ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: «Η ΠΙΣΤΗ ΝΙΚΑ» (ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ Ζ' ΛΟΥΚΑ)



Χωρὶς Θεό, ἀγαπητοί μου, δὲ ζῇ ὁ ἄνθρω­πος. Καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ἔθνος καὶ λαὸς ποὺ νὰ μὴ πιστεύῃ στὸ Θεό. Ὑπάρχουν πολλὲς θρησκεῖες. Ἀλλ᾽ ἐὰν μὲ ρωτήσετε, ποιά ἀπ᾽ ὅλες εἶνε ἡ ἀληθινή, ποιά ἀνταποκρίνεται στὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαντῶ· ἡ θρησκεία ποὺ ἔχου­με ἐ­μεῖς, ἡ Ὀρ­θόδοξος Ἐκκλησία. 


Καὶ εἶνε ἡ μόνη ἀληθινή, γιατὶ αὐτὸς ποὺ τὴν ἵδρυσε δὲν εἶνε ἕνας ἄν­θρωπος ἁπλῶς, ὅπως ὁ Μωάμεθ ποὺ ἵδρυσε τὴ θρησκεία τῶν Τούρκων ἢ ὅ­πως ὁ Βούδδας ποὺ ἵδρυσε τὴ θρησκεία τῶν Ἰνδῶν, δὲν εἶνε ἕ­νας φιλόσοφος ἢ ἄλλος μεγάλος ἄνδρας τῆς ἱστορίας.


Χριστός, ποὺ ἵ­δρυσε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶνε Θεός. Αὐ­τὴ εἶνε ἡ ῥίζα καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Γι᾽ αὐ­τὸ καμμία δύναμι στὸν κόσμο δὲ θὰ μπορέ­σῃ ποτὲ νὰ γκρεμίσῃ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Κι ἂν ἐμεῖς τὸ ἀρνηθοῦ­με, καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάξουν ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).


Θὰ πῇς· Μὰ ἐγὼ σήμε­ρα θέλω ἀποδείξεις. Ὑ­πάρχουν ἀποδείξεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός; Ὑπάρχουν πλῆθος ἀποδείξεις. Καὶ πρὶν ἀπ᾽ ὅλα τὰ θαύματά του, ποὺ ποτέ δὲν σταμάτησαν. Μετρᾷς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ φύλλα τῶν δασῶν; Ἄλλο τό­σο μπορεῖ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.


Δύο θαύματα διηγεῖται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὸ ἕνα εἶνε μεγαλύτερο, τὸ ἄλλο μικρό­τερο. Ποιά εἶνε αὐτά; Ὁ Χριστὸς πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Μόλις τό ᾽μα­θε ὁ κόσμος, αὐθορμήτως σχημάτισε δια­δήλωσι· λαὸς πολὺς βγῆκε νὰ τὸν ὑποδε­χθῇ. Καθὼς περπατοῦσε ὁ Χριστός, ἦρθε ἕ­νας, ἔ­πεσε μπρούμυτα μπροστά του καὶ μὲ δά­κρυα στὰ μάτια τὸν παρακαλοῦσε. Δὲν ἦ­ταν φτω­χὸς ζητιάνος· ἦταν ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος. 


­ταν πλούσιος, ἀλλὰ δυστυχισμένος. Μὲ τὰ λε­φτά, βλέπετε, ἀ­γοράζεις τὰ πάντα, ἕνα δὲν ἀ­γοράζεις· τὴν εὐ­τυχία. Καὶ αὐτὸς ἦ­ταν δυστυ­χισμένος, διότι μέσ᾽ στὸ σπίτι του συνέβη κακό.Τὸ μονάκριβο κορίτσι του ἀρρώ­στησε, ἔπεσε στὸ κρεβάτι· καί, μολονότι ξώδε­ψε πολλὰ γιὰ νὰ τὸ θεραπεύσῃ, δὲν κατώρ­θωσε τίποτε. Ἀ­πὸ ὥρα σὲ ὥρα τὸ κορίτσι πέθαινε. Ἀπελπισμένος βγῆκε στοὺς δρόμους. Πῆγε στὸ Χριστὸ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἔρθῃ στὸ σπίτι του. Ὁ Χριστὸς δέχθηκε. Ἀλλ᾽ ἐν­ῷ προχωροῦσαν γιὰ τὸ σπίτι, ἔρχεται ἀπὸ ᾽κεῖ ἕνας ὑπηρέτης τοῦ Ἰαείρου καὶ τοῦ λέει· 


Τὸ κορίτσι σου πέθανε, μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν διδάσκαλο. Ὁ Χριστός, ποὺ τ᾽ ἄκουσε, στρέφεται στὸν πατέρα καὶ λέει· Μὴ φοβᾶσαι· μόνο πίστευε, καὶ θὰ σωθῇ. Ἔτσι ἔφθασαν ἔξω ἀπ᾽ τὸ σπίτι. Μέσα τὸ κορίτσι ἦταν πλέον νεκρό. Φίλοι, συγγενεῖς, γείτονες εἶχαν μαζευτῆ καὶ ἔκλαιγαν. Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλ­λὰ κοι­μᾶται» (Λουκ. 8,52). Ἄρχισαν νὰ τὸν περιγελοῦν· ὅπως καὶ τώρα κοροϊδεύουν κά­θε παπᾶ – δεσπότη – ἱεροκήρυκα ἅμα λέῃ τὰ σωστά. 


κοινωνία παραμένει ἴδια πάντα. Κορόιδευαν τὸ Χριστό· Ἄκου λέει «κοιμᾶται»! Ἀφοῦ τὸ κορί­τσι εἶνε νεκρό, τί ἦρθε αὐτὸς ἐδῶ νὰ μᾶς πῇ;… Ἤξερε ὅμως ὁ Χριστὸς τί ἔλεγε. Ὅπως εἶπε καὶ κάποιος ἅγιος διδάσκαλος, ὁ ὕπνος, ποὺ κοιμούμεθα κάθε μέρα, εἶνε ἕ­νας μικρὸς θάνατος, καὶ ὁ θάνατος ἕνας μεγάλος ὕπνος. Κάθε βράδυ ποὺ κοιμούμεθα πεθαίνουμε. Ἂν τὸ σκεφθοῦμε καλὰ – καλά, κανείς δὲ θὰ κοιμηθῇ. Ἕνα μυστήριο εἶνε κι ὁ ὕπνος· δὲ μποροῦν νὰ τὸ ἐξηγήσουν καὶ μεγάλοι ἐπιστήμονες. 


Κοιμᾶται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐν μέρει νεκρώνεται. Δὲ βλέπει, δὲν ἀκούει – ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὄνειρα ποὺ φανερώνουν ὅτι ἔ­χει μεταφυσικὴ προέλευσι, πέραν τοῦ κόσμου τούτου. Κοιμᾶται ὁ ἄνθρωπος, νεκρὸς εἶνε· τὸ πρωὶ γίνεται ἀνάστασις. Ὅπως λοιπὸν αὐ­τὸς ποὺ κοιμᾶται θὰ ξυπνήσῃ, ἔτσι κι αὐτοὺς πού ᾽νε μέσ᾽ στὰ μνήματα ―αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας― θὰ τοὺς σηκώσῃ ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ.


Χριστὸς τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι τῆς νεκρᾶς καὶ φώναξε· Παιδί μου, σή­κω. Καὶ ἀμέσως τὸ νεκρὸ κορίτσι σηκώθηκε ὄρθιο. Μὲ ὅση εὐκολία ἡ μάνα ξυπνάει τὸ παιδί, ἔτσι ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ νεκρὸ κορίτσι. Ἦταν ἕνα θαῦμα, ποὺ τὸ εἶδαν καὶ θαύμασαν ὅλοι. Μὲ τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἀπέδειξε ὅτι εἶνε Θεός, Κύριος ζώντων καὶ νεκρῶν.


λλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ μεγάλο, ἔκανε κ᾽ ἕνα ἄλλο μικρότερο. Στὴν πόλι ἐκείνη ζοῦσε μιὰ γυναίκα δυστυχισμένη. Ἦταν ἄρ­ρωστη δώδεκα χρόνια. Ἔπασχε ἀπὸ γυναι­κεία πάθησι· εἶχε αἱμορραγία, ποὺ τὴν εἶχε στραγγίσει, τὴν εἶχε ἀφήσει πετσὶ καὶ κόκκαλο. Πῆγε σὲ γιατρούς, ξώδεψε μιὰ περιουσία, πῆ­ρε βότανα καὶ φάρμακα, ὅλα τὰ χρησιμοποίησε, μὰ τίποτα.


πελπισμένη περίμενε τὸ θάνατο. Τώρα ὅμως, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦρθε ὁ Χρι­στός, ξεκίνησε νὰ πάῃ νὰ τὸν συναντήσῃ μὲ τὴν πεποίθησι «Αὐτὸς θὰ μὲ κάνῃ καλά!». Δυσκολεύτηκε νὰ βρεθῇ κοντά του ἀπὸ τὸν πολὺ κόσμο· μῆλο νά ᾽ρριχνες δὲν ἔπεφτε κάτω.


Μὲ μεγάλο ἀγῶνα κατώρθωσε νὰ πλησιάσῃ ἀπὸ πίσω τὸ Χριστὸ καὶ ν᾽ ἀγγίξη τὴν ἄκρη τοῦ φορέματός του! Καὶ πράγματι, μόλις τὸ ἄγγιξε ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε―, ἀμέσως ἔγινε καλά· ἡ αἱμορραγία σταμάτησε.


Τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν τό ᾽ξερε κανένας· μόνο αὐτὴ κι ὁ Χριστός. Γιατὶ ὑπάρχουν καὶ κρυφὰ θαύματα στὴ ζωή μας, κι αὐτὰ ἴσως εἶνε τὰ πιὸ πολλά. Ὁ Χριστὸς ρωτάει· ―Ποιός μὲ ἄγ­γιξε; Ὁ Πέτρος λέει·


Μά, Κύριε, ὁ κόσμος ὅλος σὲ ἀγγίζει καὶ σὲ πιέζει, καὶ ρωτᾷς ποιός σὲ ἄγγιξε; ―Ὄχι, λέει ὁ Χριστός, κάποιος μ᾽ ἄγγιξε· ἕνα ἄλλο ἄγγιγμα ἦταν αὐτό, ἐγὼ ἔ­νιωσα ὅτι βγῆκε δύναμις ἀπὸ μένα. Τότε ἡ γυναίκα, τρέμοντας, ἀναγκάστηκε νὰ παρουσι­αστῇ. Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ εἶπε μπροστὰ σὲ ὅλους·


Χριστέ, συχώρεσέ με· ἐγὼ εἶμαι ἡ ἁμαρτωλὴ ποὺ τόλμησα ν᾽ ἀγγίξω μὲ τὰ δάχτυλά μου τὸ χιτῶνα σου· ἔπασχα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀσθένεια, καὶ τώρα ἔγινα καλά. Κι ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε· ― «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην»· ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστι σου σὲ ἔσωσε, βάδιζε ἥσυχη τὸ δρόμο σου (ἔ.ἀ. 8,48).


Αὐτά, ἀγαπητοί μου, διηγεῖται τὸ εὐαγγέλιο σήμερα, ποὺ πιστοποιοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Παρατηροῦμε ὅτι καὶ οἱ δύο, καὶ ὁ Ἰάει­ρος καὶ ἡ αἱμορροοῦσα, πίστευαν. Ἀπαραίτητη δηλαδὴ προϋπόθεσις τοῦ θαύματος εἶνε ἡ πίστις· γιὰ νὰ γίνῃ θαῦμα, χρειάζεται πίστις.


 Χριστὸς εἶνε καὶ σήμερα ὁ ἴδιος ποὺ ἦ­ταν ὅταν ζοῦ­σε ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ὁ ἴδιος θὰ μεί­νῃ «εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8). Ὅπως τότε ἔ­κανε τὰ θαύματα ποὺ ἀ­κούσαμε, ἔτσι καὶ σήμερα κάνει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουν θαύματα πρέπει νὰ πιστεύουμε. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἐμεῖς πιστεύουμε, ἔχουμε αὐτὴ τὴν πίστι;


πίστις δὲν εἶνε κάτι κρυφό. Εἶ­νε ὅπως ὁ ἔ­ρωτας. Ἕνας ποὺ ἀγαπάει ἕνα κο­ρίτσι τὸ δεί­χνει· μὲ βλέμματα, μὲ γράμματα, μὲ αἰσθήματα. Ἔτσι καὶ ἡ πίστις. Πιστεύεις; θὰ τὸ φανερώσῃς. Κάθε δέν­τρο τὸ καταλαβαίνουμε ἀπὸ τὸν καρ­πό (Λουκ. 6,43)· καὶ τὸ δέντρο τῆς πίστεως παράγει καρποὺς στὴν καθημερινὴ ζωή.


Σήμερα ἡ πίστις μένει κρυμμένη, δὲν ἐκδηλώνεται ὅπως ἄλλοτε. Οἱ πρόγονοί μας, π.χ. στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὸν Πόντο, πίστευαν. Ὅ­ποιος πήγαινε τότε ἐκεῖ, ἔβλεπε ζωντανὴ πίστι. Βλαστήμια δὲν ἀκουγόταν. Διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε.


Οἱ οἰκογένειες ἔφερναν παιδιὰ στὸν κόσμο. Νήστευαν Τετάρτη, Παρασκευή, σα­ρακοστές. Ἂν ἔβγαζαν 100 δραχμές, κρατοῦ­σαν 10 καὶ τὶς 90 τὶς ἔδιναν νὰ χτιστοῦν ἐκ­κλησίες καὶ σχολεῖα. Ὅταν χτυποῦσε ἡ καμ­πάνα ― ἢ καὶ χωρὶς καμπάνα, γιατὶ δὲν ἄφηνε ὁ Τοῦρκος ― πήγαιναν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Κι ὅταν θυμιάτιζε ὁ παπᾶς ἢ περνοῦσαν τὰ ἅγια καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, δάκρυζαν.


Εἴδατε σήμερα κανένα δάκρυ; Ἄλλος χασμουριέται, ἄλλος ξύνεται, ἄλλος κοιτάζει τὸ ρολόι του. Ἁμαρτά­νουμε ἔξω· νὰ ἁμαρτάνουμε καὶ μέσα στὴν ἐκ­κλησία; Προτιμότερο νὰ κλείσουν οἱ ἐκκλησίες. Ποῦ καταντήσαμε τώρα! Νὰ προχωρήσω, νὰ ἐλέγξω, νὰ παρουσιάσω τὴν ἀθλιότητα ποὺ ἔχουμε σήμερα; Ἂς μὴ γίνω πικρός…


λεύθερος εἶνε ὁ καθένας νὰ μὴν πιστεύῃ. Ἀλλὰ θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα τῆς τιμωρίας. Διότι «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλ. 6,7). Δὲν εἶνε παραμύθι ἡ θρησκεία μας· εἶνε ζωντανή. Ἐὰν εἶνε ψέμα, νὰ πᾶμε μὲ τοὺς ἀθέους καὶ νὰ καταστρέψου­με τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴ ζοῦμε μ᾽ ἕνα ψέμα. Ἐὰν ὅμως εἶνε ἀλήθεια ―καὶ εἶνε ἀλήθεια―, ἀπευθύνομαι σ᾽ ἐσᾶς καὶ λέω· 


Κι ἂν ἄλλοι ἀρ­νηθοῦν τὸ Χριστὸ καὶ χειροκροτήσουν ἀπίστους καὶ ἀθέους, ἐσεῖς μείνετε πιστοὶ καὶ ἀ­φωσιωμένοι σ᾽ αὐτόν· νὰ λατρεύετε πάντα τὸ Χριστό· «ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας»· ἀμήν.





† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου Φιλώτα – Αμύνταιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF