ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ





Ο ΣΠΟΡΕΑΣ ΚΥΡΙΟΣ:


Ο Κύριος συχνά χρησιμοποιούσε παραβολές για να κάνει το λόγο πιο παραστατικό βοηθώντας να εντυπωθεί καλύτερα στις ανθρώπινες ψυχές και να φέρει στα μάτια τους εικόνες συμβολικές που συμβολίζουν παραστατικότερα τη διδασκαλία Του. 


Η Παραβολή του Σπορέα ξεκινά με τη φράση: “εξήλθε ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον”. Κατά το σύνολο των Πατέρων ο Σπορέας είναι ο Κύριος. Εξήλθε λοιπόν ο Κύριος όχι τοπικώς, αφού είναι πανταχού παρών, αλλά τροπικώς. ΄Έγινε πλησιέστερος σε μας με την ενανθρώπισή του. Επειδή εμείς, λόγω τον αμαρτημάτων μας, δε μπορούσαμε να τον προσεγγίσουμε, βγαίνει εκείνος σε μας. Βγαίνει να σπείρει το λόγο της Αληθείας. Κι όμως από τα μέρη του σπόρου αυτού, τρία χάνονται και ένα καρποφορεί!



ΟΙ ΟΜΑΔΕΣ ΤΩΝ ΑΚΡΟΑΤΩΝ: Α' ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ ΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ:


Μέρος του σπόρου, λέει η περικοπή, έπεσε κοντά στο δρόμο. “Ποιος είναι ο δρόμος; Είναι ο υπερήφανος άνθρωπος, που η καρδία του είναι σκληρή, καταπατημένη από βιοτικές μέριμνες, και ακούει τον λόγον του Θεού και τον δέχεται μετά πάσης χαράς, μα έχει λιγοστή ευλάβειαν στο Χριστό, και πηγαίνει με τον διάβολον, και μένει η πέτρα άκαρπη.”, λέει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Οι άνθρωποι που παρομοιάζονται με δρόμο είναι οι οκνηροί και οι αδιάφοροι. Όμως, πρώτη αιτία που δεν καρποφορεί ο λόγος του Θεού είναι η ανευλάβεια. Και την ανευλάβεια τη δημιουργεί κυρίως η εωσφορική υπερηφάνεια, η ιδέα ότι τα ανώτερα(;) πνεύματα, δεν έχουν ανάγκη τα απλά λόγια του εὐαγγελικού κηρύγματος. 


Σε αλαζόνες ανθρώπους τους φαίνονται μωρία! Αυτοί, “δοκούντες σοφοί είναι” θέλουν ν᾿ ακούν ρητορεία Δημοσθένους ή διαλεκτική Σωκράτους!… Όμως ξεχνούν ότι το κήρυγμα, ο θείος λόγος, δεν είναι κοσμική λογοτεχνία. Όπως, επί παραδείγματι, ο γιατρός συνιστώντας ένα φάρμακο δε ρητορεύει! Έτσι κι ο λόγος Θεού συμπυκνωμένος είναι απλά το: «Μετανοεῖτε καί πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ» (Μάρκ. α΄15). Δυστυχώς τα θέματα περί μετανοίας δε συγκινούν αυτούς που αρέσκονται σε φιλολογικά φληναφήματα. Ακούν αδιάφορα ή γελούν σαρκάζοντες, όπως οι “φιλοσοφούντες” ακροαταί του αποστόλου Παύλου όταν εκείνος τούς έλεγε ότι οι νεκροὶ θ᾿ αναστηθούν. 


Τέτοιοι ακροατές μοιάζουν με τον πατημένο δρόμο της παραβολής. Όπως δε βγαίνουν λουλούδια στη δημοσιά, που την πατούν άνθρωποι και οχήματα, έτσι και στην ψυχή του αλαζόνα δεν ανθεί ο λόγος του Θεού. Η υπερηφάνεια σκλήρυνε τή συνείδησή τους. Η σκληρή τους καρδιά έγινε πέρασμα των δαιμόνων, που δεν αφήνουν ούτε ένα σπόρο στήν επιφάνειά της. Μόνο αν ταπεινωθούμε ≪ως παιδία ≫ (Ματθ. 18,3), ο λόγος του Θεού θα ριζώσει. Ειδάλλως ακόμη κι αν κηρύττεται από έναν Χρυσόστομο ἢ Μέγα Βασίλειο, στην καρδιά του υπερήφανου είναι ματαιοπονία.


Β' ΟΙ ΔΕΙΛΙΑΖΟΝΤΕΣ:


Μέρος του σπόρου έπεσε στην πέτρα, όπου το χώμα ήταν λιγοστό. Έτσι αυτό φύτρωσε, αλλά επειδή δεν είχε ρίζα, γρήγορα ξεράθηκε. Με την πέτρα συμβολίζονται οι πιό ασθενείς χαρακτήρες. Τα πετρώδη μέρη που δέχτηκαν το σπόρο είναι αυτοί που ακούν το λόγο και τον δέχονται αμέσως με χαρά, δέ ριζώνει όμως μέσα τους βαθιά αλλά είναι προσωρινός. Κι όταν έρθει θλίψη ή διωγμός εξ αιτίας του λόγου, σκανδαλίζονται αμέσως. Έτσι εκτός από την υπερήφανη καρδιά υπάρχει και η δειλή. Οι δειλοί ακούν αρχικά με ευλάβεια και χαρά το κήρυγμα. Συγκινούνται ή και δακρύζουν. Όμως, όταν έρθουν περιστάσεις αποδεικνύεται, ότι τέτοιοι ακροατές δεν έχουν ρίζα και βάθος. Αν εξαιτίας τήρησης του θείου νόμου απειλούνται υλικά τους συμφέροντα, θα υποχωρήσουν, θα πουν ψέμα, θά καταπατήσουν την αργία της Κυριακής, θ᾽ αγνοήσουν φιλίες, υποχρεώσεις.


Πόσο μάλλον σε περίπτωση διωγμού! Γι' αυτούς ισχύει το: “Καλή η Θρησκεία, εφ᾿ όσον δε ζητάει θυσίες”. Μόλις προκύψει ο σταυρός-διωγμός, τότε τα “ωσαννά” σταματούν, ο ενθουσιασμός εκμηδενίζεται, ο ζήλος μαραίνεται, και ο δειλός γίνεται “ρίψασπις”. Αν, για παράδειγμα, συμβεί δυστύχημα στην οικογένεια, έρθει ο θάνατος, ο δειλός τότε ταράζεται, γογγύζει κατα της θείας πρόνοιας. Παύει να εκκλησιάζεται και να προσεύχεται(!), υπακούοντας στον εξής περίπου “εμπορικό” συλλογισμό: ≪Αφού ήμουν τόσο καλός, γιατί να μου έρθει το δυστύχημα;≫. Προφανώς πριν το ατύχημα ο ίδιος θα μπορούσε να προσευχόταν ως εξής: ≪Σε αγαπῶ, Κύριε! πρέπει να μου δώσεις όλα τ᾽ αγαθά. Έτσι θα σ᾽ αγαπώ περισσότερο!≫.


Τέτοιος άνθρωπος είναι συμφεροντολόγος, λάτρης του “άλυπου βίου”, υπολογιστής θρήσκος. Αν ο Κύριος αφαιρέσει κάτι από τά είδωλα που λατρεύει, τότε φεύγει πικραμένος από κοντά του. Αν, όμως, αγαπούσε το Θεό ανιδιοτελώς, θά έμενε πιστός μέχρι τέλους. Αυτοί, λοιπόν οι “ακούσαντες” μοιάζουν με πετρώδη γη, στην οποία έπεσε ο σπόρος καί βλάστησε, αλλά με τις πρώτες καυστικές ακτίνες ≪εξηράνθη διά το μη έχειν ικμάδα ≫ (Λουκ. η΄6).



Γ' ΟΙ ΤΡΥΦΗΛΩΣ ΣΧΟΛΑΖΟΝΤΕΣ:


Μέρος του σπόρου έπεσε στ' αγκάθια. Τα τελευταία όταν ψήλωσαν έπνιξαν τα μόλις φυτρωμένα φυτά. “Ποία είναι τα ακάνθια; Ακάνθια είναι ο πόρνος, που ακούει τον λόγον του Θεού και ύστερον όμως έρχονται τα πορνικά πάθη και τoν πνίγουν, και χάνεται και μένουν και τα ακάνθια άκαρπα”. (Α. Κοσμάς Αιτωλός) Άκαρποι οι υπερήφανοι, άκαρποι οι δειλοί, αλλ᾿ άκαρποι και όσοι κυριεύονται από βιοτικές μέριμνες, απάτη του πλούτου και ηδονές.


Απ᾽ το πρωί ως το βράδυ ο κόσμος κινείται πυρετωδώς σ᾽ ένα κύκλο μυρίων μεριμνών. Δεν είναι μόνο οι φροντίδες γιά τροφή και ρούχο. Σ΄ αυτές προσθέτει και νέες περιττές φροντίδες, συχνά κωμικές: Η γυναίκα για καλλυντικά, βαφές και αρώματα ξοδεύοντας χρήματα αλλά και ώρες πολύτιμες, ο άνδρας πάλι δε μπορεί χωρίς χαρτοπαίγνιο, τυχερά παιχνίδια, απολαύσεις Βάκχου καί Ἀφροδίτης. Ψυχή που κυλιέται μέσα στίς φροντίδες αυτές μοιάζει, κατά την παραβολή, με χωράφι, που δέχτηκε τον καλό σπόρο, αλλά μαζί με το σπόρο φύτρωσαν και αγκάθια, που μεγάλωσαν, απορρόφησαν τους χυμούς της γης κι έπνιξαν τα τρυφερά στάχυα.


Συνεπώς, πρέπει να αφαιρεθούν απ᾽ το χωράφι τ᾽ αγκάθια, για ν᾽ αναπτυχθούν και να καρποφορήσουν τα στάχυα. Ανάλογα πρέπει να ξεριζωθούν από τις ψυχές οι μέριμνες για τα μάταια, η μανία του πλούτου και των ηδονών του βίου, για να αναπτύσσονται οι αρετές του Ευαγγελίου. Είναι όμως η τρυφή αγκάθια; Δεν το γνωρίζουμε όσοι παραφερόμαστε από τό πάθος. Οι φρόνιμοι γνωρίζουν ότι η τρυφή προξενεί περισσότερο πόνο από τ’ ἀγκάθια, κι ότι ακόμη η τρυφή περισσότερο από τη μέριμνα καταδαπανά την ψυχή. Ούτε τόσο βασανίζεται κάποιος από τη φροντίδα, όσο από την αφθονία. 


Κι όπως τ’ αγκάθια απ’ όπου κι αν τα κρατήσουμε ματώνουν τα χέρια, ομοίως και η τρυφή και πόδια και χέρια και το κεφάλι και τα μάτια κι όλα τά μέλη γενικά τα καταστρέφει. “Και είναι ξηρή και άγονη. Φέρνει πρόωρα γηρατειά, αμβλύνει τις αισθήσεις, σκοτίζει το λογισμό, τραυματίζει την οξύτητα του νου, κάνει το σώμα πλαδαρό. Γι’ αυτό κι οι πτώσεις είναι αδιάκοπες και πυκνά τα ναυάγια. Τίποτα δεν είναι τόσο εχθρικό και βλαβερό στο σώμα, όσο η τρυφή. Τίποτα δεν οδηγεί στη διάρρηξη και τη διάλυση το σώμα, όσο η ασωτία” (άγιος Γρηγόριος Παλαμάς). Όμως, ας μην ξεχνάμε πως λίγες λέξεις άκουσαν οἱ Νινευίτες από τον Ιωνά κι έδειξαν μετάνοια. Λίγα είδε κι άκουσε ο εκατόνταρχος Λογγίνος τη Μεγάλη Παρασκευή κι οδηγήθηκε στην πίστη και στο μαρτύριο. 


Πρέπει λοιπόν να συντριβεί με την ταπείνωση ο βράχος της υπερηφάνειας, να καούν με τη φλόγα της προσευχής τ᾽ αγκάθια των μεριμνών, να οργωθεί βαθειά με το αλέτρι της αυταπάρνησης ο αγρός του βίου μας, να υψωθεί στο κέντρο η σημαία του σταυρού για να τη βλέπουν και νά φεύγουν τα εναέρια πνεύματα και να μην “κλέβουν” το θείο σπόρο. Φράκτης αυτού του αγρού ας είναι η αδιάλειπτος προσευχή, ενώ ο καρπός θα αναπτυχθεί ποτίζοντάς τα με δάκρυα μετανοίας. Έτσι ο αγρός εκείνος θα θυμίζει αυτόν που ψάλλει η Εκκλησία μας: “Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας.”



Δ' Η ΓΟΝΙΜΗ ΓΗ


Τέλος το τέταρτο μέρος του σπόρου έπεσε στην καλή, γόνιμη γη κι έδωσε καρπό τριάντα ως εκατό φορές περισσότερο. “Ποία είναι η καλή γη που έκαμε τα εκατόν, τα εξήκοντα και τα τριάκοντα; Εκατόν έκαμε ο τέλειος άνθρωπος, εξήκοντα ο μεσαίος και τριάκοντα ο κατώτερος”. (Α. Κοσμάς Αιτωλός). Όμως δεν αρκεί να είμαστε μόνο καλοί ακροατές του Ευαγγελίου. Η ≪καλή γη≫ που φέρει πολλή καρποφορία, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, είναι αυτοί οι οποίοι ≪ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι καί καρποφορούσιν εν υπομονή≫. ≪Κατέχουσι≫, δηλαδή κρατούν μέσα τους το λόγο του Θεού και δεν αδιαφορούν, όπως εκείνοι που άφησαν το σπόρο να πέσει στο δρόμο. ≪Και καρποφορούσιν εν υπομονή≫, δηλαδή δείχνουν υπομονή στις θλίψεις και τους πειρασμούς, κι έτσι ο λόγος του Θεού ριζώνει βαθιά στις ψυχές τους και δε χάνεται, όπως στο πετρώδες έδαφος. Ακόμη, δεν αφήνουν τα αγκάθια να αναπτυχθούν γύρω τους, δεν τους απορροφούν δηλαδή οἱ βιοτικές μέριμνες κι οι κοσμικές επιθυμίες, αλλά επιμελούνται τον αγρό της ψυχής τους. Τον καθαρίζουν από τα πάθη και φροντίζουν την καλλιέργεια των αρετών.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ:


Όπως ο πραγματικός σποριάς δεν ξεχωρίζει το χωράφι του, αλλά απλά ρίχνει το σπόρο παντού και χωρίς διάκριση, έτσι κι ο Κύριος δεν ξεχωρίζει τους ακροατές Του σε πλούσιους και φτωχούς, σοφούς ή μη, οκνούς ή εργατικούς. Μάλιστα, ο Κύριος λέγοντας την παραβολή αυτή δείχνει και στους Μαθητές Του να μην απογοητεύονται, ακόμη κι όταν χάνονται οι περισσότεροι από όσους δέχονται το λόγο. Ας θυμόμαστε, πάντως, πως δεν φτάνει ένα μέρος της αρετής για τη σωτηρία. Ο πιστός, σύμφωνα με την περικοπή, χρειάζεται πρώτα ακριβή ακρόαση (ή και μελέτη) και παντοτινή θύμηση κι έπειτα ανδρεία, έπειτα περιφρόνηση του πλούτου κι απελευθέρωση απ’ όλα τα βιωτικά. Αντιθέτως η τρυφή και η αδιαφορία οδηγούν στην πνευματική ακαρπία.





του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF