Ημείς έχοντες υπ΄όψει τους Κανόνας και το Καταστατικόν
εκ της κηρύξεως ημών ως εκπτώτων άνευ διαδικασίας τινός,
ήχθημεν εις το συμπέρασμα ότι η Διοικούσα Σύνοδος ενέκρινεν το αποκοινωνητικόν ημών έγγραφον,
οπότε έδει να μεριμνήσωμεν και ημείς ως προσωρινή πλέον Εκκλησιαστική Αρχή των παλαιοημερολογιτών
δια τας θρησκευτικάς ανάγκας αυτών,
πρώτη εκ των οποίων ήτο και η ανάδειξις Επισκόπων εις τα επαρχιακά τμήματα,
όπου υπήρχαν συμπαγείς μάζαι παλαιοημερολογιτών.
Ιδού διατί προέβημεν εις χειροτονίαν τεσσάρων Επισκόπων,
καθ΄ο είχομεν δικαίωμα εκ των θείων και Ιερών Κανόνων.
Εις την χειροτονίαν ταύτην των Επισκόπων προέβημεν και δια τας θρησκευτικάς ανάγκας
των οκτακοσίων και πλέον Παραρτημάτων των παλαιοημερολογιτών εν ταις διαφόροις επαρχίαις,
αλλά και ίνα δώσωμεν εις την Διοικούσαν Εκκλησίαν και την Κυβέρνησιν να εννοήση και εκτιμήση
δεόντως την σοβαρότητα του εγχειρήματος ημών,
αποσκοπούντος την άρσιν του σκανδάλου και την ένωσιν των Χριστιανών,
δια της αναστηλώσεως της Ορθοδόξου και αιωνοβίου
εορτολογικής παραδόσεως.
Δυστηχώς, ούτε η Διοικούσα Σύνοδος, αλλ΄ούτε και η τότε Κυβέρνησις ηδυνήθη να εκτιμήση τους σοβαρούς λόγους και τα Εκκλησιαστικά και Εθνικά ελατήρια, υφ΄ων ωρμάτο η θαρραλέα και αποφασιστική χειρονομία ημών,η σκοπούσα δια της άρσεως του σκανδάλου και της επαναφοράς του παλαιού εορτολογίου να ενώση τους διαιρεθέντας Εκκλησιαστικώς Ορθοδόξους Έλληνας και να προλάβη τα φοβερά δεινά τα εγκυμονούμενα εκ της Εκκλησιαστικής διαιρέσεως του Ελληνικού λαού και του μελλοντικού Σχίσματος της Ελληνικής Εκκλησίας από των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, των εχομένων στερρώς του πατρώου εορτολογίου και ισταμένων επί του εδάφους των Εκκλησιαστικών παραδόσεων.
Ούτως αφ΄ενός μεν η Διοικούσα Σύνοδος κηρύξασα ημάς εκπτώτους των επαρχιών άνευ την υπό των Κανόνων του Καταστατικού προβλεπόμενης διαδικασίας, παρέπεμπεν ως εκπτώτους και υποδίκους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, αφ' ετέρου δε η Κυβέρνησις έθετεν ημάς ωσεί να διεπράξαμεν έγκλημα καθοσιώσεως,υπό αυστηράν απομόνωσιν, εν η διεμένομεν κατοικία,μη επιτρεπόμενης της ελευθεροκοινωνίας ημών υπό κουστωδίαν χωροφυλάκων τεθέντες. Το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον χωρίς να προβή εις ουδέν ειρηνόδικον και διαφωτιστικόν μέτρον, δικάσαν ημάς ερήμην κατεδίκασεν εις καθαίρεσιν υποβιβασμόν εις την τάξιν των Μοναχών και εις πενταετή σωματικόν περιορισμόν εις αποκέντρους Μονάς, ως επαναστατήσαντες δήθεν κατά της προισταμένης Εκκλησιαστικής Αρχής. Εκ των τριών τούτων ποινών ουδεμία είναι δικαία, Κανονική και νόμιμος.
Η καθαίρεσις, η εσχάτη αύτη των Εκκλησιαστικών ποινών, επιβάλλεται μόνον, ως και προηγουμένως είπομεν εις τους Κληρικούς εκείνους, οίτινες σφάλλονται περί την πίστιν ή περιπίπτουν εις προσωπικόν ή ηθικόν έγκλημα ή δια λόγους φιλαρχίας και εμπαθείας αποκηρύττουν την Κανονικήν των Αρχήν και πηγνύουν ίδιον θυσιαστήριον. Εκ των λόγων τούτων ουδείς συντρέχει εις την προκειμένην περίπτωσιν. Εν τούτοις το Συνοδικόν Δικαστήριον εστήριξεν την καθαιρετικήν του απόφασιν επί του τρίτου λόγου, ήτοι της ανταρσίας ημών δήθεν κατά της προισταμένης Εκκλησιαστικής Αρχής, χακτηρίσαν την διακοπήν της Εκκλησιαστικής επικοινωνίας μετά της Διοικούσης Εκκλησίας, ως στάσιν, χωρίς να λάβη υπ΄όψι και να ανασκευάση ως όφειλεν τους σοβαρούς λόγους, Εκκλησιαστικούς και Κανονικούς, δι΄ους διεκόψαμεν την Εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετ΄αυτής.
Και γεννάται νυν το ερώτημα ποίοι, δέον να θεωρηθούν ως αντάρται και επαναστάται κατά της Ορθοδόξου εννοίας της Εκκλησίας, ημείς οίτινες σεβόμεθα την εορτολογικήν παράδοσιν, την θεσπιθείσαν υπό της Α΄Οικουμενικής Συνόδου και κυρωθείσαν υφ΄όλων των λοιπών τοιούτων και απαραλλάκτως επί είκοσι αιώνας ευλαβώς τηρηθείσαν υφ΄όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, εσχάτως δε και περιβληθείσα και το κύρος της Πολιτείας δια του Νομοθετικού Διατάγματος του 1923, ή η Διοικούσα Ιεραρχία,ήτις έσπευσε να θέση εις εφαρμογήν μίαν καινοφανή διαρρύθμισιν του εορτολογίου,άνευ της συναινέσεως απασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και να ανοίξη ούτως εν ρήγμα εις την ενότητα της καθόλου Ορθοδοξίας και την ευρηθμίαν και ομοιομορφίαν της Ορθοδόξου θείας λατερείας; Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι το πολίτευμα της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας είναι Συνταγματικόν και ουχί Μοναρχικόν, όπως το της Λατινικής Εκκλησίας, ή Δημοκρατικόν όπως των Διαμαρτυρομένων. Το Σύνταγμα δε της Εκκλησίας ημών αποτελούσι προς τοις δόγμασι και αι παραδόσεις και αι Αποστολικαί και Συνοδικαί Διατάξεις και επομένως πάσα μονομερής και αυθαίρετος Εκκλησιαστική διαρρύθμισις θίγουσα τους Κανόνας και τας παραδόσεις της Εκκλησίας,αντίκειται προς αυτό το Εκκλησιαστικόν Σύνταγμα και ως τοιαύτην δέον να μην γίνηται αποδεκτή υπό των πιστών των αγρύπνων τούτων φρουρών του Εκκλησιαστικού Συντάγματος.
Ούτως ημείς νομοταγείς όντες προς το Εκκλησιαστικόν Σύνταγμα και θέλοντες να μείνωμεν πιστοί εις τον όρκον,ον εδώκαμεν γενόμενοι Αρχιερείς περί της αλωβήτου και απαραμειώτου διατηρήσεως της εμπιστευθείσης ημίν Ορθοδόξου παρακαταθήκης, δεν εστέρξαμεν να συμμορφωθώμεν προς μιαν αντικανονικήν και αντισυνταγματικήν απόφασιν της Διοικούσης Συνόδου και διεκόψαμεν την Εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετ΄αυτής και προ Συνοδικής διαγνώμης συνωδά τω ΙΕ΄Κανόνι της ΑΒ Συνόδου και τούτο,ίνα μην μετέχωμεν της ευθύνης δια την αντικανονικώς εισαχθείσαν εορτολογικήν καινοτομίαν. Και όμως οι επαναστατήσαντες κατά του Ορθοδόξου Εκκλησιαστικού Συντάγματος Αρχιερείς εδίκασαν και κατεδίκασαν εις την εσχάτην των ποινών ημάς τους νομιμόφρονας και νομοταγείς,τους σεβομένους τους Κανόνας και τας παραδόσεις, διότι ούτοι κρίνοντες το Εκκλησιαστικόν δίκαιον και την ορθότητα της Πίστεως εκ τοπυ αριθμού και ουχί της εννοίας του Εκκλησιαστικού Συντάγματος είχον την παράλογην απαίτησιν να συμμορφωθώμεν προς την αντικανονικήν αυτών περί εορτολογίου απόφασίν,έστω και παρά την Ορθόδοξον συνείδησίν ημών.
Αν τουλάχιστον είχον την παρρησίαν και την ειλικρίνειαν να είπωσιν ότι επαναστατικώ δικαίω κατεδίκασαν ημάς εις την εσχάτην των ποινών θα ήσαν ίσως συγγνωστοί,αλλά και πάλιν κατά το πολιτικόν δίκαιον μόνον και ουχί κατά το Εκκλησιαστικόν,καθ΄ο ουδέποτε δημιουργείται δίκαιον δια της επαναστάσεως κατά του Εκκλησιαστικού Συντάγματος. Τούτο δε μόνον μία Οικουμενική Σύνοδος συνεδριάζουσα και αποφαινόμενη ομοφώνως εν Αγίω Πνεύμ,ατι δύναται και δικαιούται να διαρρυθμίση και τούτο ως προς το διοικητικόν και Κανονικόν μέρος μόνον. Ιδού δε περί τούτου και πώς απεφάνθη ο γνωστός Κανονολόγος Κύριος Πετρακάκος νυν Επίτροπος της Επικρατείας παρά τη Διοικούση Συνόδω: ''οι απανταχού γης,είπεν ούτος παλαιοημερολογίται είναι οι γνησιώτεροι και ακραιφνέστεροι των Ορθοδόξων, διότι ούτοι φυλάττουσιν αναλλοιώτως και απαραχαράκτως το Εκκλησιαστικόν δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, όπερ δεν δικαιούται να μεταβάλωσι παρά μόνον οι δημιουργήσαντες αυτό''. (δηλαδή Σύνοδος Οικουμενική).
Κατόπιν πάντων τούτων ας κρίνη πας νοήμων και αμερόληπτος κριτής κατά πόσον η υπό του επαναστατικού Συνοδικού Δικαστηρίου επιβληθείσα καθ΄ημών καθαίρεσις είνε κανονική και έγκυρος, δεδομένου ότι ημείς δεν επαναστατήσαμεν κατά της Εκκλησίας, αλλ΄ηρνήθημεν να συμμορφοθώμεν προς μίαν αντικανονικήν απόφασιν της Διοικούσης Ιεραρχίας και τούτο διότι ο Εκκλησιαστικός και ο Πολιτικός Νόμος είναι υπέρ του παλαιού εορτολογίου.
Η δευτέρα ποινή,
εις ην υπεβλήθημεν είναι ο υποβιβασμός ημών εις την τάξιν των Μοναχών.
Αύτη είναι ουχί μόνον παράνομος και αντικανονική
αντιβαίνουσα ρητώς προς τον ΑΒ΄Κανόνα την εν Αγία Σοφία Συνόδου,
αλλά και ιερόσυλος δια τα εξής λόγους:
εις τους τρεις βαθμούς της Ιερωσύνης προχειρίζονται οι υποψήφιοι,
ουχί υπό των χειροτονούντων αλλ΄υπό της θείας χάριτος
δια της επιθέσεως επ΄αυτών των χειρών του Επισκόπου και της επικλήσεως του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος,
εφ΄ω και εκφωνεί κατά την εύσημον και ιεράν της χειροτονίας στιγμήν ο τελεταρχών Επίσκοπος.
''Η Θεία Χάρις,
η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα προχειρίζεταί Σε Διάκονον ή Πρεσβύτερον κ.λ.π.''.
Τούτο ούτως έχοντος ουδέν Εκκλησιαστικόν και Συνοδικόν Δικαστήριον δικαιούται να αφαιρέση τον βαθμόν της Ιερωσύνης,
ον δίδει η Θεία Χάρις,
δι΄ιδιαιτέρας Μυστηριακής τελετής,
πολλώ δε μάλλον να τον υποβιβάση χωρίς να σφετερισθή τούτο το θείον και ιερόν δικαίωμα της Θείας Χάριτος,
ο δε σφετερισμός ούτος καλείται ιεροσυλία
υπό των Πατέρων της Εκκλησίας.
Εισαγωγή,τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Απόσπασμα ομιλίας του Αειμνήστου, Ιεράρχου και πατρός ημών, πρώην Μητροπολίτη Φλωρίνης
Αγίου Χρυσοστόμου (Καβουρίδη)
Αντιγραφή από τα ''ΑΠΑΝΤΑ ΠΡΩΗΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ''
έκδοση της Ιεράς Μονής Αγίου Νικοδήμου,Ελληνικού Γορτυνίας 1997
τόμος 1ος
σελίδες 307-310.
Απόσπασμα ομιλίας του Αειμνήστου, Ιεράρχου και πατρός ημών, πρώην Μητροπολίτη Φλωρίνης
Αγίου Χρυσοστόμου (Καβουρίδη)
Αντιγραφή από τα ''ΑΠΑΝΤΑ ΠΡΩΗΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ''
έκδοση της Ιεράς Μονής Αγίου Νικοδήμου,Ελληνικού Γορτυνίας 1997
τόμος 1ος
σελίδες 307-310.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου