ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ ΜΕΡΟΣ

 



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.


Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 223-229.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Τα μάτια του πήρανε μιαν έκφραση τρόμου. Του περάσαμε χεροπέδες και με κλοτσιές και κοντακιές τον φέραμε στο φυλάκιο. Τόνε δέσαμε και τον τυλίξαμε με σκοινί, πάνω σ' ένα στύλο, όπως φασκιώνουν τα μωρά. Ύστερα πήρε ο λοχίας το βούρδουλα κι άρχισε: -Μίλα, ρουφιάνε! -Μίλα, κερατά! -Μίλα, σκύλε! -Μίλα, αντίχριστε! Ο γαμπρός του Κιόρ Μεμέτ δεχόταν τις βουρδουλιές, ήρεμος, λες και δεν ήτανε δικό του το κορμί που βασανίζαμε. 


Τέντωναν οι φλέβες του λαιμού του σαν καραβόσκοινα, πλάταινε το στήθος του, κουμαντάριζε την ανάσα του να μη βγαίνει λαχανιστή και προδίνει τον πόνο του. Μ' έπιασε ξαφνικός φόβος. Τι 'ταν αυτή η δύναμη που γύριζε, θαρρείς, τη βουρδουλιά στο δικό μας κορμί κι άφηνε ανέγγιχτο το δικό του; Δεν είχα ποτέ μου χτυπήσει άνθρωπο. Όταν ήρθε η σειρά μου να τον παραλάβω, γιατί τους άλλους τους φωνάξανε σε υπηρεσία, ένιωσα μια δειλία και δεν ήξερα πως να τήνε πνίξω. Του μίλησα μαλακά και άναντρα δίχως να τον κοιτάζω. -Το βλέπεις πως είσαι χαμένος. Τι περιμένεις;


Αν θέλεις απόψε να γυρίσεις στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου, μίλησε. Μίλησε βρε! Μίλησε να πάρει ο διάολος! Μίλησε να τελειώνουμε! Με κοίταξε με μίσος και αηδία σα να με φτούσε. -Γκιούρηδες, καταραμένοι! Σήκωσα ένα ξύλο και σαν τρελός τον χτύπησα στο κεφάλι. Οι κόρες των ματιών του γυρίσανε κι αφήσανε θολό τ' ασπράδι. Το στητό μέτωπο έγειρε∙ έπεσε το κεφάλι στο στήθος με μια μοναδική κίνηση. Πέταξα το ξύλο, έφερα τις παλάμες στα μάτια κ' έσυρα κραυγή. -Τον σκότωσα! Άρχισα να τρέχω μπρος και να ξαναγυρίζω πίσω και να ξανατρέχω μπρος. Ύστερα περίμενα να 'ρθούνε να με συλλάβουνε. 


Ο λοχίας έφτασε πρώτος κ' έπιασε να με παρηγορεί. -Μετάλλιο πρέπει να πάρεις, έλεγε, όχι τιμωρία. Ήρθανε κ' οι αποδέλοιποι κι όλοι μαζί ψάχνανε πώς θα συντάξουνε την αναφορά για το φρούραρχο. «Ο γαμπρός του βδελυρού ληστοσυμμορίτου Κιόρ Μεμέτ, τον οποίον συνελάβαμεν με όντως υπεράνθρωπον προσπάθειαν, αποπειραθείς να δραπετεύσει ολίσθησε και ...». Όση ώρα ετοιμάζανε την αναφορά, εμένα το μάτι μου περιεργαζότανε το σκοτωμένο. Τον ζήλευα, μα το Χριστό! Έμοιαζε τόσο σίγουρος. Ο λοχαγός μας δεν πίστεψε λέξη από την αναφορά, όμως δεν έκανε και ανακρίσεις. Είπε στο λοχία: -Στο μέλλον να είστε προσεκτικότεροι... Ούτε γάτα ούτε ζημιά!


Στον πόλεμο δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις τη δολοφονία από την πατριωτική πράξη. Είχα πάρει μέρος σε μάχες, είχα σημαδέψει καλά τους εχθρούς της πατρίδας μου κ' ήμουνα περήφανος για τα κορμιά που έφαγα. Μα τούτη δω η πράξη μου ανεστάτωσε την καρδιά. Την άλλη μέρα αυγές μετακινηθήκαμε για το Τσιβρίλ. Μέσα στον τρόμο του πολέμου ξεθώριασε κι αυτή η ανάμνηση. Το μέτωπο στο Τσιβρίλ ήτανε ήσυχο. Είχαμε μόνο μικροαιφνιαδισμούς και μερικές αναγνωρίσεις. Μια μέρα φύλαγα σκοπός στο παρατηρητήριο. Να και φάνηκε ένας Τούρκος∙ στα χέρια κρατούσε ένα άσπρο πανί. Του φώναξα να πλησιάσει και τον ρώτησα τι θέλει.


-Έφυγα από τον Κεμάλ, είπε∙ βαρέθηκα πια να πολεμάω. Θέλω να γυρίσω στο χωριό μου, στη φαμελιά μου... Κ' έκλαιγε. Τον παράδωσα στον αξιωματικό της υπηρεσίας. Ο Γιακουμής απ' τη Νέα Έφεσο τον είδε και τόνε γνώρισε. Ήτανε πατριώτης του και το '14 είχε κάψει πολλούς χριστιανούς. -Πιστέψατε, μπρε κορόιδα, μας είπε, πως ο Τουρκαλάς κουράστηκε να πολεμάει και γυρίζει στο χωριό του, να φυτέψει πούλουδα; Αυτός, μάτια μου, έχει μεγάλη αποστολή, θα πάει στο Κουσάντασι, που ναι Ιταλοκρατούμενη ζώνη και θα οργανώσει ομάδες να ρημάξει τα χωριά μας.


Δυο φαντάροι που δεν ήταν απ' τα μέρη μας, του είπανε πως δε σκέφτεται σωστά. Γυρνάει τότες και με φωνή τρανταχτή, λέει: -Είμαι παθός εγώ! Στα 14 έχασα δυο αδέρφια στ' Αμελέ Ταμπούρια. Στα περσινά, στο Αϊντίνι έχασα τη μοναχαδερφή μου, πέντε μερώ νυφούλα! Δεν μπορεί, θα ήτανε κι αυτός μαζί με τους ζεϊμπέκους! Κεφαλή είχανε τον Γιουρούκ Αλή, το θερίο. Μπουκάρανε απ' την Ιταλοκρατούμενη ζώνη με τα ζεϊμπέκια και με τα ταγκαλάκια κι αρχίνησε η σφαγή. Μάζεψε ο μοβόρος τα ομορφότερα κορίτσια, τα βαλε στη σειρά, τα ξεγύμνωσε, τους χαϊδολόγησε τα στήθια κι απέ σέρνει μαχαίρι και χραπ χρουπ κόφτει τις ρόγες τους!


Γελούνε τα ζεϊμπέκια, γελάει κι ατός του, στρίβει περήφανα το μουστάκι: «θα φτιάσω κομπολόι από ρόγες! Εξόν από μένα κανείς στον κόσμο δε θα το 'χει!». Απ' το πάθος το άγριο ωνή του ο Γιακουμής, έκρινα το τέλος του Κελ Μεμέτ. Σε δυο μέρες καθώς γύριζα από ενέδρα, έμαθα πως ο Τούρκος αυτόμολος πήγε «ν' αποδράσει και εφονεύθη». Ο Γιακουμής ήρθε και μου τα ιστόρησε. Το πρόσωπό του ήτανε στεγνό όπως και τα λόγια του και δεν ξεδιάκρινα τι ένιωθε: Πήγα τη νύχτα στο γιατάκι του, η ώρα μία και σαράντα πέντε λεφτά. (Είχα φροντίσει να μπω θαλαμοφύλακας). Τόνε ξύπνησα.


Του είπα: «Κελ Μεμέτ, σήκω να μας βοηθήσεις να πιάσουμε ένα δαμάλι, που μας έφυγε και δεν μπορούνε να το πιάσουνε οι μαγέροι∙ πρέπει να το σφάξουμε για τ' αυριανό συσσίτιο. Βάλε τα τσαρούχια σου και πάμε!». Σηκώθηκε. Τα είχε λίγο χαμένα. Άμα βγήκαμε όξω από την αυλόπορτα, προσποιήθηκα πως πάω προς νερού μου και του είπα: «Προχώρα! Πίσω από κείνο το χτίριο είναι οι μαγέροι και μας περιμένουνε». Τον άφηκα και προχώρησε τριάντα μέτρα και ύστερα του την άναψα! Τόνε βρήκε η σφαίρα ντουμ ντουμ στο κούτελο. Άνοιξε το κρανίο του, έφυγε το καύκαλο απ' τα φρύδια κ' έπεσε σαν πιάτο γεμάτο μυαλά! Τότες έριξα δυο σφαίρες στον αγέρα και φώναξα: «Στα όπλα!».


Στον επιλοχία, που κατέβηκε πρώτος, είπα πως ο Κέλ Μεμέτ ζήτησε ν' αποδράσει. «Και ποιος μαλάκας ήτανε φρουρός;» ρώτησε και δίχως να ξετάξει τίποτ' άλλο έφυγε, για να πάει να συχάσει τους άντρες που είχανε αναστατωθεί. Ο διοικητής του λόχου πήρε την αναφορά. Τώρα δα, στην επιθεώρηση, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Κοίταξε, Σεφέρογλου, μην τα πληρώσεις κ' εσύ μαζεμένα!». Τίποτα πια δε μας ξάφνιαζε. Το κακό πλήθαινε όπως και οι νεκροί. Είχα βγάλει φήμη στο λόχο πως ήμουνα καλός σκοπευτής. Κάποτε σημάδεψα, από απόσταση πενήντα μέτρα, έξι κάλυκες και τους πέταξα και τους έξι δίχως ν' αστοχήσω. Έτσι βρήκα το μπελά μου απ' τους αξιωματικούς.


Όπου δύσκολη ανίχνευση, περιπολία, ενέδρα, «φωνάχτε τον Αξιώτη», λέγανε. Μια μέρα που βρισκόμαστε στις πηγές του Μαίαντρου, κοντά στο χωριό Ισικλάρ, με στείλανε με άλλους τέσσερες σ' ένα παρατηρητήριο. Μόλις φτάσαμε δεχτήκαμε βροχή τις σφαίρες. Πέσαμε πρηνηδόν. Οι μπουνταλάδες οι Τούρκοι -τους υπολογίσαμε ίσαμε είκοσι- θα μπορούσανε να μας φάνε όλους. Αυτοί όμως κοιτάξανε να κρυφτούνε μέσα σ' ένα παλιό ασβεστοκάμινο κ' έτσι τα πρώτα τους πυρά πήγανε στου Καραγκιόζη το γάμο. Ξεθαρρέψαμε κι αρχίσαμε να τους χτυπάμε κ' εμείς. Ένας συνάδερφος, ο Ξυδάκης, σηκώθηκε να σημαδέψει γονατιστός, έδωσε στόχο και δεν πρόλαβε ουδέ «αχ» να βγάλει. 


Ένας άλλος, που είχε μείνει πίσω, για σωματική του ανάγκη, μόλις άκουσε τις ομοβροντίες γύρισε στο λόχο. Έτσι είχαμε μείνει μόνο τρεις ν' αντιμετωπίσουμε είκοσι! Η θέση μας ήτανε απελπιστική. Οι Τούρκοι θα μπορούσανε να μας κυκλώσουνε. Δίπλα μου είχα έναν ψύχραιμο και γερό σκοπευτή, το Γιάννη Πατσή. -Γιάννη, του λέω, εσύ κι ο Λέανδρος προσέχτε τη δεξιά μπάντα∙ την αριστερή και το καμίνι αφήστε τα σε μένα. -Κανένας δε θα περάσει μακάρι να 'χει λαγού ποδάρια, μ' αποκρίθηκε. Κείνη τη στιγμή να ένας Τούρκος από δεξιά. Ο Γιάννης τον σημάδεψε στο κούτελο.


Πετάχτηκε κ' ένας αριστερά, την άρπαξε κατάστηθα και κυλίστηκε χάμω σαν αγρίμι. Έριχνα κάτι συστημένες στον τοίχο του καμινιού, που τους κόβανε κάθε διάθεση να σηκώσουνε κεφάλι. Ξαφνικά ακούστηκε μαζεμένο ντουφεκίδι∙ ύστερα έγινε ησυχία. Δεν καταλαβαίναμε τι τρέχει. -Γιάννη, είπα στο φίλο μου, βαράτε κ' οι δυο στους τοίχους του καμινιού. Θα κάνω άλμα να πετάξω χειροβομβίδα. Άκουσα τη χειροβομβίδα να σκάει, μα και πάλι απόκριση καμιά. Δεν μας έμενε πια αμφιβολία πως φύγανε.


Γιατί όμως; Τι τους ανάγκασε; Την απάντηση μας την έδωσε μια διμοιρία που ερχόντανε να μας ενισχύσει. Στήσανε οι δικοί μας το οπλοπολυβόλο, πήραμε κ' εμείς θέση και χτυπούσαμε τους Τούρκους από πίσω. Λίγοι καταφέρανε να περάσουνε ζωντανοί το ποτάμι. Θέλησα να ρίξω μια ματιά στο καμίνι, να δω πόσους έφαγε η χειροβομβίδα μου. Είδα τρία κουφάρια το ένα πάνω στ' άλλο. Κουρασμένος κάθισα στο άνοιγμα του καμινιού με τα πόδια κρεμασμένα.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 223-229.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF