ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

ΑΚΑΚΙΟΥ ΣΑΒΒΑΪΤΟΥ: Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ

 



«­πῆρ­χεν εἰς τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν κά­ποιο ἀν­δρῶ­ον μο­να­στή­ρι­ον λε­γό­με­νον τοῦ Ἀ­βάσ­σου(*). Ἡ ὀ­νο­μα­σία του αὐ­τὴ ἴ­σως νὰ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ κτί­το­ρος, ὅ­μως ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νον εἰς τὴν Ὑ­πε­ρέν­δο­ξον Δέ­σποι­ναν ἡ­μῶν, τὴν Θε­ο­τό­κον, ἡ ὁ­ποία ἐ­κεῖ ὀ­νο­μά­ζε­ται «Ἀ­βασ­σι­ώ­τισ­σα» καὶ ἐ­πι­τε­λεῖ πάμ­πολ­λα θαύ­μα­τα. Συ­νή­θι­ζαν λοι­πὸν ὅ­λοι οἱ καλ­λί­φω­νοι ψάλ­ται νὰ με­τα­βαί­νουν ἐ­κεῖ, διὰ τὴν ἀ­γρυ­πνί­αν τοῦ «Ἀ­κα­θί­στου», ὡς λέ­γε­ται. Προ­κα­λοῦ­σαν ὅ­μως θό­ρυ­βον καὶ με­γά­λην ἀ­να­τα­ρα­χὴν εἰς τὸ μο­να­στή­ρι­ον. Οἱ μο­να­χοὶ θέ­λον­τες, κα­τὰ τὴν τά­ξιν, νὰ δι­α­φυ­λά­ξουν τὴν κα­τά­νυ­ξιν τῆς ἁ­γί­ας Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ἀ­γα­να­κτοῦ­σαν. Τὸ ἔ­θος ὅ­μως ἦ­το πα­λαι­όν, καὶ οἱ μο­να­χοὶ δὲν εἶ­χαν τί νὰ κά­μουν.


Κά­πο­τε λοι­πὸν ἔ­γι­νε ἡ­γού­με­νος ἕ­νας πο­λὺ εὐ­λα­βὴς καὶ ἐ­νά­ρε­τος ἱ­ε­ρεύς, πλὴν ἄ­μου­σος. Αὐ­τὸς εἶ­πε πρὸς τοὺς μο­να­χοὺς τοῦ μο­να­στη­ρί­ου του: «Παι­διά μου, θέ­λω νὰ γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι δὲν θὰ ἐ­πι­τρέ­ψω τὴν κατ’ ἔ­θος προ­σέ­λευ­σιν ἐ­δῶ τῶν καλ­λι­φώ­νων». Τό­τε, οἱ μο­να­χοὶ θυ­μω­μέ­νοι τοῦ ἀ­πήν­τη­σαν: «Ἂν κά­μῃς ἔτ­σι, ποι­ός θὰ ψά­λῃ τοὺς οἴ­κους;» Καὶ ὑ­πο­κρι­νό­με­νοι τὰ ἄ­φω­να ὄν­τα, τοῦ εἶ­παν: «Ψά­λε τους ἐ­σύ!». Ὁ ἡ­γού­με­νος μὲ ἁ­πλό­τη­τα τοὺς εἶ­πεν: «Ἐ­γώ, τέ­κνα μου, σὺν Θεῷ! Ἐ­γὼ θὰ προ­σφέ­ρω εἰς τὸν Θε­ὸν ὁ­λό­κλη­ρον τὸ σέ­βας τῆς ἑ­ορ­τῆς». Ὅ­ταν λοι­πὸν ἔ­φθα­σεν ἡ ἡ­μέ­ρα, καὶ ἦλ­θεν ἡ νύ­κτα, εἶ­πεν ὁ ἡ­γού­με­νος πρὸς τὸν θυ­ρω­ρὸν τοῦ μο­να­στη­ρί­ου: «Κλεῖ­σον μὲ ἀ­σφά­λει­αν τὴν πύ­λην, καὶ οὐ­δε­νὸς νὰ ἐ­πι­τρέ­ψῃς τὴν εἴ­σο­δον, ἄλ­λως θὰ ἔ­χῃς ἐ­πι­τί­μι­ον».


θυ­ρω­ρὸς ἀ­μέ­σως ἐ­πῆ­γε καὶ ἀ­σφά­λι­σε τὴν πύ­λην, συμ­φώ­νως πρὸς τὴν ἐν­το­λήν. Ἦλ­θαν τό­τε οἱ καλ­λί­φω­νοι ἐμ­πρὸς εἰς τὸν πυ­λῶ­να καί, ἐ­πει­δὴ ηὗ­ραν τὴν εἴ­σο­δον κλει­στήν, σκαν­δα­λι­σθέν­τες ἔ­φυ­γαν, λέ­γον­τες πολ­λὲς ἀ­πει­λὲς κα­τὰ τῶν μο­να­χῶν. Ἀλ­λὰ καὶ κά­ποι­οι μο­να­χοί, ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ὁ­πού συ­να­νε­στρέ­φον­το μὲ τοὺς καλ­λι­φώ­νους, χά­ριν τῶν ὁ­ποί­ων, λύ­ον­τες τὸν κα­νό­να τῆς νη­στεί­ας, ἔ­πι­ναν καὶ ἔ­τρω­γαν μετ’ αὐ­τῶν, ἔ­λε­γαν κρυ­φί­ως με­τα­ξύ των, μὲ βα­ρεῖ­αν δι­ά­θε­σιν κα­τὰ τοῦ ἡ­γού­με­νου: «Νὰ ἰ­δοῦ­με, τί θὰ κά­μῃ αὐ­τὸς ὁ ἄ­φω­νος ἰ­χθύς!».


­ταν, τέ­λος πάν­των, ἔ­φθα­σεν ἡ ὥ­ρα, κτυ­πή­σαν­τες τὸ σή­μαν­τρον συ­νή­χθη­σαν ὅ­λοι οἱ μο­να­χοί, πε­ρὶ τοὺς ἑ­βδο­μή­κον­τα, εἰς τὴν ἐκ­κλη­σί­αν. Καὶ ὅ­λοι πα­ρα­τη­ροῦ­σαν διὰ νὰ ἰ­δοῦν, τί θὰ κά­μῃ ὁ ἡ­γού­με­νος, ἐ­νῷ ὅ­σοι ἤ­ξευ­ραν νὰ ψά­λουν, πα­ρή­κου­σαν τὴν ἐν­το­λήν του γι­νό­με­νοι ἀ­φω­νό­τε­ροι τῶν ἰ­χθύ­ων. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἦλ­θεν ἡ στι­γμὴ ὁ­πού, κα­τὰ τὴν τά­ξιν, ἔ­πρε­πε νὰ ἀρ­χί­σουν οἱ οἶ­κοι τῶν «Χαι­ρε­τι­σμῶν», ὁ ἡ­γού­με­νος ἐ­φώ­να­ξε τὸν ἐκ­κλη­σι­άρ­χην καὶ τοῦ εἶ­πεν: «Νὰ μοῦ φέ­ρῃς ἐ­δῶ τὸ ἐ­πι­τρα­χή­λι­ον καὶ τὸν φε­λώ­νην». Ἐ­κεῖ­νος τοῦ τὰ ἔ­φε­ρε, καὶ τό­τε αὐ­τός, πλη­σι­ά­σας εἰς τὴν εἰ­κό­να τῆς Θε­ο­μή­το­ρος, ἔ­κα­με τρεῖς με­τα­νοί­ας, ὡς εἴ­θι­σται εἰς τοὺς μο­να­χούς, ἀ­πε­κά­λυ­ψε τὴν κε­φα­λήν του, ἐ­νε­δύ­θη τὰ ἱ­ε­ρα­τι­κὰ ἄμ­φια, καὶ ἐ­στά­θη ἔμ­προ­σθεν τῆς εἰ­κό­νος τῆς Θε­ο­τό­κου. Δὲν ἐ­ζή­τη­σεν ἀ­πὸ τὴν Μη­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου νὰ τοῦ δώ­σῃ καλ­λι­φω­νί­αν, ἂν καὶ αὐ­τὴ τοῦ ἔ­δω­σεν. Ἐ­γνώ­ρι­ζεν ὁ γέ­ρων ὅ­τι εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νον εἰς τοὺς μο­να­χοὺς νὰ ἐ­πι­δί­δων­ται εἰς αὐ­τά.


­σφα­λῶς, καὶ ὁ μα­κά­ρι­ος Ρω­μα­νὸς ἀ­πὸ τὴν Πα­να­γί­αν ἔ­λα­βε τὸ χά­ρι­σμα καὶ ὠ­νο­μά­σθη Με­λῳ­δός, αὐ­τὸς ὁ­ποὺ προ­η­γου­μέ­νως ἦ­το τε­λεί­ως ἄ­φω­νος, παρ’ ὅ­τι ἦ­το κλη­ρι­κὸς τῆς Με­γά­λης Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­τα­γό­με­νος ἀ­πὸ εὐ­γε­νεῖς γο­νεῖς καὶ κο­σμη­μέ­νος μὲ ὅ­λες τὶς ἀ­ρε­τές, ὅ­πως τὴν παρ­θε­νί­αν, τὴν σω­φρο­σύ­νην τῶν αἰ­σθή­σε­ων, τὴν πρα­ό­τη­τα καὶ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νην. Τὸ μο­να­δι­κόν του μει­ο­νέ­κτη­μα ἦ­το ἡ πα­ρα­φω­νία, διὰ τὴν ὁ­ποί­αν καὶ τὸν πε­ρι­γε­λοῦ­σαν οἱ συ­νά­δελ­φοί του κλη­ρι­κοί. Τί ἆ­ρα­γε θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε νὰ κά­μῃ αὐ­τὸς διὰ τοῦ­το τὸ μει­ο­νέ­κτη­μά του; Κα­τα­φεύ­γει λοι­πὸν εἰς τὴν σκέ­πην καὶ τὴν βο­ή­θει­αν τῆς Γορ­γο­ε­πη­κό­ου Πα­νά­γνου Μη­τρὸς τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ, εἰς αὐ­τὴν ὁ­ποὺ ἔ­χει ὅ­λους τοὺς θη­σαυ­ροὺς τῶν χα­ρι­σμά­των. Νη­στεύ­ει καὶ τὴν πα­ρα­κα­λεῖ νὰ λυ­θῇ τὸ δι­ά­φρα­γμα τῆς κα­κο­φω­νί­ας του.


τ­σι ἔ­κα­με. Καὶ κά­ποια νύ­κτα, ἐ­νῶ ἀ­γρυ­πνοῦ­σε καὶ ἔ­ψαλ­λε δε­ό­με­νος, ἐ­γο­νά­τι­σεν ὀ­λί­γον ἀ­πὸ τὴν κού­ρα­σιν, καὶ ἔτ­σι τὸν ἐ­πῆ­ρεν ἕ­νας ὕ­πνος γλυ­κύς. Ἀ­νε­κά­θι­σεν ὅ­μως μετ’ ὀ­λί­γον καὶ βλέ­πει, ἔ­ξυ­πνος, ὄ­χι εἰς τὸν ὕ­πνον, παρ’ ὅ­τι καὶ εἰς τὸν ὕ­πνον ἡ πο­λυ­μέ­ρι­μνος ψυ­χὴ δὲν ἀ­πο­κοι­μᾶ­ται εὐ­κό­λως, βλέ­πει νὰ ἔρ­χε­ται ἡ Πα­νά­μω­μος Μη­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ νὰ τοῦ λέ­γῃ: «Τί σοῦ συμ­βαί­νει καὶ θλί­βε­σαι, εὐ­λο­γη­μέ­νον τέ­κνον, Ρω­μα­νέ;». Καὶ ἐ­κεῖ­νος ἀ­παν­τᾷ: «Διὰ τὴν κα­κο­φω­νί­αν μου αὐ­τὴν, Δέ­σποι­να Κυ­ρία, δι­ό­τι ὅ­λοι μὲ πε­ρι­γε­λοῦν». «Καὶ ἂν σοῦ χα­ρί­σω φω­νὴν με­λω­δι­κήν, τί μοῦ ὐ­πό­σχε­σαι; Θὰ γί­νῃς μο­να­χός;» «Ναί, Κυ­ρία μου», ἀ­παν­τᾷ ἐ­κεῖ­νος, «ἐφ’ ὅ­σον αὐ­τή, ἐξ ἄλ­λου, εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­θυ­μία μου».


Καὶ ἡ Δέ­σποι­να τοῦ ἀ­πο­κρί­νε­ται: «Καὶ ἐ­γὼ γνω­ρί­ζω ὅ­τι εἶ­σαι ἐ­λεύ­θε­ρος ἀ­πὸ τὰ κο­σμι­κά, ὅ­μως τὸ χά­ρι­σμα ἠμ­πο­ρεῖ νὰ βλά­ψῃ ὅ­σους δὲν προ­σέ­χουν. Ἂν θέ­λῃς νὰ σοῦ δο­θῇ τὸ χά­ρι­σμα, πρό­σε­ξε νὰ μὴ γί­νῃ γνω­στὸν τὸ μυ­στή­ρι­ον. Δι­α­μοί­ρα­σον ὅ,τι ἔ­χεις εἰς τοὺς πτω­χούς, καὶ πή­γαι­νε εἰς τὸ ἀ­γα­πη­τόν μου ἀ­νά­κτο­ρον, τὴν Μο­νὴν τοῦ Ἀ­βάσ­σου, καὶ νὰ γί­νῃς ἐ­κεῖ μο­να­χός. Τό­τε θὰ ἔλ­θω ἐ­κεῖ, καὶ θὰ σὲ ἐ­πι­σκε­φθῶ». Λοι­πόν, εὐ­θὺς ὁ­ποὺ ἐ­ξύ­πνη­σεν, ἠ­σθάν­θη τὴν καρ­δί­αν του πλή­ρη συ­νέ­σε­ως καὶ γλυ­κύ­τη­τος, καὶ ἔ­σπευ­σε νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σῃ ὅ,τι τοῦ εἶ­χε ζη­τη­θῆ. Ὅ­ταν ὡ­λο­κλή­ρω­σε τὴν δι­α­νο­μὴν τῶν ὑ­παρ­χόν­των του, ἀ­νε­χώ­ρη­σε διὰ τὸ μο­να­στή­ρι­ον, φυ­λάτ­των πάν­το­τε κα­λῶς ὡς μυ­στι­κὸν ἀ­δη­μο­σί­ευ­τον τὸ μυ­στή­ρι­ον.


­κά­ρη μο­να­χός, καὶ ἀ­πέ­βα­λε με­τὰ τῶν τρι­χῶν τῆς κε­φα­λῆς του καὶ ὅ­λες τὶς κο­σμι­κὲς ἐ­πι­θυ­μί­ες, γε­νό­με­νος ἔτ­σι κα­θα­ρὸν σκεῦ­ος τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἀ­νέ­με­νεν, ὅ­μως, ἐν σι­ω­πῇ τὴν ἐκ­δή­λω­σιν τῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως τῆς Πα­να­γί­ας. Κά­ποι­αν νύ­κτα, λοι­πόν, ἐμ­φα­νί­ζε­ται πά­λιν ἡ Πα­νά­μω­μος Παρ­θέ­νος καὶ τοῦ λέ­γει: «Χαί­ροις, τέ­κνον εὐ­λο­γη­μέ­νον, Ρω­μα­νέ! Ἐφ’ ὅ­σον με­τὰ πά­σης προ­θυ­μί­ας ἐ­ξε­πλή­ρω­σες ὅ­λα, ὅ­σα σοῦ ὑ­πέ­δει­ξα, λά­βε τώ­ρα τὸν καρ­πὸν τῆς ὑ­πα­κο­ῆς σου. Ἄ­νοι­ξον τὸ στό­μα σου». Καὶ τοῦ ἔ­δω­σε τό­τε νὰ φά­γῃ τὴν σε­λί­δα ἑ­νὸς βι­βλί­ου, ὄ­χι ὁ­λό­κλη­ρον κε­φά­λαι­ον ὅ­πως εἰς τὸν Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ, οὔ­τε ὅ­πως εἰς τὸν Ἐ­φραὶμ τὸν Σύ­ρον, ἀλ­λὰ σε­λί­δα κα­τά­γρα­φον «ἔ­σω­θεν καὶ ἔ­ξω­θεν». Τὸ ση­μεῖ­ον τοῦ­το ἐ­δή­λω­νε διὰ τοῦ ἔ­σω­θεν μὲν τὸν φω­τι­σμὸν τῆς ψυ­χῆς καὶ τῆς καρ­δί­ας, διὰ δὲ τοῦ ἔ­ξω­θεν τὴν καλ­λι­φω­νί­αν πρὸς δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ, διὰ τῶν γνω­στῶν εἰς ὅ­λους κον­τα­κί­ων τοῦ ἀν­δρός.


­λα αὐ­τά, τὰ εἴ­πο­μεν, διὰ νὰ δεί­ξω­μεν πὼς οὔ­τε ἡ Μή­τηρ τοῦ Κυ­ρί­ου, οὔ­τε ὁ Υἰ­ὸς αὐ­τῆς συ­νερ­γά­ζον­ται με­τὰ τῶν ὑ­πε­ρη­φά­νων, ἀλ­λὰ δί­δουν τὴν χά­ριν εἰς τοὺς τα­πει­νούς. Δὲν κα­τη­γο­ρῶ, βε­βαί­ως, τὴν τέ­χνην τῆς μα­θή­σε­ως, ὄ­χι· ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ ἐμ­πι­στευ­ώ­με­θα εἰς τὸν Θε­όν, ὁ­ποὺ εἶ­πεν: «Χω­ρὶς ἐ­μοῦ οὐ δύ­να­σθε ποι­εῖν οὐ­δέν». Ἂς ἐ­πι­στρέ­ψω­μεν ὅ­μως εἰς τὴν συ­νέ­χει­αν τῆς δι­η­γή­σε­ως, ἐκ τῆς ὁ­ποί­ας μᾶς ἀ­πε­μά­κρυ­νεν ἡ ἀ­γά­πη μας πρὸς τὸν ἅ­γι­ον Ρω­μα­νὸν καὶ τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ τοῦ βί­ου του.


­λέ­γα­με λοι­πὸν πε­ρὶ τοῦ ἡ­γου­μέ­νου τῆς Μο­νῆς Ἀ­βάσ­σου, καὶ πῶς ἐμ­πό­δι­σε τὴν εἴ­σο­δον τῶν κα­λι­φώ­νων εἰς αυ­τήν, καὶ πῶς ἀν­τέ­δρα­σαν οἱ μο­να­χοί. Ἔτ­σι, ἐ­φθά­σα­μεν εἰς τὸ ση­μεῖ­ον ὁ­ποὺ ἐ­φό­ρε­σε τὸν φε­λώ­νην, καὶ ὡς κα­κό­φω­νος ὁ­ποὺ ἦ­το ἐ­στά­θη ἐ­νώ­πι­ον τῆς εἰ­κό­νος τῆς ἀ­χράν­του Ἀ­ει­παρ­θέ­νου. Τό­τε, λοι­πόν, ὁ κα­νο­νάρ­χης ἐ­ξε­φώ­νη­σεν: «Ἄγ­γε­λος πρω­το­στά­της!». Καὶ ὁ ἡ­γού­με­νος, ὡς ἄ­νοι­ξε τὸ στό­μα του, δί­χως κἂν νὰ ἀ­κου­σθῇ φω­νή –ἴ­σως τὸ ἄ­νοι­ξε κα­τὰ τὸ ψαλ­μι­κὸν λό­γι­ον: «Ἄ­νοι­ξον τὸ στό­μα σου, καὶ πλη­ρώ­σω αὐ­τό»– εὐ­θὺς κρου­νοὶ δα­κρύ­ων ἀ­πὸ τοὺς ὀ­φθαλ­μούς του, ὡς στα­λα­γμα­τι­ὲς βρο­χῆς ἢ μᾶλ­λον ὡς ρυ­ά­κια, ἔ­τρε­ξαν ἐ­πὶ τῆς ἀ­α­ρω­νί­τι­δος ἐ­κεί­νης γε­νει­ά­δος, ὁ­ποὺ ἔ­φθα­σαν ἕ­ως τῶν ἐν­δυ­μά­των του καὶ αὐ­τοῦ ἀ­κό­μη τοῦ ἐ­δά­φους.


λ­λὰ τὴν ἴ­δι­αν στι­γμὴν ἀ­κού­σθη­σαν καὶ τό­σοι καρ­δι­α­κοὶ ἀ­να­στε­να­γμοὶ καὶ κτύ­ποι τοῦ στή­θους βα­θυ­τά­της συν­τρι­βῆς, ὁ­ποὺ τίς ἠμ­πο­ρεῖ νὰ κα­τα­γρά­ψῃ; Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ να­ὸς ἀν­τη­χοῦ­σεν ἀ­πὸ τοὺς θρή­νους. Ὁ ἡ­γού­με­νος ὅ­μως οὐ­δό­λως ἐ­σα­λεύ­θη, ἀλλ’ ἐ­στή­λω­σε τὸ σῶ­μά του ὡς ἄλ­λος Σα­μου­ήλ, καὶ κα­τώρ­θω­σε νὰ εἰ­πῇ τοὺς οἴ­κους ὅ­λους. Οἱ μο­να­χοὶ ἐ­κεῖ­νοι, ὁ­ποὺ προ­η­γου­μέ­νως κυ­ρι­ευ­μέ­νοι ἐκ τοῦ φθό­νου εἶ­χαν ἐ­ναν­τι­ω­θῆ πρὸς τὸν πα­τέ­ρα τους, βλέ­πον­τες τώ­ρα τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ νὰ σκε­πά­ζῃ τὸν ἡ­γού­με­νόν τους, κα­τε­νύ­γη­σαν τό­σον, ὥ­στε, θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ εἰ­πῇ ὅ­τι, ἐ­βλε­πεν ἕ­να πλῆ­θος μο­να­χῶν βυ­θι­σμέ­νων εἰς τὴν χαρ­μο­λύ­πην. Ἔ­ψα­λαν λοι­πὸν ὅ­λοι εἰς τοὺς χο­ροὺς καὶ ἐ­με­γά­λυ­ναν τὴν Μη­τέ­ρα τοῦ Σω­τῆ­ρος, εὐ­χα­ρι­στοῦν­τες τὸν ἡ­γού­με­νον, ὁ­ποὺ ἐ­γι­νεν αἰ­τία νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν τό­σα ἀ­γα­θά.


Καὶ ἰ­δοὺ τὸ θαυ­μα­στὸν ἐ­πι­στέ­γα­σμα τῆς δι­η­γή­σε­ως. Ὅ­ταν ὁ ἡ­γού­με­νος ἔ­φθα­σεν εἰς τὸ τέ­λος τῶν οἴ­κων καὶ ἄρ­χι­σε νὰ ψά­λη τό: «Ὦ Πα­νύ­μνη­τε», ποῖ­ος νὰ πε­ρι­γρά­ψῃ τοὺς ἀ­να­στε­να­γμοὺς ἐ­κεί­νους καὶ τὰ κτυ­πή­μα­τα εἰς τὸ στῆ­θος! Ὅ­ταν μά­λι­στα ὡ­λο­κλή­ρω­σε τοὺς οἴ­κους, τὰ γό­να­τά του ἔ­πα­θαν ἀγ­κύ­λω­σιν καὶ δὲν ἐ­κάμ­πτον­το, ὡς καὶ αὐ­τὴ ἡ σπον­δυ­λι­κή του στή­λη –δι­ό­τι, ἐκ τῆς προ­σπα­θεί­ας τὰ νεῦ­ρα εἶ­χαν ἀ­πο­ναρ­κω­θῆ καὶ δὲν τὸν ἄ­φη­ναν νὰ σκύ­ψη, νὰ βά­λῃ ἐ­δα­φι­αί­αν με­τά­νοι­αν εἰς τὴν Θε­ο­τό­κον. Ἐ­στά­θη λοι­πὸν ὀρ­θός, ἀ­κί­νη­τος, καί –ὢ τῶν θαυ­μα­σί­ων σου, Δέ­σποι­να Θε­ο­το­κε, τίς δύ­να­ται νὰ ἐ­ρευ­νή­σῃ τὰ ἐ­λέη τῶν ἀ­πεί­ρων οἰ­κτιρ­μῶν σου, οἱ ὁ­ποῖ­οι κάμ­πτον­ται εἰς τοὺς τα­πει­νοὺς καὶ συν­τε­τριμ­μέ­νους τῇ καρ­δίᾳ– ἔτ­σι λοι­πὸν ὡς ἐ­στέ­κε­το, μία ἤ­ρε­μος φω­νή, ἐ­ξελ­θοῦ­σα ἀ­πὸ τῆς θε­ο­τυ­πώ­του εἰ­κό­νος τῆς Πα­να­χράν­του καὶ Θε­ο­μή­το­ρος, εἶ­πεν: «Εἰ­ρή­νη εἰς ἐ­σέ, τὸν ἱ­ε­ρέα μου! Εἰ­ρή­νη εἰς ἐ­σέ, καὶ εἰς τὴν ζω­ὴν αὐ­τὴν καὶ εἰς τὴν ἄλ­λην!».


Ἔ­κτο­τε, ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ἐ­κεῖ­νος πα­ρη­τή­θη τῆς ἡ­γου­με­νί­ας καὶ δὲν ἐ­ξῆλ­θε τοῦ μο­να­στη­ρί­ου ἐ­πὶ τρι­ά­κον­τα ἓξ ἔ­τη. Δί­χως νὰ ἀ­σθε­νή­ση, ἐ­κοι­μή­θη ἐν εἰ­ρή­νῃ καὶ ἀ­νε­παύ­θη κα­τὰ τὴν ὑ­πό­σχε­σιν τῆς Πα­νά­γνου Θε­ο­τό­κου».






Σχό­λια:


(*) Μο­νὴ Ἀ­βάσ­σσου: Πρό­κει­ται διὰ τὴν Μο­νὴν «τῶν Βάσ­σου», (ἐκ πα­ρα­φθο­ρᾶς εἰς «Ἀ­βάσ­σου»). Πε­ρὶ αὐ­τῆς ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ρ. Ζα­νὲν (Ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ γε­ω­γρα­φία τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, τ. Γ΄, σ. 61-62, ἐν Πα­ρι­σι­οις, 1969), τὰ ἑ­ξῆς:


«Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ τῶν Βάσ­σου, πα­τρι­κί­ου καὶ ἐ­πό­πτου τοῦ Πραι­τω­ρί­ου (δι­κα­στη­ρί­ου) ἐ­πὶ αὐ­το­κρά­το­ρος Ἰ­ου­στι­νι­α­νοῦ. Με­τέ­πει­τα, οἰ­κο­δο­μή­θη ἐ­κεῖ Μο­να­στή­ρι­ον, κα­τὰ τὸ α΄ τοὐ­λά­χι­στον ἥ­μι­συ τοῦ Θ΄ (9) αἰ­ῶ­νος, κα­θὼς ἤ­δη ὑ­φί­στα­το πρὸ τῆς γεν­νή­σε­ως τῆς αὐ­το­κρά­τει­ρας Θε­ο­φα­νοῦς, συ­ζύ­γου τοῦ Λέ­ον­τος Ϛ’ τοῦ Σο­φοῦ, συμ­φώ­νως πρὸς τὴν βι­ο­γρα­φί­αν τῆς πριγ­κι­πίσ­σης αὐ­τῆς ὑ­πὸ τοῦ Νι­κη­φό­ρου Γρη­γο­ρᾶ. Ἐν­τὸς τῆς ἐκ­κλη­σί­ας αὐ­τῆς, τῆς ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νης εἰς τὴν Θε­ο­τό­κον, οἱ γο­νεῖς τῆς Θε­ο­φα­νοῦς ἐ­προ­σευ­χή­θη­σαν διὰ νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σουν, καὶ τὴν ἀ­φι­έ­ρω­σαν ἐ­κεῖ. Εἰς τὸν Βί­ον της ἀ­να­φέ­ρε­ται, ἐ­πί­σης, ὅ­τι ὑ­πῆρ­χεν ἐ­κεῖ μία ἀν­δρῶα Μο­νή, καὶ ὅ­τι ἡ εἰ­κὼν τῆς Παρ­θέ­νου εὑ­ρί­σκε­το εἰς τὸ δε­ξι­ὸν κλῖ­τος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας.


Γνω­ρί­ζο­μεν ἐ­λά­χι­στα γε­γο­νό­τα σχε­τι­κῶς μὲ τὸ ἱ­ε­ρὸν τοῦ­το Φρον­τι­στή­ρι­ον, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἐν τού­τοις δι­ε­τη­ρή­θη μέ­χρι τῆς πτώ­σε­ως τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Τὴν 10ην Μα­ΐ­ου τοῦ 1363, ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος καὶ κα­θη­γού­με­νος (τῆς μο­νῆς) «τῶν Βάσ­σου», Ὑ­ά­κιν­θος, εἶ­ναι ἕ­νας ἐκ τῶν ἡ­γου­μέ­νων, ὁ­ποὺ πι­στο­ποι­οῦν τὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα κά­ποι­ων ἀ­γο­ρα­σθέν­των ἱ­ε­ρῶν Λει­ψά­νων εἰς τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν. Πα­ρόν­τες ἦ­σαν, ἐ­πί­σης, ὁ ἐκ­κλη­σι­άρ­χης Νεῖ­λος καὶ οἱ ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι Με­λέ­τι­ος καὶ Ἀν­τώ­νι­ος τοῦ ἰ­δί­ου μο­να­στη­ρί­ου.


Τὸν Μά­ϊ­ον τοῦ 1400, ὁ Πα­τρι­άρ­χης Ματ­θαῖ­ος Α΄ πα­ρε­χώ­ρη­σε τὸ μο­να­στή­ρι­ον αὐ­τὸ εἰς τὸν Ἰ­ω­άν­νην Καλ­λι­κρη­νί­την, ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χον εἰς τὴν ὑ­πη­ρε­σί­αν τῆς Βα­σι­λίσ­σης, μὲ τὴν συγ­κα­τά­θε­σιν αὐ­τῆς, ἡ ὁ­ποία ἦ­το καὶ ἡ κά­το­χός του, καὶ ὑ­πὸ τὴν προ­ϋ­πό­θε­σιν νὰ προ­βῇ εἰς τὶς ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σεις ἐ­κεῖ­νες, ὅ­που ἦ­σαν ἐ­πεί­γου­σες, καθ’ ὅ­τι ἦ­το ἑ­τοι­μόρ­ρο­πον. Τὸ Μο­να­στή­ρι­ον θὰ ἀ­νέ­κτη­σεν, ἀ­ναμ­φι­βό­λως, νέ­αν πνο­ὴν ζω­ῆς, κα­θὼς ἐ­δῶ, «ἐν τῇ σε­βα­σμίᾳ Μο­νῇ τοῦ Βάσ­σου», οἱ Βυ­ζαν­τι­νοὶ ἐ­συ­ζή­τη­σαν μὲ τοὺς ἀν­τι­προ­σώ­πους τῆς συ­νό­δου τῆς Βα­σι­λεί­ας, καὶ τοῦ μελ­λον­τι­κοῦ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοῦ ἐ­πι­σκό­που Κο­ρώ­νης Χρι­στό­φο­ρου Γκα­ρα­τό­νι, ἀ­πε­σταλ­μέ­νου τοῦ πά­πα Εὐ­γε­νί­ου Δ΄ διὰ νὰ χει­ρι­σθῇ τὴν ὑ­πό­θε­σιν τῆς με­λε­τω­μέ­νης συ­νό­δου τοῦ 1437.


Κα­τὰ τὸν ΙΔ΄ (14) αἰ­ῶ­να, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Μα­κά­ρι­ος «ἀ­πὸ τῆς Μο­νῆς τῶν Βάσ­σου». Ἴ­σως πρό­κει­ται πε­ρὶ ἐ­κεί­νου, τοῦ ὁ­ποί­ου τὸν Βί­ον ἔ­γρα­ψεν ὁ Ση­λυ­βρί­ας Φι­λό­θε­ος. Ὁ βι­ο­γρά­φος ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἐμ­πνέ­ε­ται ἀ­πὸ τὰ πα­ρα­δεί­γμα­τα τῶν μο­να­χῶν τῆς Μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου Βάσ­σου, ὅ­πως τὴν ἀ­πο­κα­λεῖ: «τὴν τοῦ Βάσ­σου τοῦ θεί­ου, τῆς πα­νά­χραν­του Θε­ο­μή­το­ρος».
Ὅ­μως, ὅ­λα τὰ με­τα­γε­νέ­στε­ρα ἔγ­γρα­φα, (πα­τρι­αρ­χι­καὶ πρά­ξεις, ἱ­στο­ρία τῆς συ­νό­δου τῆς Φλω­ρεν­τί­ας ὑ­πὸ Συλ­βέ­στρου Συ­ρο­πού­λου), τὴν ἀ­να­φέ­ρουν πάν­το­τε ὡς Μο­νὴν τοῦ Βάσ­σου...


Τέ­λος, ἕ­νας ἱ­ε­ρο­μό­να­χος τῆς «Μο­νῆς τοῦ Βάσ­σου», ὁ Γρη­γό­ρι­ος, ἀν­τέ­γρα­ψε πάμ­πολ­λα χει­ρό­γρα­φα, με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων ἕ­να σχό­λι­ον εἰς τὸν Εὐ­αγ­γε­λι­στὴν Ματ­θαῖ­ον καὶ μία ὁ­μι­λία τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου (καὶ τὰ δύο κτή­μα­τα τῆς Μο­νῆς τοῦ Χρι­στοῦ Παν­τε­πό­πτου), καὶ ἕ­να σχό­λι­ον εἰς τὸν Εὐ­αγ­γε­λι­στὴν Μάρ­κον (κτῆ­μα τῆς Μο­νῆς τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Γορ­γο­ε­πη­κό­ου).


Ἡ θέ­σις τῆς Μο­νῆς «τῶν Βάσ­σου» δὲν ἔ­χει μέ­χρι σή­με­ρον ἐν­το­πι­σθῆ. Θὰ ἦ­ταν ὅ­μως δυ­να­τὸν νὰ προ­τα­θῇ μία θέσις, συμ­φώ­νως πρὸς τὸν ψευ­δο-Κω­δι­νόν, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὴν το­πο­θε­τεῖ με­τα­ξὺ τῶν συ­νοι­κι­ῶν «τὰ Καρ­πι­α­νοῦ» καὶ «Ὀ­ξείας». «Τὰ Καρ­πι­α­νοῦ» εὑ­ρί­σκον­ται ἐ­πὶ τοῦ «Χρυ­σοῦ Κέ­ρα­τος» εἰς τὰ πέ­ριξ τοῦ Ζιν­τὰν-Κα­πί, ἐ­νῷ ἡ «Ὀ­ξεῖα» ἐ­πὶ τοῦ ὑ­ψώ­μα­τος νο­τι­ο­δυ­τι­κῶς. Πι­θα­νὸν λοι­πὸν ἐ­πὶ τῆς κα­τω­φε­ρεί­ας, τῆς κα­τερ­χο­μέ­νης ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­το­λι­κὴν πλα­γι­ὰν τοῦ λό­φου, πρέ­πει νὰ ἐν­το­πι­σθῇ ἡ συ­νοι­κία «τὰ Βάσ­σου» καὶ τὸ ὁ­μώ­νυ­μον Μο­να­στή­ρι­ον τῆς Θε­ο­τό­κου».


Με­τε­φρά­σθη ὑ­πό τι­νος ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου
(Πηγή: Εφημερίς «Ο Εκκλησιολόγος» 09-04-2011)
*Εκ του ιστολογίου «Η Άλλη Όψις» της 12.4.2011. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF