ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ




Εωρτάσαμε, χάριτι θεία, την εορτή της Γεννήσεως του Κυρίου. Στα αυτιά μας αντηχούν ακόμη οι χαρμόσυνοι ύμνοι της μεγάλης εορτής και τα ιερά αναγνώσματα. Η μεγαλοπρεπής τελεσιουργία του υπερφυούς μυστηρίου, μας μετέφερε και πάλι στο ιερό σπήλαιο της Βηθλεέμ, της πόλεως της Ιουδαίας, όπου ο Χριστός γεννάται εκ Παρθένου, όπου οι ποιμένες προσκυνούν και οι μάγοι προσφέρουν τα βασιλικά των δώρα. Εκεί όπου ο άναρχος επήρε αρχή και ο Λόγος εσαρκώθη. Εκεί όπου αντήχησαν για πρώτη φορά οι αγγελικές δοξολογίες, που σήμαναν το ορθρινό της ανατολής της νέας ημέρας, της επιφανείας του ηλίου της δικαιοσύνης.


του Ιωάννου Φουντούλη, καθηγητού του Α.Π.Θ.


Όσοι πιστοί νίκησαν την ραθυμία και έσπευσαν ενωρίς στους ναούς δεν θα λησμονήσουν ποτέ την υπερκοσμία ατμόσφαιρα, στην οποία τους μετέφερε η λαμπρά ακολουθία του όρθρου της ημέρας αυτής. Μέσα στο ημίφως των τελευταίων ωρών της νυκτός, κάτω από τους υποβλητικούς θόλους των ναών μας, μέσα στους χαρμοσύνους ύμνους και στα θυμιάματα, νομίζει κανείς πως βρίσκεται εκτός χώρου και χρόνου. Τότε ακούει δωρικά, κοφτά , να αναγινώσκεται το συναξάριο της ημέρας με τους ιαμβικούς στίχους , ποίημα Χριστοφόρου του Μυτιληναίου:


«Τη 25η του αυτού μηνός, η κατά σάρκα Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Θεός το τεχθέν, η δε μήτηρ παρθένος˙ τί μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις; Τη αυτή ημέρα, η προσκύνησις των Μάγων. Σε προσκυνούσα τάξις εθνική, Λόγε, το προς σε δηλοί των εθνών μέλλον σέβας. Τη αυτή ημέρα, μνήμη των θεασαμένων ποιμένων τον Κύριον. Ποίμνην αφέντες την εαυτών ποιμένες, ιδείν καλόν σπεύδουσι Χριστόν ποιμένα. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων».


Δεν γνωρίζει κανείς αν ζη στην σημερινή εποχή ή στην εποχή του Βυζαντίου ή στην ιδία νύκτα που συνέβησαν τα γεγονότα αυτά. Αυτό ακριβώς είναι το μυστήριο της λατρείας μας. Θραύει τα σύνορα των εποχών και των ρεόντων χρονικών σχημάτων του κόσμου τούτου. Παρόν, παρελθόν και μέλλον ισοπεδώνονται. «Σήμερον» και πάλιον ο Χριστός γεννάται, όπως γεννήθηκε και πέρισυ και κατά την ιδία ημέρα των περασμένων αιώνων, όπως θα γεννάται μέχρι συντελείας των αιώνων, όπως ακριβώς γεννήθηκε την θεία νύκτα των Χριστουγέννων του πρώτου έτους της χριστιανικής χρονολογίας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό αισθάνεται κανείς πως ο Χριστός είναι «εχθές και σήμερον και ο αυτός εις τους αιώνας»,1 πως η Εκκλησία είναι το σώμά Του, αιώνιο και αγήραστο όπως Εκείνος.


Πως και ο καθείς από μας δεν είναι μόνος, αλλά ένα μέλος της ιεράς αυτής κοινωνίας, των εν Χριστώ αναγγενηθέντων ανθρώπων, για την οποία δεν υπάρχει φθορά και χρόνος, χθές και σήμερα και αύριο, αλλά ένα αιώνιο και άφθαρτο «σήμερα», το οποίο ζούν και απολαμβάνουν οι γενεές των πιστών, που εβαπτίσθησαν εις Χριστόν και ενεδύθησαν τον Χριστό. Που συμβασιλεύουν μετά του Χριστού, μαζί με τις γενεές που ήλθαν και θα έλθουν, χωρίς όμως να παρέλθουν ποτέ, γιατί η βασιλεία του Χριστού είναι «βασιλεία πάντων των αιώνων και η δεσποτεία Του εν πάση γενεά και γενεά».2


Στην εκπομπή του προηγουμένου Σαββάτου είδαμε την κατά μίμησι της περιόδου του Πάσχα ανάπτυξι της προεορτίου περιόδου των Χριστουγέννων. Είδαμε πως με βάσι τα Χριστούγεννα, την 25η Δεκεμβρίου, καθωρίσθησαν οι προ αυτής εορτές, της συλλήψεως του Προδρόμου, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της γεννήσεως του Βαπτιστού, πως ανεπτύχθη βαθμηδόν η τεσσαρακοστή των Χριστουγέννων και πως η κλιμακωτή ανάβασις προς την μεγάλη εορτή καταλήγει και αποκορυφώνεται στην μεγάλη εβδομάδα και στο Πάσχα, για να ειπούμε έτσι , των Χριστουγέννων. Το Πάσχα όμως επεκτείνεται και προς τα εμπρός. Η εβδομάς μετά από αυτό είναι η διακαινήσιμος, που λογίζεται, κατά τις τυπικές διατάξεις, σαν μία και η αυτή πασχάλιος ημέρα! Την ογδόη ημέρα είναι η Κυριακή του Θωμά, ή του Αντίπασχα, τύπος της ογδοάδος του μέλλοντος. Την τεσσαρακοστή ημέρα κλείνεται η πασχάλιος περίοδος με την εορτή της Αναλήψεως, της εισόδου του Κυρίου εν σώματι εις την δόξαν αυτού, εις τα άγια των αγίων του ουρανού.


Ας παρακολουθήσωμε την επίδρασι της πασχαλίου αυτής περιόδου και στην διαμόρφωσι της μετά τα Χριστούγεννα μεθεόρτου περιόδου. Επί επτά ημέρες εορτάζεται η μεγάλη εορτή. Την 26η Δεκεμβρίου πανηγυρίζεται η Σύναξις της υπεραγίας Θεοτόκου, της μητρός του Χριστού, και αναμιμνησκόμεθα την εις Αίγυπτον φυγήν της αγίας «οικογενείας». Την 29η εορτάζεται η μνήμη των νηπίων της Βηθλεέμ, που εσφάγησαν από τον Ηρώδη. Η Κυριακή που εμπίπτει στο διάστημα αυτό , η Κυριακή «μετά την Χριστού Γέννησιν», είναι αφιερωμένη στον Ιωσήφ τον μνήστορα της Παρθένου, στον Ιάκωβο, τον κατά σάρκα «αδελφό» Του Κυρίου, υιό του Ιωσήφ από άλλη γυναίκα που είχε πριν μνηστευθή την Θεοτόκο, και τον κοινό προπάτορα, τον βασιλέα Δαυίδ. Καθ’ όλο το επταήμερο διάστημα, οι ύμνοι των Χριστουγέννων συμπλέκονται με την ακολουθία των καθ’ ημέραν αγίων και ολόκληρος η ακολουθία της εορτής επαναλαμβάνεται κατά την απόδοσί της, την 31η Δεκεμβρίου.


Παράλληλος προς την Κυριακή του Θωμά είναι η εορτή της Περιτομής του Χριστού, κατά τον μωσαϊκό νόμο, εορτάζομε την 1η Ιανουαρίου, την ογδόη ημέρα από τα Χριστούγεννα. Όπως η εμφάνισις του Κυρίου στον Θωμά συντελεί στην εξακρίβωσι και βεβαίωσι του υπερφυσικού γεγονότος της εκ νεκρών αναστάσεως και από τον πιο αμφιβάλλοντα και δυστροπούντα μαθητή, έτσι και η οκταήμερος περιτομή και η κατ’ αυτήν ονοματοδοσία, αποτελεί την σφραγίδα και την βεβαίωσι της τελείας ενανθρωπήσεως του Χριστού, της προσλήψεως της ανθρωπίνης μορφής αναλλοιώτως, της πραγματικότητος της υπερφυσικής σαρκώσεως του Λόγου του Θεού και της εντάξεώς Του δια του σημείου της περιτομής στον λαό του Θεού, και της υπαγωγής Του στο Νόμο. Η ογδόη εκείνη ημέρα, δια της εμφανίσεως και παρουσίας του αναστάντος εν τω μέσω των μαθητών Του, γίνεται τύπος της ογδοάδος του μέλλοντος αιώνος και της κατ’ αυτήν αδιαλείπτου παρουσίας και απολαύσεως του Χριστού. Και αυτή, η ογδόη από της γεννήσεως ημέρα, «εικονίζει», κατά τους ιερούς υμνογράφους, «την του μέλλοντος άληκτον ζωήν»3 ˙ «φέρει τύπον του μέλλοντος»,4 λόγω ακριβώς της επισήμου παρουσίας εν σαρκί του Χριστού μεταξύ του λαού Του και μεταξύ του γένους των ανθρώπων.


Η εορταστική περίοδος συνεχίζεται. Παρεμβάλλεται η εορτή των Θεοφανείων με τα προεόρτια και τα μεθέορτά της, που παρατείνονται μέχρι της 14ης Ιανουαρίου, για να αρχίση από την επομένη ημέρα, την 15η, μία νέα προεόρτιος περίοδος, που εισάγει την εορτή της τεσσαρακοστής από της γεννησεως ημέρας, την εορτή της Υπαπαντής της 2ας Φεβρουαρίου. Είναι η κατακλείς των εορτών των Χριστουγέννων, η απόδοσίς των κατά κάποιο τρόπο, το παράλληλο της εορτής της Αναλήψεως, της τεσσαρακοστής από του Πάσχα ημέρας. Ο Χριστός ως βρέφος τεσσαρακονθήμερο εισέρχεται στον ναό Του, στον επίγειο ουρανό. Εκεί θα Τον υποδεχθή και θα Τον αναγνωρίση η προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης και θα ζητήση την λήξι της και την απόλυσί της με το στόμα του δικαίου Συμεών και της προφήτιδος Άννης, γιατί ήλθε ο προφητευόμενος και αναμενόμενος, το «φως εις αποκάλυψιν εθνών» και η «δόξα του λαού» Του, του παλαιού και του νέου Ισραήλ.5


Αυτός στις γενικές του γραμμές είναι ο μεθέορτος κύκλος της εορτής των Χριστουγέννων. Μαζί με τον προεόρτιο κύκλο, που είδαμε στην προηγουμένη εκπομπή, καταλαμβάνει σχεδόν το έν πέμπτον του εκκλησιαστικού έτους. Αν εκτός από αυτά λάβωμε κατά νούν, ότι από την εορτή των Χριστουγέννων εξαρτάται και η σειρά των ακινήτων εορτών που αναφέραμε, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της συλλήψεως και της γεννήσεως του Προδρόμου, βλέπομε πόσον ακριβής είναι ο χαρακτηρισμός της, ως πόλου των ακινήτων εορτών του εκκλησιαστικού έτους. Η εορτή της Γεννησεως του Κυρίου βρήκε μέσα στην λειτουργική πράξι της Εκκλησίας την δικαία και αρμόζουσα θέσι της. Έγινε το δεύτερο Πάσχα, η πρώτη μετά την βασιλίδα και κυρία των εορτών εορτή, που βαθμιαία έτεινε να εξομοιωθή και να μιμηθή εκείνη, χωρίς όμως τελικά να φθάση και στα μέτρα εκείνης.


Επανερχόμεθα στο θέμα της «Κυριακής μετά την Χριστού Γέννησιν». Στα τρία πρόσωπα που εορτάζονται κατ’ αυτήν, συνάπτονται τα θέματα της προεορτίου και μεθεόρτου περιόδου των Χριστουγέννων. Ο Δαυίδ είναι ο αρχηγέτης της βασιλικής δυναστείας των Ιουδαίων, από την οποία το κατά σάρκα κατήγετο ο Χριστός. Εκείνος που εδέχθη την προφητική επαγγελία «εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί του θρόνου σου».6 Η «ρίζα του Ιεσσαί», από την οποία, ως από ξηρά ράβδο, την αειπάρθενο Μαρία, εβλάστησε το άνθος, ο Χριστός, ο βασιλεύς και ο «ηγούμενος»,7 η «προσδοκία» εθνών. 8 Ο μνήστωρ Ιωσήφ μακαρίζεται γιατί ηξιώθη να γίνη ο φρουρός και φύλαξ της Παρθένου Μαρίας και πιστώς να υπηρετήση την βουλή του Θεού, προσφέροντας στην Μαρία και στον νεογέννητον Ιησού την προστασία και την φροντίδα που είχαν ανάγκη. Είναι ο σύνδεσμος της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.


Με τα μάτια του είδε να εκπληρώνωνται οι προφητείες και τα αυτιά του άκουσαν τις αγγελικές φωνές που εβεβαίωναν την έλευσι του Μεσσίου. Ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος και πρώτος μετά ταύτα επίσκοπος Ιεροσολύμων, εγκωμιάζεται και αυτός ως μάρτυς της γεννήσεως του Χριστού και μέχρις αίματος κήρυξ της ενανθρωπήσεως. Έτσι ακριβώς τους υμνούν τα τροπάρια της Κυριακής, τα τρία στιχηρά του εσπερινού του α’ ήχου, προσόμοια του «Των ουρανίων ταγμάτων». Το πρώτο αναφέρεται στον Δαυίδ, το δεύτερο στον Ιωσήφ και το τρίτο στον Ιάκωβο. Ο Δαυίδ και ο Ιάκωβος συνάπτονται στο δοξαστικό του εσπερινού του πλ. β΄ ήχου. Και οι τρείς είναι οι διδάσκαλοι και οι μάρτυρες της γεννήσεως.


«Τον θεοπάτορα πάντες ανευφημήσωμεν Δαυίδ τον βασιλέα' εκ γάρ τούτου προήλθε ράβδος η Παρθένος και εξ αυτής ανατέταλκεν άνθος Χριστός και τον Αδάμ συν τη Εύα εκ της φθοράς ανεπλάσατο ως εύσπλαγχνος». «Των προφητών τας προρρήσεις είδεν εν γήρα σαφώς ο Ιωσήφ ο μνήστωρ εμφανώς πληρουμένας, μνηστείας λαχών ξένης, χρηματισμούς των αγγέλων δεξάμενος˙ Δόξα Θεώ, εκβοώντων, ότι εν γη την ειρήνην εδωρήσατο». «Τον αδελφόθεον πάντες ανευφημήσωμεν, ως ιεράρχην όντα, μαρτυρίω δε πάλιν εμπρέψαντα γενναίως, ού ταις ευχαίς Ιησού ο Θεός ημών, ο εν σπηλαίω και φάτνη σπαργανωθείς, σώσον πάντας τους υμνούντάς σε». «Μνήμην επιτελούμεν Δαυίδ και Ιακώβου, ευσεβούς βασιλέως προφήτου και αποστόλου πρώτου επισκόπου˙ αυτών γαρ τοις διδάγμασι πλάνης απαλλαγέντες, Χριστόν δοξολογούμεν τον εκ παρθένου ανατείλαντα, τον και σαρκωθέντα σώσαι τας ψυχάς ημών».


Την κοινή πάλι ανύμνησί των ως υπηρετών του μυστηρίου της γεννήσεως του Χριστού επαναλαμβάνει και ο ποιητής του ωραίου εξαποστειλαρίου, προσομοίου του «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν»: «Σύν Ιακώβω μέλψωμεν τω κλεινώ θεαδέλφω, Δαυίδ τον θεοπάτορα, Ιωσήφ τε τον θείον, της Θεοτόκου μνήστορα' του Χριστού γάρ τη θεία γεννήσει καθυπούργησαν Βηθλεέμ εν τη πόλει θεοπρεπώς, μετ’ αγγέλων, μάγων τε και ποιμένων, αυτώ τον ύμνον άδοντες, ως Θεώ και δεσπότη».


Η εορτή των Χριστουγέννων είναι η κατ’ εξοχήν εορτή της προφητείας της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτή αποτελεί το μεταίχμιο μεταξύ των δύο Διαθηκών. Η Παλαιά προλέγει και προπαρασκευάζει την έλευσι του Χριστού και λήγει με την γέννησί Του. Η Καινή αρχίζει με την ημέρα της σαρκώσεως. Είναι η «ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και επιφανής», που προλέγει ο προφήτης Ιωήλ. 9 Ο Θεός έδωσε στην γη και στον ουρανό τα υπεσχημένα Του υπερφυσικά τέρατα: το αίμα, το πύρ και την ατμίδα καπνού.10 Αυτών των τεράτων θεαταί και μάρτυρες οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης, με έξαρχο το Δαυίδ και οι ιεροί άνδρες της Καινής, με πρωτοστάτας τα δύο μέλη της αγίας «οικογενείας», τον Ιωσήφ τον μνήστορα και τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο, έρχονται να συνεορτάσουν με τον λαό του Θεού την πλήρωσι των προφητειών, το μέγα μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Την λύσι και φανέρωσι του προφητικού αινίγματος. Αίμα την σάρκωσιν του Λόγου, πυρ την Θεότητα, ατμίδα καπνού το Πνεύμα το άγιον. Αυτό ακριβώς θα ακούσωμε να θεολογή ο ποιητής Ανατόλιος στο δοξαστικό των αίνων του πλ. δ’ ήχου:


«Αίμα και πύρ και ατμίδα καπνού, τέρατα γης, ά προείδεν Ιωήλ˙ αίμα την σάρκωσιν˙ πύρ την Θεότητα˙ ατμίδα δε καπνού το Πνεύμα το άγιον, το επελθόν τη Παρθένω και κόσμον ευωδιάσαν. Μέγα το μυστήριον της σης ενανθρωπήσεως, Κύριε δόξα σοι». (26 Δεκεμβρίου 1970)




ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


1. Εβρ. 13, 8.
2. Ψαλμ. 144, 13.
3. Κανών α΄, ωδή δ΄, τροπάριον β΄.
4. Κανών α΄. ωδή α΄, τροπάριον α΄.
5. Λουκ. 2, 32.
6. Ψαλμ. 131, 11.
7. Γενεσ. 49, 10.
8. Ησ. 11, 1.
9. Κεφ. 3, 4.
10. Ιωήλ. 3, 3.



*Από το βιβλίο του αειμνήστου καθηγητού της θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ. Ιωάννου Φουντούλη: Λογική Λατρεία, εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1984.

*Εκ του ιστολογίου «Ορθόδοξη Πορεία» της 30.12.2012. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF