ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΕΣ - ΠΡΟΦΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ





Στα Ευαγγέλια διασώζονται να έχουν γίνει από τον Ιησού, στα τρία χρόνια της δημόσιας παρουσίας Του, 
τρεις νεκραναστάσεις, 
με τις οποίες δίνει το πρώτο χτύπημα στη εξουσία του θανάτου και προμηνύει
 την οριστική συντριβή του άδη με τη δική Του ανάσταση: 
Η ανάσταση του γιου μιας χήρας στην κωμόπολη Ναΐν, που σημαίνει «ομορφιά» 
και βρίσκεται κοντά στο όρος Θαβώρ. 
Φάνηκε έτσι ότι πραγματικά και αιώνια νέος και μοναδικά όμορφος είναι φύσει
 μόνο ο Θεός και θέσει όσοι ενώνονται μαζί του δια της Θείας Ευχαριστίας. 
Ακόμη, ότι η μεταμόρφωσή Του στο Θαβώρ πιστοποιεί και το δικό μας φεγγοβόλημα
 δια του ακτίστου φωτός, όταν και όσο ακολουθούμε τις εντολές Του. 
Η δεύτερη περίπτωση ανάστασης 
αφορά την κόρη του αρχισυνάγωγου Ιαείρου και η τρίτη περίπτωση την ανάσταση του φίλου Του Λαζάρου.
 Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ιησούς ξεκίνησε τα θαύματά του στο τραπέζι του γάμου
 της οικογένειας που τον προσκάλεσε (στην Κανά) και τα ολοκλήρωσε πάλι σε μια οικογένεια (του Λαζάρου και των αδελφών του, 
Μάρθας και Μαρίας). 


Ο άγιος Επιφάνιος παίζει με τους αριθμούς κάνοντας άριστη θεολογία, όταν λέγει: «6 ημέρες πριν το Πάσχα, με τις 5 αισθήσεις Του, τον 4ήμερο (Λάζαρο), ο 3ήμερος (Χριστός), στις 2 αδελφές (Μάρθα και Μαρία), τον 1 αδελφό (Λάζαρο) χαρίζει». Η ανάσταση μάλιστα του Λαζάρου ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής των αρχιερέων και των Φαρισαίων εναντίον του Θεανθρώπου. Ο Χριστός καθυστέρησε επίτηδες δύο ημέρες την παρουσία του στην κηδεία του Λαζάρου (βρισκόταν στην άλλη Βηθανία, πέραν του Ιορδάνου) για να δουν όλοι το θαύμα και να πιστέψουν ότι είναι ο νικητής του θανάτου. «Κοιμάται ο Λάζαρος, είπε στους μαθητές Του, και πάω να τον ξυπνήσω» (Ιω. 11,11). Όταν τον προϋπάντησε η Μάρθα, της είπε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. εκείνος που πιστεύει σε μένα κι αν πεθάνει θα ζήσει. και καθένας που ζει και με εμπιστεύεται δεν θα πεθάνει ποτέ» (Ιω. 11,25-26). Ας προσέξουμε ότι δεν λέει ο Χριστός «εγώ σας δίνω την ανάσταση», αλλά «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ η ανάσταση», όπως και σε άλλο σημείο ο ευαγγελιστής Ιωάννης επισημαίνει: «Όποιος έχει τον Υιό έχει τη ζωή. όποιος δεν έχει τον Υιό του Θεού, δεν έχει τη ζωή» (Α΄ Ιω. 5,12). 


Είναι αλήθεια άλλωστε ότι η Εκκλησία διδάσκει ότι υπάρχουν τριών ειδών θάνατοι: Ο βιολογικός θάνατος (χωρισμός ψυχής από το σώμα), ο πνευματικός θάνατος (αμαρτία, απομάκρυνση από τη χάρη του Θεού) και ο αιώνιος θάνατος (αμετανοησία). Το νόημα της ζωής επομένως και η πραγματική ελευθερία, η σωτηρία από τη φθορά και το φόβο του θανάτου, από τον εγωισμό και τα μίση, από την άρνηση της αλήθειας και της αγάπης, δεν βρίσκεται στις διάφορες ιδεολογίες ή στα πολιτικά προγράμματα, αλλά σε ένα πρόσωπο, που λέγεται Ιησούς Χριστός. Αυτός και μόνο μπόλιασε τα εγκόσμια με την ζωοποιό Του χάρη και στη συνέχεια δια της Πεντηκοστής, μέσω του Αγίου Πνεύματος, «τα πάντα καινά ποιούνται». Ο Χριστός μπροστά στο θάνατο του Λαζάρου δάκρυσε. Έδειξε έτσι ότι είναι τέλειος άνθρωπος, αλλά και με την έγερση του τετραήμερου νεκρού Λαζάρου (‘Λάζαρε δεύρο έξω’), που έγινε αμέσως μετά, έδειξε ότι είναι και Θεός, δηλαδή Θεάνθρωπος. Οι αρχαίες μυστηριακές θρησκείες δίδασκαν ότι η απολύτρωση από τον θάνατο επιτυγχάνεται έξω από την ιστορία. Άλλες διδασκαλίες έλεγαν ότι μόνο η ψυχή επιβιώνει. Άλλοι θεωρούσαν ως φυσικό γεγονός τη συμφιλίωση με το θάνατο. 


Ο Ιησούς δεν προσπάθησε να καταργήσει το θάνατο, ούτε να συμφιλιωθεί μαζί του. Θέλησε να δείξει όμως ότι Αυτός είναι μόνο το ξεπέρασμα του θανάτου και η αιώνια ζωή… Πλησίαζε το Ιουδαϊκό Πάσχα και χιλιάδες Ισραηλίτες και προσήλυτοι (πρώην ειδωλολάτρες) συνέρρεαν στα Ιεροσόλυμα για να λάβουν μέρος στη πασχαλινή ιερουργία και σε ειδικούς καθαρμούς (θυσίες, πλύσεις και προσευχές) ώστε να γιορτάσουν καθαροί τη σπουδαιότερη γιορτή του εβραϊκού λειτουργικού χρόνου. Ο κόσμος αναζητούσε τον Ιησού, που είχε ήδη αναστήσει τον Λάζαρο, γεγονός που είχε γίνει πολύ γνωστό. Οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι είχαν δώσει εντολή να συλλάβουν τον Ιησού, αλλά και τον Λάζαρο, λόγω του οποίου ο Χριστός είχε ευρέως γνωριστεί. Έξι μέρες πριν το Πάσχα ο Ιησούς πήγε στη Βηθανία, στο σπίτι του Λαζάρου, όπου του παρέθεσαν δείπνο. Η Μάρθα υπηρετούσε. Η Μαρία έπλυνε τα πόδια του Ιησού με πολύτιμο άρωμα από την Ινδία και τα σπόγγισε με τα λυμένα μαλλιά της. Η πράξη της Μαρίας ήταν πράξη που εκτελούσαν οι δούλοι και δείχνει έτσι την ταπείνωσή της και την εκτίμησή της προς το πρόσωπο του Κυρίου. 


Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης λυπήθηκε τα χρήματα και παρατήρησε ότι θα μπορούσε να δοθεί το αντίτιμο από την πώληση του ακριβού μύρου στους φτωχούς. Στην ουσία ήθελε να καταχραστεί τα χρήματα -αφού αυτός κρατούσε το ταμείο- και προφασίστηκε την φιλανθρωπία. Ο Χριστός ανακοίνωσε ότι το κάνει αυτό η Μαρία προκαταβολικά για τον ενταφιασμό Του (χωρίς η ίδια φυσικά να το γνωρίζει). Στη συνέχεια, και καθισμένος σε πουλάρι στο οποίο κανένας δεν είχε καθίσει (κατάλληλο για θρησκευτική δηλαδή χρήση), ο Ιησούς εισέρχεται στην άγια πόλη ως μεσσίας. Στη ουσία εκπληρώνει την προφητεία του Ζαχαρία που έλεγε: «Να χαίρεσαι θυγατέρα Σιών, να το διαλαλείς θυγατέρα Ιερουσαλήμ: Νά, έρχεται σε σένα ο βασιλιάς σου, δίκαιος και σωτήρας, πράος και καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι» (9,9). Ήταν βέβαια μια πράξη προκλητική, με την οποία ενοχλήθηκαν πολύ οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, αφού φανέρωνε σ’ αυτούς τη μεσιακή του ιδιότητα και ήξεραν πως ο λαός περίμενε απ’ αυτόν (εσφαλμένα) την απελευθέρωση από τους Ρωμαίους και την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους. 


Ο Χριστός δεν κάθισε πάνω σε άρμα που το έσερναν τίγρεις ή λιοντάρια ή ελέφαντες, όπως συνήθιζαν οι αυτοκράτορες, αλλά σε ταπεινό γαϊδουράκι, διότι ήταν ο άρχοντας της ειρήνης. Έδειξε έτσι ότι δεν ήταν πολεμοχαρής, μεσσίας κοσμικός και στρατιωτικός ελευθερωτής, όπως περίμεναν τότε, αλλά πράος, πνευματικός και ταπεινός ‘τη καρδία’. Πολλοί έκοβαν φοινικόκλαδα και τα έστρωναν στο δρόμο μαζί με τα ρούχα τους για να περάσει ή τα κουνούσαν και φώναζαν «Ωσαννά!» (Σώσε μας, δόξα, ζήτω!) και «Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο» (Ψλμ. 117, 26). Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που ζητωκραύγαζαν θα είναι εκείνοι που σε λίγο θα φωνάζουν «σταυρωθήτω», επηρεασμένοι από την μαζική ψυχολογία του όχλου. Όταν πλησίασε ο Χριστός στην πόλη, έκλαψε για την αμετανοησία των κατοίκων της και είπε: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, που εξοντώνεις τους προφήτες και λιθοβολείς τους απεσταλμένους σε σένα…. Νά, το σπίτι σου θα παραμείνει έρημο» (Ματθ. 23,37-38). 


Το γεγονός πραγματοποιήθηκε το 70 μ.Χ., όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τίτος κατέστρεψε ολοκληρωτικά την άγια πόλη, για να καταστείλει την εξέγερση των Ιουδαίων. Στην πόλη αναγνωρίστηκε ως μεγάλος προφήτης από το λαό και επισκέφθηκε το Ναό. Επειδή όμως είχε ήδη βραδιάσει ξαναγύρισε με τους μαθητές Του στη Βηθανία. Την επόμενη μέρα ήρθαν πάλι στα Ιεροσόλυμα και μπήκε ο Ιησούς στο Ναό. Βρήκε στον περίβολο του Ναού αυτούς που πουλούσαν βόδια, πρόβατα και περιστέρια για τις θυσίες και τους αργυραμοιβούς καθισμένους πίσω από τους πάγκους. Οι «αργυραμοιβοί» έκαναν στην ουσία συνάλλαγμα. Αντάλλαζαν τα νομίσματα των επισκεπτών με το ‘άγιο’ νόμισμα του Ναού, τον λεγόμενο ‘σίκλο’. Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο διευκόλυναν τους προσκυνητές, αλλά και δεν επέτρεπαν να περάσουν μέσα στον Ναό νομίσματα που απεικόνιζαν κεφαλές ειδωλολατρών αυτοκρατόρων. 


Τότε ο Χριστός με ένα πρόχειρο μαστίγιο που έφτιαξε τούς έβγαλε όλους έξω, ανέτρεψε τους πάγκους και έριξε καταγής τα νομίσματα. Τους είπε: «Μην κάνετε το σπίτι του Πατέρα μου εμπορικό κατάστημα» (Ιω. 2,16). «Ο οίκος μου είναι οίκος προσευχής» (Ησ. 56,7), «εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο ληστών» (Ιερ. 7,11). Υπενθυμίζει επομένως πια είναι η αληθινή λατρεία και διαμαρτύρεται προς το Ιερατείο. Από τότε οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι αναζητούσαν τρόπο να τον εξοντώσουν. Τον φοβόντουσαν συνάμα, διότι ο λαός τον αγαπούσε και τον θεωρούσαν τουλάχιστον ως μέγιστο προφήτη. Είναι αλήθεια ότι όλοι οι προφήτες καταδιώχθηκαν από τους Ιουδαίους, διότι ενοχλούσαν το κοινό αίσθημα και τους φαύλα πράττοντες ηγεμόνες και δρούσαν βίαια και απροσδόκητα. Έτσι, ο προφήτης Αχιά έσκισε το ρούχο του σε 12 κομμάτια για να δείξει στον Σολομώντα τη διάλυση του βασιλείου του. Ο προφήτης Νάθαν έλεγξε τον βασιλιά Δαυίδ επειδή έφτασε σε φόνο για να πάρει την γυναίκα του στρατηγού του Ουρία. Ο Ιερεμίας εμφανίστηκε υπό ζυγόν για να δηλώσει στον βασιλιά Σεδεκία ότι δεν πρέπει να επαναστατήσουν κατά των Βαβυλωνίων κ.α.


Ο Ιησούς γνωρίζει πως με τη στάση του αυτή οδηγείται πολύ σύντομα στο μαρτύριο και τον θάνατο. Η είσοδος στην άγια πόλη ως μεσσίας και η εκδίωξη των εμπόρων από το Ναό δεν ήσαν ενέργειες που θα άφηναν αναπάντητες τα θρησκευτικά συμφέροντα και το ιερατικό κατεστημένο της εποχής. Διότι επεμβαίνει στη δύναμη και κυριαρχία τους. Δεν υποχωρεί όμως, αφού γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο, για να λάμψει δηλαδή η αλήθεια και η καθαρότητα στη σχέση Θεού και ανθρώπων. Ο Χριστός πιστεύει ότι ως Μεσσίας θα εγκαινιάσει το νέο κόσμο της χάριτος με τον θάνατό Του, όχι με τη βία, όπως φαίνεται και στον Δούλο του Κυρίου του Ησαΐα. Γι’ αυτό προκαλεί τόσο φανερά τα άνομα συμφέροντα των Αρχών και Εξουσιών ώστε να τοποθετηθούν επί της ουσίας. Ο σταυρικός του θάνατος είναι ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια του. Και για τον τρόπο που θα πέθαινε δεν έπαυε να ενημερώνει τους μαθητές Του όσο ζούσε μαζί τους.


Όπως το σιτάρι που πρέπει να θαφτεί στη γη για να αποδώσει καρπό, έτσι και ο Ιησούς πρέπει να πεθάνει για να αναστηθεί. «Όταν υψωθώ, λέγει, από τη γη (προαναγγέλλοντας με τι θάνατο θα πέθαινε), όλους τους ανθρώπους θα τραβήξω κοντά μου» (Ιω. 12,32). Άλλωστε, τα ίδια τα παιδιά μέσα στον Ναό φώναζαν «Δόξα στον Υιό του Δαυίδ» (Ματθ. 21,15) και στην αγανακτισμένη αντίδραση των αρχιερέων και γραμματέων, τους απαντά αγιογραφικά: «Από το στόμα νηπίων και βρεφών έκανες (εσύ Θεέ μου) να βγει τέλειος ύμνος» (Ψλμ. 8,3). Επομένως, οι πράξεις και τα λόγια του Ιησού δηλώνουν προς τους αρχιερατικούς και φαρισαϊκούς κύκλους ότι ή θα ακολουθήσουν τις υποδείξεις Του ή θα συμμαχήσουν εναντίον Του. Μεσοβέζικες λύσεις με τον Ιησού δεν χωρούν στο προσκήνιο της νέας εκκλησιαστικής ιστορίας που εγκαινιάζει. Διότι ο κόσμος που με την χάρη Του ανατέλλει είναι σοβαρός, υπεύθυνος, ειρηνικός, δίκαιος και ηθικός…



Ποια είναι η στάση των σημερινών ανθρώπων απέναντι στον Ιησού; 

Όμοια όπως και στην εποχή Του! 

Οι περισσότεροι αντιδρούν όπως η Μάρθα: 

Πιστεύουν, αλλά δεν ιεραρχούν ως ανώτερα τα πνευματικά και οι καθημερινές ασχολίες

 δεν τους αφήνουν να εντρυφήσουν στον ευαγγελικό λόγο. 

«Μεριμνούν και ανησυχούν για πολλά πράγματα, αλλά ένα πράγμα είναι αναγκαίο» (η σωτηρία της ψυχής) (Λουκ. 10,41). 

Υπάρχουν ακόμη εκείνοι 

που επιδερμικά πλησιάζουν τον Χριστό και την Εκκλησία, ανάβουν κανένα κερί, παρακολουθούν και κάποια ακολουθία,

 αλλά επιδεικνύουν δίψυχη ζωή. 

Άλλοτε εμφανίζονται πιστοί και άλλοτε άπιστοι, ενώ οι κοσμικές υποθέσεις τούς αποπροσανατολίζουν. 

Η αγαθή μερίδα ανήκει στη Μαρία και στους ομοίους της, που βρίσκονται

 προσκολλημένοι στην προσευχή και τη λατρεία, ενώ η ενθύμηση του Θεού τούς συνοδεύει σ’ όλες τις ασχολίες τους (εργασία, οικογενειακή ζωή, ψυχαγωγία κ.α.). 

Τέλος, 

όπως ο λαός έβγαζε τα ρούχα του και τα έστρωνε στο έδαφος για να περάσει 

ο καθήμενος επί πώλου όνου Θεάνθρωπος Κύριος, έτσι και εμείς οφείλουμε 

να απαλλασσόμαστε συχνά με την Εξομολόγηση από τα λάθη, τις αποτυχίες και αστοχίες μας

 και να αναζητάμε τη συγνώμη για τον εαυτό μας και για τους άλλους ώστε, ατομικά και κοινωνικά,

 να βαδίζουμε μέσα στο σίγουρο και απάγκιο λιμάνι της σωτηρίας, που στη παρούσα ζωή λέγεται Εκκλησία,

 ενώ στην αιώνια ζωή «βασιλεία του Θεού».



ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Νικολάου Νευράκη, «Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού», Αθ. 1989
Σάββα Αγουρίδη – Σωκράτη Νίκα, «Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού», ΟΕΔΒ, 1993
Σταύρου Φωτίου, «Ορθόδοξα μηνύματα», Εκδ. Γρηγόρης, Αθ. 2000.
Εκ του ιστολογίου '''Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας''.
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Φωτογραφία Elias NDios


Μιχαήλ Χούλης 

Θεολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF