ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Η ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ


 


Τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω. 15:20)·
«ἐπιβαλοῦσιν ἐφ' ὑμᾶς τάς χεῖρας αὐτῶν καί διώξουσι,παραδιδόντες εἰς συναγωγάς καί φυλακάς,
ἀγομένους ἐπί βασιλεῖς καί ηγεμόνας ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου» (Λκ. 21:12)
«παραδοθήσεσθε δέ καί ὑπό γονέων καί συγγενῶν καί φίλων καί ἀδελφῶν
καί θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν,
καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου» (Λκ. 21:16-17).
Τό δέ «στόμα Χριστοῦ», ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, προσθέτει:
«οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται».



Η παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,ἡ ὁποία ἔχει λάβει τρομακτικάς διαστάσεις,ἀποσκοπεῖ εἰς τήν κατεδάφισιν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως,

 ἐφόσον παραδέχεται ὅλας τάς Χριστιανικάς αἱρέσεις καί ὅλας τάς θρησκείαςὡς 

«διαφορετικούς δρόμους»

 διά νά φθάσῃ ὁ ἄνθρωπος εἰς τόν Θεόν.Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν εἰς τόν ἴδιον Θεόν, ὁ καθείς μέ τόν τρόπον του,λέγουν 

ψευδῶς οἱ Οἰκουμενισταί,ὅπως οἱ «πατριάρχαι» Ἀθηναγόρας καί Βαρθολομαῖος.Νά καταργήσωμεν, λοιπόν, 

τά δόγματα τῆς Τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του κ.λπ.καί νά κατασκευάσωμεν νέα,οὕτως ὥστε 

αὐτά νά εἶναι ἀποδεκτά ἀπό τόν σύγχρονον ἄνθρωπον,ἐπρότεινεν ὁ «ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς» Ἰάκωβος εἰς συνέντευξίν του εἰς τήν παγκοσμίου

 κυκλοφορίας ἐφημερίδα New York Times (25-9-1967, σ. 40).

Παρομοίας αἱρέσεις, 

διαστροφάς καί βλασφημίας κηρύσσουν καί σύγχρονοι «πατριάρχαι»,«ἀρχιεπίσκοποι», 

«ἐπίσκοποι» καί ἄλλοι, καί ὄχι μόνον οὐδένα κίνδυνον καθαιρέσεως διατρέχουν,ἀλλά

 τοὐναντίον τιμῶνται καί ὑπό πάντων!



σχάτως δέ ἀρκετοί ἐξ αὐτῶν, ὅπως ὁ «πατριάρχης» Βαρθολομαῖος, μοιράζουν τό «ἅγιον Κοράνιον», ὅπως τό ἀποκαλοῦν, ἀντί τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου! Διά νά μήν μακρυγορῶμεν, ἁπλῶς λέγομεν ὅτι εἶναι τόσα πολλά τά ἄνομα ἔργα καί κηρύγματα τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὥστε θἀ ἐχρειάζετο μία πολύωρος ὁμιλία διά νά παρουσιασθοῦν καί νά σχολιασθοῦν. Δέν νομίζω ὅτι χρειάζεται, ὅμως, διότι τά γεγονότα αὐτά εἶναι πλέον γνωστά εἰς ὅλους ὅσους ἐνδιαφέρονται διά τήν Ἐκκλησίαν. Πλανῶνται οἰκτρῶς ὅσοι ἔχουν μέν Ὀρθόδοξον Πίστιν, ἀλλά ἐν γνώσει των κοινωνοῦν ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Οἰκουμενιστάς, παρά τό γεγονός ὅτι ἡ στάσις των αὐτή εἶναι ἀντορθόδοξος. 


Τόσον ἡ Ἁγία Γραφή ὅσον καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, προκειμένου νά καταστήσουν ἀπολύτως σαφές ὅτι ἡ ἐν γνώσει κοινωνία μέ τήν αἵρεσιν ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπον εἰς τήν Κόλασιν, ἀπηγόρευσαν αὐστηρῶς καί μέ ἐντόνους χαρακτηρισμούς καί προτροπάς τήν τοιαύτην κοινωνίαν. Πρός ἀπόδειξιν αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρισμοῦ, παραθέτομεν ἀμέσως κατωτέρω πολλά ἁγιογραφικά καί ἁγιοπατερικά χωρία.Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐκκλίνατε ἀπ’ αὐτῶν» (Ρωμ. 16:17-18)·«ἀφίστασο ἀπό τῶν τοιούτων ... τήν παρακαταθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τάς βεβήλους κενοφωνίας καί ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ἥν τινες ἐπαγγελλόμενοι περί τήν πίστιν ἠστόχησαν» (Α´ Τιμ. 6:5, 6:20-21)·«μή οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν ... καί μή συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους» (Ἐφ. 5:6-11)·«ἀπό παντός εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε» (Α´ Θεσσ. 5:22)·«στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ... στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν» (Β´ Θεσσ. 2:15 καί 3:6)· «σύ δέ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καί ἐπιστώθης» (Β´ Τιμ. 3:14)·


«Εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1:8-9)·«τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; ... διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε» (Β´ Κορ. 6:14-18, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «οἵτινες τήν ὑγιῆ πίστιν προσποιοῦνται ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους, εἰ μετά παραγγελίαν μή ἀποστῶσι, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν» (P.G. 160, σ. 101). Ο Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος λέγει: «Πᾶς ὁ λέγων, φησί, παρά τά διατεταγμένα, κἄν ἀξιόπιστος ᾖ, κἄν νηστεύῃ, κἄν παρθενεύῃ, κἄν σημεῖα ποιῇ, κἄν προφητεύῃ, λύκος σοί φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος» (P.G. 160, σ. 101, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). 


Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, λέγει τά ἑξῆς σημαντικά διά τήν ὑπακοήν εἰς ἡγουμένους πού εἴτε εἶναι αἱρετικοί εἴτε εἶναι μέν ὀρθόδοξοι, ἀλλά κοινωνοῦν μέ αἱρετικούς: «παραγγελίαν γάρ ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἀποστόλου [Γαλ. 1:8], παρ’ ὅ παρελάβομεν, παρ’ ὅ οἱ κανόνες τῶν κατά καιρούς συνόδων καθολικῶν τε καί τοπικῶν, ἐάν τις δογματίζῃ ἤ προστάσσῃ ποιεῖν ἡμᾶς, ἀπαράδεκτον αὐτόν ἔχειν, μηδέ λογίζεσθαι αὐτόν ἐν κλήρῳ ἁγίων» «οὐ δι’ ἕνα ἄνθρωπον ἀποσχίζομεν τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀπό Βορρᾶ καί δυσμῶν καί θαλάσσης∙ καί μέντοι καί τῆς ἐνταῦθα, δηλονότι πλήν τῶν μοιχοκυρωτῶν. Οὐ γάρ οὗτοι Ἐκκλησία Κυρίου» (Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ., σελ. 178, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). 


φόσον ὁ ἅγιος ἔλεγεν ὅτι οἱ «μοιχοκυρωταί», ἤτοι οἱ ἐγκρίνοντες τόν παράνομον γάμον τοῦ Αὐτοκράτορος, δέν ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, φαντασθεῖτε τί θά ἔλεγεν διά τούς Οἰκουμενιστάς ἄν ἔζη σήμερον· εἰκάζω ὅτι θά τούς ἐχαρακτήριζε «συναγωγήν τοῦ Σατανᾶ»! Σκληρά ἡ κρίσις, ἀλλά σύμφωνος μέ τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας.«Οὐδ’ ἄν ὅλα τά χρήματα τοῦ κόσμου παρέξει τις καί κοινωνῶν εἴη τῇ αἱρέσει φίλος Θεοῦ καθίσταται, ἀλλ’ ἐχθρός. Καί τί λέγω κοινωνίας; Κἄν ἐν βρώματι, καί πόματι, καί φιλίᾳ συγκάτεισι τοῖς αἱρετικοῖς ὑπεύθυνος» (Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ., σελ. 298)· «φυλάξοιτε ἔτι ἑαυτάς, παρακαλῶ, τῆς ψυχοφθόρου αἱρέσεως∙ ἧς ἡ κοινωνία ἀλλοτρίωσις Χριστοῦ» (Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ., σελ. 354, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος)·«τοῦ τε ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος, μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρός τούς αἱρετικούς, ἀλλά μήν μηδέ πρός τούς κοινωνοῦντας μετά τῶν ἀσεβῶν» (Ἐπιστολαί, ἔ.ἀ., σ. 448, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος)· 


«χθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας, μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (P.G. 99, σ. 1049, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος)· «οἱ μέν τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν· οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται» (P.G. 99, σ. 1164 Α, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Δηλαδή, ὅσοι ἔχουν μέν Ὀρθόδοξον Πίστιν, ἀλλά κοινωνοῦν μέ τήν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως πράττουν σήμερον οἱ ἁγιορεῖται μνημονευταί καί οἱ «συντηρητικοί» νεοημερολογῖται, θά συναπολεσθοῦν μέ τούς Οἰκουμενιστάς. Ὁ Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός, συνοψίζων ἄριστα τήν ’Ορθόδοξον διδασκαλίαν τῆς ἀποτειχίσεως, λέγει: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (P.G. 160, σ. 101, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Ἀναφερόμενος δέ εἰς τόν λατινόφρονα μητροπολίτην Ἀθηνῶν, γράφει ὁ Ἅγιος τά ἑξῆς σημαντικά εἰς μίαν ἐπιστολήν του πρός τόν ἱερομόναχον Θεοφάνην: 


ξιῶ οὖν τήν ἁγιωσύνην σου, ἵνα τόν ὑπέρ Θεοῦ ζῆλον ἀναλαβών, ... παραινέσῃς τοῖς τοῦ Θεοῦ ἱερεῦσιν, ἐκφεύγειν ἅπασι τρόποις τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί μήτε συλλειτουργεῖν αὐτῷ μήτε μνημονεύειν ὅλως αὐτοῦ, μήτε ἀρχιερέα τοῦτον, ἀλλά λύκον καί μισθωτόν ἡγεῖσθαι ... Φεύγετε οὖν καί ὑμεῖς, ἀδελφοί, τήν πρός τούς ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων. Ἴδε ἐγώ Μάρκος ὁ ἁμαρτωλός λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ μνημονεύων τοῦ πάπα ὡς ὀρθοδόξου ἀρχιερέως ἔνοχός ἐστι πάντα τά τῶν Λατίνων ἐκπληρῶσαι μέχρι καί αὐτῆς τῆς κουρᾶς τῶν γενείων, καί ὁ λατινοφρονῶν μετά τῶν Λατίνων κριθήσεται καί ὡς παραβάτης τῆς πίστεως λογισθήσεται (P.G. 160, σ. 1097, 1100, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Συνεπῶς, εἶναι παραβάται τῆς πίστεως ὅσοι μνημονεύουν τόν λατινόφρονα «πατριάρχην» Βαρθολομαῖον, ὁ ὁποῖος ψάλλει τήν φήμην καί τό «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» διά τόν «πάπαν». 


πως δέ κατήγγειλε τό ἔτος 1969 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς εἰς μίαν ἀνοικτήν του ἐπιστολήν πρός τόν «ἀρχιεπίσκοπον Ἀμερικῆς» Ἰάκωβον, ὁ «πατριάρχης» Ἀθηναγόρας εἶχε συμπεριλάβῃ τό ὄνομα του «πάπα Ρώμης», καθώς καί «ὅλας τάς ὁμολογίας τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως», εἰς τά Δίπτυχα, πού σημαίνει ὅτι ἐθεώρει ὡς ὀρθοδόξους ὅλους αὐτούς τούς αἱρετικούς. Εἰς τό Ἅγιον Ὄρος σήμερον, ὀρθόδοξον στάσιν κρατοῦν μόνον οἱ παραδοσιακοί, δηλαδή οἱ γνήσιοι Ἐσφιγμενῖται καί οἱ Ζηλωταί Πατέρες, πού δέν μνημονεύουν τόν κ. Βαρθολομαῖον διό καί διώκονται. 


Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός τονίζει ὅτι «εἰς τά τῆς Πίστεως οὐκ ἐγχωρεῖ συγκατάβασις· ἡ γάρ συγκατάβασις ἐλάττωσιν ἐργάζεται τῆς πίστεως» καί ὅτι «μέσον ἀληθείας καί ψεύδους οὐδέν ἐστιν» (ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Οἱ ἐπί «πατριάρχου» Βέκκου ἀγωνισθέντες καί θεαρέστως μαρτυρήσαντες Ἁγιορεῖται Πατέρες, εἰς τήν γνωστήν ἐπιστολήν, τήν ὁποίαν ἔγραψαν τό ἔτος 1275 πρός τόν Βασιλέα Μιχαήλ Παλαιολόγον, ἀντιδρῶντες εἰς τάς πιέσεις πού ἐδέχοντο νά μνημονεύσουν τόν «πάπαν», μετά ἀπό τήν ψευδο-σύνοδον τῆς Λυῶνος, ἐπεκαλέσθησαν, μεταξύ ἄλλων, καί τό ἀκόλουθον χωρίον τῆς Καινῆς Διαθήκης: «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε· ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (Ἰω. Β΄, 10-11). 


Τό χωρίον τοῦτο ἀνέλυσαν ὡς ἑξῆς (εἰς ἐλευθέραν μετάφρασιν τοῦ γράφοντος).Ἄν ἐμποδιζώμεθα ἁπλῶς νά τόν χαιρετίσωμεν [τόν «πάπαν»] καθ’ ὁδόν καί νά τόν εἰσαγάγωμεν εἰς μίαν συνήθη οἰκίαν, τότε πῶς θά τόν εἰσαγάγωμεν, ὄχι εἰς οἰκίαν, ἀλλά εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ; ... Καί ἄν ὁ ἁπλοῦς χαιρετισμός του ἰσοδυναμεῖ μέ κοινωνίαν μέ τά πονηρά του ἔργα, πόσον μᾶλλον ἡ μνημόνευσίς του ἐκφώνως ἔμπροσθεν τῶν θείων καί φρικτῶν μυστηρίων; Ἄν δέ Αὐτός πού κεῖται ἔμπροσθεν ἡμῶν εἶναι ἡ Αὐτοαλήθεια, τότε πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀνεχθῇ τοῦτο τό μέγα ψεῦδος, τό νά κατατάσσηται δηλαδή αὐτός μεταξύ τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν; Θέατρον θά παίξωμεν ἐνώπιον τῶν φρικτῶν μυστηρίων; Πῶς εἶναι δυνατόν ν’ ἀνεχθῇ τοιοῦτόν τι ἡ ὀρθόδοξος ψυχή, χωρίς ν’ ἀπομακρυνθῇ ἀμέσως ἀπό τούς μνημονευτάς, θεωρῶντας αὐτούς ἱεροκαπήλους; 


Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ τήν ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως ἐνώπιον τῶν ἀδύτων μυστηρίων ὡς τελείαν συγκοινωνίαν. Εἰς τήν ἑρμηνείαν τῆς θείας λειτουργίας ἔχει γραφῇ ὅτι ὁ ἱερουργῶν ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως, διά νά δείξῃ ὅτι ὑποτάσσεται εἰς αὐτόν καί ὅτι εἶναι κοινωνός τῆς πίστεώς του... Καί ὁ μέγας πατήρ ἡμῶν καί ὁμολογητής Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ταῦτα λέγει: μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν τόν αἱρετικόν, ἀκόμη καί ὅταν ὁ ἀναφέρων εἶναι ὀρθόδοξος ... Ἀλλά θά δεχθῶμεν τό μνημόσυνον κατ’ οἰκονομίαν; Καί πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἀποδεκτή μία οἰκονομία πού βεβηλώνει τά θεῖα μυστήρια καί διώκει ἀπό αὐτά τό Ἅγιον Πνεῦμα, στερῶντας ἔτσι τούς πιστούς ἀπό τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν των καί τήν χάριν τῆς υἱοθεσίας; Ὑπάρχει τι ζημιωδέστερον τούτου;



Ἡ κοινωνία μετ’ αὐτῶν εἶναι προφανής ἔκπτωσις καί ἀνατροπή τῆς Ὀρθοδοξίας.Διότι 

ὁ αἱρετικόν δεχόμενος τοῖς αὐτοῦ ἐγκλήμασιν ὑπόκειται καί ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν ἀκοινώνητός ἐστιν, ὡς συγχέων 

τόν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας (ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος).Ὥστε, λοιπόν, 

κατά τούς Ἁγιορείτας Πατέρας τοῦ 1275, «ἱεροκάπηλοι» εἶναι οἱ μνημονευταί τῶν αἱρετικῶν! Ὡς γνωστόν, οἱ τότε Οἰκουμενισταί τοῦ Βέκκου 

ἄλλους ἀπό αὐτούς τούς Ἁγιορείτας Πατέρας ἀπεκεφάλισαν,ἄλλους ἐκρέμασαν, 

ἄλλους ἔκαψαν ζωντανούς και ἄλλους ἔπνιξαν. Εἶναι, βλέπετε, στενός,ἀκανθώδης καί μαρτυρικός ὁ δρόμος τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας, τόν ὁποῖον

 ἀκολουθοῦν ὀλίγοι, ἐνῶ ὁ δρόμος τῆς ἀπωλείας εἶναι πλατύς, 

τόν ὁποῖον δυστυχῶς ἀκολουθοῦν οἱ πολλοί.Ἕτερον παράδειγμα ὀρθοδόξου ὁμολογίας ἀποτελεῖ ἡ στάσις πού 

ἐτήρησαν οἱ ὀρθόδοξοι ἔναντι τῶν λατινοφρόνων μετά τήν ψευδοσύνοδον τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας: «δέν συνελειτούργουν μετά τῶν λατινοφρόνων, δέν ἐπεκοινώνουν 

μετ’ αὐτῶν καί δέν ἐμνημόνευον τῶν ἐπισκόπων,τῶν ὑπογραψάντων τήν

 ψευδῆ ἕνωσιν τῆς Φλωρεντίας.Τό ὀρθόδοξον πλήρωμα μόνον τήν φωνήν τοῦ Μάρκου [τοῦ Εὐγενικοῦ] ἀνεγνώριζεν

 ὡς φωνήν καλοῦ ποιμένος. 




Επιμέλεια κειμένου ''ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ''
                   

Δημήτριος Χατζηνικολάου

Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF