ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΜΟΙΡΟΛΟΓΟΥΝΤΑΣ ΩΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΣ




“Δέν θέλω, ἀδελφοί μου, νὰ ἀγνοεῖτε τά σχετικὰ μὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γά νά μὴν λυπᾶσθε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα. 

“Γιατί ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, ἔτσι καί ὁ Θεός, ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, ὄντας ἑνωμένοι μαζί του μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ, θά τοὺς πάρει κοντά του”.
Ἂς δοῦμε λοιπόν, πρῶτα ἀπ’ ὅλα αὐτό:
Γιατί ὁ Ἀπόστολος, ὅταν μιλάει γιὰ τὸν Χριστὸ λέει τό θὰνατό Του, “θάνατο”, ἐνῶ ὅταν μιλάει γιὰ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ὀνομάζει τό θὰνατο “κοίμηση”, καὶ ὂχι “θάνατο”.
Μιλάει γιὰ ὅσους ἔχουν “κοιμηθεῖ” καὶ ὄχι γιά ὅσους “πέθαναν”.
Αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ νά φέρει μαζί Του.
Καὶ στὴ συνέχεια λέει: “ἐμεῖς οἱ ζωντανοὶ ποὺ θὰ μείνουμε πὶσω καὶ θὰ εἲμαστε στὴ ζωὴ ὅταν ἔρθει ὁ Κύριος, δὲν θὰ προφθάσουμε ὅσους θά ἔχουν κοιμηθεῖ”.
Οὔτε ἐδῶ βέβαια, εἶπε “αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πεθάνει”, ἀλλὰ μολονότι μιλάει τρίτη φορὰ γι’ αὐτό, πάλι τὸ ὀνόμασε “κοίμηση”.
Ὅταν ὅμως μιλάει γιὰ τὸ Χριστὸ λέει:
“Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε”.
Δὲν λέει “κοιμήθηκε, ἀλλὰ “πέθανε”.
Γιατί λοιπόν, τὸ θὰνατό τοῦ Χριστοῦ τὸν ὀνόμασε θὰνατο, ἐνῶ τὸν θὰνατο τοῦ ἀνθρώπου τὸν ὀνόμασε κοίμηση;


Δὲν χρησιμοποίησε ἀσφαλῶς, ὁ Ἀπόστολος ἄσκοπα καὶ ἐπιπόλαια αὐτὲς τὶς λέξεις, ἀλλὰ θέλησε μὲ αὐτὴ τὴ διάκριση, νὰ διδάξει κάτι πολὺ σπουδαῖο καὶ μεγάλο. Γιὰ τὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, χρησιμοποίησε τὴ λέξη “θάνατο”, γιὰ νὰ βεβαιώσει τό πάθος Του. Γιὰ τούς ἀνθρώπους ὅμως χρησιμοποίησε τὴ λέξη “κοίμηση” γιὰ νὰ παρηγορήσει τὸν πόνο μας. Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ μὲ ἄνεση τὴ λέξη “θάνατος”. 


Γιὰ τὴν περίπτωση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στηρίζεται στὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς Του, χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος τὴ λέξη “κοίμηση”, προσπαθώντας ἔτσι, νὰ παρηγορήσει τούς δικοὺς γιὰ τὴν στέρηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔφυγε καὶ ταυτόχρονα νά τοὺς ἐνισχύσει μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Γιατί, ὅποιος ἔχει κοιμηθεῖ, σίγουρα θά ἀναστηθεῖ, ἐφόσον ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὕπνος μακρύς. Μπορεῖς βέβαια, νὰ πεῖς ὅτι αὐτὸς ποὺ πέθανε οὔτε αἰσθάνεται, οὔτε ἀκούει, οὔτε βλέπει τίποτα. Καὶ σ’ αὐτὸν ὅμως, ποὺ κοιμᾶται συμβαίνει τό ἲδιο. Θὰ μπορούσαμε μάλιστα, νὰ σημειώσουμε ἐδῶ κάτι ἀξιοθαύμαστο. Ἡ ψυχὴ δηλαδή, ἐκείνου ποὺ κοιμᾶται συμμετέχει κατὰ κάποιο τρόπον στὸν ὕπνο τοῦ σώματος. 


ψυχὴ ὅμως ἐκείνου ποὺ ἔχει πεθάνει, παραμένει σὲ ἐγρήγορση. Θᾶ μποροῦσε ἴσως κάποιος νά πεῖ: Ναί, καλὰ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ πεθαίνει, σὲ λίγο σαπίζει, διαλύεται καὶ γίνεται σκόνη καὶ στάχτη. Τί σημασία ἔχει ὅμως αὐτό, ἀγαπητέ μου; Αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς, ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὀποῖο πρέπει νᾶ χαίρεσαι. Γιατί αὐτὸ κάνει καὶ ὁ ἄνθρωπος ὅταν θέλει νᾶ ξαναφτιάξει ἕνα σπίτι, ποὺ πάλιωσε. Βγάζει δηλαδή, πρῶτα ἔξω τοὺς ἐνοίκους του καὶ μετά, ἀφοῦ γκρεμίσει τό παλιὸ χτίζει καινούργιο καὶ ὀμορφότερο. Φυσικά, καθόλου δὲν λυποῦνται οἱ ἔνοικοι ποὺ βγῆκαν γιά λίγο ἀπὸ τὸ παλιὸ σπίτι, ἀλλὰ χαίρονται πάρα πολύ. Γιατί δὲν τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ κατεδάφηση, ἀλλὰ χαίρονται προκαταβολικά γιά τὴν νέα οἰκοδομὴ ποὺ θὰ ξαναχτιστεῖ. 


Τὸ ἲδιο ἀκριβῶς, κάνει καὶ ὁ Θεός. Ἐπειδὴ θέλει νά μᾶς ἀνακαινίσει, διαλύει τό σῶμα μας, ἀφοῦ πρῶτα βγάλει ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὴν ψυχή μας, γιὰ νὰ ἀνακαινίσει το σῶμα καὶ μετὰ νὰ ἐγκαταστήσει μέσα τὴν ψυχή, μὲ περισσότερη λαμπρότητα καὶ δόξα. Τὸ ἲδιο θά ’κανε καὶ ἂν κάποιος εἶχε ἕνα μεταλλικὸ ἀντικείμενο ποὺ ἔχει σκουριάσει ἀπὸ τὸ χρὸνο. Θὰ τὸ ἔσπαζε σὲ μικρὰ κομμάτια, θὰ τὸ ἔλιωνε στὸ καμίνι καὶ θὰ τὸ ξανάχυνε, φτιάχνοντας ἒτσι ἕνα καινούργιο πιὸ λαμπρὸ καὶ ὄμορφο. Ὅπως λοιπόν, ἡ διάλυση τοῦ μετάλλου στὸ καμίνι δὲν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλὰ ἀνάπλαση τοῦ ἀντικειμένου, ἔτσι καὶ ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπινου σώματος δὲν εἶναι καταστροφή, ἀλλὰ ἀνακαίνηση. 


ταν λοιπόν, δεῖς νά διαλύεται τό σῶμα καὶ νὰ σαπίζει, ὅπως λυώνει τό μὲταλλο στὸ καμίνι, μὴ σταματήσεις σ’ αὐτὸ ποὺ βλέπεις, ἀλλὰ νά προσδοκᾶς τὴν ἀνακαίνηση. Οὔτε πάλι, νὰ σταθεῖς στὴν ἀναλογία τοῦ παραδείγματος μὲ τὴν ἀνοικοδόμηση, ἀλλὰ γύρισε πάλι τὴ σκέψη σου στὸ παράδειγμα τοῦ μεταλλουργοῦ. Ὁ μεταλλουργὸς ὅταν χύνει τό παλιὸ μὲταλλο δὲν ξαναφτιάχνει γιὰ παράδειγμα, χρυσὸ καὶ ἀθάνατο ἀνδριάντα, ἀλλὰ μεταλλικὸ καὶ ἄψυχο. Ὁ Θεὸς ὅμως, δὲν κάνει ἔτσι, ἀλλὰ ἐνῶ βάζει στὴ γῆ πήλινο καί θνητό σῶμα, ἀνασταίνει χρυσὸ καὶ ἀθάνατο ἀνδριάντα. Δέχεται ἡ γῆ φθαρτό καί θνητό σῶμα καί σοῦ ἐπιστρέφει ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο. Μὴν στέκεσαι λοιπόν, σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει πιά κλείσει τά μάτια του καὶ κείτεται βουβὸς καὶ ἄφωνος, ἀλλὰ σκέψου ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀναστηθεῖ. Σκέψου ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀπολαύση δόξα ἀνέκφραστη, θαυμαστὴ καὶ ἐξαίσια. 


Στρέψε τά μάτια σου ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βλέπεις, σὲ ἐκεῖνο ποὺ θὰ γίνει. Ὀδύρεσαι βέβαια καὶ θρηνεῖς, γιατί ἔχασες τὴν συντροφιὰ ἑνὸς δικοῦ σου ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι ὅμως λίγο παράλογο, ἀγαπητέ μου, νὰ παντρεύεις γιὰ παράδειγμα, τὴν κόρη σου σὲ ξένο τόπο, καὶ νὰ μὴν στεναχωριέσαι ποὺ εἶναι μακριά σου, ἀφοῦ περνάει καλὰ καὶ εἶναι ἐκεὶ εὐτυχισμένη κι ἐδῶ ποὺ ὄχι κανένας ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος πῆρε κοντά Του τὸν ἂνθρωπό σου νὰ θρηνεῖς σπαρακτικὰ καὶ νὰ ὀδύρεσαι; Θά μοῦ πεῖς βέβαια, πῶς μπορῶ νὰ μὴν πονάω, ἄνθρωπός μου εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔφυγε. Οὔτε ἐγὼ ὅμως, σοῦ λέω κάτι τέτοιο. Δὲν σοῦ μιλάω γιὰ τὴ λύπη ἀλλὰ γιὰ τὴν ὑπερβολή. Γιατί, τὸ νὰ λυπᾶται κανεὶς εἶναι φυσικό. Τὸ νὰ χτυπιέται ὅμως, πὰνω ἀπὸ τὸ μὲτρο, εἶναι δεῖγμα μανίας, παραφροσύνης καὶ ἀδυναμίας ποὺ συνήθως ἐκδηλώνει ἡ γυναικεία ψυχή. 


Πόνεσε, κλάψε, ἀλλὰ μὴν ἀπογοητεύεσαι, μὴν θυμώνεις καὶ μὴν ἀγανακτεῖς. Εὐχαρίστησε τόν Θεὸ ποὺ παίρνει τὸν ἂνθρωπό σου. Ἔτσι θὰ τιμήσεις ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἔτσι, θὰ τὸν ἐφοδιάσεις μὲ λαμπρά, ἐντάφια δῶρα. Ἂν ὅμως ἀπελπιστεῖς καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε δυσκολεύεις καὶ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν πῆρε βλασφημεῖς καὶ τὸν ἑαυτό σου βλάπτεις. Ἀντίθετα, ἂν εὐχαριστεῖς γι’ αὐτὸ τὸν Θεό, καὶ τὸν ἂνθρωπό σου ἐτίμησες καὶ τὸν Θεὸ ποὺ τὸν πῆρε δόξασες καὶ τὸν ἑαυτό σου ἔχεις ὠφελήσει. Δάκρυσε, στὸ μέτρο ποὺ δάκρυσε κι ὁ Κύριος σου γιὰ τὸ Λάζαρο καὶ ἒτσι μὲ τὸ παράδειγμά Του, ἔχει θέσει μέτρα, ὅρους καὶ κανόνα τῆς λύπης καὶ σὲ μᾶς. Αὐτά τά ὅρια, δὲν πρέπει ποτὲ νά τὰ ὑπερβαίνουμε. Τὸ ἲδιό μᾶς διδάσκει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Γιὰ ἐκείνους” λέει, “ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, θέλω νά ξέρετε, τί ἀκριβῶς συμβαίνει, γιά νά μὴν λυπόσαστε, σάν τούς ἄλλους ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα”. 


Νά λυπᾶσαι, λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλὰ ὄχι σάν τούς εἰδωλολάτρες, ποὺ δὲν ἔχουν ἰδέα γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἐλπίζουν γιὰ τὴν μέλλουσα ζωή. Σᾶς λέω εἰλικρινὰ πὼς ντρέπομαι καὶ κοκκινίζω, ὅταν περπατάω ἔξω καὶ συναντῶ γυναῖκες νὰ κλαῖνε γοερά, νὰ χτυπιοῦνται, νὰ τραβοῦν τὰ μαλλιά τους, νὰ ξεσκίζουν τό πρὸσωπό τους. Καὶ τὸ χειρότερο αὐτά τά κάνουν μπροστά στὰ μάτια τῶν ἄλλων ποὺ εἶναι εἰδωλολάτρες. Πολὺ δίκιο θὰ ἔχουν αὐτοὶ νὰ ποῦν: Αὐτοὶ εἶναι οἱ χριστιανοί, ποὺ πιστεύουν στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν; Αὐτοὶ εἶναι ἀσφαλῶς, ἀλλὰ δὲν συμφωνοῦν τά λόγια τους μὲ τὰ ἔργα τους. Μὲ τὰ λόγια πιστεύουν στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στὴν πράξη ὅμως, συμπεριφέρονται σάν ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα. 


ν πίστευαν πραγματικά, ὅτι ὑπάρχει ἀνάσταση, δὲν θά ἔκαναν ὅσα τώρα κάνουν. Ἆν ἦταν βέβαιοι, ὅτι ὁ ἄνθρωπός τους ἔφυγε, γιά νά κληρονομήσει τὴν ἐπουράνια δωρεά, δὲν θὰ θρηνοῦσαν ἀπαρηγόρητα. Αὐτὰ καὶ πολὺ περισσότερα μᾶς καταμαρτυροῦν οἱ ἄπιστοι, ὅταν ἀκοῦν τὰ μοιρολόγια μας. Ἂς ντραποῦμε λὶγο καὶ ἄς σοβαρευτοῦμε, γιὰ νὰ μὴν βλὰπτουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ ὅσους μᾶς βλέπουν νά συμπεριφερόμαστε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἐξήγησέ μου λίγο, γιὰ ποιὸ λόγο σπαράζεις καὶ μοιρολογᾶς ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε; Ἂν ἦταν κακός, πρέπει νά εὐχαριστεῖς τὸν Θεό, γιατί ἔδωσε τέλος στὴν κακία του. Ἂν ἦταν καλόγνωμος πρέπει νά χαίρεσαι, γιατί τὸν πῆρε ἔγκαιρα κοντά Του ὁ Θεός, πρὶν ἀλλάξει καὶ χάσει τή σύνεσή του ἐξαιτίας τῆς κακίας. 


φυγε πιά σὲ τόπο ποὺ εἶναι ἀσφαλισμένος καὶ δὲν κινδυνεύει νά χάσει τή σωφροσύνη του. Ἴσως μοῦ πεῖς ὅτι κλαῖς γιατί αὐτὸς ποὺ ἔφυγε ἦταν νέος. Δόξασε λοιπόν, τὸν Θεὸ ποὺ τὸν πῆρε νωρίς, στὴν ἐπουράνια κληρονομιά. Ἀλλὰ κι ἂν ἦταν γέρος, θὰ ἔπρεπε νά εὐχαριστεῖς καὶ νά δόξασεις τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ξεκούρασε. Νὰ σεβαστεῖς, σὲ παρακαλῶ, τὴν ὥρα τῆς ἐξόδιας ἀκολουθίας. Ψάλλονται τόσα πολλὰ καὶ ὡραῖα τροπάρια, διαβάζονται τόσες εὐχές. Εἶναι συγκεντρωμένος μεγάλος κύκλος πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ πνευματικῶν ἀδελφῶν χριστιανῶν, ὄχι γιὰ νὰ βλέπουν ἐσένα νὰ κλαῖς καὶ νὰ ὀδύρεσαι μὲ ἀγανάκτηση, ἀλλὰ γιά νά εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἀνέπαυσε. 


Γιατί, ὅπως γίνεται ὅταν πρόκειται νά ἀναλάβει ἕνα σπουδαῖο ἀξίωμα, ποὺ τὸν προπέμπουν μὲ ἐπευφημίες καὶ ζητωκραυγές, ἒτσι γίνεται καὶ στὴν κηδεία. Φεύγει ὁ πιστός, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὴν ἐπουράνεια κληρονομία καὶ νὰ δεχθεῖ μεγαλύτερη τιμὴ· καὶ σύσσωμη ἡ Ἐκκλησία τὸν προπέμπει μὲ εὐχὲς καὶ ψαλμωδίες.


Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση, εἶναι ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κόπους καὶ μέριμνες βιωτικές.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν δεῖς κάποιον δικό σου, νὰ φεύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, μὴν ἀγανακτεῖς, ἀλλὰ στρέψου μὲ κατάνυξη στὸν ἑαυτό σου.
Ἐξέτασε τὴ συνείδησή σου.
Ἀναλογίσου ὅτι μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸ ἲδιο τέλος περιμένει κι ἐσένα.
Σοβαρέψου καὶ κάνε τό θὰνατο τοῦ ἄλλου ἀφορμὴ γιὰ δική σου ἀνάνηψη.
Σταμάτησε νὰ ζεῖς ἀδιάφορα, σκέψου τί ἔχεις ἐσὺ μέχρι τότε κάνει.
Διόρθωσε τά λάθη σου, ἄλλαξε τὴ ζωή σου.
Αὐτὸ ἀκριβὼς εἶναι, ἐκεῖνο ποὺ ξεχωρίζει τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
Ἀλλιῶς κρίνουν οἱ χριστιανοί τά πράγματα.
Ὁ ἄπιστος κυττάζει τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν προσκυνάει, γιατί νομίζει πὼς ὁ οὐρανὸς εἶναι Θεός.
Στρέφει στὴ γῆ καί τὴν λατρεύει καὶ θαυμάζει ὅτι ὑλικὸ ὑπάρχει πάνω σ’ αὐτή. 


Εκ του βιβλίου »Προσδοκώ Ανάσταση Νεκρῶν» της Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα. 
Εκδόσεις Προετοιμασία. Τίτλος, επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF