ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ



Την πρώτη Κυριακή των Νηστειών τελούμε την ανάμνηση της αναστήλωσης των αγίων και σεπτών εικόνων, η οποία έγινε από τους αείμνηστους αυτοκράτορες Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ και Θεοδώρα, τη μητέρα του, επί πατριαρχίας του αγίου Μεθοδίου του ομολογητή.


Ο Λέων ο Ίσαυρος, από εκεί που ήταν ονηλάτης και χωρικός, με παραχώρηση Θεού έγινε βασιλιάς. Αμέσως κάλεσε τον άγιο Γερμανό, που μόλις είχε γίνει πατριάρχης και του είπε: «Όπως εγώ νομίζω, δέσποτα, οι άγιες Εικόνες δεν διαφέρουν καθόλου από τα είδωλα. Πρόσταξε, λοιπόν, να τις απομακρύνουν το γρηγορότερο. Αν πάλι είναι αληθινές οι μορφές των Αγίων, ας κρεμαστούν ψηλά, για να μη τις μολύνουμε προσκυνώντας τες, καθώς είμαστε πάντοτε μέσα στις αμαρτίες».


Ο πατριάρχης προσπάθησε να τον αποτρέψει από τέτοιο ανόσιο έργο λέγοντάς του: «Μη το κάνεις αυτό, βασιλιά μου. Γιατί έχουμε ακούσει πως κάποιος πρόκειται κάποτε να λυσσάξει εναντίον των αγίων Εικόνων, και θα τον λένε Κόνωνα». Και εκείνος αποκρίθηκε: «Μα εγώ μικρός έτσι λεγόμουν». Επειδή λοιπόν ο πατριάρχης δεν πειθόταν να συμφωνήσει, ο βασιλιάς τον εξόρισε και τον αντικατέστησε με τον ομόφρονά του Αναστάσιο. Και έτσι ξεκίνησε φανερά τον πόλεμο εναντίον των αγίων Εικόνων. Λένε μάλιστα ότι πρώτα κάποιοι Εβραίοι του υπέδειξαν αυτό το ανόσιο έργο, καθώς με κάποια μαγική τέχνη τού προείπαν ότι θα γίνει βασιλιάς, όταν αυτός ήταν φτωχός και για να ζει εργαζόταν μαζί τους ως ονηλάτης.


Όταν ο Λέων πέθανε με κακό τρόπο, ο γιός του Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, που ήταν πιο ωμός από τον πατέρα του, τον διαδέχτηκε όχι μόνο στη βασιλεία αλλά πολύ περισσότερο στη λύσσα εναντίον των αγίων Εικόνων. Αλλά και εκείνος είχε χειρότερο τέλος, και έγινε βασιλιάς ο γιός του από τη Χαζάρα σύζυγο (ο Λέων ο Δ’ ). Όταν και αυτός πέθανε με άθλιο τρόπο, κληρονόμησαν τη βασιλεία η σύζυγός του Ειρήνη και ο γιός του Κωνσταντίνος. Αυτοί, καθοδηγούμενοι από τον αγιότατο πατριάρχη Ταράσιο, συνεκάλεσαν την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο και η Εκκλησία του Χριστού έλαβε πάλι τις άγιες Εικόνες.


Ύστερα απ’ αυτούς ανέβηκε στον θρόνο ο Νικηφόρος, που προηγουμένως είχε το αξίωμα του Γενικού, έπειτα ο γιός του Σταυράκιος, και μετά απ’ αυτόν ο Μιχαήλ ο Ραγκαβές, που όλοι τους σέβονταν τις άγιες Εικόνες. Τον Μιχαήλ τον διαδέχτηκε ο θηριώδης Λέων ο Αρμένιος, ο οποίος, αφού απατήθηκε δολερά από κάποιον αιρετικό έγκλειστο μοναχό, ξεκίνησε τη δεύτερη Εικονομαχία, και η Εκκλησία του Θεού πάλι απογυμνώθηκε από τον στολισμό της. Αυτόν τον διαδέχτηκε ο Αμοραίος Μιχαήλ (Μιχαήλ Β’ ο Τραυλός), και αυτόν ο γιός του Θεόφιλος, ο οποίος τους ξεπέρασε όλους στη μανία κατά των Εικόνων.


Αυτός λοιπόν ο Θεόφιλος βασάνισε πολλούς από τους αγίους πατέρες με ποινές και τιμωρίες ποικίλες για χάρη των σεπτών Εικόνων, όμως ιστορείται ότι και τη δικαιοσύνη αγαπούσε πολύ, ώστε κάποια μέρα θέλησε να μάθει αν υπάρχει κανείς μέσα στην πόλη που να ενοχλεί τον πλησίον του, και αφού αυτή η αναζήτηση κράτησε για πολλές μέρες, δεν βρέθηκε κανείς. Όταν, μετά από δώδεκα χρόνια βασιλείας, αρρώστησε από δυσεντερία και έμελλε να πεθάνει, το στόμα του άνοιξε τόσο πολύ, ώστε φαινόταν και αυτά τα εντόσθια του. Από το γεγονός αυτό πόνεσε πολύ η βασίλισσα Θεοδώρα. Και μόλις την πήρε λίγο ο ύπνος, είδε σε όνειρο την άχραντη Θεοτόκο με το προαιώνιο βρέφος στην αγκαλιά της, περικυκλωμένη από λαμπρούς αγγέλους, οι οποίοι έδερναν και μάλωναν τον Θεόφιλο, τον σύζυγό της.


Όταν αυτή ξύπνησε, συνήλθε λίγο και ο Θεόφιλος και φώναξε: «Αλίμονό μου τον άθλιο, για τις άγιες Εικόνες με δέρνουν». Αμέσως η βασίλισσα έβαλε πάνω του την εικόνα της Θεοτόκου και την παρακαλούσε με δάκρυα. Ο Θεόφιλος, αν και ήταν σε τέτοια κατάσταση, βλέποντας έναν από τους παρευρισκόμενους να έχει στον λαιμό του ένα εγκόλπιο, άπλωσε το χέρι του, το άρπαξε και το καταφιλούσε. Αμέσως το στόμα του που είχε λυσσάξει εναντίον των αγίων Εικόνων και ο ορθάνοιχτος λάρυγγας γύρισαν στη φυσική τους κατάσταση, και αυτός, απαλλαγμένος από το φοβερό βάσανό του, αποκοιμήθηκε ομολογώντας πως πρέπει να τιμούμε και να σεβόμαστε τις άγιες Εικόνες. Η βασίλισσα λοιπόν έβγαλε τις σεπτές και άγιες Εικόνες από εκεί που τις έκρυβε και έκανε τον Θεόφιλο να τις τιμά και να τις ασπάζεται με όλη του την ψυχή.


Μετά από λίγο πέθανε ο Θεόφιλος, και η Θεοδώρα ανακάλεσε όλους, όσοι ήταν σε εξορία ή στις φυλακές, και διέταξε να ζουν ανενόχλητοι. Ταυτόχρονα γκρεμίστηκε από τον πατριαρχικό θρόνο ο Ιωάννης, ο λεγόμενος και Ιαννής (όνομα ενός από τους μάγους του Φαραώ), και ήταν μάλλον μαντιάρχης και δαιμονιάρχης παρά πατριάρχης. Και στον θρόνο ανέβηκε ο ομολογητής του Χριστού Μεθόδιος, ο οποίος προηγουμένως έπαθε πολλά και φυλακίστηκε ζωντανός σε τάφο. Ενώ τα πράγματα στην βασιλεύουσα ήταν έτσι, έγινε θεία επίσκεψη στον μέγα Ιωαννίκιο, που ασκήτευε στον Όλυμπο (της Βιθυνίας). Ήλθε δηλαδή σ’ αυτόν ο μέγας ασκητής Αρσαάκιος και του είπε: «Ο Θεός μ’ έστειλε σε σένα, για να πάμε μαζί στον οσιότατο Ησαΐα που ζει έγκλειστος στη Νικομήδεια, και να μάθουμε απ’ αυτόν το θέλημα του Θεού και το συμφέρον της Εκκλησίας».


Όταν πήγαν στον οσιότατο Ησαΐα, αυτός τους είπε: «Αυτά λέει ο Κύριος: Ιδού, έφτασε το τέλος των εχθρών της εικόνας μου. Εσείς λοιπόν να πάτε στη βασίλισσα Θεοδώρα, αλλά και στον πατριάρχη Μεθόδιο, και να του πείτε: «Να παύσεις όλους τους ανίερους (τους εικονομάχους κληρικούς) και έτσι μαζί με τους αγγέλους να μου προσφέρεις θυσία, σεβόμενος την εικόνα της μορφής μου και του Σταυρού»». Αφού άκουσαν αυτά τα λόγια, αμέσως πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και τα φανέρωσαν στον πατριάρχη Μεθόδιο και σε όλους τους εκλεκτούς. Και αυτοί πήγαν όλοι μαζί στη βασίλισσα και την βρήκαν πρόθυμη σε όλα, γιατί από μικρή ήταν ευσεβής και φιλόθεη. Αμέσως η βασίλισσα έβγαλε την εικόνα της Θεοτόκου που είχε κρεμασμένη στον λαιμό της και ενώπιον όλων άρχισε να την ασπάζεται λέγοντας:


«Όποιος δεν προσκυνεί τις Εικόνες και δεν τις ασπάζεται με πόθο, τιμητικά και όχι λατρευτικά, όχι ως θεούς αλλά ως απεικονίσεις των αρχετύπων, αυτός ας έχει το ανάθεμα». Και όλοι χάρηκαν πάρα πολύ. Τους ζήτησε τότε και αυτή να κάνουν δέηση για τον Θεόφιλο τον άνδρα της. Εκείνοι, αν και δεν ήθελαν, όμως βλέποντας την πίστη της πείσθηκαν. Και ο άγιος Μεθόδιος συγκέντρωσε στην Μεγάλη Εκκλησία όλο τον λαό, όλο τον κλήρο και τους αρχιερείς, και πήγε εκεί και ο ίδιος. Μεταξύ των άλλων ήταν και οι διακεκριμένοι αυτοί γέροντες από τον Όλυμπο, δηλαδή ο μέγας Ιωαννίκιος και ο Αρσάακιος, όπως επίσης και ο Ναυκράτιος, οι μαθητές του Θεοδώρου του Στουδίτου, οι ομολογητές Θεοφάνης του Μεγάλου Αγρού και Θεόδωρος οι λεγόμενοι Γραπτοί, ο σύγκελλος Μιχαήλ ο Αγιοπολίτης και πολλοί άλλοι.


Όλοι αυτοί έκαναν ολονύχτια δέηση προς τον Θεό για την ψυχή τού Θεοφίλου και όλοι προσεύχονταν με δάκρυα και θέρμη. Και αυτό το έκαναν όλη την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών, ενώ και η ίδια η βασίλισσα Θεοδώρα έκανε το ίδιο με τις γυναίκες της αυλής και τον υπόλοιπο λαό. Ενώ γίνονταν αυτά, η βασίλισσα Θεοδώρα κατά το χάραμα της Παρασκευής αποκοιμήθηκε για λίγο, και της φάνηκε πως βρέθηκε κοντά στην κολόνα του Σταυρού και ότι από εκεί περνούσαν με θόρυβο κάποιοι που είχαν διάφορα όργανα βασανισμού, και ανάμεσά τους είδε τον βασιλιά Θεόφιλο να τον σέρνουν με τα χέρια δεμένα πίσω. Τους ακολούθησε και αυτή, και όταν έφτασαν στην Χαλκή Πύλη είδε κάποιον με υπερφυσική όψη που καθόταν μπροστά στην εικόνα του Χριστού, και μπροστά του έστησαν τον Θεόφιλο.


Η βασίλισσα έπεσε τότε στα πόδια του και παρακαλούσε για τον βασιλιά. Αυτός κάποια στιγμή της είπε: «Γυναίκα, μεγάλη η πίστη σου! Να ξέρεις ότι για τα δάκρυά σου και την πίστη σου, αλλά και για τις δεήσεις και ικεσίες των δούλων μου και των ιερέων μου, συγχωρώ τον Θεόφιλο τον άνδρα σου». Έπειτα είπε στους φρουρούς: «Λύστε τον και δώστε τον στη γυναίκα του». Εκείνη τον πήρε και έφυγε χαρούμενη, και αμέσως ξύπνησε. Αυτά είδε η βασίλισσα Θεοδώρα. Ο δε πατριάρχης Μεθόδιος, τον καιρό που γίνονταν οι δεήσεις και οι προσευχές για τον Θεόφιλο, πήρε ένα λευκό χαρτί και έγραψε τα ονόματα όλων των αιρετικών βασιλέων, όπως και του Θεοφίλου, και έβαλε το χαρτί κάτω από την αγία Τράπεζα. Κατά την Παρασκευή βλέπει και αυτός έναν φοβερό άγγελο να μπαίνει μέσα στη Μεγάλη Εκκλησία, να τον πλησιάζει και να του λέει: «Η δέησή του εισακούστηκε, επίσκοπε, και ο βασιλιάς Θεόφιλος συγχωρήθηκε. Πάψε πλέον να ενοχλείς τον Θεό γι’ αυτόν».


Ο πατριάρχης, θέλοντας να δει αν το όραμα ήταν αληθινό, κατέβηκε από το θρόνο και πήρε το χαρτί, το ξεδίπλωσε και –ω τα ακατάληπτα κρίματα του Θεού!– βρήκε σβησμένο εντελώς το όνομα του Θεοφίλου με θεϊκό τρόπο. Όταν το έμαθε αυτό η βασίλισσα χάρηκε πάρα πολύ και μήνυσε στον πατριάρχη να συγκεντρώσει όλο τον λαό με τους τιμίους Σταυρούς και τις άγιες Εικόνες στη Μεγάλη Εκκλησία, ώστε να αποδοθεί σε αυτή ο στολισμός των αγίων Εικόνων και να γίνει γνωστό σε όλους το μεγάλο και παράδοξο θαύμα. Και αφού όλοι σχεδόν συγκεντρώθηκαν στην Εκκλησία με κεριά, ήλθε και η βασίλισσα με τον γιό της. Έκαναν τότε λιτανεία με τις άγιες Εικόνες και με τα θεία και σεβάσμια ξύλα του Σταυρού και με το ιερό και θείο Ευαγγέλιο και έφθασαν μέχρι το λεγόμενο Μίλιο, κράζοντας το Κύριε ελέησον.


Στη συνέχεια επέστρεψαν στην Εκκλησία και τέλεσαν τη θεία Λειτουργία, αφού πρώτα οι άγιοι άνδρες αναστήλωσαν τις άγιες και σεβάσμιες Εικόνες, και έγινε τιμητική ανακήρυξη των ευσεβών και ορθόδοξων, ενώ οι αντίθετοι ασεβείς που απέρριπταν την τιμή των αγίων Εικόνων αποκηρύχθηκαν και παραδόθηκαν στο ανάθεμα. Και από τότε οι άγιοι εκείνοι ομολογητές όρισαν να γίνεται κάθε χρόνο αυτή η ιερή πανήγυρη, για να μην τύχει να πέσουμε πάλι σε μια τέτοια ασέβεια. Κύριε, απαράλλακτη εικόνα του Πατέρα, ελέησέ μας με τις πρεσβείες των αγίων σου ομολογητών. Αμήν.





Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Τριωδίου με τη βοήθεια και της μετάφρασης 

του Αγίου Αθανασίου του Παρίου, 

που περιέχεται στο βιβλίο Νέον Λειμωνάριον, Βενετία 1819, σελ. 281.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF