ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ ''ΕΣΤΑΥΡΩΘΗΣ ΔΙ' ΕΜΕ''




Χάριτι Θεού, προβαίνουμε στη μεταφορά στο διαδίκτυο δύο Λόγων του ιεροτάτου Επισκόπου Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλία Μηνιάτη (1669-1714) στην Αγία και Μεγάλη Παρασκευή, εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Τατάρνας Ευρυτανίας ''Εσταυρώθης δι' εμέ''. Ο Επίσκοπος Ηλίας Μηνιάτης δίκαια θεωρήθηκε ο μεγαλύτερος και δεινός ρήτορας κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και γι΄αυτό τον αποκάλεσαν ''Χρυσόστομο της Τουρκοκρατίας''. Κατά τον μακαριστό Μητροπολίτη π. Αυγουστίνο Καντιώτη, ''ήτο... ο μεγαλύτερος εκκλησιαστικός ρήτωρ της υποδούλου Ελλάδος΄ με δημοσθένειαν ρητορείαν εκήρυξε τα μεγαλεία του Θεού''. Ο λόγος του απλός, λιτός, θερμά καρδιακός και επί ζήλω οθοδοξότατος ''ακουμούσε'' ησύχως στη καρδιά του συμπασχόντος καταπιεσμένου από την Ενετοκρατία ποιμνίου του. Ένα μικρό δείγμα αυτού, που επιλέξαμε: ''Ψυχή του καλού μας Πατρός, του θείου Εσταυρωμένου μας Ιησού, τι λες; "Άφες αυτοίς' ου γαρ οίδασι τι ποιούσι". Πώς; "Άφες αυτοίς". Ναι, γλυκύτατέ μου Ιησού, "άφες αυτοίς" αυτήν την ώρα. Ας δοθή εις όλους συγχώρησις. Ίσως δουν τώρα το σφάλμα τους και διορθωθούν. "Άφες αυτοίς"! Ας έλθη συγχώρησις, λοιπόν, συγχώρησις! Μα ωστόσο ας παύσουν τα βέλη, ας τελειώσουν οι αμαρτίες, ας φανή ένα σημάδι μετανοίας΄ ένας αναστεναγμός΄ ένα δάκρυ! Καρδιά του Ιησού μου, τι λες; "Άφες αυτοίς, Πάτερ". Καρδιά του αμαρτωλού τι αποκρίνεσαι; "Μνήσθητί μου, Κύριε! Μνήσθητί μου όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου"! Αμήν''. Ευχόμαστε την ''Καλή Ανάγνωση'' στους αναγνώστες μας, με την προτροπή της εκκίνησης της μετανοίας, της επιδαψίλευσης του Θείου Έρωτος, της αφετηρίας της γλυκητάτης άθλησης στο πνευματικό στίβο της εγκοσμίου ζωής. Σ' αυτό, που όλοι πρέπει να αγωνιζόμαστε, ώστε να λάβουμε ''απολυτήριο'' με ''Διαγωγή -κατά Χριστόν- Κοσμιωτάτη''! Εύχεσθε!



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Λόγος Α'
Εις το Σωτήριον Πάθος
τη Αγία και Μεγάλη Παρασκευή



Μέρος 2ον


Μέρος Α.


Όταν ο Υιός του Θεού κατέβηκε στην γη και εσαρκώθη, εφόρεσε - για να το πω έτσι - σαν να ήσαν δύο ενδύματα της ανθρωπίνης φύσεως. Το ένα ήταν η ανθρώπινη σάρκα, την οποία προσέλαβε καθ' υπόστασιν (πραγματικώς δηλαδή), όπως το λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης΄ ''ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν''7. Το άλλο ένδυμα ήτο, ότι εφόρεσε την ανθρώπινη αμαρτία ''διά συγκατάβασιν''. Γι' αυτό γράφει ο Απόστολος Παύλος΄ ''τον μη γνόντα αμαρτίαν (τον Ιησούν Χριστόν δηλαδή) υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησε8'' και πάλιν΄ ''Χριστός εξηγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του νόμου, γενόμενος υπέρ ημών κατάρα9''. 


Με το ένδυμα της ανθρωπίνης σαρκός (προσλαβών δηλαδή την ανθρώπινη φύση) έζησε εις όλην του την επί γης ζωή αναμάρτητος'  ''ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού''10. Τώρα, εις τον καιρό του πάθους, φάνηκε με το ένδυμα της αμαρτίας, ωσάν ένας άνθρωπος αμαρτωλός. Και όμως΄ ήτο εκείνος ο άκακος και καθαρός αμνός που φάνηκε φορτωμένος με την παγκόσμια αμαρτία. 


Είναι αυτός, τον οποίον προείδεν, άνωθεν φωτιζόμενος, ο προφήτης Ησαίας και που τον υπέδειξε αργότερα ο Ιωάννης ο Βαπτιστής΄ ''ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου''11. Μέσα στον κήπο της Γεσθημανή παρουσιάζεται στον άναρχό του Πατέρα με ένα τέτοιο ένδυμα. Τον παρακαλεί τρεις φορές να τον παραιτήσει από το πικρό και θανατηφόρο ποτήριο΄ ''Πάτερ, ει δυνατόν, παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο''13. Όμως ο Πατήρ δεν τον εισακούει! Γράφει πρώτος στον ουρανό την απόφαση του θανάτου του, που κατόπιν γράφει στην γη ο Πιλάτος. Δεν του κανει άλλη χάρη. 


Στέλνει μόνο έναν άγγελο για να τον παρηγορήσει στην πολλήν του αγωνία΄ ''ώφθη αυτώ άγγελος απ' ουρανού ενισχύων αυτόν''14. Και πως είναι δυνατόν, ο Θεός και Πατήρ να μην εισακούει τον μονογενή του Υιό, τον οποίον είχε διαβεβαιώσει ''εγώ πάντοτε σου ακούω''15. Ο Θεός, που κάποτε λυπήθηκε τον γιο ενός ανθρώπου, τον Ισαάκ και δεν τον άφησε να θυσιασθεί, τώρα δεν λυπάται τον δικό του Υιό και μάλιστα τον θέλει πεθαμένο; Ναι, λέγει ο Απόστολος Παύλος, με τέτοια εμφάνιση τον θέλει, δηλαδή σαν αμνό που σηκώνει στον ώμο του την αμαρτία του κόσμου. Δεν τον σκέπτεται σαν Υιόν του, όπως τον είδε στον Ιορδάνη και στο Θαβώρ για να του πει κι πάλι΄ ''ούτος έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός''16. Τον θεωρεί σαν ένα αμαρτωλό ντυμένο με όλη την παγκόσμια αμαρτία. 


Γι' αυτό και δεν τον λυπάται διόλου και τον παραδίδει εις θάνατον΄ ''του ιδίου Υιού ουκ εφείσατο, αλλ' υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν''17. Και με ποιο σκοπό; Για να πορευθεί και να προσηλώσει (να καρφώσει) στον Σταυρό τον παλαιό εκείνο ένδυμα της αμαρτίας. Για να ξεπληρώσει με το Αίμα του την θεία δικαιοσύνη. Για να εξιλεώσει τον Θεό. Για να δικαιώσει τον άνθρωπο΄''ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ''18. Έτσι λοιπόν, ο Ιησούς εγκαταλελειμένος και στον ουρανό από τον θείο του Πατέρα, ο οποίος τώρα μόνον παρέδωκεν αυτόν, και στην γη από τους μαθητές του, εκ των οποίων μερικοί αποκοιμήθηκαν, οι δε υπόλοιποι τον άφησαν και έφυγαν, μοναχός, χωρίς καμμία βοήθεια αρχίζει να λυπάται, να ιδρώνει με αίμα. 


Ήθελα να πω: Μέσα σ΄ένα κήπο, στον Παράδεισο της τρυφής, εγράφησαν εκείνες οι δύο φοβερές αποφάσεις. Η μία ήταν αυτή που κατεδίκασε τον Αδάμ στον ιδρώτα΄ ''εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου''19. Η άλλη ήταν αυτή που κατεδίκαζε την Εύα στην λύπη΄ ''εν λύπαις τέξη τέκνα20''. Και τώρα πάλι μέσα σ' έναν κήπο του χωρίου Γεσθημανή ιδρώνει ο Ιησούς, ώστε να πληρώσει για τον ιδρώτα του Αδάμ και λυπείται για να πληρώσει την λύπη της Εύας και ούτω να ελευθερώσει τους προπάτορες από την παλαιά εκείνη κατάρα. Όμως, εγώ απορώ και εξίσταμαι, καθώς τον βλέπω να αγωνίζεται σκληρά και να αναγωνεί με ένα βαθύτατο αναστεναγμό΄ ''περίλυπος έστιν η ψυχή μου έως θανάτου21''. 


Αυτός προηγουμένως είχε πει, πως το πάθος και ο σταυρός του είναι η δόξα του΄ νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου''22. Τώρα, πως δέχεται με μεγάλη υπομονή το θέλημα του Πατρός; ''Πάτερ, ουχ ως εγώ θέλω, αλλ' ως συ, γεννηθήτω το θέλημά σου''23. Πώς εκείνος δείχνει τόση προθυμία προς τους μαθητάς του, λέγοντάς τους ''εγείρεσθε, άγωμεν''24 και τώρα αδημονεί, αγωνίζεται, ιδρώνει αίμα, λυπείται και η λύπη του τον φέρνει κοντά στον θάνατο΄ ''περίλυπος έστιν η ψυχή μου έως θανάτου''; Ανάμεσα στα όσα έχει να πάθει, ποιο είναι εκείνο που τόσο τον λυπεί; Μήπως τάχα η προδοσία του Ιούδα; 


Βέβαια γι' αυτή την προδοσία, δύο πράγματα θα ήσαν ικανά να λυπήσουν πάρα πολύ την ψυχή του Ιησού. Το πρώτον είναι μια μεγάλη καταφρόνησις. Θέλω να πω, πως ο Ιούδας δεν τον ανεγνώρισε για Υιό του Θεού, τον εγνώρισεν όμως σαν ένα άνθρωπο που είχε θεία δύναμη και μπορούσε να κάνει άπειρα θαύματα. Ένας ιατρός, που με ένα του στόματός του λόγο ή με ένα άγγιγμα του χεριού του φωτίζει τυφλούς, καθαρίζει λεπρούς, γιατρεύει ασθενείς, ανασταίνει νεκρούς΄ ένας θαυματουργός προφήτης, που προλέγει τα μέλλοντα, που γνωρίζει τα κρύφια, που περπατεί, χωρίς να βραχεί, επάνω στα κύματα, που εξουσιάζει ανέμους, που εκδιώκει δαίμονες, δυστυχισμένε Ιούδα, τί αξίζει; 


Και τέτοιον άνθρωπο πουλάς για τριάκοντα αργύρια;25 Με τόσα ενομοθέτησαν να πληρώνεται ο φόνος ενός δούλου. Τόσον καταφρονείται ο Ιησούς! Και το δεύτερον: Εντάξει, ας πωλείται΄ μα να πωλείται από έναν απόστολο; Τί κακό παράδειγμα για την Εκκλησία! Οι απόστολοι να πωλούν τον Χριστό, δηλαδή οι ιερείς την Θεία Χάρι; Κακό πράγμα! Ανάμεσα στους αποστόλους αυτός μόνον ετιμωρήθη, που αγαπούσε τα αργύρια. Καταραμένη φυλαργυρία! Είσαι η πρώτη και κύρια αφορμή, που και την πίστη μας προδίδουμε και την ψυχή μας κολάζουμε! Εδώ, σας παρακαλώ Χριστιανοί μου, να σημειώσετε κάτι άξιο πολλής σκέψεως: Εκείνα τα χρήματα που πήρεν ο Ιούδας πουλώντας τον Χριστό, τον ωφέλησαν σε τίποτε; 


Μήπως με εκείνα αγόρασε κανένα κτήμα για να ωφεληθεί; Μήπως έραψε ρούχα, για να ντυθεί; Τα έφαγε; Τα ήπιε; Τα χάρηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο; Εντελώς τίποτε. Μάλιστα εκείνα τα χρήματα, που τον ετύφλωσαν και πώλησε τον Χριστό, αυτά και τον ετύφλωσαν και περιέπεσε σε απόγνωση και απελπισία. Κρεμάστηκε, κι έχασε την ψυχή του. Σ' αυτό μόνον τον ωφέλησαν, στο ότι αγόρασε την κρεμάλα και την κόλαση! ''Και ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ, ανεχώρησε και απελθών απήγξατο''26. Καλά΄ αυτά δεν ωφέλησαν τον Ιούδα, αλλά μήπως εξοδεύθηκαν τάχα για κανένα θεάρεστον έργο; 


Μήπως για την υπηρεσία του Ναού; Ούτε αυτό. Εκείνος επήγε και τα έριξε στον Ναό, μα οι ιερείς του Ναού δεν τα εδέχθησαν. Δεν είναι πρέπον, είπαν, να βάλουμε μέσα στο θησαυροφυλάκιο αυτά τα χρήματα, γιατι είναι καταραμένα. Όχι, όχι! Ο Θεός δεν θέλει για τα έξοδα του Ναού αυτά τα αργύρια. Είναι παράνομα, είναι ιερόσυλα. Μ' αυτά πουλήθηκε το αίμα ενός ανθρώπου΄ ''ουκ έξεστι βαλείν αυτά εις τον κορβανάν, επεί τιμή αίματός έστι''27.



Συνεχίζεται


7. Ιωάνου Α΄, 14
8. Β' Κορινθίους Ε', 21
9. Γαλάτας Γ', 13
10. Α' Πέτρου Β' 22, όρα και Ησαίου ΝΓ' , 7-9
11. Ιωάννου Α', 29 και 36, Α' Πέτρου, 19. Πρβλ. Ησαίου ΝΓ' , 7
12. Γεσθημανή. Λέξις εβραική σημαίνουσα ''ελαιοτριβείον'' υπάρχον εις τους πρόποδας του όρους των Ελεαιών και περιβαλλόμενον υπό κήπου (Λουκά ΙΓ', 19, Ιωάννου ΙΗ', 1, 26).
13. Ματθαίου Κς', 39
14. Λουκά ΚΒ', 43
15. ''Πάτερ ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου΄εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις'' (Ιωάννου ΙΑ', 41-42).
16. Ματθαίου Γ', 17, ΙΖ', 5, Μάρκου Α'', 11, Θ'. 7, Λουκά Γ', 22, Θ', 35.
17. Ρωμαίους Η', 32.
18. Β' Κορινθίους Ε', 21
19. Γενέσεως Γ', 19
20. Γενέσεως  γ', 16
21. Ματθαίου Κς, 38
22. Ιωάννου ΙΓ', 31
23. Ματθαίου Κς', 39 και Λουκά ΚΒ΄, 42
24. Ματθαίου Κς, 46
25. Τριάντα ασημένια νομίσματα. Όρα Εξόδου ΚΑ', 32 ένθα ομιλεί περί αποζημιώσεως εκ κερατισμού ταύρου, και Ζαχαρίου ΙΑ', 12 περί μισθού ποιμένος.
26. Ματθαίου ΚΖ', 5
27. Ματθαίου ΚΖ',6 



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου ''Εσταυρώθης δι' εμέ'', 
περιέχον ''Δύο Λόγους του Ηλία Μηνιάτη +1717 εις την Αγίαν και Μεγάλην Παρασκευήν'', 
υπό αρχιμανδρίτου Δοσιθέου.
Έκδοση της ''Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνης'' Ευρυτανίας, 2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF