Σὲ κάποια χώρα πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
ὀνομαζομένην Ἄβυδο, κατοικοῦσε ἕνας ὀρθόδοξος καὶ εὐλαβὴς χριστιανὸς
μὲ τὴν ἐπίσης ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ σύζυγό του Σοφιανὴ κατὰ τὸ ἔτος 1607.
Κάποια φορὰ ἀσθένησε ἡ Σοφιανὴ καὶ παρέμεινε στὸ κρεββάτι ἐπὶ εἴκοσι ἡμέρες
χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ σήκωση οὔτε τὸ κεφάλι της.
Κατὰ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου τῆς 3ης Αὐγούστου ἅπλωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανὸ καὶ φάνηκε σὰν νὰ ἐξέπνευσε.
Ὅλοι οἱ συγγενεῖς της τότε ἑτοίμαζαν τὰ ἁρμόδια γιὰ τὴν ταφὴ χωρὶς νὰ μποροῦν ἀπὸ κανέναν νὰ παρηγορηθοῦν.
Διεπίστωσαν ὅμως ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν ἀριστερὸ μαστό της τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦταν θερμό, ὁπότε καὶ τὴν ἄφησαν ἀσαβάνωτη μέχρις ὅτου τελείως νεκρωθῆ.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε καὶ ἡ κατὰ σάρκα ἀδελφή της καὶ μέσα στὴν ἀπελπισία καὶ τὸν πόνο της ἐπῆρε κρύο νερὸ
καὶ ἐράντισε τὴν Σοφιανὴ ἡ ὁποῖα συνῆλθε καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς στὴν ἀδελφή της Ἄννα:
«Καλλίτερα νὰ μὴν εἶχες ἔλθει, ἀδελφή μου,
ἐδῶ διότι περισσότερη ζημία καὶ θάνατο μοῦ προξένησες, παρὰ ζωὴ πρόσκαιρη, διότι οἱ φωνές σου μὲ ἐξέβαλαν ἀπὸ τὸν φωτεινὸ ἐκεῖνο Παράδεισο
καὶ τὴν ἀνέκφραστη δόξα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπελάμβανα.
Ἔπρεπε, ἄθλια, ὅταν μὲ εἶδες νεκρή, νὰ χαιρόσουν περισσότερο καὶ νὰ εὐχαριστοῦσες τὸν Θεό, παρὰ τώρα ὅπου μὲ βλέπεις καὶ ἀνέζησα».Ἀφοῦ εἶπε καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ ἔγινε καλλίτερα τῆς ἐζήτουν οἱ παρευρισκόμενοι νὰ διηγηθῆ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶδε στὴν ἄλλη ζωή. Ἐκείνη ἐζήτησε Πνευματικὸ νὰ τὰ ἐξομολογηθῆ καί, ἐὰν ἐκεῖνος κρίνη ὅτι εἶναι εὔλογο, νὰ τὰ μάθουν καὶ ἄλλοι. Ἦλθε λοιπὸν ὁ Πνευματικὸς Ἱερόθεος Κουκουζέλης, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου Κύπρου, ὁ ὁποῖος μὲ πατριαρχικὴ προσταγὴ ἦλθε γιὰ νὰ ἐξομολογήσῃ τὴν Σοφιανή, ἡ ὁποία καὶ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:«Καθὼς σηκώθηκα καὶ ἀνεκάθισα στὸ κρεββάτι μου, λιποθύμησα καὶ βλέπω μπροστά μου ἕνα ἀστραπόμορφο νεανία, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χρυσὸ δοχεῖο γεμάτο νερὸ καὶ μοῦ εἶπε: Σοφιανή, γνωρίζω ὅτι ἔχεις μεγάλη δίψα καὶ ἡ καρδιά σου φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Ἂν ὅμως πιῆς αὐτὸ τὸ ζωοπάροχο νερό, θὰ ὑγιαίνης στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα καὶ θὰ ἔχης παντοτεινὴ χαρά. Ἐγώ, ἀκούοντας αὐτά, ἐσκίρτησα ἀπὸ χαρά, καὶ ἄλλο τίποτε δὲν ἤθελα παρὰ νὰ βλέπω τὸν φαινόμενο ἐκεῖνο νέο. Ὅταν ἔλαβα τὸ ποτήρι αὐτὸ στὰ χέρια μου γιὰ νὰ τὸ πιῶ, δὲν ξέρω πῶς, ἁρπάχθηκα ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ἐπὶ τρία ἡμερονύκτια ἔλειπα ἀπὸ τὸ σῶμα, ἡ δὲ ψυχή μου ἀκολούθησε ἐκεῖνο τὸν νέο καὶ ἀνεβαίναμε στὸν οὐρανό. Ἐπεράσαμε ἑπτὰ σφαιροειδεῖς κύκλους τοῦ οὐρανοῦ μέσα σὲ σκότος βαθὺ καὶ κατόπιν φθάσαμε σ᾿ ἕνα φωτεινὸ καὶ πανευώδη τόπο, πρὸ τοῦ ὁποίου εὑρίσκοντο δυὸ ὑψηλὲς καὶ πανθαύμαστες πύλες. Ἡ δεξιὰ ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ καθαρὸ χρυσὸ καὶ πολύτιμους λίθους, ἐνῶ ἡ ἀριστερὰ ἀπὸ χαλκὸ καὶ ἀναμμένο σίδερο, ποὺ φαινόταν σὰν φλογεροὶ ἄνθρακες. Γύρω ἀπὸ αὐτὴν ἐστέκοντο πλῆθος ἀπὸ φρικωδέστατους ὠπλισμένους γίγαντες ποὺ ἐφύλαττον τὴν πύλη καὶ ἐγὼ τότε ἔμεινα ἄφωνος ἀπὸ τὸν φόβο μου.- Μοῦ λέγει ὁ ὁδηγός μου: Βλέπεις, ἀδελφή, αὐτὲς τὶς πύλες; Αὐτὲς εἶναι οἱ πύλες τῆς δικαιοσύνης καὶ ἡ μὲν χρυσὴ εἶναι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἡ δὲ σιδερένια τῆς κολάσεως τῶν ἁμαρτωλῶν.Ἀφήσαντες αὐτὲς τὶς πύλες ἀνεβήκαμε ψηλότερα σὲ φωτεινότερο τόπο, ὅπου ἐστέκοντο ἄπειρα πλήθη φωτομόρφων ἀνδρῶν τῶν ὁποίων οἱ θέσεις δὲν ἦταν ὅλες σὲ ἕνα τόπο, ἀλλὰ ἄλλου ἦταν ψηλότερα καὶ ἄλλου χαμηλότερα.Τότε ὁ ὁδηγός μου μὲ τοποθέτησε ἀνάμεσα στοὺς ἀγγέλους καὶ μοῦ εἶπε: Σοφιανή, ἐδῶ σκύψε καὶ προσκύνησε. Ἀμέσως τότε ἐγὼ ἔσκυψα καὶ προσκύνησα μὲ πολὺ φόβο, ἀλλὰ ποιὸν προσκύνησα δὲν εἶδα. Ἐκεῖνος πάλι μ᾿ ἐσήκωσε καὶ μοῦ εἶπε: Στάσου ἐδῶ νὰ γνωρίσης τὰ τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, καὶ μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδα ἕνα πύρινο, λαμπρὸ καὶ βασιλικὸ θρόνο, κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἦταν ἕνα ἀνθρώπινο χέρι τὸ ὁποῖο κρατοῦσε μία ζυγαριά.Γύρω ἀπὸ αὐτὸν τὸν θρόνο ἐστέκοντο ἀναρίθμητα πλήθη ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν ὁδὸ ποὺ ἦλθα καὶ ἐγώ, μεταφέροντας ψυχὲς ἀνθρώπων, ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν καὶ ὅταν τὶς ἀνέβαζαν ἐδῶ, ἔλεγαν: Προσκυνᾶτε, καὶ ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς προσκυνοῦσαν, ὅπως δηλαδὴ ἔκανα καὶ ἐγώ. Ἐπάνω στὸν φοβερὸ θρόνο, μέσα σὲ φωτεινὲς νεφέλες, καθόταν ὁ Δεσπότης Χριστός, ἐνδεδυμένος ἕνα γαλαζοπόρφυρο ἔνδυμα. Ἐγὼ ἀπὸ τὴν δυνατὴ λάμψι τοῦ προσώπου Του, δὲν μπόρεσα νὰ Τὸν ἀτενίσω. Οἱ παριστάμενοι ἄγγελοι ἔψαλλαν τό: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος ὁ Ὢν καὶ προὼν καὶ φανεὶς ὡς ἄνθρωπος Θεός, ἐλέησον τὸ πλάσμα σου. Ἐνῶ ἄλλοι ἀγγελικοὶ χοροὶ ἔψαλλαν τό: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαὼθ πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Σου. Ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζί μας ἔψαλλαν τό: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἄνθρωποις εὐδοκίᾳ, ἄλλοι δὲ ἔψαλλαν τό: Ἀλληλούϊα ἀνὰ τρεῖς φορές, ἐνῶ ἄλλοι τό: Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμὴν καὶ οὐδέποτε ἔπαυαν τὴν δοξολογία τους.Ἀπὸ τὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ στεκόταν ἡ Θεοτόκος καὶ ἀριστερὰ ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὅπως τοὺς εἰκονίζουν οἱ ἁγιογράφοι. Οἱ ἄγγελοι, ὅταν ἐτελείωναν τὴν δοξολογία τους, προσκυνοῦσαν τὸν Κύριο κλίνοντες τὶς κεφαλές τους, ὁ δὲ Κύριος ὕψωνε τὰ ἄχραντα χέρια Του καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Ἀπὸ τὰ Δεσποτικὰ δάκτυλα τῶν χεριῶν Του ἔπεφταν ποταμηδὸν πολύτιμοι λίθοι καὶ μαργαρίτες, πράγμα τὸ ὁποῖο βλέποντας ἐγώ, ἔφριξα καὶ ρώτησα τὸν ὁδηγό μου τί εἶναι αὐτὰ τὰ μυστήρια, Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:- Βλέπεις, Σοφιανή, τοὺς μαργαρίτες καὶ τοὺς πολύτιμους λίθους ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Δεσπότου καὶ κατέρχονται στὴν γῆ; Αὐτοὶ εἶναι τὸ ἄφατο ἔλεός Του, ἡ ἄπειρος ἀγάπη, τὴν ὁποία ἔχει πρὸς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ γι᾿ αὐτὸ πέμπει τὴν εὐλογία Του στὰ σπίτια τῶν ἀγαθῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ποὺ φυλάττουν ἀπαρασάλευτη τὴν πίστι σ᾿ Αὐτὸν καὶ σὲ ὅσους ἐξομολογοῦνται καθαρὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ἐφαρμόζουν τὶς θείες ἐντολὲς καὶ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ θελήματα τοῦ διαβόλου, ὅλους αὐτοὺς τοὺς εὐλογεῖ καὶ τοὺς λυτρώνει ἀπὸ κάθε κακό. Αὐτοὶ ποὺ ἐλεοῦν καὶ ἀγαποῦν τὸν πλησίον τους, ἀπολαμβάνουν ζῶντες αὐτὲς τὶς εὐλογίες καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους κληρονομοῦν τὴν ἐδῶ διαμονὴ καὶ μακαριότητα.Οἱ φλογοειδεῖς πύρινοι κόμποι ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ ἀριστερό Του χέρι σημαίνουν τὸν θυμό, τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτησί Του γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ ἀδικοῦν τὸν πλησίον τους. Αὐτοὶ ὄχι μόνο στεροῦνται τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλὰ καὶ παραπέμπονται στὸ αἰώνιο πῦρ γιὰ νὰ κολάζωνται μὲ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες.Ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ τὴν ζυγαριά, ποὺ εἴπαμε, διακρινόταν μέγα χάσμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξερχόταν ἀφόρητη δυσωδία, θειαφώδης αὔρα καπνοῦ καὶ ἀναρίθμητες σπαρακτικὲς φωνὲς ἀνθρώπων ποὺ συνεχῶς ἐφώναζαν τό: «οὐαὶ καὶ τὸ ἀλλοίμονο».Οἱ ἄγγελοι ἔφερναν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν γῆ καί, ἀφοῦ προσκυνοῦσαν, τὶς ὡδηγοῦσαν σὲ ἐξέτασι ὅλων τῶν ἔργων τους ποὺ ἔκαναν στὴν γῆ, καὶ τὰ μὲν καλὰ τὰ ἔθεταν στὸ δεξὶ μέρος τῆς ζυγαριᾶς τὰ δὲ πονηρὰ στὸ ἀριστερό της. Κατόπιν τὶς σεσωσμένες καὶ ἅγιες ψυχὲς ἔδινε ἐντολὴ ὁ Χριστὸς καὶ τὶς ὡδηγοῦσαν οἱ ἄγγελοι στὸν τόπο ποὺ εὑρισκόταν ἡ χρυσὴ πύλη, ἐνῶ τὶς ἀμετανόητες καὶ ἁμαρτωλὲς ψυχὲς τὶς ἔρριχναν σὲ ἐκεῖνο τὸ χάος τῆς ἀβύσσου. Τότε οἱ ἄγγελοι ἐχαίροντο καὶ εὐφραίνοντο γιὰ τὶς σεσωσμένες ψυχές, ἐνῶ ἐλυποῦντο καὶ ἐσκυθρώπαζον γιὰ τὶς κολασμένες.Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔφεραν οἱ ἄγγελοι μία ψυχή, τῆς ὁποίας ἐπλεόναζαν οἱ ἁμαρτίες της ἀπὸ τὰ ἀγαθά της ἔργα καὶ ἐπρόκειτο ὁ Κύριος νὰ κάνη νεῦμα στοὺς ἀγγέλους νὰ τὴν ρίξουν στὸ χάος. Τότε ὅμως παρουσιάσθηκε μπροστὰ ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο λέγοντας: «Οἱ οἰκτιρμοί Σου, Μακρόθυμε, νικοῦν τὴν ὀργή Σου· ἂν καὶ εἶναι ἁμαρτωλὴ αὐτὴ ἡ ψυχή, δὲν ἔπαυσε νὰ φυλάγη τὴν ἀληθινὴ σὲ Σένα πίστι καὶ γι᾿ αὐτὸ Σὲ ἱκετεύουμε νὰ τὴν συγχώρησης». Ἐνῶ αὐτοὶ παρακαλοῦσαν τὸν Χριστό, ἦλθαν καὶ οἱ ἄγγελοι προβάλλοντες τὶς ἐλεημοσύνες, τὶς Λειτουργίες, τὰ κεριά, τὸ λάδι, τὶς προσφορὲς καὶ τὰ μνημόσυνα τὰ ὁποῖα ἔκανε. Ἀκόμη ἀνέβηκαν καὶ οἱ προσευχὲς τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦσαν γι᾿ αὐτὴ τὴν ψυχὴ καὶ οἱ ἀγαθοεργίες τῶν γονέων καὶ συγγενῶν της ποὺ προσφέρθησαν στοὺς πτωχοὺς γιὰ τὴν ἀνάπαυσί της. Ἐπὶ πλέον ἀκούσθηκαν οἱ δεήσεις τῶν πτωχῶν, ποὺ ἔλαβαν τὶς ἐλεημοσύνες ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της, λέγοντες τό: «Ὁ Θεὸς νὰ τὴν συγχώρηση».Τότε ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου νὰ λέγη: «Ἰδοὺ γιὰ τὴν δέησι τῶν ἱερέων μου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν πτωχῶν, δίνω συγχώρησι σ᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή». Ἐνῶ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ νεύση ὁ Κύριος μὲ τὸ δεξί Του χέρι νὰ βάλουν οἱ ἄγγελοι τὴν ψυχὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τοὺς δικαίους, ἔφθασαν στὸν Θρόνο Του οἱ ὁδυρμοί, οἱ φωνές, τὰ μοιρολογήματα καὶ οἱ ἀγανακτήσεις τῶν γονέων της καὶ οἱ βλασφημίες κατὰ τοῦ Θεοῦ, τὶς ὁποῖες ἔλεγαν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν θλίψι τους καὶ ἔτσι ἐξεδήλωναν τὴν ἀπιστία τους στὸ ἑνδέκατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Ὅταν συνέβησαν αὐτά, ὠργίσθηκε πολὺ ὁ Κύριος καὶ εἶπε: «Ἐπειδὴ δὲν ἀρκέσθηκαν στὶς δεήσεις τῶν ἱερέων μου, ἀλλὰ καὶ ἀντιμάχονται ἐναντίον μου, νὰ σηκώσετε αὐτὴ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ρίψετε στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο». Οἱ ἄγγελοι τότε πολὺ λυπήθηκαν γι᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή, ἀλλὰ κάνοντας ὑπακοὴ στὸν Χριστό, ἐπῆραν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἔριξαν στὸ ἀχανὲς ἐκεῖνο βάραθρο τῆς κολάσεως. Τότε ἔτολμησα καὶ ἐγὼ ἡ ταλαίπωρη νὰ ρωτήσω τὸν ὁδηγὸ ἄγγελό μου: «Γιατί, Κύριέ μου λυποῦνται τόσο πολὺ οἱ ἄγγελοι, ὅταν ρίχνεται κάποια ψυχὴ στὸ βάραθρο τῆς κολάσεως;»Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Αὐτὸ τὸ χάος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ χωρίζει τοὺς δικαίους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ βυθίζει ὅσους πέσουν στὸν ἀφώτιστο αὐτὸ τόπο τοῦ Ἅδου, στὸν ὁποῖο κολάζονται αἰωνίως. Ἐὰν ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄγγελοι χαρὰ γιὰ τοὺς σεσωσμένους, πολὺ περισσότερο ἔχουμε λύπη γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κολάζονται».Ἐνῶ μοῦ ἔλεγε αὐτὰ ὁ ἄγγελός μου, ἀκούω ξαφνικὰ μεγάλο θόρυβο, διότι ἤρχοντο ἄγγελοι φέροντες μία ψυχὴ μὲ ψαλμωδίες καὶ θυμιάματα, λαμπάδες καὶ φωτοχυσίες. Αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἐρχόταν μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ παρρησία, οἱ δὲ ψυχὲς τῶν δικαίων ἦλθαν γιὰ νὰ τὴν προϋπαντήσουν. Εἶχε ἡ μακαρία αὐτὴ ψυχὴ τὸ ἔνδυμά της λευκὸ καὶ καθαρὸ σὰν τὸν ἥλιο καὶ δὲν ἔφερε καμμία κηλίδα ἢ στίγμα ἁμαρτίας, ὅπως εἶχαν οἱ ἄλλες ψυχές. Τὸ ἔνδυμα αὐτὸ νομίζω ὅτι θὰ ἦταν ἡ στολὴ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ἐφύλαξε ἀμόλυντο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔλαμπε τόσο πολύ. Ἦλθε λοιπὸν αὐτὴ ἡ ψυχὴ καὶ προσκύνησε, ὅπως ὅλες κατὰ τὴν συνήθειαν. Τότε ὅλοι οἱ ἄγγελοι ἐβόησαν μεγαλόφωνα λέγοντας: «Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Παντοκράτωρ Δέσποτα, διότι εἴδαμε ψυχὴ δικαίου καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία». Τότε ἀκούσθηκε βροντώδης ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου λέγουσα: «Πάρετε αὐτὴ καὶ νὰ τὴν ἀναπαύσετε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους». Ἔπειτα στρέφοντας τὸν λόγο του καὶ τὸ χέρι Του πρὸς ἐμένα, εἶπε: «Νὰ ὁδηγήσετε καὶ τὴν Σοφιανὴ αὐτὴ στὶς κατοικίες καὶ μονὲς τῶν ἁγίων μου, γιὰ νὰ τὶς ἰδῆ· ἐπειδὴ ὅμως τὴν ἀναζητοῦν πολλοὶ στὸν κόσμο, νὰ τὴν ἐπιστρέψετε στὸ σῶμα της γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἐξιστόρησι αὐτῆς τῆς ὀπτασίας ποὺ ἀξιώθηκε ἐδῶ νὰ ἰδῆ. Ἂν ἀγωνισθῆ νὰ ἀπόκτηση καὶ ἄλλες ἀρετὲς καὶ εὐδοκίμηση τελείως, τότε θέλει νὰ ἀξιωθῆ μετὰ ἀπὸ τρεῖς χρόνους ν᾿ ἀπολαύση μεγαλύτερες τιμές».Μὲ αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ Δεσπότου μὲ ἅρπαξε ὁ ἄγγελος καὶ ἀκολουθήσαμε ἐκείνη τὴν δικαία ψυχή, ἑνωθέντες μὲ ἄλλες σεσωσμένες ψυχές. Φθάσαμε μπροστὰ ἀπὸ τὴν χρυσὴ ἐκείνη πύλη τοῦ Παραδείσου. Ξαφνικὰ εἶδα μπροστά μου τὴν Κυρία Θεοτόκο μὲ ἀνέκφραστη δόξα καὶ μαζί της ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του κλειδιά. Ἄνοιξε τὴν ὡραία ἐκείνη πύλη καὶ μπῆκε πρώτη ἡ Θεοτόκος κατόπιν ὁ Πέτρος καὶ μετὰ οἱ ἄγγελοι μὲ τὶς ψυχὲς ποὺ μετέφεραν. Μὲ αὐτοὺς ἐπήγαινα καὶ ἐγὼ βιαζόμενη νὰ συμπορεύωμαι μὲ τὴν Θεοτόκο. Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν τόσο φωτοστόλιστος καὶ πανευώδης, ὥστε ἐθαύμαζα καὶ ἐχαιρόμουν ἀνεκδιήγητα. Τὸ ἔδαφος ἐκεῖνο δὲν ὠμοίαζε μὲ τὴν στερεὰ γῆ τὴν δική μας, ἡ ὁποία ἔχει ἀνηφόρες, κατηφόρες, πέτρες, ποτάμια καὶ ὅσα ἄλλα βλέπουμε, ἀλλὰ ἦταν λευκὴ σὰν τὸ καθαρὸ βαμβάκι ἢ χρυσὸ ὕφασμα στολισμένο μὲ ποικίλους πολύτιμους λίθους καὶ μαργαριτάρια. Εἶδα ἐπίσης δένδρα ὑψηλά, εὐώδη καὶ κατάφορτα ἀπὸ ἄνθη καὶ ὡραιότατους καρπούς, ποὺ ὠμοίαζαν μὲ ρόδα καὶ κρίνα. Κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα ἐφαίνοντο ὅτι ἦταν χρυσοπόρφυρα στρώματα ἐπάνω στὰ ὁποῖα ἀναπαύοντο ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐγνώρισα πολλοὺς ἀπὸ τὴν πατρίδα μου τὴν Ἄβυδο καὶ ἀπὸ τὴν πόλι αὐτή, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πεθάνει.Ἐκεῖ εἶδα τὸν ἱερέα πατέρα μου Ἰωάννη καὶ τὴν μητέρα μου Ἀναστασία καὶ μία ἀδελφή μου, πλὴν ὅμως δὲν μπόρεσα νὰ τοὺς πλησιάσω καὶ νὰ τοὺς μιλήσω. Οἱ κατοικίες τους δὲν ἦταν ὅμοιες, ὅπως δὲν ἦταν ὅμοιες οἱ ἀρετὲς καὶ τὰ ἔργα τους ἐδῶ στὴν γῆ. Βαδίζοντας ἀκόμη πρὸς τὰ ἐμπρὸς εἶδα καὶ τοὺς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἦταν σὲ ὑψηλὸ καὶ φωτεινώτερο τόπο καὶ περιπατοῦσαν ὅλοι λευκοφορεμένοι καὶ ἐνδεδυμένοι μὲ λαμπρότατο φῶς. Ἐνῶ τότε ἀναρωτιόμουν μὲ τὸν ἑαυτό μου, ποιοὶ νὰ εἶναι ἄραγε αὐτοί, ἐστράφη ἡ Θεοτόκος πρὸς ἐμένα καὶ μοῦ εἶπε: «Σοφιανή, βλέπεις τὶς ἀναπαύσεις τῶν Ἁγίων; Βάδιζε γρήγορα νὰ προφθάσης καὶ προσκύνησης τὸν δίκαιο Ἀβραάμ, διότι δὲν θὰ τὸν ἰδῆς καθὼς τὸ ποθεῖς». Τότε ἔτρεξα ἐγὼ καὶ εἶδα ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραάμ νὰ κάθεται σ᾿ ἕνα ὡραιότατο θρόνο καὶ γύρω του ἀναρίθμητες ψυχὲς μὲ πολλὴ εὐφροσύνη καὶ χαρά. Ἐγὼ ἔτρεχα νὰ τὸν ἰδῶ καὶ νὰ τὸν ἀπολαύσω, ὁπότε μὲ εἶδε ἐκεῖνος καὶ μοῦ ἔνευσε νὰ τὸν πλησιάσω. Παίρνοντας περισσότερο θάρρος ἔτρεχα γιὰ νὰ τὸν φθάσω, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἄκουσα τὶς φωνὲς τῆς ἀδελφῆς μου καὶ μὲ τὸ κρύο νερὸ ποὺ ἐράντισε τὸ πρόσωπό μου, ἐπανῆλθα στὸν ἑαυτό μου καὶ αἰσθάνθηκα μεγάλο βάρος καὶ ψυχρότητα στὸ σῶμα μου, ὡσὰν νὰ μοῦ ἦταν πάγος. Σιγὰ-σιγὰ ἐμψυχώθηκε τὸ σῶμα καὶ συνῆλθα τελείως».Ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ μὲ προσοχὴ ὁ Πνευματικός της τὴν ἐρώτησε:- Εἶδες κανένα ἄλλο μυστήριο, παιδί μου; Εἶδες δαιμόνια τελωνιακά, κολάσεις ἁμαρτωλῶν, ὅπως βλέπουν πολλοὶ ἄλλοι;Ἡ Σοφιανὴ ἀποκρίθηκε:- Δὲν εἶδα τίποτε περισσότερο, πάτερ μου.- Γνωρίζεις κανένα ἀγαθό, τὴν ἐρωτᾶ ὁ ἱερεύς, ποὺ νὰ ἔπραξες στὴν ζωή σου;- Τί καλὸ ζητεῖς ἀπὸ ἐμένα τὴν ἁμαρτωλή, πάτερ; Ἀλλά, ἐπειδὴ μὲ ἀναγκάζεις, θὰ σοῦ εἰπῶ αὐτὸ ποὺ γνωρίζω. Πρὶν τρία χρόνια, ἐκεῖ ποὺ ἔγνεθα στὸ πατρικό μου σπίτι, μία μεσημβρία ἄκουσα μεγάλη βοὴ καὶ ταραχή, ὡσὰν νὰ συνέβαινε σεισμὸς καὶ τότε βλέπω μὲ τὰ μάτια μου τρεῖς ἱεροπρεπεῖς ἄνδρες μὲ ἀρχιερατικὲς στολές, οἱ ὁποῖοι, καθὼς γνωρίζω ἀπὸ τὶς εἰκόνες τους, ἦταν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐγὼ παρέλυσα ἀπὸ τὸν φόβο μου, ἔκανα τὸν σταυρό μου καὶ τοὺς προσκύνησα μὲ μεγάλο φόβο. Ἐκεῖνοι τότε μοῦ εἶπαν:- Μὴ φοβεῖσαι, Σοφιανή, ἐμεῖς εἴμεθα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καὶ θέλουμε νὰ ἀφιέρωσῃς στὸν Θεὸ τὸ σπίτι σου γιὰ νὰ γίνη ἐκκλησία στὸ ὄνομά μας καὶ ἐμεῖς θὰ πρεσβεύουμε γιὰ τὴν σωτηρία σου.Ἐγὼ ἐτόλμησα καὶ τοὺς εἶπα:- Ἅγιοι Δεσπόται μου, εἶναι αὐτὸ τὸ σπίτι κατάλληλο γιὰ δοξολογία Θεοῦ καὶ κατοικία ἰδική σας, ἀφοῦ μάλιστα καὶ ἐμεῖς εἴμεθα πτωχοὶ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἔχουμε τὸν τόπο νὰ κάνουμε ἐκκλησία, ὅπως ὁρίζετε; Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ δὲν γνωρίζω καὶ τὴν γνώμη τοῦ συζύγου μου, ἀκόμη καὶ ἂν θὰ μπορέσουμε νὰ πάρουμε βασιλικὴ ἄδεια γιὰ τὴν ἀνοικοδόμησι αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας.Ἐκεῖνοι μοῦ εἶπαν:- Μὴ στενοχωρῆσαι ποὺ εἶναι ὁ χῶρος ἀκάθαρτος καὶ κοπρώδης, οὔτε νὰ φοβῆσαι γιὰ τὴν βασιλικὴ ἄδεια, μόνο φρόντισε ἐσὺ νὰ μᾶς τὸν ἀφιερώσῃς καὶ ἐμεῖς ὅλα τὰ ἄλλα θὰ τὰ τακτοποιήσουμε. Διότι κατὰ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ ὁ ἀχυρώνας αὐτὸς ἦταν ναὸς ἰδικός μας. Ἂν ὅμως ἀμελήσῃς καὶ δὲν κάνῃς, ὅπως σοῦ λέγομε, θὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ σοῦ ἀφαιρέσῃ τὴν ζωή σου ὡς παρήκοη.Μόλις εἶπαν αὐτὰ οἱ Ἅγιοι, ἔγιναν ἄφαντοι. Ὅταν τὸ βράδυ ἦλθε ὁ ἄνδρας μου τοῦ ἀνήγγειλα ὅλα τὰ γενόμενα. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, μετὰ τὸ ἀπόδειπνο καὶ τὴν μικρὴ προσευχή μας, ἐφάνηκαν πάλι οἱ Ἅγιοι μὲ σεισμὸ καὶ μοῦ εἶπαν μεγαλόφωνα:- Σοφιανή, γιατί δὲν ἔκανες αὐτὸ ποὺ σὲ ὡρίσαμε καὶ μέλλεις νὰ πεθάνῃς μὲ αἰφνίδιο θάνατο;Ἐγὼ λέγω τότε τοῦ ἀνδρός μου:- Ἀκοῦς τί προστάζουν οἱ Ἅγιοι;Αὐτὸς ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε:- Ἅγιοι Δεσπόται μου, μοῦ τὰ εἶπε ὅλα ἡ Σοφιανή, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἴμεθα πτωχοὶ καὶ δὲν ἔχουμε τὰ μέσα, φοβούμεθα δὲ καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ κράτους, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐκάναμε τίποτε. Ἐπειδὴ ὅμως ὁρίζετε νὰ τὸν ἀφιερώσουμε στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἁγιωσύνη σας, ἀπὸ σήμερα νὰ γίνη δικός σας ὁ τόπος αὐτός.Οἱ Ἅγιοι τοῦ εἶπαν:- Αὔριο τὸ πρωὶ θὰ σκάψῃς μέσα στὸν ἀχυρώνα καὶ θὰ εὕρης μάρμαρα, σταυρούς, ἀκόμη καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ θὰ πεισθῆς ἔτσι στὰ λόγια μας. Πήγαινε καὶ στὸν Σουλτάνο καὶ ζήτησέ του τὴν ἄδεια καὶ ἐμεῖς θὰ τὸν καταπείσουμε νὰ σᾶς τὴν δώσῃ.Ἀφοῦ εἶπαν αὐτὰ οἱ Ἅγιοι, ἀνεχώρησαν. Ἐμεῖς ὅλη ἐκείνη τὴν νύκτα τὴν περάσαμε μὲ δοξολογίες στὸν Θεὸ καὶ τὸ πρωὶ ἀνακοινώσαμε τὸ γεγονὸς στοὺς συγχωριανούς μας καὶ ὅλοι ἔτρεξαν μὲ σκαπτικὰ ἐργαλεῖα νὰ βοηθήσουν στὸ σκάψιμο.
Πράγματι, εὑρήκαμε τὴν Ἁγία Τράπεζα ἀπὸ λευκὸ μάρμαρο καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ἀντικείμενα ποὺ ἦταν χωμένα.
Ἐπήραμε μὲ εὐκολία καὶ τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Σουλτάνο καὶ ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμησις τῆς ἐκκλησίας.
Ἐμεῖς εἴχαμε μερικὰ χωράφια,
τὰ πουλήσαμε καὶ ἀγοράσαμε διάφορα ἀναγκαῖα πράγματα γιὰ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀφοῦ τελείωσαν οἱ δουλειές, μὲ πατριαρχικὴ ἄδεια,
ἦλθε ὁ Ἅγιος μητροπολίτης Κίτρους καὶ τὴν ἐγκαινίασε.
Ἐμεῖς κατόπιν ἐφύγαμε ἀπὸ τὸ χωριό μας καὶ ἐγκατασταθήκαμε στὴν Κωνσταντινούπολι παίρνοντας σπίτι μὲ ἐνοίκιο.
Ὅμως σὲ παρακαλῶ, ἅγιε Πνευματικέ μου,
νὰ πείσης τὸν ἄνδρα μου νὰ μοῦ ἐπιτρέψη νὰ γίνω μοναχὴ γιὰ νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου αὐτὰ τὰ τρία ἔτη ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκε
ὁ Κύριος ὅτι θὰ μείνω ἀκόμη σ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή.
Ὁ Πνευματικός της ἄκουοντας αὐτά, εἶπε στὸν ἄνδρα της νὰ μὴ τὴν ἐμποδίσῃ νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν διακαῆ της πόθο.
Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι μετὰ ἀπὸ δυὸ χρόνια θὰ πᾶνε μαζὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους νὰ προσκυνήσουν τὰ Ἱερὰ Προσκυνήματα καὶ νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεό.
Πράγματι, ἀφοῦ πούλησαν τὰ ὑπάρχοντά τους, ἔφυγαν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ ἐξωμολογήθηκαν τὰ πάντα στὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο.
Μετὰ κοινώνησαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων
καὶ ἡ μὲν Σοφιανὴ ἐπῆγε σὲ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Σωφρονία,
ὁ δὲ ἄνδρας της ἐπῆγε σὲ ἀνδρικὸ καὶ ἀπὸ Χρῆστος ἐπωνομάσθηκε Χαρίτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου