5 Σεπτεμβρίου 1966
Ο Γέροντας ευρίσκετο ξανά στο κελλί του.
Τον επεσκέφθην, όμως με μίαν γνωστή μου κοπέλλα,
η οποία ήταν σε πολύ άσχημη ψυχική κατάσταση.
Την είχα πάρει μαζί μου για να πάρει την ευχή του Γέροντος και μόνον.
Πηγαίνοντας όμως προς στην Αίγινα,
συνάντησα στο καράβι κάποιο πρόσωπο και για ορισμένον λόγον εταράχθηκα και λυπήθηκα,
αλλά φυσικά δεν άφησα να καταλάβει κανείς τίποτα.
Το σημειώνω δε αυτό,
διότι ο Γέροντας το ''είδε'' και μου ομίλησε και περί αυτού.
Όταν λοιπόν φθάσαμε στο Ησυχαστήριο,
μας είπε η Γερόντισσα, ότι ο Γέροντας κοιμόταν.
Μετά από λίγη ώρα μας λέγει:
''Πηγαίνετε μέσα, αλλά αν έχει κλειστά τα μάτια του, μη του ομιλείτε.
Μείνετε λίγη ώρα και μετά ξαναβγαίνετε''.
Πράγματι είχε ''κλειστά'' τα μάτια του.
Ήτο δε ξαπλωμένος εις την συνήθη πολυθρόνα του.
Μόλις βγήκε η Γερόντισσα έξω για να ετοιμάσει καφέ κ.λ.π.,
αμέσως άνοιξε τα μάτια του ο Γέροντας με την βιασύνη ενός μικρού παιδιού
που κάνει κάτι κρυφά,
αλλά και την γνώριμη αγωνία του πατρός,
ανασηκώθηκε και με ρωτά χωρίς διακοπήν:
- Κόρη, τι κάνεις;
Πως πάει η εργασία σου; Η μητέρα σου, πως είναι; Αρρωσταίνει; Ο πατέρας σου, ο ίδιος είναι; Ο αδελφός σου παντρεύτηκε; Εσύ πως είσαι; Να προσέχεις, ώστε τις βραδυνές ώρες να μην ελέγχεσαι για την ημέρα που πέρασες. Να φροντίζεις, ώστε να μην ελέγχεσαι. Α, και κάτι άλλο: ''Έχεις γνώσιν ότι πρέπει να φυλαχθείς;...''. Επειδή αντελήφθην, ότι εννοούσε εκείνο που συνέβη εις το καράβι καθώς ερχόμουν, του απαντώ: - Ναι Γέροντα, ευχαριστώ. Άκουσε την Γερόντισσα που ερχόταν και ''ξαναέκλεισε'' τα μάτια του. Επειδή ήταν πολύ άσχημα εις την υγείαν του, είχαν πε οι γιατροί να μην κουράζεται καθόλου και η απλοική, αλλά συμπαθής, αγία Γερόντισσα σαν πιστός και αφοσιωμένος φύλακας, έκαμνε το παν, δημιουργώντας ακόμη και σκάνδαλον στους αδιακρίτους, αρκεί μόνον να μην κουράζεται ο Γέροντας.
Ο Γέροντας πάλιν, για να μην την λυπήσει με την ευγένειαν της ψυχής που τον διέκρινε, αλλά και την στοργικότητα και πατρικότητά του, μετεχειρίζετο ακόμη και κατά τις στιγμές της βαρυτάτης αθενείας του, παρομοίους τρόπους. Όταν λοιπόν μπήκε η Γερόντισσα μέσα, τότε ξανάνοιξε τα μάτια του. Του λέγει η Γερόντισσα: - Γέροντα, ήλθαν τα κορίτσια, λίγο για να σας δουν. Να πάρουν μόνον την ευχήν σου. Μη ομιλήσεις και κουρασθείς. - Καλά Καλογραία, φέρε τους και λουκούμια... Απευθύνεται πάλι σε μένα: - Αγάπησε πολύ τον Χριστόν μας. Αυτή η αγάπη μόνον μας στηρίζει, μας παρηγορεί. Προσοχή, προσοχή εις όλα και προσευχή. Την μητέρα σου να προσέχεις. Μη μαλώνεις με την μητέρα σου. Παρακαλώ την Παναγία μας να στέκει δίπλα σου. - Γέροντα, χάρηκα πολύ που είσθε λίγο καλύτερα. - Ναι, πολύ καλύτερα, πολύ καλύτερα.
Δόξα σοι ο Θεός! Μετά απευθύνεται εις την κοπέλλα. - Πως σε λένε; Που μένεις; Τι κάνεις; Μπράβο που ήλθες, καλά έκανες. Μη ντρέπεσαι. Τον Θεόν να αγαπάς και τας εντολάς Του να τηρείς. Πάλι απευθύνεται σε μένα: - Να φιλοσοφείς εις την ζωήν σου και να γίνεσαι πιο αδιάφορη, για να μην είσαι πολύ ευαίσθητη. Ερχόμεθα και παρερχόμεθα. Τίποτα δεν είναι η ζωή: ''ως Άνθος χόρτου''. Δεν σε ρώτησα. Έφαγες; Έπρεπε όμως, δυστηχώς να φύγουμε και πάλι καλά που για λίγο - και για τελευταία φορά - τον είδαμε. Λίγο πριν φύγουμε, μου ξαναμίλησε. Και εγώ σκύβοντας είχα ακουμπήσει το χέρι μου, δηλαδή ακουμπούσα, κρατούσα το χέρι της πολυθρόνας του. Ασυναίσθητα, χωρίς να το θέλει έπεσε η παλάμη του επάνω στο χέρι μου. Δεν το τράβηξε όμως.
Επειδή γνώριζα, ότι τίποτα απολύτως δεν έκαμνε χωρίς λόγο, χωρίς κάποια σκοπιμότητα, δεν τράβηξα κι εγώ το δικό μου. Συγχρόνως και αστραπιαίως μου πέρασε ο λογισμός: σίγουρα αυτό είναι δείγμα αποχαιρετισμού, στοργής, τελευταίας ευλογίας. Μετά το σήκωσε για να μας σταυρώσει και να το ασπασθούμε. - Καλό ταξίδι, η Παναγιά μαζί σας! Φεύγοντας, δεν ξέρω γιατι, ένιωθα μεγάλη χαρά που τον είδα καλύτερα. Μου ήλθε ένας λογισμός, καθώς έφερνα στον νου μου τον διακριτικό αποχαιρετισμό του: μήπως και δεν τον ξαναδώ εκεί;... Αλλά και πάλιν η χαρά μου τον έδιωξε. ''Όχι, λέω, είναι καλύτερα''. Στο καράβι ασυναίσθητα είπα στην γνωστή μου: ''Εσύ μείνε εδώ, να μην χάσουμε την θέση. Διάβαζε κάτι.
Εγώ θέλω να μείνω λίγο έξω''. Πήγα και έμεινα στο πίσω μέρος του καραβιού, ακούμπησα στο κιγκλίδωμα και τα μάτια μου δεν ξεκολλούσαν από την Αίγινα που ξεμακραίναμε από τα σπίτια της, την μεγάλη εκκλησία, την παραλία, τα εκκλησάκια της, τα μαγαζιά, την παραλία με το γραφικό εκκλησάκι, τον Άγιον Νικόλαο, μέχρι που χάνονταν σιγά - σιγά, θάμπωναν, ώσπου το σχήμα τους δεν ξεχώριζε. Είχα ξεχαστεί. Ανησύχησε η άλλη. Ήλθε και κείνη έξω. Παραδόξως ένιωθα τόση δυνατή χαρά, που φάνηκε πως ήταν καλύτερα ο Γέροντας, ώστε μου φαινόταν πως το καράβι πήγαινε πολύ σιγά και πως, αν πηδούσα στην θάλασσα, θα έτρεχα περισσότερο, χωρίς καν να βυθιστώ.
Ήταν η πολύ δυνατή χαρά, εκείνη δηλαδή που σχεδόν πάντα κανείς την πληρώνει με την ανάλογη λύπη... Όπως εις το βιογραφικόν που προηγήθη αναφέρω, μετεφέρθη ο Γέροντας την φορά αυτή εις τας Αθήνας, εις το νοσοκομείον ''Αλεξάνδρα''. Πήγα μια φορά, δεν μπόρεσα να μπω μέσα. Υπήρχε η φρικτή εκείνη και παγερή πινακίς στην πόρτα ''Απαγορεύεται η είσοδος αυστηρώς εις πάντας''. Έμεινα αρκετήν ώρα έξω. Πίστεψα, πως το είχα καταλάβει. Και μόνον μ' αυτήν, την εις το χιλιοστόν ικανοποίησιν έφυγα.
Άλλη μέρα πάλι ξαναπήγα.
Αυτή την φορά με είδαν, μου είπαν να πάω για λίγο μέσα.
Είχα και την μητέρα μου.
Πήγαμε, του ασπασθήκαμε το χέρι και φύγαμε.
Όταν με είδε, με κοίταξε με τέτοια έκφραση,
που ποτέ δεν θα την ξεχάσω: σαν το μικρό παιδί που πόνεσε,
που υπέφερε πάρα πολλά από την ασθένεια
και που το παιδικό του χαμόγελο είναι ανάκατο
με όλες αυτές τις πικρές αναμνήσεις,
αλλά και την αυθόρμητη καλοκάγαθη αγάπη.
Το μόνο που μου είπε:
''Ο Θεός μαζί σου!''.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, τίτλος και επιμέλεια κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου της Κας Σωτηρίας Νούση
''Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ 1883 - 1966'',
Ζ' έκδοσις, Φεβρουάριος 2010, σελ. 375 - 377.
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου της Κας Σωτηρίας Νούση
''Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ 1883 - 1966'',
Ζ' έκδοσις, Φεβρουάριος 2010, σελ. 375 - 377.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου