ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΩΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ




Απόσπασμα Μεταπτυχιακής Εργασίας


Βασική πηγή πληροφοριών για τη δράση, το έργο, την απολογία και το μαρτυρικό θάνατο του Στεφάνου είναι το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Ήδη η αρχαία εκκλησιαστική παράδοση θεωρεί ως συγγραφέα των «Πράξεων» τον ευαγγελιστή Λουκά. Ο Κανόνας Muratori, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Ιερώνυμος και Ευσέβιος αναφέρουν με σαφήνεια στα κείμενά τους ως συγγραφέα των Πράξεων το Λουκά.


Ο τίτλος του βιβλίου αποκαλύπτει και το περιεχόμενό του. Είναι δηλαδή ένα απάνθισμα των πράξεων ορισμένων Αποστόλων, κυρίως του Πέτρου και του Παύλου, και η συμβολή τους στην ίδρυση και επέκταση της Εκκλησίας. Ο τρόπος έκθεσης αυτών των πράξεων αναδεικνύει το Λουκά όχι απλώς ως ιστορικό συγγραφέα που αφηγείται τη ζωή και τη δραστηριότητα της πρώτης Εκκλησίας, αλλά κυρίως ως θεολόγο που βλέπει αυτή τη ζωή και δραστηριότητα να καθοδηγούνται από το Άγιο Πνεύμα. Αναφορά στο Στέφανο γίνεται στα κεφάλαια 6, 7 και 8. Συγκεκριμένα: στην εκλογή των επτά Διακόνων (Πραξ 6, 1-7), στη σύλληψη (Πραξ 6, 8-15), στην απολογία (Πραξ 7, 1-53), στο λιθοβολισμό (Πραξ 7, 54-60) και στην ταφή του Στεφάνου (Πραξ 8, 1-3).


Δράση, κατηγορίες και σύλληψη του Στεφάνου. Σύμφωνα με τις Πράξεις ο Στέφανος, γεμάτος πίστη και δύναμη, έκανε μεγάλα και καταπληκτικά θαύματα ανάμεσα στο λαό. Τότε μερικοί από τις συναγωγές των Λιβερτίνων, Κυρηναίοι, Αλεξανδρινοί αλλά και άλλοι από την Κιλικία και την επαρχία της Ασίας, άρχισαν να λογομαχούν μαζί του. Δεν μπορούσαν όμως ν’ αντιμετωπίσουν τη σοφία και το Άγιο Πνεύμα που τον φώτιζε, όταν αυτός μιλούσε.


Ο ρόλος του Στεφάνου φαίνεται τελικά να μην είναι μόνο αυτός του διακόνου των φτωχών και του υπεύθυνου των δείπνων, αλλά αυτός του κήρυκα και προφήτη που θαυματουργεί και ομιλεί με σοφία διακατεχόμενος από το Πνεύμα του Θεού. Τότε έβαλαν ανθρώπους να πουν ότι τον άκουσαν να λέει λόγια βλάσφημα για το Μωυσή και για το Θεό. Έτσι ξεσήκωσαν το λαό, τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς. Πήγαν, λοιπόν, και τον συνέλαβαν και τον έσυραν στο Συνέδριο. Εκεί παρουσίασαν ψευδομάρτυρες που έλεγαν: «Ο άνθρωπος αυτός συνεχώς λέει βλάσφημα λόγια εναντίον του Αγίου Ναού και εναντίον του Νόμου. Τον έχουμε ακούσει να λέει ότι αυτός ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα γκρεμίσει το Ναό και θ’ αλλάξει τους θεσμούς που μας παρέδωσε ο Μωυσής».


Όλα τα μέλη του Συνεδρίου κοίταξαν το Στέφανο και είδαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε σα να ήταν πρόσωπο αγγέλου. Τότε ρώτησε ο αρχιερέας το Στέφανο: «Έτσι έχουν τα πράγματα;». Ο Στέφανος αποκρίθηκε: «Αδερφοί και πατέρες, ακούστε:…». Η απολογία του Στεφάνου. Ο Στέφανος στην απολογία του έκανε μια εκτενή αναδρομή στην ιστορική πορεία του εβραϊκού λαού και τόνισε τις ευεργεσίες του Θεού προς το λαό, αλλά και την αχαριστία, που έδειξε ο λαός απέναντί Του. Στη συνέχεια εξήγησε ότι ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς και ολοκλήρωσε την απολογία του με οξύτατη κριτική στους θρησκευτικούς ηγέτες των Ιουδαίων, χαρακτηρίζοντάς τους σκληροτράχηλους με πωρωμένη καρδιά που αντιστέκονται στο Άγιο Πνεύμα, διώκτες των προφητών, προδότες και φονιάδες του ίδιου του Μεσσία.


Ο λόγος του Στεφάνου μπορεί συγκεκριμένα να χωριστεί σε τέσσερα μέρη: 1) Η εποχή των πατριαρχών (Πραξ 7, 2-16). Ο Στέφανος για να αποδείξει ότι οι Ισραηλίτες δεν είχαν πάντοτε Ναό, αναφέρει την ιστορία του Ιωσήφ, όπου φαίνεται ότι ο Θεός ήταν κοντά του στην Αίγυπτο χωρίς την ύπαρξη Ναού100. Το ίδιο συνέβη με τους υπόλοιπους πατριάρχες και έπειτα με τον ιουδαϊκό λαό που ζούσε χωρίς Ναό στην Αίγυπτο καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει». Πραξ 6, 11-15: «τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι Ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν· συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον, ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας·


ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ῥήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ νόμου· ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς. καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου». 98 Πραξ 7, 1-2: «Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει; ὁ δὲ ἔφη· Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε». Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση λόγο στο βιβλίο των Πράξεων (7, 1-53). Jacob Jervell, Die Apostelgeschichte, σ. 248. 100 Πραξ 7, 9-10: «Καὶ οἱ πατριάρχαι ζηλώσαντες τὸν Ἰωσὴφ ἀπέδοντο εἰς Αἴγυπτον. καὶ ἦν ὁ Θεὸς μετ' αὐτοῦ, καὶ ἐξείλετο αὐτὸν ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτοῦ, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ χάριν καὶ σοφίαν ἐναντίον Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου, καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἡγούμενον ἐπ' Αἴγυπτον καὶ ὅλον τὸν οἶκον αὐτοῦ».


Ο Στέφανος συνεχίζει το λόγο του περιγράφοντας την ιστορία του Μωυσή μέχρι την εποχή του Δαβίδ. Η ιστορία του Μωυσή διαιρείται σε τρία μέρη: α) στη βασιλική ανατροφή του Μωυσή (Πραξ 7, 17-22)102, β) στην εξορία του στη Μαδιάμ (Πραξ 7, 23-34)103 και γ) στην αχαριστία των Ιουδαίων κατά του Μωυσή (Πραξ 7, 35-43)104. Σκοπός του Στεφάνου ήταν να τονίσει: 1) ότι δεν αρνείται το Μωυσή, όπως τον κατηγόρησαν οι εχθροί του, 2) ότι οι θείες αποκαλύψεις δε συνδέονται απαραίτητα με το Μωυσή, ούτε με το Ναό, ούτε με την Παλαιστίνη, επομένως ο Ναός και η λατρεία σ’ αυτόν δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα και 3) την αχαριστία των προγόνων τους κατά του Μωυσή και του Θεού105. 3) Η εποχή του Δαβίδ και του Σολομώντα (Πραξ 7, 44-50).


Ο Στέφανος εκθέτει την ιστορία του Ισραήλ από το Μωυσή μέχρι το Σολομώντα και συγκεκριμένα ομιλεί περί της Σκηνής του Μαρτυρίου και περί 101 Πραξ 7, 11-16: «ἦλθε δὲ λιμὸς ἐφ' ὅλην τὴν γῆν Αἰγύπτου καὶ Χανάαν καὶ θλῖψις μεγάλη, καὶ οὐχ εὕρισκον χορτάσματα οἱ πατέρες ἡμῶν. ἀκούσας δὲ Ἰακὼβ ὄντα σῖτα ἐν Αἰγύπτῳ ἐξαπέστειλε τοὺς πατέρας ἡμῶν πρῶτον· καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ ἀνεγνωρίσθη Ἰωσὴφ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ καὶ φανερὸν ἐγένετο τῷ Φαραὼ τὸ γένος τοῦ Ἰωσήφ. ἀποστείλας δὲ Ἰωσὴφ μετεκαλέσατο τὸν πατέρα αὐτοῦ Ἰακὼβ καὶ πᾶσαν τὴν συγγένειαν αὐτοῦ ἐν ψυχαῖς ἑβδομήκοντα πέντε. κατέβη δὲ Ἰακὼβ εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐτελεύτησεν αὐτὸς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν, καὶ μετετέθησαν εἰς Συχὲμ καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ μνήματι ᾧ ὠνήσατο Ἀβραὰμ τιμῆς ἀργυρίου παρὰ τῶν υἱῶν Ἐμμὸρ τοῦ Συχέμ». 102 Πραξ 7, 17-22:


«Καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ χρόνος τῆς ἐπαγγελίας ἣν ὤμοσεν ὁ Θεὸς τῷ Ἀβραάμ, ηὔξησεν ὁ λαὸς καὶ ἐπληθύνθη ἐν Αἰγύπτῳ, ἄχρις οὗ ἀνέστη βασιλεὺς ἕτερος, ὃς οὐκ ᾔδει τὸν Ἰωσήφ. οὗτος κατασοφισάμενος τὸ γένος ἡμῶν ἐκάκωσε τοὺς πατέρας ἡμῶν τοῦ ποιεῖν ἔκθετα τὰ βρέφη αὐτῶν, εἰς τὸ μὴ ζῳογονεῖσθαι· ἐν ᾧ καιρῷ ἐγεννήθη Μωϋσῆς, καὶ ἦν ἀστεῖος τῷ Θεῷ· ὃς ἀνετράφη μῆνας τρεῖς ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. ἐκτεθέντα δὲ αὐτὸν ἀνείλετο αὐτὸν ἡ θυγάτηρ Φαραὼ καὶ ἀνεθρέψατο αὐτὸν ἑαυτῇ εἰς υἱόν. καὶ ἐπαιδεύθη Μωϋσῆς πάσῃ σοφίᾳ Αἰγυπτίων, ἦν δὲ δυνατὸς ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις». 103 Πραξ 7, 23-34: «Ὡς δὲ ἐπληροῦτο αὐτῷ τεσσαρακονταετὴς χρόνος, ἀνέβη εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ. καὶ ἰδών τινα ἀδικούμενον ἠμύνατο, καὶ ἐποιήσατο ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ πατάξας τὸν Αἰγύπτιον.


νόμιζε δὲ συνιέναι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ὅτι ὁ Θεὸς διὰ χειρὸς αὐτοῦ δίδωσιν αὐτοῖς σωτηρίαν· οἱ δὲ οὐ συνῆκαν. τῇ τε ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ ὤφθη αὐτοῖς μαχομένοις, καὶ συνήλασεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην εἰπών· ἄνδρες, ἀδελφοί ἐστε ὑμεῖς· ἵνα τί ἀδικεῖτε ἀλλήλους; ὁ δὲ ἀδικῶν τὸν πλησίον ἀπώσατο αὐτὸν εἰπών· τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστὴν ἐφ' ἡμῶν; μὴ ἀνελεῖν με σὺ θέλεις ὃν τρόπον ἀνεῖλες ἐχθὲς τὸν Αἰγύπτιον; ἔφυγε δὲ Μωϋσῆς ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ, καὶ ἐγένετο πάροικος ἐν γῇ Μαδιάμ, οὗ ἐγέννησεν υἱοὺς δύο. Καὶ πληρωθέντων ἐτῶν τεσσαράκοντα ὤφθη αὐτῷ ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ ὄρους Σινᾶ ἄγγελος Κυρίου ἐν φλογὶ πυρὸς βάτου. ὁ δὲ Μωϋσῆς ἰδὼν ἐθαύμαζε τὸ ὅραμα· προσερχομένου δὲ αὐτοῦ κατανοῆσαι ἐγένετο φωνὴ Κυρίου πρὸς αὐτόν· ἐγὼ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου, ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ. ἔντρομος δὲ γενόμενος Μωϋσῆς οὐκ ἐτόλμα κατανοῆσαι. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Κύριος· λῦσον τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος ἐν ᾧ ἕστηκας γῆ ἁγία ἐστίν. ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τοῦ στεναγμοῦ αὐτῶν ἤκουσα, καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτούς· καὶ νῦν δεῦρο ἀποστελῶ σε εἰς Αἴγυπτον.». 104 Πραξ 7, 35:


«Τοῦτον τὸν Μωϋσῆν ὃν ἠρνήσαντο εἰπόντες· τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστήν; τοῦτον ὁ Θεὸς ἄρχοντα καὶ λυτρωτὴν ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ ἀγγέλου τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ ἐν τῇ βάτῳ». Πραξ 7, 39-40: «ᾧ οὐκ ἠθέλησαν ὑπήκοοι γενέσθαι οἱ πατέρες ἡμῶν, ἀλλὰ ἀπώσαντο καὶ ἐστράφησαν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν εἰς Αἴγυπτον εἰπόντες τῷ Ἀαρών· ποίησον ἡμῖν θεοὺς οἳ προπορεύσονται ἡμῶν· ὁ γὰρ Μωϋσῆς οὗτος, ὃς ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, οὐκ οἴδαμεν τί γέγονεν αὐτῷ». 105 Ιωήλ Γιαννακόπουλος, Πράξεις Αποστόλων, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 120- 121. 


Παρόλ’ αυτά, τονίζει την υπεροχή της Σκηνής έναντι του Ναού, επειδή είναι προγενέστερη και κατασκευάστηκε όπως είχε διατάξει ο Θεός το Μωυσή στο όρος Σινά. Αντιθέτως, ο Ναός είναι μεταγενέστρερο αντίτυπο της Σκηνής και κατασκευάστηκε από το Σολομώντα χωρίς θεϊκή εντολή· «Ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἦν τοῖς πατράσιν ἡμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθὼς διετάξατο ὁ λαλῶν τῷ Μωϋσῇ ποιῆσαι αὐτὴν κατὰ τὸν τύπον ὃν ἑωράκει· ἣν καὶ εἰσήγαγον διαδεξάμενοι οἱ πατέρες ἡμῶν μετὰ Ἰησοῦ ἐν τῇ κατασχέσει τῶν ἐθνῶν ὧν ἔξωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν πατέρων ἡμῶν, ἕως τῶν ἡμερῶν Δαυῒδ· ὃς εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ. Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον».


Για να αποδείξει πως ο Ναός δεν είναι απαραίτητος, επικαλείται τον προφήτη Ησαΐα λέγοντας: «ἀλλ' οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει· ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα»; 4) Η ολοκλήρωση της απολογίας του Στεφάνου (Πραξ 7, 51-53). Ο Στέφανος βλέποντας ότι οι ακροατές του, παρόλη τη διαφωτιστική απολογία του, εξαγριώθηκαν περισσότερο, διακόπτει την ομιλία του και στρέφει τα βέλη του προς τους Ιουδαίους οι οποίοι ήταν ήδη αποφασισμένοι να τον θανατώσουν και λέει: «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς». Η περιτομή θεωρούνταν σημείο ηθικής καθαρότητας και καθιερώσεως στο Θεό. Οι ακροατές του Στεφάνου, αν και είχαν το σημείο αυτό, δεν είχαν όμως τις ιδιότητες, τις οποίες αυτό σήμαινε. Ήταν μεν Ιουδαίοι κατά τους θρησκευτικούς τίτλους αλλά μόνο εξωτερικά. Οι καρδιές τους διακατέχονταν από το έμμονο πνεύμα να αντιτίθενται στο θέλημα του Θεού.


Η ομιλία τελειώνει με την κατηγορία κατά των Ιουδαίων για παράβαση του Νόμου· «τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε». Η κατηγορία κατά του Στεφάνου ήταν πως μίλησε βλάσφημα κατά του Νόμου. Με τη σειρά του ο Στέφανος ανταποδίδει την κατηγορία αυτή στους Ιουδαίους λέγοντας πως αυτοί πρόδοσαν το Νόμο με τη συμπεριφορά τους. Εκείνοι απαρνήθηκαν το Μωυσή και περιπέσανε σε ειδωλολατρεία και φονεύσανε τους προφήτες και το Μεσσία. Όλα αυτά στοιχειοθετούν την παραβίαση του Νόμου. Η κατηγορία οξύνεται περισσότερο με τον τονισμό της θεϊκότητας του Νόμου: «οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων καὶ οὐκ ἐφυλάξατε». Ο νόμος δόθηκε από τους αγγέλους και όχι από τους ανθρώπους.


Έτσι φαίνεται ότι αυτοί που δεν τήρησαν το Νόμο είναι οι Ιουδαίοι και όχι ο Στέφανος ο οποίος σε αντίθεση μ’ αυτούς τον τηρεί. O λιθοβολισμός του Στέφανου (Πραξ 7, 54-60) Kαθώς, λοιπόν, τ’ άκουγαν αυτά, λύσσαζαν μέσα τους από το θυμό τους και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του. Aυτός όμως, γεμάτος από το Πνεύμα το Άγιο, ατενίζοντας στον ουρανό, είδε τη δόξα του Θεού και τον Iησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού, και είπε: «Nα! Tώρα βλέπω τους ουρανούς ανοιχτούς και το Υιό του Aνθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού»! Tότε εκείνοι, αφού κραύγασαν με δυνατή φωνή, έκλεισαν τ’ αφτιά τους και όρμησαν όλοι μαζί καταπάνω του. Τα μέλη του Συνεδρίου θεώρησαν τα λόγια του Στεφάνου βλάσφημα, επειδή θεοποιούσαν το Χριστό.


Γι’ αυτό, τον έβγαλαν έξω από την πόλη κι άρχισαν να τον λιθοβολούν. Σύμφωνα με το Νόμο η θεοποίηση κάθε ανθρώπου και η βλασφημία κατά του Θεού είχαν ως συνέπεια το λιθοβολισμό. Kαι οι μάρτυρες είχαν αποθέσει τα ρούχα τους μπροστά σ’ ένα νεαρό που ονομαζόταν Σαύλος, και λιθοβολούσαν το Στέφανο, ενώ εκείνος επικαλούνταν το Xριστό κι έλεγε: «Kύριε Iησού, δέξου το πνεύμα μου». Ύστερα, αφού έπεσε στα γόνατα, κραύγασε με δυνατή φωνή: «Kύριε, μη λάβεις υπόψη σου τη βαρύτητα της αμαρτίας τους αυτής»! Kι όταν το είπε αυτό, πέθανε. Στη θανάτωση του Στεφάνου συμφωνούσε και ο Σαύλος. Η πληροφορία πως ο Σαύλος ενέκρινε το λιθοβολισμό του Στεφάνου μαρτυρεί το υπόβαθρο της μεταστροφής του.


Ο ίδιος, ως Παύλος αργότερα, ομολογεί έμμεσα πως στην προσευχή του Στεφάνου οφείλει τη σωτηρία του. Η ταφή του Στεφάνου (Πραξ 8, 1-3) Tην ημέρα εκείνη, λοιπόν, έγινε διωγμός μεγάλος κατά της εκκλησίας των Iεροσολύμων κι έτσι όλοι διασκορπίστηκαν στα χωριά της Iουδαίας και της Σαμάρειας, εκτός από τους Αποστόλους. Kαι το Στέφανο τον πήραν και τον έθαψαν μερικοί ευλαβείς άντρες και θρήνησαν πάρα πολύ γι’ αυτόν. 



*Απόσπασμα μεταπτυχιακής εργασίας του Στέφανου Λιόλιου στο Ε.Κ.Π.Α. από την οποία έχουν αφαιρεθεί παραπομπές κατά το δυνατόν, προκειμένου το κείμενο να γίνει περισσότερο ευανάγνωστο στους αναγνώστες. Ολόκληρη η εργασία του συγγραφέα βρίσκεται εδώ. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF