Αγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Πολλὲς φορές, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἐξωτερικὰ προβλήματα νὰ μᾶς ταλαιπωροῦν, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι φροντίζουμε νὰ τὰ δημιουργοῦμε. Στὴν Μεγάλη Παράκληση πρὸς τὴν Κυρὰ-Παναγιὰ ψάλλουμε μεταξὺ ἄλλων: «οἱ μισοῦντές με μάτην […] λάκκον ηὐτρέπισαν». Δυστυχέστερο, ὅμως, εἶναι τὸ φαινόμενο μόνοι μας νὰ σκάβουμε τὸν λάκκο μας καὶ νὰ πέφτουμε μέσα. Αὐτὸ γίνεται ὅταν στὴ ζωή μας ἐπιλέγουμε νὰ ἀκολουθήσουμε ὄχι τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ θέλημά μας, ὅπως συνέβη μὲ τὸ τραγικὸ κεντρικὸ πρόσωπο τῆς σημερινῆς παραβολῆς.
Κάποιος Βασιλιὰς θέλησε νὰ ζητήσει λογαριασμὸ ἀπὸ τοὺς ὀφειλέτες του. Τοῦ παρουσίασαν τότε ἕναν δοῦλο, ὁ ὁποῖος χρωστοῦσε τὸ ὑπέρογκο ποσὸ τῶν δέκα χιλιάδων ταλάντων. Ἐπειδὴ ὁ δοῦλος δὲν εἶχε νὰ ξεπληρώσει τὸ βαρύτατο χρέος, ὁ Βασιλιὰς διέταξε νὰ τοῦ πάρουν τὴν γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ καὶ ὅλο του τὸ βιός, ὥστε νὰ τὰ λάβει ὁ ἴδιος ἀντὶ τοῦ χρέους. Καταλυπημένος μὲ τὴν διαταγὴ αὐτή, ὁ ὀφειλέτης ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Βασιλιᾶ παρακαλῶντάς τον νὰ δείξει ἔλεος, καὶ ὑποσχέθηκε νὰ ξεχρεώσει. Πράγματι, ὁ Βασιλιὰς σπλαχνίσθηκε καί, τελικά, τοῦ χάρισε τὸ χρέος.
Ἀναπαυμένος ὁ δοῦλος, βγῆκε ἀπ΄ τὸ παλάτι καὶ λίγα μέτρα πιὸ πέρα εἶδε κάποιον σύνδουλό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ὄφειλε μόλις ἑκατὸ δηνάρια. Σὲ σύγκριση μὲ τὰ δέκα χιλιάδες τάλαντα, τὰ ἑκατὸ δηνάρια ἀποτελοῦσαν ἕνα τελείως μηδαμινὸ καὶ ἀσήμαντο ποσό. Κὶ ὅμως, γιὰ νὰ δοῦμε ὅλοι μας πόσο εὔκολα μποροῦν τὰ πάθη νὰ τυφλώσουν τὸν ἄνθρωπο, ὁ δοῦλος ποὺ παρὰ λίγο γλίτωσε τὴν ὁλικὴ καταστροφὴ τῆς οἰκογένειάς του χάρη στὸ ἔλεος τοῦ Βασιλιᾶ, ἄρχισε ὡς δῆθεν ἀνώτερος νὰ ζητᾶ διὰ τῆς βίας τὰ ὀφειλόμενα ἑκατὸ δηνάρια ἀπὸ τὸν σύνδουλό του. Τί κὶ ἂν ἐκεῖνος ἔπεφτε καὶ τὸν παρακαλοῦσε; Ἀδίστακτος αὐτός. Εἶχε ξεχάσει τὴν θέση στὴν ὁποία μόλις πρὶν λίγο βρισκόταν, γιὰ αὐτὸ καὶ τόση ἦταν ἡ ἀσπλαχνία του, ποὺ ἅρπαξε τὸν σύνδουλό του καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή. Λογάριασε ὁ δυστυχὴς χωρὶς τὸν ξενοδόχο.
Τὸ νέο γνωστοποιήθηκε ἀστραπιαῖα στὸν Βασιλιά. Ἐκεῖνος, ὀργισμένος γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ ἔλαβε χώρα, εἶπε στὸν δοῦλο: «δοῦλε πονηρέ, ὅλο σου τὸ χρέος στὸ χάρισα ἐπειδὴ μὲ παρεκάλεσες. Δὲν ἔπρεπε καὶ ἐσὺ νὰ σπλαχνισθεῖς τὸν σύνδουλό σου ὅπως κι ἐγὼ σὲ σπλαχνίσθηκα;». Ἀφοῦ εἶπε αὐτά, διέταξε δικαίως νὰ τὸν παραδώσουν στοὺς βασανιστές, μέχρι νὰ ἐπιστρέψει ὅσα χρωστοῦσε.
Εὔκολα κατανοοῦμε τὸ νόημα τῆς παραβολῆς στὴν καθημερινή μας ζωή. Ὁ Βασιλιάς, ἀσφαλῶς, εἶναι ὁ Δικαιοκρίτης Θεός. Ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε συγκεντρωμένο στὸ ἱστορικό μας ἕνα βαρύτατο φορτίο ἁμαρτιῶν. Ἂν καὶ φέρουμε αὐτὸ τὸ φορτίο, ὁ Θεὸς «οὐ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν». Δὲν μᾶς ἀνταπέδωσε τὴν ἀξία τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀλλὰ μᾶς σπλαχνίσθηκε καὶ μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὸ χρέος καὶ μᾶς λυτρώνει κάθε φορὰ ποὺ προστρέχουμε μὲ μετάνοια καὶ εἰλικρίνεια στὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως.
Ὅταν, ὅμως, φεύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐξομολόγηση, πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς γρήγορα ξεχνᾶμε τὴν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ μὲ τὸ ποὺ βλέπουμε κάποιον -ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸς ὁ κάποιος λέγεται σύζυγος, πεθερὰ ἢ πεθερός, ἀδερφὴ ἢ ἀδερφός- ὁ ὁποῖος λίγο μᾶς κορόιδεψε, μᾶς σκούντηξε, μᾶς μίλησε ἀπότομα, μᾶς εἰρωνεύτηκε, μᾶς ἔκλεψε, μᾶς ἔκρινε, μᾶς χτύπησε, εἴμαστε ἔτοιμοι (καὶ τὸ κάνουμε ἀρκετὲς φορές) νὰ τὸν παραδώσουμε στὸ πὺρ τὸ ἐξώτερον, σὰν νὰ εἴμαστε βασιλικώτεροι τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ. Τότε, ὅμως, λαμβάνουμε τὴν «ἔνδικον μισθαποδοσίαν». Ἡ ἀγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀσπλαχνία πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας, τοὺς συνδούλους μας, προκαλεῖ τὴν Θεία Δικαιοσύνη, ἡ ὁποία στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἀπόλυτη.
Δὲν εἶναι λογικὸ καὶ δίκαιο; Πῶς γίνεται νὰ θέλω ἀπὸ τὸν Ὕψιστο Θεὸ νὰ εἶναι Ἐλεήμων ἀπέναντι σὲ ἐμένα, ἕναν ταπεινὸ δοῦλο, ὅταν ἐγὼ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία σπεύδω νὰ καταστρέψω τοὺς ὅμοιους μὲ ἐμένα ταπεινοὺς συνανθρώπους μου; Κὶ ὅλο αὐτὸ γιατί; Γιὰ νὰ ἐπικρατήσει γιὰ λίγο τὸ «ἐγώ» μου. Γιὰ αὐτὸ τὸ «ἐγὼ» ζημιωνόμαστε ἀφάνταστα. Αὐτὸ τὸ «ἐγὼ» εἶναι ποὺ μᾶς ἀνοίγει τὸν λάκκο. Ἂν ἀντ’ αὐτοῦ ἐπιλέξουμε τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτομάτως ἔχουμε ἐξασφαλίσει διὰ παντὸς τὸν πλοῦτο τῆς φιλανθρωπίας Του. Τί ἐξυπνώτερο ἀπὸ αὐτό;
Τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, εἶναι νὰ συγχωροῦμε, πράγμα ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὸν ἐγωισμό. «Συγχωρῶ» στὴν κυριολεξία σημαίνει «κάνω χώρο γιὰ νὰ χωρέσει ὁ ἄλλος, ὁ πλησίον». Γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ στὴν καρδιὰ αὐτὸς ὁ χῶρος γιὰ τὸν συνάνθρωπο, εἶναι ἀνάγκη νὰ περιοριστεῖ τὸ «ἐγώ».
Ἡ συγχώρεση εἶναι τὸ ἕνα φτερὸ τοῦ Χριστιανοῦ. Τὸ ἄλλο εἶναι ἡ ἀγάπη. Χωρὶς τὴν συγχώρεση δὲν θὰ δοῦμε Πρόσωπο Θεοῦ, διότι ἂν ἐμεῖς δὲν συγχωρέσουμε, οὔτε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς συγχωρέσει. Τί λέμε, ἄλλωστε, στὸ «Πάτερ ἡμῶν»; «Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ἂν τόσο ἀνυποχώρητοι εἴμαστε στὸ νὰ μὴν συγχωροῦμε ἀπ’ τὴν καρδιά μας ἐκεῖνον ποὺ μᾶς πίκρανε, τότε μάλλον πρέπει νὰ ἀλλάξουμε αὐτὴ τὴν προσευχή. Μὴ γένοιτο!
Καὶ γιατί, τελικά, νὰ εἴμαστε ἀνυποχώρητοι; Τί μᾶς ἔκαναν; Μᾶς λιθοβόλησαν σὰν τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανο; Μήπως καὶ ἐμᾶς σὰν τὸν Τίμιο Πρόδρομο μᾶς ἔκοψαν τὸ κεφάλι; Μήπως μᾶς ἀνέβασαν στὸν Σταυρό, σὰν τὸν Δεσπότη Χριστό; Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ὅπου ἦταν καθηλωμένος, μάθημα μᾶς ἔδωσε νὰ συγχωροῦμε, λέγοντας: «Πατέρα μου, συγχώρεσέ τους. Δὲν ξέρουν τί κάνουν».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι πιὸ ἁπλὴ ἀπὸ ὅ,τι τὴν θεωροῦμε. Μποροῦμε νὰ συγχωροῦμε τοὺς πάντες; Θὰ μᾶς συγχωρήσει κὶ ἐμᾶς ὁ Φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ θὰ πεῖ στοὺς Ἀγγέλους Του: «διαγράψτε του τὸ χρέος καὶ βάλτε τον στὴν χαρὰ τῆς Ζωῆς». Εὔχομαι αὐτὸ νὰ ἀξιωθοῦμε ὅλοι νὰ τὸ ἀκούσουμε!
Ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος
Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Βοιωτίας
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου