ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΚΛΩΘΕΙ ΤΟ ΝΗΜΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΓΗΣ




Τραβάει πολύ η φυλάκισή μας.

Μια μέρα διαπιστώσαμε πως οι φρουροί μας ήταν πολύ ανήσυχοι.

Μακρινοί κανονιοβολισμοί ακούγονταν πότε-πότε.

Τολμήσαμε να ρωτήσουμε ένα απλοικό και καλοκάγαθο παλληκάρι,

που μας έφερνε το καθημερινό φαγητό.

—Τί γίνεται έξω;

—Οι λευκοί προελαύνουν! είπε σιγανά.

Οι κανονιές γίνονταν πιο δυνατές—μας πλησίαζαν.

Πίσω απ την κλειδωμένη πόρτα του θαλάμου μας όλο και συχνότερα ηχούσαν βήματα νευρικά, 

φωνές και τρεξίματα.

Ανατριχιάζαμε.

Σφιγγόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Από τα χείλη μας δεν έλειπε η προσευχή.

«Λευκοί» ή «λευκός στρατός» (σε αντίθεση με τους «κόκκινους», «κόκκινο στρατό») 

ονομάζονταν οι αντιμπολσεβικικές δυνάμεις, που αγωνίστηκαν για την ανατροπὴ του σοβιετικού καθεστώτος (1918-1920),

χωρίς επιτυχία.

Μέχρι το τέλος του 1919, οι λευκοί, με αρχηγό τον στρατηγό Ντενίκιν, είχαν αλλεπάλληλες νίκες.

Αλλ΄από το 1920 ο κόκκινος στρατός,

αφού ανασυντάχθηκε, τους ανάγκασε να υποχωρήσουν και, τελικά να διαλυθούν.


Τα υπολείμματα του λευκού στρατού (145.000 ἄνδρες) εγκατέλειψαν με πλοία την Ρωσία στις 31 Ὀκτωβρίου 1920 και διασκορπίστηκαν στην Τουρκία και την Ευρώπη. —Ετοιμαστείτε... Σήμερα θα πεθάνετε!... Το καλοκάγαθο παλικάρι μας το ψιθύρισε με σπασμένη την φωνή, κι έφυγε βιαστικά. Χωρίς καθυστέρηση ο αρχιεπίσκοπος Πλάτων αρχίζει: —«Ευλογητός ο Θεός ημῶν πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Τι θα κάνουμε; Εσπερινό; όρθρο; Παράκληση;... Δεν συνεννοηθήκαμε.


Αλλά δεν χρειάζεται. Όλοι νιώθουμε την ανάγκη να ψάλλουμε την νεκρώσιμη ακολουθία. Για τους εαυτούς μας. —«Μακάριοι οι άμωμοι, εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμῳ Κυρίου. Αλληλούια». Ο αρχιεπίσκοπος μνημονεύει τα ονόματά μας και ικετεύει τον Κύριο για την αιώνια ανάπαυσή μας. —«Έτι δεόμεθα υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των κεκοιμημένων δούλων του Θεού, καί υπέρ του συγχωρηθήναι ημῖν παν πλημμέλημα εκούσιόν τε και ακούσιον». Ψάλλοντας το αποχαιρετιστήριο δοξαστικό «Ορωντές με άφωνον...», ασπαζόμαστε και σταυρώνουμε ο ένας τον άλλον... Είναι βράδυ. Η γη τραντάζεται απ το κανονίδι. Ακούγεται το κλειδί. Μπαίνει ο Μπρόντζα. Πίσω του οι κινέζοι. Δεν περιμένουμε διαταγή -ετοιμαζόμαστε μόνοι μας... Τουφέκιζαν με την σειρά. Πρώτος έπεσε ο αρχιεπίσκοπος Πλάτων. Δεύτερος ο Λατίνος παπάς. Τρίτος ο π. Μιχαήλ-πρόλαβε να φωνάξει: —Κύριε, στα χέρια Σου παραδίνω το πνεύμα μου!.. Στέκομαι δίπλα στον γέροντα Αμβρόσιο. 


Τον ακούω να μουρμουρίζει το εξόδιο Θεοτόκιο: —«Αδιόδευτε πύλη, μυστικώς εσφραγισμένη, ευλογημένη Θεοτόκε Παρθένε, δέξου τας δεήσεις ημών, καί προσάγαγε τω σω Υιώ και Θεώ,ίνα σώσῃ διά σου τας ψυχάς ημών». Θαρρώ πως βρίσκομαι τώρα στην εκκλησία του χωριού μας.  Κυριακή τῶν Βαίων. Το εικονοστάσι είναι στολισμένο με κόκκινες λυγαριές. Είμαι μόλις εννιά χρονών. Στέκομαι στην σειρά για να κοινωνήσω, με καθαρό άσπρο πουκάμισο και καινούργιες μπότες. Αργά - αργά προχωρούν οι πιστοί προς το άγιο Ποτήριο. Οι ψάλτες επαναλαμβάνουν: «Σώμα Χριστού μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε»... Ο Μπρόντζα φτάνει στον ηγούμενο Αμβρόσιο. Σηκώνει το πιστόλι. Να, μόλις κοινωνήσει ο γέροντας, είναι η σειρά μου... πλησιάζω στο Ποτήριο της Ζωής... Το κεφάλι μου γεμίζει σκοτάδι. —«Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ...». Όλη η γη μεταβάλλεται σε γαλάζιο σύννεφο. Δεν υπάρχει πια μνήμη για τα προηγούμενα, δεν υπάρχει πια σκέψη για τα τωρινά…


Το σώμα μου λες και πέφτει... Και να, σαν να μην φοράω πια σάρκα... Μου φαίνεται πως στέκομαι δίπλα στο πεσμένο κορμί μου, και το κοιτάζω σαν παλιό, βγαλμένο ρούχο... Με συνεφέρνουν άγρια ποδοβολητά —στρατιώτες που τρέχουν— και μία τρομαγμένη κραυγή:— Οι λευκοί μπήκαν στην πόλη! Δεν πρόλαβαν να μας εκτελέσουν. Βαδίζω στην άκρη του μεγάλου δρόμου. Φοράω κοντό παλτό, στρατιωτικές μπότες με σιδερένια πέταλα, σκούφο από προβιά. Στον ώμο μου το δισάκι: από την μια, τα Τίμια Δώρα, το Ευαγγέλιο, το ξύλινο άγιο Ποτήριο, το Ιερατικό και το Ευχολόγιο· κι από την άλλη, τα εργαλεία του τσαγκάρη. Στο στήθος,σε ιδιαίτερη θήκη, το αντιμήνσιο. Και στο χέρι ένα ραβδί από σημύδα. Έγινα πλανόδιος ιερέας. Πριν υποχωρήσουν οι λευκοί,προσπάθησαν να με πείσουν να διαφύγω στο εξωτερικό. Το αρνήθηκα. Τα πόδια μου αποδείχθηκαν ανάλαφρα και ικανά για πεζοπορίες.


Μέρες του Σεπτεμβρίου, ζεστές, καλοκαιριάτικες... Σταμάτησα σ΄ένα ύψωμα μέσα στο δάσος. Κάτω το ποτάμι, ο απέραντος κάμπος και οι δρόμοι. Πανίσχυρη η εξουσία των ρωσικών δρόμων! Αν τους κοιτάζεις για πολλή ώρα, λες και φεύγεις από την γη τα επίγεια δεν σε ικανοποιοῦν, η ψυχή σου ζητάει ν' ανέβει κάπου ψηλά... Μήπως απ' τους δρόμους τούτους γεννήθηκε στον ρώσο η διάθεση της φυγής;... Και που να πας; Στα δάση Μπρίνσυ, στα λημέρια των λῃστών; Η εκεί που είναι οι γαλάζιοι τρούλοι των μοναστηριών;... Οπουδήποτε. Φτάνει να προχωράς, χτυπώντας την γη με τ΄οδοιπορικό ραβδί... Να γιατι μας αρέσει να τραγουδάμε: «Ἄχ,δεν είν΄ ένα δρομάκι μόνο μες στον κάμπο...». Σουρουπώνει. Πρέπει να αναζητήσω ένα καταφύγιο για την νύχτα. Πού θα μ' οδηγήσει ο Κύριος;... Καθώς περιπλανιέμαι μέσα σε φιδένια μονοπάτια, αντικρύζω ένα σπίτι καμωμένο από κορμούς δέντρων. Θα με δεχθούν, άραγε; Χτυπάω με το ραβδί μου το παράθυρο. Καμιά απόκριση. Κάθομαι στον εξώστη. Ένας γάτος ξεπετάγεται από κάπου κι έρχεται κοντά μου. Τον χαιδεύω. Τρίβεται πάνω μου καί νιαουρίζει λυπητερά. Ξαναχτυπάω στο παράθυρο. Σιγή νεκρική... Ανοίγω την πόρτα. Μπαίνω μέσα. Ρίχνω μία ματιά ολόγυρα, και τι να δω!... Ένας άνθρωπος είναι πεσμένος στο πάτωμα. Δίπλα του, ένα ξύλινο κηροπήγιο, με πεσμένο το κερί, και μία σιδερένια βέργα. Φοράει λινό πουκάμισο καί στρατιωτικό παντελόνι... Είναι ξυπόλητος... Στο λαιμό του μαυρίζει ένας χάλκινος σταυρός... Το πρόσωπό του είναι πρασινισμένο και το μαλλιαρό του κεφάλι γεμάτο πηγμένο αίμα... Νεκρός! Τον σταύρωσα.


Πήγα στο κοντινό πηγάδι κι έφερα νερό. Τον έπλυνα και του διάβασα την νεκρώσιμη ακολουθία. Έσκαψα ένα λάκκο στο αμμουδερό έδαφος. Τύλιξα το λείψανο μ΄ ένα κομμάτι ύφασμα και το έβγαλα σέρνοντας από το σπίτι (τι βαρύ,που είναι το ανθρώπινο σώμα—υγρή γη! Τον έθαψα και γύρισα στο σπίτι. Πέρασα την νύχτα στον προθάλαμο, πάνω σ΄ένα σωρό σανό. Στα πόδια μου ήταν ξαπλωμένος ο γάτος... Την αυγή συνέχισα τον δρόμο μου. Ανάμεσα στα φυτά του κάμπου οι αράχνες έχουν απλώσει τον ἱστό τους —«το νήμα της Θεοτόκου», λέει ο λαός. Αλήθεια, ποσο αισθαντικός, ποσο πνευματώδης είν' ο λαός μας! Η Θεοτόκος, λέει, κλώθει το νήμα!Αυτή είναι η ποιητική του αντίληψη —ουράνια, πνευματική! Δεν το δείχνουν και οι τόσες ονομασίες των θεομητορικών εικόνων,που τόσο τιμάει; Ρόδον το Αμάραντον. Η Άφλεκτος Βάτος, Των Απηλπισμένων η Ελπίς, Των θλιβομένων η Παράκλησις. Η Πάντων Χαρά... Και τι ὕμνοι...! Τι διηγήσεις!... Μόνο μία καρδιά πλατειά, «πλατυτέρα νεφέλης», όπως θα έλεγε ο ποιητής του Ακαθίστου, μόνο μία ψυχή απέραντα κι αυθόρμητα δημιουργική -η λαική ψυχή μπορεί να εκφραστεί μ αυτόν τον τρόπο....


Κατηφορίζω την βουνοπλαγιά. Με λούζει ο ήλιος με τις ακτίνες του. Σιγοψέλνω τον θεομητορικό κανόνα: —«Ανοίξω το στόμα μου, καί πληρωθήσεται πνεύματος...». Τί βλέπω!... Κάτω, στό λιβάδι, σώματα ξαπλωμένα σε σειρές. Σώματα ολόγυμνα. Κι από πάνω τους κοράκια!... Τριγύρω κανένας δεν υπῆρχε —άδεντροι λόφοι και βουναλάκια, χωρίς ζωντανή ανθρώπινη παρουσία... Διάβασα στους σκοτωμένους την νεκρώσιμη ακολουθία. Τους έρανα με χώμα: «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής...». Κάθισα στην άκρη του δρόμου και περίμενα. Θα παρακαλούσα τους πρώτους διαβάτες να θάψουμε τους νεκρούς. Αλλά δεν πέρασε κανένας. Βαδίζω χωρίς να συναντώ κάποιο κατάλυμα για την νύχτα, που ήδη έφτασε, σκοτεινή και παγωμένη. Σηκώθηκε δυνατός άνεμος, ο κρύος άνεμος της ρωσικής στέπας. Ποτέ η γη μας δεν δείχνει τόσο το αρχαίο πρόσωπό της, όσο τώρα, μέσα στην νυχτερινή ανεμοθύελλα, στην μέση της απέραντης πεδιάδας. Επιτέλους, βρίσκω μίαν αχυραποθήκη.


Ο αέρας κάνει τόση φασαρία, που δεν μπορώ ν' αποκοιμηθώ. Τον ακούω και συλλογίζομαι για το μέλλον της πατρίδας μου. Μαύρες σκέψεις με βασανίζουν. Με παρηγορεί μόνο η ακατάπαυστη επανάληψη της ευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τοῦ Θεού, ελέησόν με τόν αμαρτωλόν». Γύρω στα μεσάνυχτα, κάποιος κουνήθηκε βαριά δίπλα μου. —Ποιός εἶν᾿ ἐδῶ; φώναξα. Καμιά ἀπάντηση. Μόλις ἔφεξε, ἔψαξα κάθε γωνιά της αποθήκης. Δεν βρήκα κανένα σημάδι. Και μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι: Με ποιον κοιμήθηκα τότε κάτω από την ίδια στέγη;



Ήταν θηρίο;

'Η άνθρωπος, που κρυβόταν σαν θηρίο;...

Σχεδόν σε κάθε χωριό βάπτιζα, στεφάνωνα, κήδευα...

Μέ δέχονταν παντού με χαρά καί αγάπη.

Τράβηξα, βέβαια, και χλευασμούς καί διωγμούς αρκετούς... αλλά κι αυτοί πολλές φορές 

έβγαιναν σε καλό —έκαναν θαύματα!

Να, λ.χ. τι έγινε στο χωριό Γορέλοβο:

Εκεί είχα οργανώσει πνευματικές συναντήσεις και συζητήσεις μέσα στο δάσος.

Δεν ήταν δύσκολο να το μυριστούν.

Μ' έπιασαν και μ' έκλεισαν στην φυλακή.

Αργά την νύχτα έρχεται ο κομισάριος. Γεροδεμένος άντρας, γίγαντας!

Ήταν στουπί στο μεθύσι.

Μόλις που κρατιόταν στα πόδια του. Τραυλίζοντας με πρόσταξε:

—Βήμα... εμπρός, μάρς! Πίσω μου!... Μ΄έφερε σε μία μεγάλη παράγκα.

Ήταν γεμάτη από «συντρόφους».

Όλοι μεθυσμένοι...


Σημείωση: Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο ''ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ'' του Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν. Από το 1921 ο νεαρός εμιγκρές άρχισε να δημοσιεύει άρθρα και δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες με το ψευδώνυμο Βόλγιν (επειδή ο μεγάλος ρωσικός ποταμός Βόλγας σχετιζόταν με τις παιδικές του αναμνήσεις). Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα ονομαστήρια της γης» και τὸ 1938 «Το οδοιπορικό ραβδί». Η επιβολή του κομμουνιστικού καθεστῶτος και στην Εσθονία, μετά την κατάληψή της από τα σοβιετικά στρατεύματα (1940), τον αναγκάζει να σταματήσει την δημοσιογραφική-συγγραφική δραστηριότητά του. Ένα τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο «Αρχαία πόλη», που από το 1939 ετοιμαζόταν να εκδοθεί, δεν θα δει τελικά το φως της δημοσιότητας.


Τον Μάιο του 1941, ενώ δουλεύει σε ναυπηγείο,συλλαμβάνεται από την μυστική αστυνομία και φυλακίζεται με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Λίγο αργότερα μεταφέρεται στο Κύρωφ (Βιάτκα), όπου δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 14 Δεκεμβρίου του 1941 σαν εχθρός του λαού...! Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει το αυτοτελές έργο του συγγραφέα «Το οδοιπορικό ραβδί». Πρόκειται για άτακτες ημερολογιακές σημειώσεις ενός αγνώστου ρώσου ιερέα, που ἔζησε στο πρώτο μισό τοῦ 20ού αιώνα,και που αποτύπωσε στο χαρτί βιώματα και γεγονότα της ζωής του,λίγο πρίν και μετά την οκτωβριανή επανάσταση!...Το δεύτερο μέρος περιέχει τέσσερα κείμενα-μαρτυρίες, όπου ο συγγραφέας περιγράφει, είτε προσωπικές μετεπαναστατικές εμπειρίες του, είτε άλλα περιστατικά,που πληροφορήθηκε από τους πρωταγωνιστές τους ή από αυτόπτες μάρτυρες -το τελευταίο μάλιστα, έχει γίνει πλατιά γνωστό εδώ και δεκαετίες, όχι μόνο μέσα στην Ρωσία, αλλά κι έξω από τα σύνορά της. Γ.Δ.




Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν 

ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF