Ηταν ἡμέρες Μεγάλης Σαρακοστῆς,
ὅταν ὁ Γέροντας εἶδε ἀπό μακρυά ἕναν κλέφτη,
πού παραβίαζε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του.
Ἦταν ὁ ἴδιος, πού τόν εἶχε κλέψει καί πέρυσι.
Μέριασε ὁ Γέροντας καί κρύφτηκε στή μάντρα,
ὥσπου ὁ κλέφτης νά τελειώσει τό ἔργο του...
Ὅταν τά διηγήθηκε στόν ὑποτακτικό του ἐκεῖνος ὀργισμένος τόν ἐρώτησε.
– Γιατί, Γέροντα, δέν μοῦ φώναζες νά τόν πιάσουμε;
Ὁ ἴδιος μᾶς ἔκλεψε καί πέρυσι καί μένει ἀμετανόητος...
– Ποῦ ξέρεις, παιδί μου, τοῦ ἀπήντησε εἰρηνικά ὁ Γέροντας.
Ἴσως ἐφέτος μετανοήσει!...
– Κι ἄν τό ξανακάμει;... ξέσπασε ὁ ὑποτακτικός.
– Ἔ, τότε πρέπει, παιδί μου, νά τρέξω νά τοῦ ἀνοίξω καί νά τοῦ τά δώσω ἐγώ,
γιά νά μήν ξανακλέψει καί κολάσει γιά τρίτη φορά τήν ψυχή του.
Ἔσκυψε ὁ ὑποτακτικός, τοῦ φίλησε τό χέρι κι᾿ ἔφυγε πνιγμένος στά δάκρυα...
Εκ του περιοδικού της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών ''Οικοδομή και Παραμυθία,''
αριθμός τεύχους 7, Ιούνιος - Αύγουστος 2015, σελίδα 5.
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Η φωτογραφία της ανάρτησης ανήκει στην Σελίδα του F.B. ''Ιερά Μονή Εσφιγμένου.''
Η φωτογραφία της ανάρτησης ανήκει στην Σελίδα του F.B. ''Ιερά Μονή Εσφιγμένου.''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου