ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ




Ας ευχαριστήσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ Θεό, ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ φθάσουμε πάλι στὴν Κυριακὴ αὐτή. Μποροῦσε καὶ νὰ μὴ φθάναμε, λόγῳ τῶν τόσων ἁμαρτιῶν μας. Ἡ Ἐκκλησία, ἀδελφοί μου, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, εἶνε καὶ σχολεῖο, τὸ σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ δείχνουν καὶ τὰ δύο ἀναγνώσματα, οἱ περικοπὲς ἀποστόλου καὶ εὐαγγελίου, ποὺ διαβάζονται ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη κάθε φορά. Ὁ ἀπόστολος σήμερα περιέχει πολλὰ νοήματα, παραδείγματα, εἰκόνες. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς παρουσιάσω μόνο μία εἰκόνα.


† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

(ἱ. ναός Ἁγ. Τριάδος Ἀμπελοκήπων – Ἀθηνῶν 2-9-1962)


 ἀπόστολος Παῦλος ἀπαντᾷ στοὺς κατηγόρους του. Μὰ εἶχε κατηγόρους; θὰ πῆτε. Καὶ ποιός μεγάλος ἄνθρωπος δὲν ἔχει κατηγόρους; Ἔτσι καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τὸν συκοφαντοῦσαν καὶ τὸν διέβαλλαν, ὅτι δὲν εἶνε ἀπόστολος. Ἀπαντᾷ λοιπὸν ἐδῶ καὶ λέει· Εἶμαι ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Ἀπόδειξις τὸ κήρυγμά μου, ἀπόδειξις ἡ ἐκκλησία τῆς Κορίνθου ποὺ ἵδρυσα, ἀπόδειξις οἱ κόποι καὶ οἱ ὁδοιπορίες μου. Αὐτὰ πιστοποιοῦν, ὅτι εἶμαι ἀπόστολος. Καὶ τί θὰ πῇ ἀπόστολος; Ἀπόστολος εἶνε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεχώρισε ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ μυριάδες ἄλλους γιὰ νὰ τοῦ ἀναθέσῃ μιὰ σοβαρὴ δουλειά· καὶ αὐτός, πάνω στὴν ἀποστολή του, θυσιάζει ὅλο τὸν ἑαυτό του· ὅπως τὸ λιβάνι καίγεται ὁλόκληρο, δὲ᾿ μένει τίποτα, ἔτσι καὶ ὁ ἀπόστολος ὅλη τὴ ζωή του τὴν «καίει» πάνω στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. 


Θυσιάζει καὶ οἰκογένεια καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκα καὶ χρόνο καὶ χρῆμα καὶ αἷμα· εἶνε ἕτοιμος νὰ βρεθῇ μέσ᾿ στὰ μπουντρούμια τῶν φυλακῶν, νὰ ὑποστῇ τὰ πάντα, καὶ νὰ μαρτυρήσῃ ἀκόμη. Τί εἶνε ὁ ἀπόστολος; Ἕνας στρατιώτης, στρατιώτης Χριστοῦ. Αὐτὸ λέει σήμερα ὁ Παῦλος στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα (βλ. Α΄ Κορ. 9,7· βλ. καὶ Β΄ Τιμ. 2,3). Κι ὅπως ὁ στρατιώτης παίρνει ἀπ᾿ τὸ στρατὸ τὸ σιτηρέσιό του, τὸ ποσὸ ποὺ χρειάζεται γιὰ τροφὴ καὶ ἐνδυμασία, κατὰ παρόμοιο τρόπο κ᾿ ἐγώ, ὡς στρατιώτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δικαιοῦμαι νὰ παίρνω τὸ σιτηρέσιό μου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾿ ἐγώ, λέει, καὶ αὐτὸ τὸ μισθό μου δὲν τὸν παίρνω. Θυσιάζω καὶ τὸ δικαίωμά μου αὐτό, γιὰ νὰ μὴ δώσω λαβὴ σὲ κανένα νὰ πῇ, ὅτι ζῶ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο.


Στρατιῶτες, λοιπόν, οἱ ἀπόστολοι· ὁ Παῦλος, ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι. Ἀλλὰ ὑπὸ γενικωτέραν ἔννοιαν στρατιῶτες εμεθα ὅλοι. Κ᾿ ἐσεῖς, ἀγαπητοί μου, εἶστε στρατιῶτες· στρατιῶτες τῆς πίστεως, τοῦ εὐαγγελίου, τοῦ Χριστοῦ. ―Καὶ ἀπὸ πότε γίναμε στρατιῶτες; Στρατιώτης θεωρεῖται ἕνας νέος ἅμα παρουσιαστῇ στὸ κέντρο νεοσυλλέκτων καὶ τὸν ντύσουν στὸ χακί. Ἀφήνει τὰ πολιτικά του ροῦχα, τὰ κάνει ἕνα δεματάκι καὶ τὰ στέλνουν στὸ σπίτι στὴ μάνα του. Στρατιώτης γίνεται ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τοῦ φοροῦν τὴ στολή. Ἔτσι καὶ ὁ κάθε Χριστιανός. Ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου ὑπενθυμίζω, ὅτι ὅλοι εμαστε στρατιῶτες. Ὅλοι κάποια μέρα δώσαμε παρών, βγάλαμε τὰ ροῦχα τὰ βρώμικα καὶ φορέσαμε ἕνα ὁλόλαμπρο ἔνδυμα. Πότε ἔγινε αὐτό, πότε καταταγήκαμε στὸ στράτευμα; 


Τὴν ὥρα ποὺ ἕνας εὐλαβὴς ἱερεὺς μὲ τὸ στοργικό του χέρι μᾶς βύθιζε στὰ νερὰ τῆς κολυμβήθρας «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Μᾶς ρώτησε τότε· ―«Ἀποτάσσῃ τῷ σατανᾷ;». ―«Ἀποτάσσομαι», εἴπαμε. ―«Συντάσσῃ τῷ Χριστῷ;». Καὶ ἀποκριθήκαμε· ―«Συντάσσομαι». ―«Συνετάξω τῷ Χριστῷ;», θὰ εἶσαι στὸ ἑξῆς ὁριστικῶς μὲ τὸ Χριστό; ― «Συνεταξάμην», ὑποσχεθήκαμε (ἀκολ. βαπτ.). Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη φορᾷς πλέον τὸν φωτεινὸ χιτῶνα, εἶσαι στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, καὶ καλεῖσαι νὰ πειθαρχῇς σ᾿ αὐτόν. Δὲ᾿ μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο αὐτὸν γιὰ νὰ γλεντοῦμε καὶ νὰ κάνουμε τὰ κέφια μας· μᾶς ἔφερε γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό. Εἴμεθα στρατιῶται Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ πολεμήσουμε. Μὲ ποιούς νὰ πολεμήσουμε; ποιοί εἶνε οἱ ἐχθροί μας;


Πρῶτος ἐχθρὸς τοῦ Χριστιανοῦ εἶνε ὁ κόσμος, οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲ᾿ σκέπτονται καὶ δὲ᾿ ῥυθμίζουν τὴ ζωή τους μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ ζοῦν κατὰ τὶς ἐπιθυμίες τους· ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τὸ ψεῦδος, τὴν ἀδικία, τὴν ἐκμετάλλευσι, τὴν ἀπιστία καὶ ἀθεΐα. Αὐτὸς εἶνε ὁ κόσμος. Καὶ σὲ ρωτῶ· τί θέσι θὰ πάρῃς ἀπέναντί του; Ἐὰν ῥυθμίζῃς τὴ ζωή σου μὲ ὅ,τι λέει ὁ κόσμος, τότε δὲν εἶσαι φίλος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστιανὸς πάει κόντρα μὲ τὸν κόσμο, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ τὸν μισήσῃ, θὰ τὸν καταδιώξῃ. Ἀλλὰ τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἐὰν σᾶς μισῇ ὁ κόσμος, νὰ γνωρίζετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν» (Ἰωάν. 15,18). Μισεῖ ὁ κόσμος τοὺς Χριστιανοὺς τοὺς πραγματικούς. Μὴ φοβᾶστε ὅμως. Ὁ Χριστὸς λέει· «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (ἔ.ἀ. 16,33).


 Χριστιανὸς ὅμως δὲν ἔχει μόνο ὁρατοὺς ἐχθροὺς μὲ «αἷμα καὶ σάρκα» (Εφ.6,12)· ἔχει καὶ ἀόρατο ἐχθρό. Εἶνε ὁ σατανᾶς, ὁ διάβολος. Μᾶς πολεμεῖ μέρα καὶ νύχτα. Μᾶς πολεμεῖ μὲ τὰ λεφτά, μὲ τὶς ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις, μὲ φόβητρα καὶ θέλγητρα, μὲ ποικίλους λογισμοὺς καὶ ἰδίως αἰσχρούς. Μᾶς πολεμεῖ ἀκόμα μὲ τὴ μαγεία, μὲ τὸν πνευματισμό, μὲ τὶς αἱρέσεις, μὲ τὸ μασονισμό, μὲ μύρια μηχανήματα· γιατὶ εἶνε πολυμήχανος. Καὶ ἀμφιβάλλω σήμερα ἀπὸ τοὺς χίλιους Χριστιανοὺς ἂν μένῃ ἕνας ὄρθιος. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία φωνάζει· «Στῶμεν καλῶς» (θ. Λειτ.), ἂς σταθοῦμε προσεκτικοί. Στὴν ἐποχή μας μάλιστα ὁ διάβολος θὰ πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὴν ἄθεο ἐπιστήμη. Ἀλλ᾿ ὄχι, ἀδελφοί μου. Δὲ᾿ θὰ νικήσῃ ἡ ἀπιστία καὶ ἀθεΐα, δὲ᾿ θὰ νικήσῃ ὁ δράκων· θὰ νικήσῃ τὸ ἀρνίον, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἐσταυρωμένος (βλ. Ἀπ. 12,3 κ.ἑ.· 5,6,12· 13,8).


Λοιπόν, στρατιώτης νὰ εἶσαι· νὰ πολεμᾷς ἐναντίον τοῦ κόσμου, ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ὀργάνων του. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν ὑπάρχει κ᾿ ἕνας ἄλλος ἐχθρὸς πολὺ κοντά μας. Δὲ᾿ φοβᾶμαι τὸ διάβολο ἅμα ἔχω τὸ Χριστό, δὲ᾿ φοβᾶμαι τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Ξέρεις τί φοβᾶμαι; Τὸν ἑαυτό μου! Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς εἶνε ὁ ἑαυτός μας, ὁ κακὸς δηλαδὴ ἑαυτός μας, ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸν ὀνομάζει «ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος» (Ῥωμ. 6,6). Εἶνε τὰ πάθη μας, οἱ κακίες μας, οἱ κακὲς ἐπιθυμίες μας πού, ὅπως λέει ὁ ἄλλος ἀπόστολος, ὁ Πέτρος, «στρατεύονται κατὰ τῆς ψυχῆς» (Α΄ Πέτρ. 2,11). Ἡ ἐπιθυμία ἑδρεύει στὴν ψυχή. Δὲ᾿ φταίει δηλαδὴ τὸ σῶμα· αὐτὸ εἶνε ὄργανο. Ἡ κακὴ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς, αὐτὸς εἶνε ὁ κακὸς ἑαυτός μας ποὺ σπρώχνει τὸ σῶμα στὴν ἁμαρτία. Ὡς στρατιῶτες Χριστοῦ ἂς πολεμήσουμε λοιπὸν καὶ ἐναντίον τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας ἀντρίκια. Καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας τὸ ἔλεγαν· «Ἡ πιὸ μεγάλη νίκη εἶνε νὰ νικήσῃς τὸν ἑαυτό σου».


δελφοί μου! Στὸν ἀγῶνα αὐτὸ μᾶς καλεῖ σήμερα ὁ ἀπόστολος. Καὶ σὲ τέτοιο ἀγῶνα τὸ πρῶτο ποὺ ἀπαιτεῖται εἶνε νὰ εἶσαι ἄγρυπνος. Εἶδα στρατιῶτες στὰ χρόνια τοῦ πολέμου νὰ κεντοῦν τὸ κορμί τους μὲ βελόνες καὶ καρφιά, γιὰ νὰ μὴν ἀποκοιμηθοῦν. Γιατὶ λίγο ν᾿ ἀποκοιμηθοῦν, μπαίνει ὁ ἐχθρός. Μάτωναν τὸ δέρμα τους κι ἀκουγόταν· «Φύλακες, γρηγορεῖτε!». Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Ἂν εἴμεθα στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, «γρηγορεῖτε», ἀδέρφια μου! (Ματθ. 24,42· 25,13· 26,41· Μᾶρκ. 14,38· 13,35,37· Α΄ Κορ. 16,13 κ.ἀ.). Μπορεῖ νὰ γίνῃς ἅγιος, ἀσκητής, θαυματουργός, καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ πέσῃς στὸν ᾅδη. Προσοχὴ λοιπόν.


Τὸ δεύτερο ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη εἶνε τὰ ὅπλα. Ὁ στρατιώτης δὲ᾿ χωρίζεται ἀπὸ τὰ ὅπλα. Ἔχουμε κ᾿ἐμεῖς ὅπλα. Ὁ Χριστιανὸς διαθέτει ἀκαταμάχητο ὁπλοστάσιο. Ποιά εἶνε τὰ ὅπλα του; Ρωτῆστε τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Τὸ πιὸ δυνατὸ ὅπλο εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ· τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τὸ κανόνι, ποὺ συντρίβει τὰ κάστρα τῆς ἀθεΐας καὶ τῶν αἱρέσεων. Δὲ᾿ θὰ νικήσουν οἱ θεωρίες τοῦ ἄλφα καὶ τοῦ βῆτα· θὰ νικήσῃ ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀνίκητος ἀρχιστράτηγός μας. Σημαία μας, ποὺ ἐβάφη μὲ τὸ αἷμα του, ὁ τίμιος σταυρός. Καὶ σάλπιγξ, ποὺ μᾶς καλεῖ στὴ μάχη, τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου.


λλὰ θέτω, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα· Εἴμαστε στρατιῶτες Χριστοῦ;… Ἂν θέλετε νὰ δῆτε ἀληθινοὺς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, νὰ διαβάζετε τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Αὐτοὶ εἶνε ἀγωνισταί! Ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν ἀγωνιζόμεθα. Λιποτάκται εἴμεθα. Ἐὰν ἀγωνιζόμεθα, ἂν μᾶς πονοῦσε ἡ πίστι μας ὅπως μᾶς πονάει τὸ σπίτι μας τὰ παιδιά μας τὸ μαγαζί μας τὸ αὐτοκίνητό μας, ἄλλη θὰ ἦταν ἡ ζωή μας, ὁ τόπος μας θὰ εὐωδίαζε, δὲ᾿ θὰ ὑπῆρχε βλαστήμια!… Ὅλοι νὰ καταλάβουμε τὸν προορισμό μας· νὰ γίνουμε ἀγωνισταί, νὰ πολεμήσουμε γιὰ τὴν πίστι μας, γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ μας, γιὰ τὸ εὐαγγέλιο· καὶ τότε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ εἶνε μαζί μας εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν. Πηγή: http://www.augoustinos-kantiotis.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF