όταν έντρομοι από την ταραχή ξύπνησαν, βεβαιώθηκαν ότι αυτά δεν ήταν όνειρο αλλά πραγματικότητα. Και όντως ήταν πραγματικότητα, αφού όλοι όσοι ξύπνησαν είχαν μελανιές, και οιδήματα, και χτυπήματα ματωμένα στις σάρκες τους, τα οποία είχαν προκαλέσει οι σκύλοι. (…) Αυτά παθαίνοντας μεταμελήθηκαν αμέσως και ελεεινολογώντας τον εαυτό τους ζήτησαν ειλικρινά συγγνώμη από τον όσιο, για όσα κακά έφεραν στο μετόχι της μονής του, και παρακάλεσαν τους συγγενείς τους, να σπεύσουν στο μοναστήρι του οσίου και να ικετεύσουν αυτόν υπέρ της σωτηρίας τους, και να επιστρέψουν τα πάντα που είχαν ληστέψει.


Όχι μόνο αυτό αλλά υπόσχονταν ότι στο μέλλον ουδέποτε θα τολμήσουν τέτοιες ληστρικές πράξεις. Αφού έγιναν αυτά, αμέσως αποκαταστάθηκαν στην υγεία τους (…) 'Εκτοτε τόσος φόβος τους κατέλαβε αυτούς και όλους τους συμπατριώτες τους, ώστε κάνοντας συνέλευση αποφάσισαν να παραιτηθούν από τη ληστεία και όλες τις αγριότητες της φυλής τους, αφετέρου να προσφέρουν ετησίως στο μοναστήρι του οσίου κεριά και θυμιάματα και να τιμούν και γεραίρωσιν όση αυτοίς δύναμις τον άγιον».


Ο Γρηγορόβιος γράφει ότι ο Νικων «κατήχησε παρά του Ταυγέτου οικούντα Σλαβικά φύλα των Μελιγγών και Εζεριτών, ων ήρχε ο δούξ Αντίοχος». Για την ζωή και το έργου του γνωρίζουμε από τον Βίο του (που σώζεται σε δύο παραλλαγές) και από τη Διαθήκη του που σώζεται σε δημοτική μετάφραση. Mε τον βίο του ασχολήθηκαν, λόγω της μεγάλης θρησκευτικής και εθνικής σημασίας, επιφανείς Γερμανοί ιστορικοί του Μεσαίωνα, όπως ο Καρλ Χοπφ, ο Γουσταύος Χέρτσμπεργκ και ο Φέρντιναντ Γκρεγκορόβιους.


Τέλος ο Όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε» αποτελεί μια σημαντική μορφή για τον Ελληνισμό της Κρήτης και της Ελλάδος (γεωγραφικά: Αττική, Πελοπόννησο, Εύβοια, Αργοσαρονηκός) και ο βίος του μας δίνει πληροφορίες για την ζωή και την κοινωνία σ’ αυτές τις περιοχές, επίσης όπως είπαμε. πρέπει να πάρει την θέση του ανάμεσα στους φωτιστές των Σλάβων. Εκ του ιστοτόπου «cognoscoteam.gr» της 26.6.2018. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF