ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 12ο (2013 - 2025)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ


 


Την δεκαετία του ΄90 είχε κυκλοφηρήσει το πολύ αξιόλογο βιβλίο 

''Το Οδοιπορικό ραβδί'', 

που ουσιαστικά ήταν σκόρπιες σελίδες ημερολογίου αγνώστου ιερέως, 

που ιστορεί, πως βίωσε τα γεγονότα, 

που ακολούθησαν την επανάσταση του '17 στην Ρωσία. 

Συγκλονιστικές αφηγήσεις από τα έκτροπα και την μαζική δίωξη της Ορθοδοξίας 

στην ''Θηβαίδα του Βορρά'', 

ανάμεσα στα άλλα και η παρακάτω αληθινή, βιωματική ιστορία... 



Το κείμενο πού ακολουθεί, είναι γραμμένο από το ρώσο λόγιο Βασίλειο Ιωαχείμοβιτς - Νιχηφόρωφ (1901-1941), γόνο φτωχής οικογένειας της Τβέρ, που, μετά την επανάσταση του 1917, κατέφυγε στην Εσθονία. Από το 1921 ο νεαρός εμιγκρές άρχισε, να δημοσιεύει άρθρα και δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες με το ψευδώνυμο Βόλγιν (επειδή ο μεγάλος ρωσικός ποταμός Βόλγας σχετιζόταν με τις παιδικές του αναμνήσεις).


Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα ονομαστήρια της γης» και το 1938 «Το οδοιπορικό ραβδί». συνταρακτικής, «αποκαλυπτικής» για την πατρίδα του και την Εκκλησία της. Η επιβολή κομμουνιστικού καθεστώτος και στην Εσθονία, μετά την κατάληψή της από τα σοβιετικά στρατεύματα (1940), τον αναγκάζει να σταματήσει τη δημοσιογραφική-συγγραφική δραστηριότητα του.


Ένα τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο «Αρχαία πόλη», πού από το 1939 ετοιμαζόταν να εκδοθεί, δεν θα δει τελικά το φως της δημοσιότητας. Το Μάιο του 1941, ενώ δουλεύει σε ναυπηγείο, συλλαμβάνεται από τη μυστική αστυνομία και φυλακίζεται με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Λίγο αργότερα μεταφέρεται στο Κύρωφ (Βιάτκα), οπού δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 14 Δεκεμβρίου του 1941 σαν εχθρός του λαού.


Αποκαταστάθηκε το 1991. Το 1971 εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη μια επίτομη συλλογή δημοσιευμάτων του Β. Νικηφόρωφ-Βόλγιν, στη ρωσική γλώσσα, με γενικό τίτλο «Το οδοιπορικό ραβδί». Ο συγγραφέας αναπλάθει λογοτεχνικά, με απαράμιλλη ενάργεια και περιγραφική δύναμη, αυθεντικές μαρτυρίες και πραγματικά περιστατικά της εποχής του. Φαίνεται πώς είχαν σχεδιάσει από καιρό να κάνουν αντιπερισπασμό στη νυχτερινή ακολουθία της Αναστάσεως. 


Ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα ήταν αναρτημένα πλακάτ σ' όλα τα κεντρικά και πολυσύχναστα σημεία της πόλης: Όρθρος της Κομσομόλ! Ακριβώς στις 12 τα μεσάνυχτα! Ελάτε να δείτε τη νέα κωμωδία του Αντώνη Ίζιουμωφ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ. Στον κεντρικό ρόλο o ηθοποιός του θεάτρου Μόσχας Αλέξανδρος Ροστόβτσεφ. Χείμαρρος ευφυολογίας! Τρελό γέλιο! Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, η δημοτική μπάντα πέρασε απ’ όλους τους δρόμους της πόλης, καλώντας το λαό στην παράσταση.


Μπροστά από τους οργανοπαίχτες πήγαινε ένας σωματώδης νεαρός με Ιερατική αμφίεση και καλυμμαύχι. Κρατούσε ένα πλακάτ σαν λάβαρο, οπού ήταν ζωγραφισμένος ο Χριστός με φράκο και ψηλό καπέλο! Στα πλάγια βάδιζαν κομσομόλοι με αναμμένες δάδες. Όλη η πόλη είχε σηκωθεί στο πόδι. Πλήθος άρχισε να καταφθάνει στο θέατρο. Πάνω από την κεντρική είσοδο του έγραφε με κόκκινα φωτεινά γράμματα: Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ.


Στη μεγάλη αίθουσα τα μεγάφωνα μετέδιδαν ραδιοφωνική ομιλία από το σταθμό της Μόσχας με θέμα: «Ο αισχρός ρόλος του χριστιανισμού στην Ιστορία των λαών». Όταν σταμάτησαν τα μεγάφωνα, η χορωδία των κομσομόλων, με συνοδεία ακορντεόν, άρχισε να τραγουδάει. Με την προσευχή δε βλέπω προκοπή. Σβησμένο είναι το χέρι μου. Δε θέλω, όχι, τον προφήτη Ηλία! Δώστε μου το φως του Ηλία!... Το πλήθος ξέσπασε σε αλαλαγμούς, βρισιές και χαχανητά. Έβαλαν τα χέρια στους γοφούς, έτριξαν τα δόντια, βρυχήθηκαν: — Κι άλλο, παιδιά! Πιο άγρια! Βαράτε!..... Τρεις γριές ψωμολυσσιάρες.


Δυο σαρακιασμένοι γέροι. Άδειο, άδειο το εκκλησάκι. Δεν μαζεύει πια πεντάρα!...— Πιο δυνατά! Δώστε του! Πιο ζωντανά!.. Αχ, αυγουλάκι μου δεν έχεις τσουγκριστεί. Με πόσες θεϊκές κουταμάρες έχουμε ποτιστεί!... — Πιο δυνατά! Και πιο σκληρά! Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Από τη μικρή εκκλησούλα, πού ήταν κοντά στο θέατρο, βγήκαν οι πιστοί για την τελετή της Αναστάσεως. Σκοτάδι. Οι άνθρωποι δεν ξεχωρίζουν — μονάχα οι φλογίτσες των κεριών, που τρεμόπαιζαν και προχωρούσαν αργά-αργά. «Την ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς...» Σαν είδαν τη λιτανεία οι κομσομόλοι, ξελαρυγγιάστηκαν στα γιουχαίσματα και τα σφυρίγματα.


Το 'στησαν πάλι στο τραγούδι. Έ, συ, μηλαράκι μου, κυλίσου. Ο δρόμος είναι γλιστερός. Παράσυρε όλους τους αγίους. Πάσχα των κομσομόλων. Οι φλόγες των κεριών ήταν τώρα ακίνητες μπροστά στην είσοδο του ναΐσκου. Από κει ήρθε η απόκριση στο τραγούδι των κομσομόλων: Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»! Η μεγάλη αίθουσα του θεάτρου ήταν γεμάτη κόσμο. Η παράσταση άρχισε...


Πράξη πρώτη: Πάνω στη σκηνή είχαν αναπαραστήσει το ιερό ενός ναού. Στην υποτιθέμενη αγία τράπεζα βρίσκονταν μπουκάλια με κρασί και μεζέδες. Ολόγυρα, σε ψηλά καθίσματα — αυτά που έχουν στα μπαρ — ήταν καθισμένοι οι ηθοποιοί, ντυμένοι με Ιερατικά άμφια. Τσούγκριζαν και έπιναν με άγια ποτήρια. Κάποιος άλλος, με διακονικό στιχάρι, έπαιζε φυσαρμόνικα. Στο πάτωμα κάθονταν σταυροπόδι μερικές τάχα καλόγριες κι έπαιζαν χαρτιά. Οι θεατές έσκαγαν στα γέλια. Κάποιος ζαλίστηκε.


Την ώρα που τον έβγαζαν από την αίθουσα, βρυχιόταν σαν θηρίο, γελώντας αγρία και κουνώντας το κεφάλι, μα έχοντας το βλέμμα πάντα καρφωμένο στη σκηνή, οι παράξενοι μορφασμοί του χλωμού προσώπου του προκάλεσαν περισσότερο γέλιο... Στο διάλειμμα οι υπεύθυνοι της παραστάσεως έλεγαν: — Όσα είδατε είναι μόνο τα λουλούδια, καρποί θα 'ρθουν σε λίγο! Περιμένετε... Στη δεύτερη πράξη θα βγει ο Ροστόβτσεφ, και τότε πραγματικά θα τρελαθείτε!...


Πράξη δεύτερη: Ο διάσημος ηθοποιός παρουσιάστηκε στη σκηνή κάτω από θύελλα ζητωκραυγών και χειροκροτημάτων. Φορούσε μακρύ, λευκό χιτώνα και στα χέρια του κρατούσε χρυσό Ευαγγέλιο. Παρίστανε το Χριστό. Σύμφωνα με το έργο, έπρεπε να διαβάσει δυο στίχους — μονό δυο στίχους — από τους Μακαρισμούς. Πλησίασε αργά, με ιεροπρέπεια, σ' ένα αναλόγιο και ακούμπησε το Ευαγγέλιο. Με τη βαθιά, κυματιστή φωνή του αναφώνησε: — Πρόσχωμεν! Στην αίθουσα ξαφνικά βασίλεψε απόλυτη σιωπή.


Ο Ροστόβστεφ άνοιξε το Ιερό βιβλίο και άρχισε να διαβάζει: — Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών… Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται... Στο σημείο αυτό έπρεπε να σταματήσει. Εδώ ακριβώς θα απάγγελλε έναν φοβερό, χλευαστικό, βλάσφημο μονόλογο, που θα τελείωνε με τη φράση: "Φέρτε μου το φράκο και το καπέλο!"


Δεν έγινε όμως αυτό! Ο ηθοποιός απροσδόκητα σωπαίνει. Και η σιωπή του κρατάει τόσο πολύ, που από τα παρασκήνια αρχίζουν ν' ανησυχούν. Του υπαγορεύουν τα λόγια που έπρεπε να πει, του κάνουν απεγνωσμένα νοήματα... αυτός όμως στέκεται σαν μαρμαρωμένος. Δεν ακούει, δεν βλέπει, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Τέλος, σε μια στιγμή, συνταράζεται ολόκληρος. Με τρομαγμένο βλέμμα κοιτάζει το ανοιχτό Ευαγγέλιο. Τα χέρια του τραβάνε σπασμωδικά το χιτώνα. Το πρόσωπο του αλλοιώνεται.


Στυλώνει τα μάτια στο βιβλίο και αρχίζει πρώτα να ψιθυρίζει κι έπειτα να διαβάζει όλο και πιο δυνατά: — Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται. Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται... Είναι απίστευτο: Στο θέατρο, που πριν από λίγο το δονούσαν οι βλαστήμιες και οι εμπαιγμοί, επικρατεί τώρα νεκρική σιγή. Και μέσα σ' αυτή τη σιγή κυκλοφορούν, σαν τις πασχαλινές λαμπάδες ολόγυρα στην εκκλησία, τα λόγια του Χρίστου:


Υμείς έστε το φως του κόσμου... αγαπάτε τους εχθρούς υμών... προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς... Ο Ροστόβτσεφ διάβασε αργά και καθαρά ολόκληρο το πέμπτο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον ευαγγελίου, και κανένας δεν κουνήθηκε, κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε. Μήπως η ιερόσυλη μεταμόρφωση του ηθοποιού είχε αποκαταστήσει μπροστά στα μάτια τους — όπως, άλλωστε, και στου ίδιου τα μάτια — τη γκρεμισμένη εικόνα του ζωντανού Κυρίου;


...Στα παρασκήνια ακούγονταν δυνατοί ψιθυρισμοί και νευρικοί βηματισμοί. Δεν είναι δυνατόν! Θ’ αστειεύεται ο Ροστόβτσεφ! Κάποιο κόλπο σκαρώνει! Να, τώρα, οπού να 'ναι, μ’ ένα χτύπημα στα γόνατα, με δυο του λέξεις, θα ξεσηκώσει το κοινό! θα τους κάνει να χτυπιούνται!... Μα στη σκηνή έγινε κάτι ακόμα πιο απροσδόκητο, που έκανε αργότερα ολόκληρη τη χώρα να το συζητάει:


Ο Ροστόβτσεφ σχημάτισε μ’ ευλαβική επιδεκτικότητα πάνω στο σώμα του το σημείο του σταυρού, και είπε: — Μνήσθητί μου. Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου!... Κάτι ακόμα πήγε να πει, αλλά τη στιγμή εκείνη κατέβασαν την αυλαία. Μετά από λίγα λεπτά, μια νευρική φωνή ανακοίνωσε από τα μεγάφωνα: — Λόγω ξαφνικής ασθένειας του συντρόφου Ροστόβτσεφ, η σημερινή θεατρική παράσταση ματαιώνεται!



Το Οδοιπορικό Ραβδί


Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

ΠΑΠΠΑ, ΠΑΡΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΦΥΡΙ ΑΠ' ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ! ΔΕΝ ΥΠΟΦΕΡΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΦΥΡΙ!


 


Όταν το 1917 στην Ρωσία έγινε ή επανάσταση των Μπολσεβίκων, συνέλαβαν στην Οδησσό 17 ιερείς για να τούς εκτελέσουν. Ένας απ' αυτούς κρύφθηκε στα δάση και σώθηκε μετά βρήκε τα δύο του παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τα όποια είχαν κρύψει οι γείτονες του και γλύτωσαν από τούς κομμουνιστές. Την πρεσβυτέρα του όμως την συνέλαβαν και την εκτέλεσαν. Ό ιερέας αυτός ονομαζόταν παπά-Γιάννης και ήταν Έλληνας. Πήρε λοιπόν τα δύο του παιδιά και Περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον, πεζοπορώντας το περισσότερο διάστημα ήρθε μέσω Ρουμανίας και Βουλγαρίας στην Ελλάδα, την πατρίδα του.


Έκανε εφημέριος στην Μακεδονία και στην Θράκη. Έπειτα ήρθε στο χωριό Σκουτερά Αγρινίου, διότι ήταν κενή ή θέση του εφημερίου. Ό παπά-Γιάννης ήταν ρακένδυτος. Φορούσε ένα τριμμένο ράσο με ένα ξυλάκι από ρείκι για κουμπί και στο λαιμό του είχε κρεμασμένο με μαύρο κορδόνι ένα ξύλινο Σταυρό. Έμοιαζε με τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Από τη νηστεία και τις ταλαιπωρίες είχε όψη εξαϋλωμένη, ήταν «πετσί και κόκαλο». Το χωριό Σκουτερά τον καλοδέχτηκε και τον βοήθησε στις ανάγκες του. Έμενε σ' ένα δωμάτιο μαζί με τα δύο του παιδιά, το κορίτσι δέκα ετών και το παιδί οκτώ ετών. Άρχισε λοιπόν ό παπά-Γιάννης να λειτουργεί τακτικά, να κηρύττει τον λόγο του Θεού, να εξομολογεί και να κοινωνεί τούς ανθρώπους. 


Έτρεχε να βοηθά πνευματικά όπου τον καλούσαν, να διαβάζει ευχές σε αρρώστους και σε άρρωστα κτήνη πού αμέσως θεραπεύονταν. Μία νέα από την Σκουτερά είχε παντρευτεί στην Σταμνά. Όταν επισκέφθηκε το χωριό της άκουσε να μιλούν με θαυμασμό για τον παπά-Γιάννη. Της είπαν: «Μάς έστειλαν έναν παπά, λες και είναι ό ίδιος ό Χριστός, τόσο καλός είναι». Ή νέα είπε ότι στην Σταμνά υπάρχει μία γυναίκα δαιμονισμένη επί δεκαοκτώ χρόνια. Οι συγγενείς της την γύρισαν σε γιατρούς και σε πολλά Μοναστήρια τρέξανε σ' όλη την Ελλάδα αλλά αυτή δεν θεραπεύτηκε. Ζήτησε και είδε ή ίδια τον παπά-Γιάννη και τον παρακάλεσε να θεραπεύση την πάσχουσα. 


Αυτός ζήτησε να δη πρώτα την δαιμονισμένα Έκανε προσευχή και αποφάσισε να την αναλάβει. Την Κυριακή στο τέλος της θείας Λειτουργίας ό παπά-Γιάννης ανακοίνωσε τα έξης στο εκκλησίασμα: «Χριστιανοί, θα κάνουμε έναν αγώνα για να θεραπευτή ή γυναίκα πού την βασανίζει ό σατανάς επί 18 χρόνια. Θα νηστέψουμε 40 μέρες, θα κάνουμε κάθε μέρα Λειτουργία. Θα εξομολογηθούμε, θα κοινωνήσουμε, θα φέρνουμε την γυναίκα κάθε βράδυ στην Εκκλησία και θα κάνουμε Παράκληση. Στην Λειτουργία δεν θα την φέρνουμε εδώ, διότι ό σατανάς θα δημιουργήσει φασαρία. Θα ειδοποιήσουμε και τα γύρω χωριά οποίος θέλει να έρθει». Την Κυριακή το βράδυ έφεραν την γυναίκα στην Εκκλησία του άγιου Νικολάου. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Στην Εκκλησία δεν ήθελε να μπει με κανένα τρόπο.

Το δαιμόνιο μούγκριζε, έβριζε τούς πάντες, απειλούσε ότι θα κάψει την Εκκλησία, και έβγαζε αφρούς από το στόμα της. Την έπιασαν μερικοί δυνατοί άντρες και την έφεραν κάτω από τον πολυέλαιο. Ό παπά-Γιάννης κρατώντας τον Σταυρό διάβαζε από το Ευχολόγιο τούς εξορκισμούς και την σταύρωνε. Κρατούσε τον Σταυρό πάνω στο κεφάλι της και εκείνη φώναζε: «Πάρε αυτό το σφυρί από το κεφάλι μου, με πληγώνεις- δεν υποφέρω αυτό το σφυρί». Το πλήθος των χριστιανών έκαναν μετάνοιες και έλεγαν το «Κύριε έλέησον».Ό παπά-Γιάννης έλεγε στον κόσμο: «Χριστιανοί, κάνετε υπομονή, θα τον εξοντώσουμε τον σατανά».Είχε πει και στον Δάσκαλο ό παπάς να φέρνει όλα τα παιδιά του Σχολείου, πού έλεγαν κι αυτά το «Κύριε έλέησον» και έκαναν μετάνοιες. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Ό διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης έλεγε στα παιδιά του Σχολείου: «Πηγαίνετε έξω παιδάκια, σας κοροϊδεύει αυτός ό παλιό παπάς πού βρωμάνε τα χνώτα του από τη νηστεία.


Μία ωραία νύφη περνά, πηγαίνετε έξω, περιμένει ή μαμά σας με μία φέτα καθάριο ψωμί με ζάχαρη πάνω στο ψωμί». Δηλαδή έλεγε ότι ζήλευαν και επιθυμούσαν να έχουν τα παιδιά τότε, με σκοπό να τα βγάλει έξω.Έρχονταν και από τα γύρω χωριά κόσμος. Μία μέρα μπήκε μέσα κάποιος και του λέγει ό διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης: «Ω, καλώς τον φίλο μου τον τάδε, εσύ είσαι πού την τάδε μέρα έκανες αυτό και αυτό, ήρθες και εσύ να προσευχηθείς για να με βασανίσεις;». Όντως ήταν αλήθεια αυτά και ό άνθρωπος αυτός έφυγε καταντροπιασμένος, δεν άναψε ούτε κερί. Το παράδοξο είναι ότι ή δαιμονισμένη έβλεπε προς το Ιερό, δεν γύρισε να δη πίσω της, πού ήταν πολύς κόσμος, αλλά τον είδε με άλλο τρόπο και του αποκάλυψε τις ανεξομολόγητες αμαρτίες του.Κάποιο βράδυ, ενώ είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και ό παπά-Γιάννης διάβαζε την δαιμονισμένη, είπε κάποιος στον διπλανό του: «Κάνε καλά τον σταυρό σου. Σταυρός είναι αυτός πού κάνεις, λες και παίζεις μαντολίνο». Ακούστηκε τότε ή φωνή της δαιμονισμένης να λέει: «Άφησε τον άνθρωπο, καλά κάνει τον σταυρό του».


Ή δαιμονισμένη φώναζε κάποτε: «Στείλτε να φέρετε τον φίλο μου τον τάδε παπά». Ήταν ένας παπάς σε κάποιο χωριό πού ή ζωή του δεν ήταν καλή. Αυτός ό παπάς δεν τόλμησε να έρθει στην Εκκλησία. Ό αγώνας του παπά-Γιάννη συνεχίσθηκε για να βγάλει το δαιμόνιο από την γυναίκα. Σ' αυτό το διάστημα πληροφορήθηκε από το ίδιο το δαιμόνιο πού ήταν μέσα στην γυναίκα, ότι είναι ό Εωσφόρος, ό αρχηγός των δαιμόνων. Μπήκε μέσα της κατά την ώρα πού τηγάνιζε ψάρια, επειδή ό αδελφός της αγανακτισμένος από κάποια αφορμή της είπε να μπει ό διάβολος μέσα της. Από εκείνη την στιγμή δαιμονίστηκε ή γυναίκα.


Ό αγώνας τώρα για τον παπά-Γιάννη ήταν σκληρός. Ό διάβολος τον έβριζε, τον απειλούσε λέγοντας ότι θα γκρεμίσει την Εκκλησία, θα κάψει το χωριό, «θα βγω απ' αυτή την σκύλα», έλεγε, «και θα μπω στην κόρη και στον γιό σου». Ό παπά-Γιάννης του απαντούσε: «Δεν έχεις δικαίωμα να μπεις πουθενά, μόνο στην άβυσσο έχεις δικαίωμα να πάς». Μετά από ένα μήνα, ένα βράδυ αφού τελείωσε ή Παράκληση και έφυγε ό κόσμος μαζί και ή δαιμονισμένη, ό παπά-Γιάννης έκλεισε την πόρτα της Εκκλησίας, γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα για να ελευθερωθεί ή βασανισμένη ψυχή από το δαιμόνιο. Από τις οκτώ το βράδυ μέχρι τις τρεις το πρωί προσευχόταν συνεχώς. 


Ανησύχησαν οι χωριανοί για τον παπά-Γιάννη πού δεν επέστρεψε σπίτι του, κοντά στα παιδιά του πού τον περίμεναν. Πήγαν μαζί με τα παιδιά του και τον βρήκαν γονατιστό να προσεύχεται. Ή κόρη του πού ήξερε από άλλες φορές, είπε: «Αφήστε τον να προσευχηθείς». Όταν συνήλθε ό παπά-Γιάννης από την προσευχή πού είχε απορροφηθεί, πήγε στο σπίτι του να κοιμηθεί. Στον ύπνο του άκουσε φωνή πού του είπε: «Παπά-Γιάννη, ή γυναίκα μετά τις τριάντα εννιά μέρες, αφού περάσει ή 12η ώρα, τα μεσάνυχτα, θα ελευθερωθεί από τον σατανά».Την τελευταία ημέρα είπε ό σατανάς στον παπά-Γιάννη: «Παπά-Γιάννη με εξόντωσες». Και πράγματι την 40η ημέρα βγήκε από την γυναίκα ή όποια ελευθερώθηκε από το μαρτύριο και έζησε έκτοτε υγιής πολλά χρόνια.Ό παπά-Γιάννης στο δωμάτιο πού κοιμόταν με τα παιδιά του, δεν είχε σχεδόν τίποτε εκτός από δύο «τσόλια» (σκεπάσματα, κουβέρτες), τα όποια είχαν δώσει οι γυναίκες του χωριού. 


Στο ένα κοιμόνταν τα παιδιά του και στο άλλο αυτός. Έστρωνε το μισό κάτω στο πάτωμα και με το άλλο μισό σκεπαζόταν. Είχε μεγάλη πίστη στον παντοδύναμο Κύριο. Αισθανόταν ότι ή προσευχή του εισακούεται από τον Θεό και γι' αυτό γίνονται θαύματα. Έλεγε: «Όταν ζητήσω από τον Θεό να ισοπέδωση το βουνό διά της προσευχής, της νηστείας και της ελεημοσύνης, θα ισοπεδωθεί. Ό άνθρωπος, όταν τηρήσει αυτά τα τρία είναι από τώρα στον παράδεισο». Είχε πολύ μεγάλη φτώχεια ό παπά-Γιάννης γιατί όσα του έδιναν τα μοίραζε ελεημοσύνη. Κάποιος το πρώτο Πάσχα πού έκανε στο χωριό, του χάρισε μία γίδα με το μικρό της κατσικάκι. Το κατσικάκι να το σφάξει για να γιορτάσει το Πάσχα, και την γίδα να την έχει να πίνουν λίγο γάλα, όταν δεν έχει νηστεία. Ό παπά-Γιάννης δεν κράτησε την γίδα και το κατσίκι. Τα πούλησε και με τα χρήματα αγόρασε ρούχα για τα ορφανά του χωρίου, να χαρούν κι αυτά την ήμερα της Αναστάσεως.


Ήταν επίσης μεγάλος νηστευτής. Την Σαρακοστή νήστευε εξήντα μέρες από λάδι, γι' αυτό στο χωριό την Σαρακοστή την έλεγαν Εξηντάρα. Ό παπά-Γιάννης ένα βράδυ είδε στον ύπνο του ένα σπίτι σε μία άγνωστη τοποθεσία και τον νοικοκύρη του σπιτιού να τρώγει ένα ψόφιο σκυλί. Ρώτησε που βρίσκεται αυτό το σπίτι με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τον κατατόπισαν. Πήγε ό παπά-Γιάννης με συνοδεία, βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε ή γυναίκα. Μαζί της ήταν και το παιδί της. Ό άνδρας της έλειπε στα κτήματα. Πάντως όταν τον ειδοποίησαν ήρθε τρέχοντας, πλύθηκε, του έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του φίλησε το χέρι. Είχε ακούσει για την αγιότητα του παπά-Γιάννη και την θεραπεία τής δαιμονισμένης, αλλά δεν τολμούσε να τον συνάντηση, διότι ή συνείδησή του ήταν βεβαρημένη. Στην εκκλησία δεν πήγαινε, κρεοφαγούσε στις νηστείες, βλασφημούσε και με την γυναίκα του ζούσε παράνομα γιατί ήταν αστεφάνωτοι. Είχε όμως καλή διάθεση. Ζήτησε και εξομολογήθηκε αμέσως. Μετά στεφανώθηκε από τον παπά-Γιάννη και έζησε ως καλός χριστιανός.


Ό παπά-Γιάννης, ό χαριτωμένος λειτουργός του Ύψιστου με την ασκητική του ζωή, την ακτημοσύνη του και την αδιάλειπτη προσευχή, είχε γίνει γνωστός σ' όλη την γύρω περιοχή. Έρχονταν οι άνθρωποι να τον συμβουλευτούν και να τούς διαβάσει ευχή να γίνουν καλά. Τον θεωρούσαν μεγάλο Προφήτη και θαυματουργό. Έρχονταν επίσης άγνωστοι άνθρωποι από διάφορα μέρη και αυτός έλεγε: «Εσύ είσαι ό τάδε και ήρθες εδώ γι' αυτό και γι' αυτό το λόγο».Διηγείται κάποιος από την Σκουτερά πού στο πατρικό του σπίτι έμενε ό παπά-Γιάννης, ότι είχε πει κάποτε: «Μια ημέρα θα αποκαλυφθεί το λείψανο ενός Άγιου στο μοναστήρι της Παναγίας της Λυκουρισιώτισσας και υστέρα το Μοναστήρι θα πάρει μεγάλη φήμη».Αλλά το χωριό του πού τον λάτρευε δεν τον χάρηκε πολύ, γιατί τον πήραν για εφημέριο στο χωριό Καινούργιο. Μετά τον ζήτησαν και τον πήραν στην Πελοπόννησο. Έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη του και τώρα σίγουρα θα έχει κοιμηθεί.Αιωνία του ή μνήμη. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν!



Από το βιβλίο, ''Ασκητές μέσα στον κόσμο''


Πηγή: ''Άγια Μετέωρα''


Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΒΗΣΤΟ



 


Πριν λίγο καιρό στην Θεσσαλονίκη,ο ηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου π. Εφραίμ έκανε μια ομιλία στο ''Ηλέκτρα Παλλάς'' στο πέρας της οποίας ακολούθησε ο εξής διάλογος με κάποιον ακροατή...



Ἀκροατής: Γέροντα, πρὶν εἴπατε ὅτι ὁ Διάλογος ἀνάμεσα στὶς Θρησκεῖες εἶναι θεμιτός. Ἡ συμπροσευχὴ εἶναι θεμιτή;
Γέρ. Ἐφραίμ: Ἀκοῦστε, ἡ συμπροσευχὴ δὲν πρέπει νὰ γίνεται, ἀλλ’ ὅμως γίνεται. Ἐμεῖς ὅμως τὰ βλέπουμε αὐτὰ καὶ κάνουμε πὼς δὲν βλέπουμε· καὶ ὁ λόγος ποὺ κάνουμε πὼς δὲν βλέπουμε, εἶναι ὅτι αὐτὸ συμβάλλει στὸ νὰ σιωποῦμε γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Μπορεῖ νὰ οἰκονομηθεῖ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.
Ποιό δὲν μπορεῖ νὰ οἰκονομηθεῖ;
Ὅταν πᾶνε καὶ κοινωνήσουν ἀπὸ τὸ ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο.
Τότε αὐτὸ δὲν οἰκονομεῖται. Διότι ξεπερνᾶνε τὰ ὅρια.
Τότε δὲν ὑπάρχει οὔτε διχασμός, οὔτε σχίσμα.
Δηλαδή, μέχρι ἐκεῖ μπορεῖ νὰ γίνει μιὰ οἰκονομία. Πέραν τούτου ὅμως, ὄχι.
Λέει καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος κάπου: «κρείττων πλανώμενος μετὰ τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ ὀρθοτομῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας»
–Ἀκροατής: Ἔχουν συζητηθεῖ, Γέροντα, αὐτὰ μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο...
Γέρ. Ἐφραίμ: Πολλὲς φορὲς ἔχουμε συζητήσει μὲ ἐκπροσώπους ποὺ ἔρχονται ἐκεῖ τοῦ Πατριαρχείου, βέβαια, πάρα πολλὲς φορές.
Ἀλλὰ τὸ Πατριαρχεῖο τὸ κάνει γιὰ λόγους διπλωματίας.
Μὴ ξεχνᾶτε ποῦ μένει τὸ Πατριαρχεῖο, ποῦ βρίσκεται τὸ Πατριαρχεῖο.
Εἶναι στὴ φωλιὰ τῶν φανατικῶν Μουσουλμάνων στὸ Φανάρι καὶ πολλὲς φορὲς τὸ Οἰκουμενικὸν πατριαρχεῖο τὸ κάνει γιὰ λόγους διπλωματίας...



Γέροντα, πότε στην διχιλιετή ιστορία της Εκκλησίας μας γίνονταν συμπροσευχές με αυτούς τους αλλόθρησκους; Με μαγγανίζοντες βουδιστές, με δαιμονόπληκτους ινδουιστές, με χριστοφάγους μουσουλμάνους, ακόμη και με πρωτόγονες φυλές στα βάθη της Αφρικής; Με τους παπικούς είχαν γίνει ναι, για ένα περιορισμένο όμως χρονικό διάστημα τον 14ο αιώνα, όταν οι Φιλενωτικοί οδηγούσαν το καράβι της Ορθοδοξίας, όπως και τώρα και εξάλλου ύπήρχε και ένας Μάρκος κι ένας Γρηγόριος! Ως πότε θα λέμε το ίδιο παραμύθι στους αποστασιοποιημένους Έλληνες, που πλέον κατάντησε και επικίνδυνα βαρετό, πως ενδίδουμε συνεχώς προς χάριν της ενότητας της Εκκλησίας; Αντίθετα... η ενότητα διασφαλίζεται, όταν κηρρύξουμε την Αλήθεια, όχι, όταν διαφημίζουμε το ψεύδος! Και για ποια οικονομία μιλάτε; Όταν φτάσουμε στο κοινό ποτήριο, τότε... όλα θα έχουν λάβει επίσημα ένα Τέλος! Κι αν στους βυζαντινούς, εκείνους χρόνους, υπήρχε ο κίνδυνος αυτής της δολερής, ενευλόγητης, οφιδοειδούς και μισερής ένωσης με τους αμετανόητους παπικούς, σήμερα όμως... συμπροσεύχεστε με ό,τι νοσηρό και αντίχριστο υπάρχει επί της γης. Για την χάρη της ενότητας πρέπει να απεμπολίσουμε τον ίδιο τον Χριστό; Και, πώς εκδηλώνεται αυτή η περιώνυμη διπλωματία; Με το να χαρίζουμε κοράνια, να προσευχόμαστε σε εβραικές συναγωγές, μπροστά σε γυάλινες σφαίρες, ωσάν είδωλα, να αποκαλούμε Άγιο Επίσκοπο τον Πάπα; Να βγαίνουμε στο μπαλκόνι του Βατικανού και περιχαρείς, τρισευτυχισμένοι να ευλογούμε τα πλήθη των αβάπτιστων καθολικών; Ο Μητροπολίτης Γερμανίας κ. Αυγουστίνος να δέχεται ποιηθέντα αγιασμό από καθολικό ''ιερέα'', το Πατριαρχείο της Αντιοχείας να έχει ενωθεί με τους αντιχαλκηδόνιους μονοφυσήτες, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας να τελεί μικτούς γάμους και βαπτίσεις κοπτών και ορθοδόξων, ο Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ζησιούλας να ομολογεί ανεκλαλήτως, πως δεν κατέχουμε μόνο εμείς την Αλήθεια, αλλά και οι υπόλοιπες, ''χριστιανικές ομολογίες''; Ο Οικουμενικός Πατριάρχης να στέλνει γραπτές, υπογραφόμενες ευχές σε τεκτονικά τάγματα ''Ροδοσταύρων'' να λέει ''ένας ο Χριστός, αλλά πολλά τα παιδιά του'' εννοώντας όλες τις ευρωπαικοθρεμένες, δυσειδείς αιρέσεις, να αποκαλεί ''Άγιο'' τον Μωάμεθ, δωρίζοντας το κοράνι στον πρόεδρο της πολυεθνικής coca - cola; Το παρελθόν δεν μας έχει γίνει μάθημα; Ο αιρετικός Πατριάρχης Νεστόριος για παράδειγμα, ...δέν δεχόταν νά ἀποκαλεῖται ἡ Παρθένος Μαρία,“Θεοτόκος”, ἀλλά ἐπέμενε νά τήν χαρακτηρίζει “Χριστοτόκο”... Κατ᾽ αὐτόν, ἡ θεότητα δέν μποροῦσε νά ἔχει “βρεθεῖ” ἐννέα μῆνες σέ μία γυναικεία μήτρα, νά ἔχει τυλιχθεῖ σέ σπάργανα, νά ὑπέφερε, νά πέθανε καί νά θάφτηκε. Ὁ Κύριλλος Αλεξανδρείας όμως, του ἐπισήμαινε, ὅτι δέν πρέπει ἡ ἀνάλυση καί ἑρμηνεία τῶν κεκρυμμένων θείων μυστηρίων νά ἐπιδιώκεται μόνο μέ βάση τή λογική. Προσπάθησε μέ ἐπιστολές πρός τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως νά ἀνασκευάσει τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Νεστορίου... χωρίς ὅμως τήν προσδοκώμενη ἐπιτυχία. Έτσι, ὅταν ὁ Κύριλλος πληροφορήθηκε ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Δωρόθεος, σέ συλλειτουργία του μέ τόν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, ἀναθεμάτισε ὅποιον δεχόταν τή Μαρία, τή μητέρα τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοτόκο καί ὁ Νεστόριος σώπασε καί κοινώνησε μαζί του, θεώρησε ὅτι ἔπρεπε νά ἀντιδράσει... Βρίσκετε κάποια ομοιότητα με το σήμερα Γέροντα; Τί σημαίνει η κοινωνία με αιρετούς ποιμένες; Παναιρετικότατος ο Πατριάρχης, κακόδοξες οι τεκτονικές θεολογίες του, μόνο που σήμερα δυστηχώς δεν υπάρχουν τέτοια πνευματικά αναστήματα, όπως του Αγίου Κυρίλλου. Δεν υπάρχουν κατ' επίγνωση ζήλου πατέρες να διακόψουν το μνημόσυνο του Πατριάρχη και να δεχθούν όλες... τις αναμενόμενες, τιμητικές για του Χριστού την Πίστη την Αγία, συνέπειες, δηλαδή καθαιρέσεις, περιφερόμενες διαπομπεύσεις, εξ απαλών ονύχων αφορισμούς και πυώδεις, εμετικούς εμπτυσμούς. Οι πάντες σιωπούν εν τη υπνώση τους! Υπάρχουν μόνο μεταπατερικές ακαδημίες να γεννιτσαρίζουν ανορθόδοξα λαικούς και κληρικούς, δημόσιες εκφράσεις πόνου και οδύνης για τους αιρετικούς οικουμενιστές, κι ατέλειωτοι μονόλογοι που κοιμίζουν εαυτούς και αλλήλους. Το ξαναγράφουμε... Οι πάντες κοιμούνται εν τη υπνώση τους!



Υ.Γ. Με τους Ορθοδόξους του Πατρίου Ημερολογίου αλήθεια, γιατί δεν συνδιαλλέγεστε; 

Εκείνοι πέταξαν στις καλένδες τιμές και χρήματα, 

κουβαλούν πάνω τους ενενήντα χρόνια, εξορίες, φυλακές, 

δημόσιες διαπομπεύσεις, απηνείς διώξεις. 

Φέρουν επάνω τους τις κατηγορίες του σχισματικού, 

του μη έχων Χάρι και Μυστήρια και τόσα άλλα ανέξοδα ψέμματα. 

Οι αιρετικοί που συμπροσεύχεστε σχεδόν έναν αιώνα τώρα, έχουν; 

Αλίμονο...


Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος 

Δημοσιογράφος

ΙΗΣΟΥ ΟΝΟΜΑΤΙ ΜΑΣΤΙΖΕ ΠΟΛΕΜΙΟΥΣ




Αφού ξυπνήσεις το πρωί, και αφού προσευχηθείς κάμποση ώρα, λέγοντας, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με, το πρώτο πράγμα, που έχεις να στοχασθείς είναι αυτό: το να σου φανεί πως βλέπεις τον εαυτό σου περικλεισμένο μέσα σ' έναν τόπο, και στάδιο, το οποίο δεν είναι άλλο, παρά η ίδια σου η καρδιά, και όλος ο εσωτερικός άνθρωπος· μ' αυτό τον νόμο, ότι, όποιος εκεί δεν πολεμήσει, να μένει πάντοτε πεθαμένος· και μέσα σ' αυτό λογάριασε πως βλέπεις εμπρός σου εκείνο τον εχθρό, και εκείνη την κακή σου όρεξη, την οποία αποφάσισες για να πολεμήσεις, και είσαι έτοιμος να πληγωθείς και να πεθάνεις, αρκεί μόνο να την νικήσεις.


Και από μεν το δεξί μέρος του σταδίου, νόμισε πως βλέπεις το νικηφόρο σου Αρχιστράτηγο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, με την Παναγία του Μητέρα, και με πολλά Τάγματα Αγγέλων και Αγίων και μάλιστα με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ· από δε το αριστερό, πως βλέπεις τον καταχθόνιο διάβολο, με τους δικούς του δαίμονες, για να σηκώσουν το πάθος εκείνο, και την κακή όρεξη καταπάνω σου, και να σε παρακινήσουν να αφήσεις τον πόλεμο, και να υποταχθείς σ' αυτό· φαντάσου και πως ακούς μια φωνή, σαν από το φύλακα σου Άγγελο, να σου λέει έτσι·


«Εσύ σήμερα πρέπει να πολεμήσεις εναντίον αυτού ακριβώς του πάθους, και των άλλων εχθρών· και μη δειλιάσει καθόλου η καρδιά σου, και φύγεις από τον πόλεμο λόγω φόβου, ή άλλης συστολής, με κανένα τρόπο· γιατί ο Κύριός μας και Αρχιστράτηγός σου Ιησούς, στέκεται εδώ συντροφιασμένος μαζί με όλους τους χιλιάρχους και εκατόνταρχους του, δηλαδή με όλα του τα ένδοξα τάγματα, για να πολεμήσει όλους τους εχθρούς σου, και να μη τους αφήσει να σε δυναστεύουν ή να σε νικήσουν·


«Κύριος λέει, πολεμήσει περί υμών» (Εξοδ. Ιδ΄ 14). Γι' αυτό, στάσου στέρεος, βίασε τον εαυτό σου, υπέφερε το βάσανο που θα αισθανθείς καμιά φορά· φώναζε πολλές φορές από τα σπλάχνα της καρδιάς σου· «μη παραδώς με εις ψυχάς θλιβόντων με» (Ψαλμ. Κστ΄ 18). Φώναζε τον Κύριό σου, και την Παρθένο, και όλους τους Αγίους, και Αγίες· και σίγουρα θα νικήσεις· γιατί λέει «Γράφω υμίν, νεανίσκοι, ότι νενικήκατε τον πονηρόν» (Ιωάν. Α΄ β΄ 13).


Και αν εσύ είσαι αδύνατος, και συνηθισμένος στα κακά, ενώ οι εχθροί σου είναι δυνατοί, και πολλοί, αλλά, πολύ περισσότερες είναι οι βοήθειες εκείνου, που σε έπλασε και σε λύτρωσε, και από σένα ασυγκρίτως δυνατότερος είναι ο Θεός στον πόλεμο αυτό· όπως έχει γραφεί· «Κύριος κραταιός και δυνατός εν πολέμω» (Ψαλμ. Κγ΄ 8). Και περισσότερο πόθο έχει αυτός να σε σώσει, από ότι έχει ο εχθρός να σε καταστρέψει. Γι' αυτό πολέμα, και μη βαρεθείς ποτέ σου τον κόπο. Γιατί από τον κόπο, και από τη βία, και το βάσανο, που αισθάνεσαι για τη συνήθεια, την οποία απέκτησες από το κακό, γεννιέται η νίκη, και ο μεγάλος θησαυρός, με τον οποίο αγοράζεται η βασιλεία των ουρανών, και ενώνεται η ψυχή διαπαντός με το Θεό.


Λοιπόν, άρχισε στο όνομα του Θεού να πολεμάς με τα άρματα της απιστίας του εαυτού σου, και της ελπίδας και θάρρους στο Θεό σου, με την προσευχή, και με τη γύμναση· και περισσότερο με το άρμα της καρδιακής, και Νοεράς Προσευχής· το οποίο είναι το, Κύριε Ιησού Χριστέ, όνομα τόσο φοβερό, που σαν μαχαίρι δίστομο στρεφόμενο μέσα στην καρδιά, μαστίζει, και κατακόπτει τους δαίμονες, και τα πάθη. Γι' αυτό και περί τούτου είπε ο Ιωάννης της Κλίμακος «Ιησού ονόματι, μάστιζε πολεμίους».


Με αυτά, λέω, πολέμα εκείνο τον εχθρό, και εκείνο το πάθος, και την κακή όρεξη, που σε πολεμάει· δηλαδή να την πληγώνεις θανάσιμα, πότε με την αντίσταση, πότε με το μίσος, πότε με τις πράξεις της ενάντιας αρετής· και έτσι, να κάνεις πράγμα αρεστό στο Θεό σου· ο οποίος, με όλη τη θριαμβεύουσα εν ουρανοίς Εκκλησία, στέκει αόρατα, και βλέπει τον πόλεμό σου· για τον οποίο πόλεμο, δεν πρέπει να λυπάσαι συλλογιζόμενος, αφενός το χρέος που έχουμε όλοι μας να δουλεύουμε, και να αρέσουμε στο Θεό, και αφετέρου, την ανάγκη που έχουμε να πολεμούμε, καθώς σου προείπα.


Γιατί, αν απ' αυτό τον πόλεμο φύγουμε, σίγουρα μέλλουμε να θανατωθούμε. Έπειτα, και αν φύγεις προς ώραν από τον κατά Θεόν αυτό πόλεμο σαν αποστάτης, και δοθείς στον κόσμο, και σ' όλες τις τρυφές, και αναπαύσεις της σαρκός· αλλά ύστερα, και παρά τη θέλησή σου πάλι πρέπει να πολεμήσεις· και με τόσες δυσκολίες, που πολλές φορές να ιδρώνει το πρόσωπό σου, και να καταπληγώνεται η καρδιά σου με θανατηφόρες λιποθυμίες.


Πότε; Στον καιρό των γηρατειών και του θανάτου σου. Όταν οι δαίμονες, και όλα τα πάθη σου, πρόκειται να σε περικυκλώσουν δυνατά. Και τόσο να σε κατατροπώσουν, που εσύ αδύναμος, ποιον πρώτα να αντιπολεμήσεις, πρόκειται να παραδοθείς σε αιώνιο θάνατο. Γι' αυτό, μη γίνεις τόσο μωρός, αγαπητέ, ώστε να θέλεις να πολεμάς τότε σε ένα καιρό ανώφελο· αλλά σαν φρόνιμος, υπόμεινε τώρα τον κόπο του πολέμου, για να νικήσεις, να στεφανωθείς και να ενωθείς με το Θεό, και εδώ, και εκεί στη βασιλεία του την ουράνια, «μνήσθητι του Κτίσαντός σε εν ημέραις νεότητος σου.



Από τον Αόρατο Πόλεμο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ




Άνθος εὐῶδες τῆς Καππαδοκίας (Γκέλβερι, 1883) ὁ ῞Αγιος Γέρων ῾Ιερώνυμος, φορεὺς γνήσιος τῆς Μικρασιατικῆς ᾿Ορθοδόξου ῾Ησυχαστικῆς Παραδόσεως, προσεχώρησε κατόπιν ἐκτενοῦς καὶ ἐντόνου προσευχῆς εἰς τὸ Πάτριον ῾Ημερολόγιον κατὰ τὸ ἔτος 1942.Χωρὶς νὰ ὑπεισέρχεται εἰς θεολογικὰς ἀναλύσεις καὶ νὰ ἐμπλέκεται εἰς ταραχώδεις συζητήσεις, ἐνέμενε μὲ σταθερότητα εἰς τὴν ἀπόφασίν του αὐτήν, ἀρκούμενος εἰς τὸ νὰ ὁμολογῇ μὲ ταπείνωσιν, ὅτι «αὐτὸ εἶναι τὸ σωστὸ» ῾Ημερολόγιον καὶ ὅτι ἀπὸ τοῦ 1924 «τὰ πράγματα δὲν πᾶνε καθόλου καλὰ» εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν.


Ο ῾Ησυχαστὴς τῆς Αἰγίνης ἐφλέγετο ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἡ βαθεῖα ἐσωτερικὴ ζωή του περιεκλείετο εἰς τὴν ὄντως συγκλονιστικὴν προσευχήν του: «Κύριε, μὴ μὲ πάρῃς, ἐὰν δὲν γίνω ὅλος Σός»!...Χαρακτηριστικὴ ἦτο ἐπίσης ἡ βαθυτάτη εὐλάβειά του πρὸς τὴν ῾Υπερευλογημένην Θεοτόκον, ἡ ὁποία μάλιστα ἀπεκάλυψεν εἰς μίαν πνευματικὴν θυγατέρα τοῦ ῾Αγίου Γέροντος, ὅτι «οὐδεὶς ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς μὲ ἀγαπάει ὡς ὁ π. ῾Ιερώνυμος»!...Ιδιαίτερον γνώρισμα τοῦ δευτέρου αὐτοῦ συγχρόνου ῾Αγίου τῆς Αἰγίνης ἦτο ἡ μεγάλη του ταπείνωσις, διότι ἐνεθυμεῖτο συνεχῶς, ὅτι«θεμέλιος ...ἐστὶ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς φιλοσοφίας ἡ ταπεινοφροσύνη».

Ο ῞Αγιος Γέρων εἶχε πλουτισθῆ μὲ τὰ ποικίλα χαρίσματα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἰδιαιτέρως δὲ τῆς διοράσεως, τῆς προοράσεως, τῆς δια- κρίσεως, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀναπαύσεως τῶν ἀναριθμήτων ψυχῶν, αἱ ὁποῖαι προσέτρεχον εἰς αὐτὸν καὶ ἐζήτουν λόγον παρηγορίας· ἦτο πράγματι «υἱὸς παρακλήσεως» (Πράξ. δʹ 36).Πολὺ ὀρθῶς γράφονται εἰς τὸν θαυμαστὸν βίον τοῦ θεοφόρου ῾Ησυχαστοῦ τὰ ἑξῆς:«᾿Ενίοτε ὑπάρχουν συζητηταὶ τοῦ αἰῶνος τούτου, ὁποὺ θέλουν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ὁ Γέροντας ῾Ιερώνυμος καὶ ἄνθρωποι χαρισματοῦχοι ὡσὰν αὐτόν, εἶναι ἐκτὸς ᾿Εκκλησίας, διότι δὲν κοινωνοῦν μὲ τὴν Παγκόσμιον ᾿Ορθοδοξίαν. 


῾Η ἀπάντησίς μας εἶναι: ἂς μᾶς κατατάξη τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ γλυκύς μας ᾿Ιησοῦς μὲ τοὺς πατέρας τούτους, καὶ μᾶς φθάνει καὶ μᾶς περισσεύει»!...Ο ΟΣΙΟΣ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγει, ὅτι «οὐκ ἔστι τὸ τυχὸν ὁ Χριστιανισμός· ...τὸ γὰρ μυστήριον τοῦ Χριστιανισμοῦ ξένον ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου».Ενδεδυμένοι μὲ τὰ «λευκὰ ἱμάτια» τῆς Χάριτος (᾿Αποκαλ. γʹ 18) ἂς βιώσωμεν τὸ «Μυστήριον» τοῦτο, παραμένοντες εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν τῆς Πίστεως καὶ ἔχοντες χειραγωγοὺς τὴν ῾Οδηγήτριαν Θεοτόκον καὶ τοὺς ῾Αγίους τῆς Πίστεώς μας, ἰδιαιτέρως δὲ τὸν ῞Αγιον Γέροντα ῾Ιερώνυμον, τὸν ῾Ησυχαστὴν τῆς Αἰγίνης, διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ᾿Αμήν!



Περιοδικό ''Άγιος Κυπριανός''

ΣΥΝΕΤΡΩΓΕ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ,ΧΡΙΣΤΟ



Διηγήθηκε ένας από τους Αγίους Πατέρες την ακόλουθη ιστορία που άκουσε στην έρημο της Θηβαϊδας. Συνέβηκε κάποτε και πέρασε από την έρημο ένας μεγάλος πνευματικός και στην αρετή περιβόητος. Τότε πολλοί από τους Πατέρες έτρεχαν και εξομολογούντο σ' αυτόν, μεταξύ τους πήγε και ένας απλός και άκακος άνθρωπος βοσκός στο επάγγελμα, που δεν ήξερε τι θα πει αμαρτία, μόνη του δε επιθυμία ήταν πως να κερδίσει το παράδεισο. Ο πνευματικός τότε του είπε να κρατεί τον ίσιο δρόμο και θα φθάσει στο παράδεισο.Άκακος όπως ήταν ερμήνευσε κατά γράμμα τα λόγια του πνευματικού και περπατώντας τρεις μέρες έφτασε σ' ένα μοναστήρι και στον ηγούμενο τον πόθο του. 


Από τα λόγια του ο ηγούμενος εννόησε την απλότητα και ακεραιότητα του, τον δέχτηκε στο μοναστήρι και αφού τον έκαμε μοναχό τον έβαλε να «φιλοκαλή» την Εκκλησίαν, δηλαδή τον έκαμε νεωκόρο.Μια μέρα όταν τον επισκέφτηκε ο Ηγούμενος και τον νουθετούσε τα αναγκαία για τη σωτηρία του, πήρε και αυτός θάρρος και τον ρώτησε ποιός είναι αυτός που είναι κρεμμασμένος πάνω από το εικονοστάσιο και είναι συνέχεια νηστικός και διψασμένος, μη γνωρίζοντας ότι είναι ο Δεσπότης Χριστός. Αστεϊζόμενος τότε ο Ηγούμενος του είπε πως αυτός ήταν νεωκόρος πρωτύτερα και επειδή αμελούσε το «διακόνημα» του (υπηρεσία) τον ετιμώρησε να κρέμμεται επάνω στο σταυρό. Ο απλός τότε δεν είπε τίποτε, το βράδυ όμως σαν πήρε το φαγητό του, αφού έκλεισε της Εκκλησίας άρχισε να παρακαλεί τον κρεμασμένο να κατεβή να φάνε μαζί. Έβαζε μάλιστα μάρτυρα τον Θεό πως αν δεν κατέβει ούτε αυτός τρώει. 


Τότε ο πράος και ταπεινός Κύριος αυτός που κάθεται στις καρδιές των πράων του απάντησε πως φοβάται να κατέβει μήπως το μάθει ο Ηγούμενος και τον τιμωρήσει. Ο απλός όμως και πάλι επέμενε και τότε του φάνηκε πως κατέβηκε και έτρωγαν και συνομιλούσαν μαζί. Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ (ω της πολλής σου φιλανθρωπίας Χριστέ) και ενώ οι άλλοι μοναχοί άκουαν ομιλίες στο ναό, όταν έμπαιναν μέσα έβλεπαν μόνο τον απλό που τους βεβαίωνε πως ήταν μόνος.Τότε έβαλαν ένα μοναχό πολύ αγαπητό στο νεωκόρο ο οποίος κατώρθωσε και έμαθε από τον απλό πως κάθε βράδυ κατεβαίνει ο φαινόμενος κατάδικος και συντρώγουν και του υπόσχεται πως γι' αυτό του το δείπνο, θα τον φιλεύση πλουσιοπάροχα στο σπίτι του πατέρα του. Όταν έμαθε ο ηγούμενός αυτά, κάλεσε τον απλό και αφού τον έπεισε να του πει αυτά που συμβαίνουν, τότε του είπε το επόμενο βράδυ να παρακαλέσει τον φαινόμενο και για τον ηγούμενο και να τον φιλεύση και αυτόν στο σπίτι του πατέρα του. 


Πράγματι ο απλός παρακάλεσε το επόμενο βράδυ για τον ηγούμενο αλλά πήρε απάντηση πως αυτό δεν γίνεται και έτσι να μην τον ενοχλεί γιατί ο ηγούμενος δεν είναι άξιος ούτε για τα ψίχουλα που πέφτουν απ' εκείνο το τραπέζι. Σαν άκουσε το πρωί ο ηγούμενος την απόφαση λυπήθηκε άμετρα, ελπίζοντας όμως στο έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού με κλάματα παρακαλούσε τον απλό να επιμένει και να βιάζει τον αβίαστο να τον δεχθεί και αυτόν στο ουράνιο τραπέζι. Ο απλός συνέχισε να παρακαλεί το επόμενο βράδυ το Δεσπότη Χριστό αλλά ο Κύριος του είπε να μην επιμένει γιατί δεν γίνεται. Τότε η άπλαστη εκείνη ψυχή αποκρίνεται και του λέγει: «καλώς λέγεις ότι δεν είναι άξιος ο Ηγούμενος δια την άνωθεν τράπεζα, αλλά δια το ψωμί όπου μας έθρεφε τόσας ημέρας, όπου αν έλειπεν θα απεθάναμεν από την πείναν, καν δια ταύτην την καλωσύνην του δεν τον δέχεσαι;»


Και ο Δεσπότης Χριστός «ας είναι είπε δια την αγάπη σου, και μόνον δια να μη σε λυπήσω, επειδή και τόσην αγάπη και φροντίδα έχεις και μεριμνάς πολύ δια τον πλησίον σου, ειπέ του λοιπόν να διορθωθή καλώς και μετά οκτώ ημέρας να έλθητε αμφότεροι εις την ητοιμασμένη χαράν.»Αφού έμαθε αυτά ο Ηγούμενος χάρηκε, έκαμε την πρέπουσα μετάνοια και αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, αρρώστησε λίγο και παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό μετά από οκτώ μέρες. Ο δε απλός εκεί που συνομιλούσε κατά τη συνήθεια με τον αγαπημένο του Δεσπότη πέταξε η μακαρία του ψυχή και μετέβησαν και οι δύο σ'εκείνη την ευτυχισμένη και ατελεύτητη ζωή, την οποία είθε και εμείς «χάριτι Θεού» να απολαύσουμε.

Γεροντικόν

ΠΟΣΟ ΣΟΥ ΣΤΟΙΧΙΖΕΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ;ΕΛΑ ΝΑ ΖΥΓΙΣΩ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟ ΣΟΥ!


 


Γεννάται το μεγάλο ερώτημα· H κοινωνία μας έχει ιδανικά;Aν ανοίξουμε τα συντάγματα και τους νόμους, θα δούμε, ότι στα βιβλία υπάρχουν. Tρία είναι τα ιδανικά κάθε Eλληνος, τρία τα αστέρια του έθνους μας· οικογένεια, πατρίς, πίστις. Aλλ” αυτά μένουν στα λόγια και στα χαρτιά. Tα ζωγραφίζουμε με θεωρίες, στην πράξι όμως δεν κάνουμε τίποτε.Φωνάζει ο ένας· Θέλουμε οικογένεια! Tι είναι οικογένεια; Mέσα στα βιβλία είναι θεσμός άγιος, μυστήριο μέγα. Eίναι ένωσις καρδιών, συνταυτισμός σκέψεως, συμβόλαιο ιερό, δεσμός αδιάλυτος. H οικογένεια είναι υπόθεσι της καρδιάς. Ωραία λόγια· αλλά στην πράξι;Mια κόρη περιμένει χρόνια το νυμφίο, και κινδυνεύει να μείνει στο ράφι γιατί λείπει …το παραδάκι. Eίναι φτωχιά, σαν την υπεραγία Θεοτόκο. Kανείς δεν πλησιάζει τcν πόρτα της. Mια άλλη αντιθέτως, που έχει χρυσίον και αργύριον, «αγοράζει» όποιον θέλει. Kαι η καλή κόρη πικραίνεται. O γάμος έγινε πλέον, από υπόθεσι της καρδιάς, υπόθεσι του χρήματος.Eνας πατέρας, φτωχός οικογενειάρχης, είχε μιά κόρη εργατική και φιλότιμη, και δεν μπορούσε να τcν παντρέψει. Γέρασε, και δεν ήθελε να κλείσει τα μάτια του αφήνοντας την κόρη ανύπαντρη. Σκέφτηκε κάτι. Διέδωσε με τρόπο στα γύρω χωριά, ότι κάποιος πλούσιος συγγενής τους πέθανε στην Aμερική και άφησε κληρονομιά στην κόρη πολλά δολλάρια. Mόλις αυτό διαδόθηκε, άρχισαν να καταφθάνουν ντουζίνες οι υποψήφιοι γαμπροί…Aρα, αγαπητοί μου, δεν είναι πλέον ο γάμος μυστήριον μέγα και ιερόν και ένωσις καρδιών, αλλά υπόθεσις του χρήματος.O άγγελος παίρνει κιμωλία και γράφει· ο γάμος = μυστήριον μέγα. Kαι ο διάβολος γράφει· ο γάμος = εμπόριο αισχρότατο.Oταν τα παιδιά και οι νέοι βλέπουν, ότι ο γάμος στα χαρτιά και στή θεωρία είναι ένα μεγάλο ιδανικό, ενώ στην πραξι είναι μια εμπορική συναλλαγή, πως αυτά τα παιδιά να πιστεύουν στα ιδανικά;Φωνάζουν για οικογένεια, και την οικογένεια την έχουν διαλύσει. 
Tό αστέρι αυτό το πήραμε από “κει ψηλά, που βρισκόταν, και το ρίξαμε στο βούρκο και στην αμαρτία.Tό άλλο αστέρι τώρα, που λέγεται πατρίς. στα παλιά βιβλιάρια των στρατιωτών έγραφε· «Mητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερόν εστιν η πατρίς» (Πλάτωνος Kρίτ. 12). Kαι αυτή η πατρίδα είναι η Eλλάδα. Πόσο σού στοιχίζει η πατρίδα; Oχι σε λόγια και σε θεωρίες, αλλά σε θυσίες. Eλα να ζυγίσω τον πατριωτισμό σου.Φωνάζει η πατρίς σ” αυτόν με τα χρήματα τα πολλά. δεν του ζητά τώρα να δώσει το αίμα του. Zητά κάτι πολύ μικρό· ζητά τα χρήματά του. Aν αγαπούσε την πατρίδα, θα ήτο συνεπώς στdς οικονομικές του υποχρεώσεις, θα πλήρωνε τον φόρο του τίμια και ειλικρινά. Aλλ” οι μεγάλοι κάνουν δήθεν τον πατριώτη, και αποφεύγουν τους φόρους. Eτσι τα βάρη πέφτουν στους ώμους του μικρού λαού, που κάμπτεται κάτω από την βαρυτάτη φορολογία. Ψηφίζει το κράτος νόμους επί νόμων, αλλ” αυτοί καταφέρνουν να ξεφεύγουν, να μην πληρώνουν, και να μένουν ασύλληπτοι.«Πατρίδα», φωνάζουν οι εφοπλισταί. Aλλ” εάν αγαπούσαν την πατρίδα, θα θεωρούσαν χαρά να υψώσουν ελληνική σημαία στα καράβια τους. στα κατάρτια τους δεν ανεμίζει η ελληνική σημαία, αλλά οι σημαίες άλλων ασημάντων κρατών. Γιατί; Γιατί εκεί είναι όλα φτηνά. για τα τριάκοντα αργύρια του Iούδα προτιμούν ξένες σημαίες. θα βάλουν την ελληνική, αν το κράτος τους αφήσει αφορολόγητους…Aν είσαι πατριώτης, στο πορτοφόλι σου θα έχεις φράγκα ελληνικά. Kαι όμως αυτοί περιφρονούν το φτωχό ελληνικό νόμισμα. Aυτοί τα λεφτά τους, σε ράβδους χρυσού, τα φυλάνε στην Eλβετία και σ” άλλες χώρες.Aγιοι άγγελοι και αρχάγγελοι, φρουρείτε τον τόπο μας, τα βουνά και τα λαγκάδια μας! 
Γιατί αν έρθει κίνδυνος, θα τους δήτε αυτούς τους κυρίους με τα ελικόπτερα να φεύγουν και να μένει ο μικρός λαός για να υποφέρει…«Πατρίδα» φωνάζουν, και ούτε μια δραχμή δεν δίνουν για τα ευαγή ιδρύματα. Που είναι οι μεγάλοι εκείνοι εθνικοί ευεργέτες μας! Φτωχαδάκια ευλογημένα, φεύγανε στό εξωτερικό γυμνοί, με την ευχή της μάνας. Άλλος πήγαινε στή Mόσχα, άλλος στcν Oδησσό, άλλος στην Aλεξάνδρεια. Mια λαχτάρα εrχαν· ν” αποκτήσουν χρήματα, για να κάνουν καλό στη φτωχή μας την πατρίδα. Nα κτίσουν σχολεία, νοσοκομεία και εκκλησιές. Πού είναι σήμερα οι ευεργέται; Πού είναι ο «Aβέρωφ», το θρυλικό μας καράβι;…Oλα έγιναν συμφέρον. Tό αστέρι της πατρίδος το ρίξαμε μέσα στό χρηματοκιβώτιο του Iούδα.Tο δε τρίτο φωτεινό αστέρι είναι η πίστις. Ω η αγία μας Eκκλησία! Eδώ όμως θα σταματήσω. Eχω μιλήσει επανειλημμένως και έχω γράψει γι” αυτό. Όσοι θέλετε, διαβάστε το βιβλίο «Eλευθέρα και ζώσα Eκκλησία». θα δήτε, σε ποιο ύψος βρισκόταν το αστέρι αυτό, και πού κατήντησε επί των ημερών μας.Kάθε παιδί που έρχεται στόν κόσμο, αγαπητοί μου, κλείνει μέσα του ένα μεγαλείο αλλά και μια τραγικότητα. Eχει καλές και κακές κλίσεις. Eχει αγγελικά και δαιμονικά στοιχεία. Ποιά από τα δύο θα νικήσουν; Eξαρτάται κατά μέγα μέρος από το περιβάλλον. Eρωτώ· Tά παιδιά από που ήρθαν; Aπ” το φεγγάρι ή απ” τον Άρη; στα δικά μας χέρια δεν γεννήθηκαν; Ποιός φταίει λοιπόν;Aς βάλουμε το χέρι στην καρδιά κι ας ερωτήσουμε, ενώπιον του Eσταυρωμένου· Eμείς τι κάναμε για τα παιδιά;

Μακαριστός Επίσκοπος π. Aυγουστίνος Καντιώτης


Πηγή: ''Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης'' 

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ




Στην Ιερὰ Σύνοδο τῆς ῾Ιεραρχίας τῆς ἐπισήμου καὶ ἐν Καινοτομίᾳ ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ ῾Αγίου Βλασίου κύριος ῾Ιερόθεος ἀνέγνωσε μία ἀξιοπρόσεκτη Εἰσήγησι μὲ θέμα: «῾Η συνοδικὴ λειτουργία τῆς ῾Ιεραρχίας,τῆς Διαρκοῦς ῾Ιερᾶς Συνόδου καὶ τῶν Συνοδικῶν ᾿Οργάνων»1.Στὴν ἑνότητα «Γραφειοκρατικὰ ζητήματα», ὁ σεβασμιώτατος κ.῾Ι. ὑποστηρίζει, ὅτι «τὰ θέματα τὰ ὁποῖα ἐπιλέγονται γιὰ νὰ ἐξετασθοῦν στὴν ῾Ιεραρχία πρέπει νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὰ θέματα ποὺ συζητοῦσαν ἡ ᾿Αποστολικὴ Σύνοδος καὶ οἱ Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, δηλαδή, θεολογικὰ καὶ κανονικά, ποὺ ἀναφέρονται στὴν πίστη καὶ στὴν τάξη, στὸ δόγμα-ὅρο, στὴν κανονικὴ συγκρότηση καὶ στὸ ἦθος τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας», ἐκφράζει δὲ τὴν γνώμη πολλῶν ᾿Αρχιερέων, «ὅτι κατὰ τὶς Συνεδριάσεις τῆς ῾Ιεραρχίας» «ἀναπτύσσονται ἀκαδημαϊκὰ θέματα, τὰ περισσότερα χάριν ἐπικοινωνιακοῦ λόγου».Πρὸς τεκμηρίωσιν τῆς τόσον καθ᾿ ἡμᾶς ὀδυνηρᾶς ἀπόψεώς του, ὁ σεβασμιώτατος κ.῾Ι. χρησιμοποιεῖ ἕνα «παράδειγμα» ἐρωτηματικῶς: «Γιατί νὰ γίνεται σὲ κάθε σχεδὸν ῾Ιεραρχία ἀπολογισμὸς τῶν οἰκονομικῶν θεμάτων -ποὺ καὶ αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο, γιατὶ πρέπει νὰ ὑπάρχει διαφάνεια καὶ καλὴ διαχείρηση- καὶ νὰ μὴ γίνεται συγχρόνως ἐνημέρωση τῶν ῾Ιεραρχῶν ἀπὸ τὴν ἁρμόδια Συνοδικὴ ᾿Επιτροπὴ γιὰ τὰ διορθόδοξα καὶ διαχριστιανικὰ ζητήματα; Τί προέχει γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία: τὰ οἰκονομικὰ θέματα ἤ οἱ ποικίλοι διορθόδοξοι, διαχριστιανικοὶ καὶ διαθρησκειακοὶ διάλογοι, ὅπου πρέπει νὰ ἐκφράζεται ἡ πίστη καὶ ἡ ζωὴ τῆς Τοπικῆς ᾿Εκκλησίας;».



Καὶ συνεχίζει ὁ σεβασμιώτατος κ.῾Ι.: «Νομίζω ὅτι δὲν συνιστᾶ λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ πολιτεύματος τὸ νὰ ὑπογράφωνται διαχριστιανικὰ καὶ διορθόδοξα κείμενα ἄνευ γνώσεως τῶν μελῶν τῆς ῾Ιεραρχίας καὶ ἄνευ Συνοδικῆς ἀποφάσεως».Εἶναι προφανὴς ἡ νοθεία τοῦ Συνοδικοῦ Πολιτεύματος ὑπὸ τῆς ἐν Καινοτομίᾳ καὶ Οἰκουμενισμῷ ῾Ιεραρχίας, πολυμερῶς ἄλλωστε καὶ πο- λυτρόπως διαπιστουμένης, ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ νεοελληνικοῦ Κρατιδίου, ἰδίως ὅμως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν Διαχριστιανικὴ καὶ Διαθρησκειακὴ Κίνησι, δηλαδὴ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνησι (1920 κ.ἑ.).Η αὐτὴ ῾Ιεραρχία τοῦ ᾿Οκτωβρίου 2009 ἀπέδειξε πανθομολογουμένως τὴν ἀδυναμία αὐτῆς νὰ ἀντιμετωπίση εὐθέως καὶ ἀμέσως τὴν διακηρυχθεῖσα ἐκκλησιολογικὴ αἵρεσι ὑπὸ τοῦ μητροπολίτου Μεσσηνίας κυρίου Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία ἐτέθη γραπτῶς ἐνώπιόν της, ὅτι «ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία καὶ ἀδιαίρετη πρὶν τὸ σχίσμα, σήμερα εἶναι διηρημένη, ἀφοῦ βρισκόμαστε σὲ σχίσμα, αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει τὸ περιεχόμενο τῆς παρ. 41 τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας»2.Θὰ ἦταν ἆρά γε τόσο δύσκολο νὰ διακηρυχθῆ ὑπὸ τῆς ῾Ιεραρχίας τὸ αὐτονόητον, δηλαδὴ ὅτι «μὲ τὴν ἐκκλησιολογικὴ τοποθέτηση» αὐτὴ τοῦ μητροπολίτου Μεσσηνίας «ἀλλοιώνεται οὐσιωδῶς ἡ δογματικὴ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας» καὶ ὅτι ἡ «τοποθέτηση» συνιστᾶ «σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ ἀτόπημα»3;Εν πάσῃ περιπτώσει, ἡ Καθολικὴ Συνείδησις τῆς ᾿Εκκλησίας θέτει «τὸ εὔλογο καὶ καίριο ἐρώτημα» πρὸς τοὺς Οἰκουμενιστάς: «Μὲ ποιά αἴσθηση αὐτοσυνειδησίας τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας προσέρχονται οἱ ἐκπρόσωποί της στὸν Διμερῆ Θεολογικὸ Διάλογο;»· «προσέρχεται ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία μας διὰ τῶν ἐκπροσώπων της ὡς ἡ “ΜΙΑ, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ᾿Εκκλησία” ἤ ὡς διηρημένη ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία ἀ- ναζητᾶ τὴν ὀντολογικὴ ἑνότητά της στὴν ἕνωσή της μὲ τοὺς κατὰ καιροὺς ἀποκομμένους ἀπὸ αὐτὴν ἑτεροδόξους;»3.


Η νοθεία ὅμως τοῦ Συνοδικοῦ Πολιτεύματος ὑπὸ τῆς οἰκουμενιστικῆς ῾Ιεραρχίας τῆς ῾Ελλάδος ἤ, ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον, ἡ ἀπώλεια τῆς ᾿Αποστολικῆς, Πατερικῆς καὶ Συνοδικῆς Παραδόσεως, εἶναι περισσότερο καταφανὴς στὶς ζοφερὲς ἡμέρες μας, ὁπότε -ὡς ὀρθότατα ἐγράφη- «οἱ οἰκουμενιστὲς ἔγιναν θρασύτατοι, οἱ ἀσέβειές τους διαφανεῖς καὶ ξεδιάν- τροπες, δὲν κρύβονται ἄλλο πιά»4.Διότι, «ἐνῶ ἔχει ἀσχοληθεῖ ἡ ῾Ι. Σύνοδος μὲ ἑκατοντάδες περιπτώσεις καινοφανῶν “αἱρέσεων”, καὶ ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὴν ῾Ι. Σύνοδο κατάλογοι ποὺ περιλαμβάνουν καὶ τὶς πιὸ μικρὲς αἱρετικὲς ὁμάδες (πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες μετροῦν μερικὲς δεκάδες ὀπαδούς), γιὰ τὴν μεγάλη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στοὺς κόλπους τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν ἱερωμένοι ὅλων τῶν βαθμίδων τῆς ἱεραρχίας, ἐπικρατεῖ “ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή”»· «ὅταν ὅμως τίθενται θέματα οἰκονομικὰ-φορολογικὰ (ὅπως πρὶν δύο ἑ- βδομάδες συνέβη), ἀστραπιαίως συγκαλοῦν ἔκτακτη Σύνοδο τῆς ῾Ιεραρχίας. Κατώτερη, λοιπόν, ἡ Πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀσήμαντο τὸ κατεπεῖ- γον καὶ χρονίζον πρόβλημα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ ἀνώτερα τὰ κτήματα καὶ ὁ χρυσός;»4.Τὸν Μάρτιο τοῦ 2010 εἶδε τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος ἕνα ἐκτενέστατο κείμενο τοῦ γνωστοῦ Θεολόγου κυρίου Παναγιώτου Σημάτη, μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ τίτλο: «῾Η ᾿Αποτείχιση ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς ἐπείγουσα ὑπόθεση προβλεπομένη ἀπὸ τοὺς ῾Αγίους Πατέρες» καὶ τὴν διευκρίνισι: «᾿Απάντηση σὲ ἄρθρα καὶ σχόλια περὶ Διακοπῆς μνημοσύνου καὶ ᾿Αποτείχισης»5.Ο ἀντιοικουμενιστὴς Θεολόγος ὑποστηρίζει τεκμηριωμένα τὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Αποτείχισι· εἶναι ἐνδεικτικὴ ἡ κατακλεὶς τοῦ ἄρθρου του, πάντως ὄχι ἀρκούντως ἐπιμελημένου καὶ μὲ ἀνακριβεῖς ἀναφορὲς στὶς «σχισματικὲς παρατάξεις τοῦ Παλαιοῦ ῾Ημερολογίου»:


«῾Ο ἱερέας ποὺ διακόπτει τὸ μνημόσυνο τοῦ ᾿Επισκόπου του (μὲ ὅ,τι συνεπάγεται αὐτό), καὶ ὁ πιστὸς ποὺ ἀποτειχίζεται ἀπὸ τέτοιο ᾿Επίσκοπο, ἀκολουθώντας τοὺς Πατέρες, διαφυλάττουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως. Γιὰ τοῦτο ἐξ ἄλλου καὶ οἱ Πατέρες (τηροῦντες τὸν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει καμία ἀβαρεία σὲ θέματα Πίστεως), ἦσαν τόσο αὐστηροὶ ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἐπικοινωνούντων ἐκκλησιαστικὰ μὲ αἱρετικούς, ἀφοῦ ἡ ἐπικοινωνία αὐτὴ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴ σωτηρία μας καὶ τὴν διατήρηση τῆς Πίστεως ἀμολύντου»5.Ο κ.Π.Σ., ὑπογραμμίζων ἐμμέσως, πλὴν μὲ ἐξαιρετικὴ ἔμφασι, τὴν ὀδυνηρὰ ἀλήθεια, ὅτι ἡ νοθεία τοῦ Συνοδικοῦ Πολιτεύματος ὑπὸ τῆς οἰκουμενιστικῆς ῾Ιεραρχίας τῆς ῾Ελλάδος εἶναι μία ἀναμφισβήτητος πραγματικότης, μὲ σωτηριολογικὲς προεκτάσεις καθ᾿ ἡμᾶς («σήμερα ὅμως τὰ πράγματα ἔχουν ἀλλάξει ἄρδην»), ἐπιλέγει: «Καμιὰ ἀνθρώπινη δύναμη δὲν φαίνεται νὰ μπορεῖ νὰ σταματήση τὸν καλπάζοντα Οἰκουμενισμό.Εἶναι νωπές, οἱ πρὶν μερικοὺς μῆνες αἱρετικὲς δοξασίες ποὺ ἐξέμεσε ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας μέσα στὴν ἴδια τὴν ῾Ιεραρχία (᾿Οκτ. 2009) καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν διαμαρτυρία τοῦ Μητροπολίτη Πειραιῶς, δὲν ὑπῆρξε κα- μιὰ ἄλλη ἐπίσημη ἀντίδραση... Μάλιστα ἡ ῾Ιεραρχία, τελικὰ ἐμπιστεύεται στὸν ἐν λόγῳ Μητροπολίτη νὰ μᾶς ἐκπροσωπήσει στὸ Διάλογο μὲ τοὺς αἱρετικούς, τῶν ὁποίων αἱρετικῶν τὶς ἰδέες ὑποστήριξε-προπαγάνδισε (!) καὶ μέσα στὴν ἴδια τὴν ῾Ιερὰ Σύνοδο!!!»5.Οἱ ᾿Αντιοικουμενισταὶ τοῦ Νέου ῾Ημερολογίου εἰς μάτην ἀναμένουν μίαν συνοδικὴν ἀντίδρασι κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ· πρῶτον, διότι ἔχουν δεσμευθῆ εἰς αὐτὸν μέσῳ Πανορθοδόξων Συνοδικῶν Διασκέψεων, μὲ θεμέλιο τὴν οἰκουμενιστικὴ Πατριαρχικὴ ᾿Εγκύκλιο τοῦ 1920· δεύτερον, διότι δὲν δύνανται ἤ δὲν εἶναι πρόθυμοι νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν Παναίρεσι στὸ πρόσωπο ἰδίως τῶν ἐξάρχων της.

Προσφάτως, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κύριος Βαρθολομαῖος, ἐξαίρων τὴν προσωπικότητα τοῦ μὴ ὀρθοδόξου πατριάρχου ᾿Αθηναγόρου († 7.7.1972 πολ.ἡμ.), κατὰ τὸ ἐτήσιο μνημόσυνό του, διεκήρυξε ἀπὸ τὸ Κοντοσκάλι τῆς Κωνσταντινουπόλεως (῾Ιερὸς Ναὸς ῾Αγίας Κυρι- ακῆς, 7.7.2010 πολ.ἡμ.), γιὰ πολλοστὴ φορὰ τὴν αἵρεσι τῆς «᾿Αοράτου ῾Ενώσεως» ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἡ ὁποία ὡς γνωστὸν θεμελιώνεται στὴν οἰκουμενιστικὴ «Βαπτισματικὴ Θεολογία»6.«῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδικὴ καὶ ἡνωμένη ἐνώπιον τοῦ Τρι- αδικοῦ Θεοῦ, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου βαπτίζονται πάντα τὰ μέλη αὐτῆς, ἀποκτῶντα οὕτω τὴν δικαίωσιν ἑαυτῶν, ἀνεξαρτήτως εἰς ποίαν ῾Ομολογίαν ἀνήκουσιν, ἑνούμενα μετὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ μετ᾿ ἀλλήλων εἰς ἕν σῶμα, τὸ ὁποῖον δὲν δύναται νὰ μερίζεται εἰς πλείονα σώματα»7, τὸ δὲ ἔργον τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου ᾿Εκκλησιῶν εἶναι «νὰ καλῇ τὰς ᾿Εκκλησίας διὰ τὸν σκοπὸν τῆς ὁρατῆς ἑνότητος...» («νὰ τείνουν πρὸς τὴν ὁρατὴν ἑνότητα», Καταστατικόν, ΙΙΙ, 1) 8.Ο ἔξαρχος τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κύριος Βαρθολομαῖος ἐπανέλαβε, ὅτι «ἡ ᾿Εκκλησία τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ Χριστός, ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ εἶναι μία. ᾿Εμεῖς οἱ Χρι- στιανοὶ εἴμαστε διηρημένοι καὶ θέλουμε νὰ ἐπιστρέψουμε καὶ στὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀγωνιζόμεθα καὶ ὑποστηρίζουμε ἐνθέρμως τὸν Θεολογικὸν Διάλογον μεταξὺ Ρώμης καὶ ᾿Ορθοδοξίας»9.Οἱ ᾿Αντιοικουμενισταὶ τοῦ Νέου ῾Ημερολογίου, ἐὰν θέλουν νὰ εἶναι συνεπεῖς ἐνώπιον τῆς Καθολικῆς Συνειδήσεως τῆς ᾿Εκκλησίας, ὀφείλουν νὰ ὑπερβοῦν ἐπὶ τέλους τὰ διλήμματά τους καί, μὴ ἐπηρεαζόμενοι ἀπὸ τὶς πολυειδεῖς ἀδυναμίες τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, νὰ καταφέρουν οὐσιαστικὸ πλῆγμα κατὰ τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσῳ τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Αποτειχίσεως.Εχουν καθυστερήσει ὑπὲρ τὸ δέον· ἡ εὐθύνη τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνυπολόγιστος· ἡ βραδύτητά τους συμβάλλει στὴν παγίωσι καὶ κραταίωσι τῆς Αἱρέσεως, ἡ ὁποία «ἀεὶ καινοτομίας τίκτει»10 καὶ προσβάλλει τὸ ἀνοσοποιητικὸν σύστημα τοῦ ᾿Εκκλησιαστικοῦ Σώματος, μάλιστα δὲ τὸ κύριο ὄργανό Του, δηλαδὴ τὴν Πατερικὴ Συνοδικότητα.



Μητροπολίτης Φυλής και Ωρωπού κ. Κυπριανός Β'



19.8.2010 ἐκ.ἡμερολόγιο.†῾Αγίου Μ/ρος ᾿Ανδρέου τοῦ Στρατηλάτου,Μεθέορτα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΦΥΛΑΚΑ ΑΓΓΕΛΟ




Η Μοναχὴ Ἀλεξάνδρα, γεννημένη στὴν Ρουμανία, ἦταν κόρη τοῦ Βασιλιᾶ Φερδινάνδρου (+1927) καὶ τῆς Βασίλισσας Μαρίας. Ἔζησε πολλὲς ἱστορικὲς περιπέτειες, δύο Παγκοσμίους Πολέμους, φτώχια καὶ ἐξορίες. Ἐν τέλει, βρέθηκε στὴν Ἀμερική, ὅπου πραγματοποιώντας παλαιὸ πνευματικὸ πόθο της, ἔγινε Μοναχή. Ἵδρυσε τὴν Μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸ Ἔλγουντ τῆς Πενσυλβανία καὶ διακόνησε ἐκεῖ ὡς Ἡγουμένη μέχρι τὴν μακαρία κοίμησί της, τὸ 1991.


εὐλογημένη αὐτὴ ψυχὴ διηγεῖται μιὰ προσωπικὴ ἐμπειρία γνωριμίας μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν Φύλακα Ἄγγελό της, ποὺ εἶχε στὴν παιδική της ἡλικία.«Ἤμουν ἑπτὰ χρόνων, ὅταν –ξημερώματα ἦταν– τοὺς εἶδα νὰ στέκονται μπροστά μου. Ἦταν Ἄγγελοι. Εἶμαι τόσο σίγουρη σήμερα, ὅτι ἦταν Ἄγγελοι, ὅσο ἤμουνα καὶ τότε ποὺ τοὺς εἶδα. Δὲν ἦταν ὄνειρο· δὲν ἦταν φαντασία αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα. Ἦταν ἐκεῖ ὁλοζώντανοι, τοὺς ἔβλεπα, τοὺς ἔνιωθα βαθιὰ μέσα μου. Τοὺς ἔβλεπα τόσο καθαρά, εὐδιάκριτα! Δὲν ξαφνιάστηκα, οὔτε φοβήθηκα.


σως δὲν ἔνιωσα καὶ ἰδιαίτερο δέος. Ἐκεῖνο ποὺ πολὺ ἔντονα ἔνιωσα ἦταν μιὰ βαθιά, ἀπερίγραπτη ἀγαλλίαση, μιὰ γλυκιὰ χαρά! Ἤθελα νὰ τοὺς μιλήσω, νὰ τοὺς ἀγγίξω...Τὸ παιδικό μας δωμάτιο ἄρχισε νὰ φωτίζεται μὲ τὸ φῶς τῆς αὐγῆς. Ξαφνικά, εἶδα μιὰ ὁμάδα Ἀγγέλων νὰ στέκονται, σὰν νὰ μιλοῦσαν μεταξύ τους, γύρω ἀπὸ τὸ κρεββάτι τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ μου.



μουν σίγουρη ὅτι μιλοῦσαν, ἂν καὶ δὲν ἄκουγα τὶς φωνές τους. Φοροῦσαν μακριὰ ροῦχα σὰν ρόμπες μὲ διάφορα ἁπαλὰ χρώματα. Τὰ μαλλιά τους πλούσια ἔπεφταν στοὺς ὤμους καὶ εἶχαν τοῦ καθενὸς διαφορετικὴ ἀπόχρωσι, ἀπὸ ἀνοιχτὰ ξανθὰ ὡς σκοῦρα μαῦρα. Δὲν εἶχαν φτεροῦγες.



Στὸ κάτω μέρος τοῦ κρεββατιοῦ τοῦ ἀδελφοῦ μου Μίρκα, λίγο πιὸ μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, στεκόταν ἕνας ἄλλος Ἄγγελος, ψηλότερος καὶ πολὺ ὄμορφος, μὲ μεγάλες ἄσπρες φτεροῦγες. Στὸ δεξί του χέρι κρατοῦσε ἕνα ἀναμμένο κερὶ καὶ φαινόταν νὰ μὴν ἀνήκει στὴν ὁμάδα τῶν ἄλλων Ἀγγέλων. Μέσα μου βαθιὰ ἤξερα ὅτι αὐτὸς ἦταν Φύλακας Ἄγγελος.



κείνη τὴν στιγμὴ ἀντιλήφθηκα τὴν παρουσία ἑνὸς ἄλλου Ἀγγέλου στὰ πόδια τοῦ δικοῦ μου κρεββατιοῦ. Ἦταν ψηλός, φοροῦσε ροῦχα μὲ πολὺ φαρδιὰ μανίκια. Τὰ μαλλιά του ἦταν πυρόξανθα καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου του τέτοια, ποὺ δὲν μπορῶ οὔτε τώρα νὰ τὴν περιγράψω, γιατὶ δὲν συγκρίνεται μὲ κανένα ὂν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ μὲ τίποτε ἀνθρώπινο. Τὰ φτερά του ἦταν πίσω καὶ γυ- ρισμένα πρὸς τὰ ἄνω. Τὸ ἕνα του χέρι ἦταν ψηλὰ στὸ στῆθος του καὶ μὲ τὸ ἄλλο κρατοῦσε τὸ κερί. Τὸ χαμόγελό του μπορῶ νὰ τὸ περιγράψω μόνο μὲ μιὰ λέξι: ἀγγελικό!



λη του ἡ παρουσία ἀντανακλοῦσε ἀγάπη, στοργή, φροντίδα, κατανόησι καὶ ἀσφάλεια. Γοητευμένη ἀπ’ ὅ,τι ζοῦσα, πέταξα τὰ σκεπάσματά μου καὶ γονά- τισα στὴν ἄκρη στὸ κρεββάτι. Ἅπλωσα τὸ χέρι μὲ μιὰ ἔντονη ἐπιθυμία ν’ ἀγγίξω τὸν χαμογελαστὸ φύλακά μου, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω καὶ κούνησε εὐγενικὰ τὸ κεφάλι του. Ἤμουν τόσο κοντά του! «Ὦ, σὲ παρακαλῶ, μὴ φεύγεις!», εἶπα δυνατά, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἄγγελοι μὲ κοίταξαν καὶ νομίζω πὼς ἄκουσα ἕνα ἐλαφρὺ γέλιο, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ πῶ μὲ βεβαιότητα ὅτι ἄκουσα κάποιον ἦχο, ἂν καὶ ξέρω καλὰ πὼς οἱ Ἄγγελοι χαμογέλασαν.



πειτα ἐξαφανίστηκαν...Δὲν ἤμουν παρὰ ἕνα παιδί, ὅταν εἶδα τὸν Φύλακα Ἄγγελό μου. Καθὼς τὰ χρόνια περνοῦσαν, κάπου κάπου θυμόμουν αὐτὸ τὸ γε- γονὸς καὶ ἐξακολουθοῦσα νὰ νιώθω τὴν παρουσία τοῦ Φύλακα Ἀγγέλου μου. 


λλά, μὲ λύπη μου ὁμολογῶ, ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς τὸν ἀγνόησα... Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν, ἴσως ἐξ αἰτίας ὅλων ὅσων ἔζησα κατὰ τὸν Πόλεμο καὶ τοὺς ποικίλους διωγμούς, βασανίστηκα πολὺ ἀπὸ δαιμονικοὺς ἐφιάλτες. Ἡ μόνη σωτηρία μου στὴν διάρκεια τῶν ἐφιαλτικῶν ὀνείρων ἦταν νὰ κάνω τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ... Μιὰ μέρα, κοιτάζοντας μιὰ συλλογὴ παλαιῶν εἰκόνων, ἔπεσε τὸ μάτι μου σὲ ἕνα τρίπτυχο, ὅπου εἰκονιζόταν ὁ Φύλακας Ἄγγελος.



Στὴν μεσαία εἰκόνα ὁ Ἄγγελος βοηθοῦσε τὸν προστατευόμενό του, ποὺ κοιμόταν καὶ ἔβλεπε ἄσχημο ὄνειρο.Ἀργότερα, ὅταν πάλι ξύπνησα τρομαγμένη ἀπὸ ἄσχημο ἐφιάλτη, θυμήθηκα ξαφνικὰ τὴν εἰκόνα καὶ μὲ μιὰ ὑπερφυσικὴ εὐκρίνεια ἀνακάλεσα στὸν νοῦ μου αὐτὰ ποὺ εἶχα δεῖ, ὅταν ἤμουν παιδί. Μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα ἐκείνη τὴν στιγμὴ γύρισα στὸν Φύλακα Ἄγγελό μου, ὅπως τὸ ἔκανα στὴν παιδική μου ἡλικία, καὶ ἤξερα ὅτι ἐκεῖνος ἦταν ἐκεῖ, πλάϊ μου, ἕτοιμος νὰ μὲ προστατεύσει. Ἐντελῶς σίγουρη γιὰ τὴν παρουσία του ἠρέμησα καὶ εἰρηνικὰ ξανακοιμήθηκα. Ὁ ὕπνος μου ἦταν γλυκὺς καὶ ἤρεμος...




Ἀλεξάνδρας Μοναχῆς 
Οἱ Ἄγγελοι-Μιὰ Ζωντανὴ Παρουσία, 
ἐκδ. «Ἡ Ἔλαφος», Ἀθήνα 1994




Περιοδικό ''Άγιος Κυπριανός''


Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΣΕΠΗΣ


  


Ο Ορθόδοξος είναι μέλος Κοινωνίας Αγίων,

 δεν είναι εξατομικευμένη παρουσία στον χώρο της πανδαισίας της Μυστηριακής ζωής, 

ούτε αυτόνομη μονάδα ανάμεσα στους πνευματικούς κρουνούς, 

που συγκροτούν την Εκκλησία.

 Είναι αποληκτική συνισταμένη Πατερικών, αποσταγμένων λόγων της του Θεού σοφίας, 

ένα πνευματικό συνοθύλευμα πνευματικής Θεοπνευστίας, 

που ακολουθεί σε χρόνο και διάρκεια. 

Η απόκλιση, η αλλοίωση, ακόμη και αυτή η αποστασία από την Πίστη, 

''μολύνει'' κοινωνιακά όλη την δομημένη Κιβωτό της Εκκλησίας. 

Κι η ''μόλυνση'' αυτή ποδηγετεί την ορθότητα, 

μεταβάλλοντας την υφή της Πίστης, 

σε άοσμη ατμόσφαιρα, θρησκευτικής, διατεταγμένης λέσχης.



Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός σε παλαιότερη συνέντευξή του είχε δηλώσει, πως οι σχεδόν μισοί από τους ιερείς της Εκκλησίας είναι άθεοι... Και τούτο, όπως δικαιολόγησε, οφείλεται στην αθρώα έλευση υποψηφίων κληρικών, αποβλέποντας κυρίως στην επαγγελματική αποκατάσταση και στην αναρριχητική τους διαβάθμιση στους βαθμούς της Ιερωσύνης. Στην εκκλησιαστική ιστορία βρίσκουμε κάτι σχεδόν ανάλογο στους βυζαντινούςχρόνους, όχι όμως στον βαθμό και στην συνέπεια του σήμερα. Ο κληρικός ποτέ δεν ήταν μισθωτός από τους δημόσιους άρχοντες του τόπου με πλήρεις οικονομικές απολαβές ενός δημοσίου υπαλλήλου. Οι ιερείς μας άρχισαν να μισθοδοτούνται το 1945 από τον τότε αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος, εκτός των άλλων υπήρξε αντιβασιλέας, αξίωμα που απαγαρεύεται από τους Ιερείς Κανόνες με καθαίρεση. Έτσι οι ιερείς σιγά - σιγά από προσέρχοντες λειτουργοί του Τριαδικού Θεού μας, φέρουν πλέον και τον αυταπόδεικτο τίτλο του μισθωτού, δημοσίου υπαλλήλου. Θα πει κανείς, είναι κακό; Κι όμως κατά την ταπεινή μας γνώμη είναι. Γιατι η εξάρτηση από το κράτος δημιουργεί δημοσιουπαλληλίστικες, νεοελληνικές νοοτροπίες, απύθμενο, βιοτικό εφησυχασμό, ακόμη και κομματικές ιδεοληψίες, κάθε που οι πολιτικοί καλοχαιρέτες τάζουν χρηματικές αυξήσεις, συνταξιοδοτικά όρια και άλλες, ματαιόδοξες, επαγγελματικές απολαβές. Το πνεύμα τις βιοτικής μέριμνας είναι ανθρωπίνως εξασφαλισμένο, η Εκκλησία αποκτάει διοικητικό, πρωτοκολλημένο χαραχτήρα και τα πνευματικά εναποτίθενται στις καλένδες των γραφείων. Μέχρι το '45, οι ιερείς μας ζούσαν κατά κύριο λόγο από τις ενοριακές, εκκλησιαστικές επιτροπές και από τον γνωστό δίσκο που περιφερόταν στους ναούς μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας. Άλλα έξοδα καλύπτονταν από δωρεές, απλές, οικονομικές ενισχύσεις, ακόμη και βοήθειες σε ρουχισμό και τρόφιμα. Αυτή η στενή σχέση ιερέως και πιστού ήταν αυτάδελφος, Χριστολογική, γνήσια και αγαπητικά αμοιβαία. Ο Ιερέας στην συνείδηση του απλού ανθρώπου είχε περισσότερη πνευματική αίγλη, γιατι ήταν όμοιος ομοίω. Συνέπασχαν και οι δύο στην οικονομική εξαθλίωση, βίωναν μαζί με τον ίδιο τρόπο τις εφήμερες, βιολογικές ανάγκες τους και προσέτρεχαν το ίδιο, προς βοήθεια αλλήλων. Υπάρχει μια πολύ ακριβής κατάθεση στον βίο του Αγίου Νικολάου του Πλανά, όπου αναφέρεται, πως το έτος 1929, ο παππούλης καθόταν στο σπίτι του στερούμενος κάθε είδους τροφής...! Προσέτρεξαν αμέσως οι γείτονες και τα πνευματικά του τέκνα, για να τον συνδράμουν. Ο Μωραιτίδης αναφέρει, πως στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, οι γυναίκες συχνά συζητούσαν κάθε τόσο και αποφάσιζαν, πως θα ενισχύσουν οικονομικά τον λειτουργούντα ιερέα τους. Είναι πασίδηλο. Ο εξαρτημένος οικονομικά από το Κράτος ιερέας, φροντίζει, εκτός των ποιμαντικών του καθηκόντων, να είναι οπωσδήποτε και εύνομος, κρατικός λειτουργός. Βλέπουμε δυστηχώς σήμερα τις αλγεινές εισπράξεις της συγχώνευσης του ιερού λειτουργού με τον δημόσιο υπάλληλο του Κράτους. Δυστηχώς, συνάνθρωποί μας καταγγέλουν συχνά ιερείς επώνυμα, τόσο στην αρχιεπισκοπή, όσο και στο χρεοκοπημένο συνειδησιακά Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Μια προσωπική έρευνα του γράφοντος πριν από πέντε χρόνια στο εν λόγω Υπουργείο, έδειξε,πως κατά μέσο όρο οι ημερήσιες καταγγελίες φτάνουν δυστηχώς τον διψήφιο αριθμό. Άνθρωποι, θεωρώντας τους ιερείς ποιμένες, ως κρατικούς λειτουργούς, τους συνταυτίζουν με όλους τους μισθωτούς του αδηφάγου και κορεσμένου Δημοσίου και απαιτούν από αυτούς. Ιδίως οι ''εν αποστασία πιστοί'' τους θεωρούν, ως κρατικούς επί μισθώ, κυβερνητικούς ''υπηρέτες''. Ας μην ξεχνούμε βέβαια, πως κανείς ιερέας ποτέ δεν απολύθηκε και ως εκ τούτου δεν βίωσε ποτέ τον εφιάλτη της ανεργίας. Πατερικά γνωρίζουμε, πως ο απλούς ποιμένας δεν το άντεχε, να ζούσε αρκούντως καλύτερα από τον εν πτωχεία αδελφό του και τον οποίο είχε υπό την πνευματική του κηδεμονία. Υπάρχουν στο Αγιολόγιο καταγεγραμμένες καταθέσεις Οσίων, που ζούσαν εν τω κόσμω και έκλαιγαν, μόνο στην σκέψη, πως αδελφοί τους υπέφεραν, στερούμενοι τα απολύτως αναγκαία προς το ζην. Η μετάνοιά τους ήταν έτι πιο έκδηλα αποτελεσματική, όσο η ένδεια κυρίευε περισσότερο το ποίμνιο των πιστών!Συμπερασματικά... Μπορεί κανείς να φαντασθεί τους Αγίους Αποστόλους, τους Θεοφόρους Πατέρες, τους Ομολογητές, τους Δικαίους, τους Οσίους και τους Αγίους που αθλήτευσαν στον κόσμο, να έχουν επιχορηγούμενο μισθό και τέτοιες οικονομικές απολαβές, συνεπικουρούμενες και από άλλα, έτερα; Μα τότε, ούτε τους Δημοσίους Άρχοντες θα ήλεγχαν, ούτε τους ανώτερούς τους, ιεραρχικά ποιμένες θα συνεβούλευαν, ακόμη και θα απέτρεπαν, από πνευματικές εκτροπές σε ζητήματα αλλοίωσης της Πίστης! Ό,τι δηλαδή κάνουν τώρα!



Υ.Γ. Το κείμενο γράφτηκε καθαρά από αγνά αισθήματα αγάπης ενός μισθωτού, 
επαγγελματία γραφιά, για τον επί μισθώσει ποιμένα κληρικό, 
αποκλειστικά για υγιή, πνευματικό προβληματισμό
 και ώριμη, καλοσυνεμένη σκέψη.
 Το μετακατοχικό, κυβερνητικό κατεστημένο,
 ποτέ δεν ήταν κατά βάση φιλορθόδοξο, μάλλον φιλοχρήματο. 
Και είναι κρίμα ο καλός ποιμήν, 
αυτός να χρηματίζεται, πάντα εξαρτώμενος όμως, από αυτό το βέβηλο,
 αυτοκαταστροφικό και ανελεήμων, παροχημένο κράτος. 
Τα γκοβέρνα αυτά, 
ως λέοντες ωρυόμενοι τίνα καταπίειν, συνεπικουρούμενοι και από τα 
τεκτονικά, Αθηνοκεντρικά ''μαγαζάκια'', 
πάντα εποφθαλμιούσαν την ενότητα της Εκκλησίας και εργάζονταν για την εξάρτηση και την διασπασή της. 
Το 1924 το πέτυχαν με την αγαστή συνεργασία Πολιτείας και Εκκλησίας.
 Αμφιβάλλει κανείς, 
πως και αυτά τα δισεκατομμύρια που δόθηκαν για την οικοδομική ανασυγκρότηση του Αγίου Όρους,
 δόθηκαν απλόχερα έτσι, 
ως έτυχε.. 
για τους εγκαταβιώντες μοναχούς; 
Λύσεις υπάρχουν. 
«Ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, 
ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος 
τρέφει αὐτά οὒχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;» 
Μάτθ.6,26-27.



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος

Print Friendly and PDF
Εικόνες θέματος από A330Pilot. Από το Blogger.