ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

ΣΥΝ ΠΑΣΙ ΤΗΣ ΑΓΙΟΙΣ





Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» δείχνουν πολυαρίθμους ἀλλά πάντοτε βεβαίους δρόμους σωτηρίας, φωτισμοῦ, ἁγιασμοῦ, μεταμορφώσεως, χριστοποιήσεως, θεώσεως. Δείχνουν ὅλους τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους ἡ ἀνθρωπίνη φύσις κατανικᾷ τήν ἁμαρτίαν, τήν κάθε ἁμαρτίαν.πῶς νικᾷ τό πάθος, τό κάθε πάθος, πῶς νικᾷ τόν θάνατον, τόν κάθε θάνατον.πῶς νικᾷ τόν δαίμονα, τόν κάθε δαίμονα.


δῶ εὑρίσκεται φάρμακον διά κάθε ἁμαρτίαν, καί διά κάθε πάθος θεραπεία, ἀπό κάθε θάνατον ἀνάστασις, καί ἀπό κάθε διάβολον ἀπελευθέρωσις, ἀπό ὅλα μαζί τά κακά ἡ σωτηρία. Δέν ὑπάρχει πάθος, δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, πού νά μή ὑποδεικνύεται μέσα εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον νικᾶται, νεκρώνεται, ἐκριζώνεται. Εἰς αὐτούς φαίνεται ὁλοκάθαρα, ὅτι δέν ὑπάρχει πνευματικός θάνατος, ἐκ τοῦ ὁποίου δέν θά ἦτο δυνατή ἡ ἀνάστασις μέ τήν θείαν δύναμιν τοῦ Ἀναστάντος καί Ἀναληφθέντος Κυρίου Ἰησοῦ.


Δέν ὑπάρχει βάσανον ἤ θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ κακοπάθεια, τήν ὁποίαν ὁ Κύριος διά τήν εἰς Αὐτόν πίστιν νά μή μεταβάλλῃ βαθμηδόν ἤ διά μιᾶς εἰς μίαν ἤρεμον καί κατανυκτικήν χαράν. – Πῶς γίνεται κανείς ἀπό ἁμαρτωλός δίκαιος; Ἰδού, ὅτι ἔχομεν ἕνα πλῆθος ἀπό συγκλονιστικά παραδείγματα μέσα εἰς τούς βίους τῶν ἁγίων! Πῶς δύναται κανείς ἀπό ληστής, πόρνος, μέθυσος, ἄσωτος, φονεύς, μοιχός, νά γίνῃ ἅγιος; Δι᾽ αὐτό θά εὕρωμεν πάμπολλα παραδείγματα ἐδῶ.


πίσης – πῶς ἀπό ἕναν φίλαυτον, φιλόζωον, ἰδιοτελῆ, ἄπιστον, ἄθεον, ὑπερήφανον, φιλάργυρον, ἐμπαθῆ, ἕνα κακοῦργον, ἕνα διαφθαρμένον, ὀργίλον, πονηρόν, ὕπουλον, χαιρέκακον, φθονερόν, κενόδοξον, φιλόδοξον, κακοήθη, ἅρπαγα καί ἀνελεήμονα, πῶς γίνεται ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ; Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» θά μᾶς τό δείξουν καί ἐξηγήσουν.


λλ᾽ ἐπίσης εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» ἔχομεν παρά πολλά καί θαυμαστά παραδείγματα διά τό πῶς ἕνας νέος γίνεται ἅγιος νέος, μία κόρη γίνεται ἁγία κόρη, πῶς ἕνας γέρος γίνεται ἅγιος γέρος, πῶς μία γερόντισσα γίνεται ἁγία γερόντισσα, πῶς ἕνα παιδί γίνεται ἅγιο παιδί, πῶς οἱ γονεῖς γίνονται ἅγιοι γονεῖς, πῶς ἕνας υἱός γίνεται ἅγιος υἱός, πῶς μία θυγατέρα γίνεται ἁγία θυγατέρα,


πῶς μία οἰκογένεια γίνεται ἁγία οἰκογένεια, πῶς μία κοινωνία γίνεται ἁγία κοινωνία, πῶς ἕνας ἱερεύς γίνεται ἅγιος ἱερεύς, πῶς ἕνας ἐπίσκοπος γίνεται ἅγιος ἐπίσκοπος, πῶς ἕνας βοσκός γίνεται ἅγιος βοσκός, πῶς ἕνας γεωργός γίνεται ἅγιος γεωργός, πῶς ἕνας βασιλεύς γίνεται ἅγιος βασιλεύς, πῶς ἕνας ἐργάτης γίνεται ἅγιος ἐργάτης, πῶς ἕνας δικαστής γίνεται ἅγιος δικαστής, πῶς ἕνας δάσκαλος γίνεται ἅγιος δάσκαλος,


πῶς ἕνας καθηγητής γίνεται ἅγιος καθηγητής, πῶς ἕνας στρατιώτης γίνεται ἅγιος στρατιώτης, πῶς ἕνας ἀξιωματικός γίνεται ἅγιος ἀξιωματικός, πῶς ἕνας κυβερνήτης γίνεται ἅγιος κυβερνήτης, πῶς ἕνας γραμματεύς γίνεται ἅγιος γραμματεύς, πῶς ἕνας ἔμπορος γίνεται ἅγιος ἔμπορος, πῶς ἕνας μοναχός γίνεται ἅγιος μοναχός, πῶς ἕνας οἰκοδόμος γίνεται ἅγιος οἰκοδόμος, πῶς ἕνας ἰατρός γίνεται ἅγιος ἰατρός, πῶς ἕνας τελώνης γίνεται ἅγιος τελώνης, πῶς ἕνας ἐπαγγελματίας γίνεται ἅγιος ἐπαγγελματίας, πῶς ἕνας φιλόσοφος γίνεται ἅγιος φιλόσοφος,


πῶς ἕνας ἐπιστήμων γίνεται ἅγιος ἐπιστήμων, πῶς ἕνας πολιτικός γίνεται ἅγιος πολιτικός, πῶς ἕνας ὑπουργός γίνεται ἅγιος ὑπουργός, πῶς ἕνας πτωχός γίνεται ἅγιος πτωχός, πῶς ἕνας πλούσιος γίνεται ἅγιος πλούσιος, πῶς ἕνας δοῦλος γίνεται ἅγιος δοῦλος, πῶς ἕνας δεσπότης γίνεται ἅγιος δεσπότης, πῶς οἱ σύζυγοι γίνονται ἅγιοι σύζυγοι, πῶς ἕνας συγγραφεύς γίνεται ἅγιος συγγραφεύς, πῶς ἕνας καλλιτέχνης γίνεται ἅγιος καλλιτέχνης.


κεῖνος ὁ ὁποῖος ἐδιάβασε τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» αἰσθάνεται καί καταλαβαίνει μέ ὅλην τήν ὕπαρξίν του, ὅτι μόνον «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» (Ἐφ. 3, 18) ἠμπορεῖ νά γνωρίσῃ Χριστόν τόν Θεόν, καί ὅλα τά ἐν Αὐτῷ καί περί Αὐτοῦ, καί ὅσα πηγάζουν ἀπ᾽ Αὐτόν (πρβλ. Ἐφ. 3, 18-19). Καί οἱ ἅγιοι; – Παίρνουν ἁγιότητα «ἐξ Ἑνός πάντες», ἀπό τόν Ἕνα τόν Μόνον Ἅγιον (πρβλ. Ἑβρ. 2, 11). Διά τάς χριστοποθήτους ἀσκήσεις των τούς δίνεται τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό μόνον πού γνωρίζει τά βάθη τοῦ Θεοῦ, τά βάθη τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.


Καί αὐτοί μᾶς ὁμιλοῦν διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τό ἄρρητον μυστήριον τοῦ Χριστοῦ καί δι᾽ ὅλα τά ἀνέκφραστα δῶρα, πού ἐδόθησαν εἰς ἡμᾶς διά Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α’ Κορ. 2, 9-12). Ναί τό «μυστήριον τοῦ Χριστοῦ» μόνον διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποκαλύπτεται καί μόνον εἰς τούς ἁγίους ἀνθρώπους (πρβλ. Ἐφ. 3, 3-5. Κολ. 1, 26). Δι᾽ αὐτό οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ περισσότερον τέλειοι καί οἱ γνησιώτεροι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας. Τώρα γνωρίζομεν ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων: ποιός εἶναι ὁ Θεός καί τί εἶναι ὁ Θεός.


Ακόμη ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἤδη ἔχομεν ἀποβιβασθῆ εἰς τήν ἐπέκεινα οὐράνιον ὄχθην καί ἀντικρύζομεν ὅλον τόν κόσμον τῆς γῆς ἀπό τόν οὐρανόν. Καί κοιτάζοντες ἀπό τόν οὐρανόν, τί εἶναι ἐκεῖνο πού διακρίνομεν περισσότερον ἐπάνω εἰς τήν γῆν; – Δέν εἶναι οὔτε τά βουνά, οὔτε αἱ θάλασσαι, οὔτε αἱ πόλεις, οὔτε οἱ οὐρανοξύσται. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Διότι ἡ θεοειδής ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας ἥλιος ἐπί τῆς γῆς. Ὅσοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, τόσοι εἶναι οἱ ἥλιοι ἐπί τῆς γῆς.


Καί καθένας ἀπ᾽ αὐτούς τούς ἡλίους εἶναι ὁρατός ἀπό τόν οὐρανόν. Ἀγαπημένο θαῦμα τοῦ Θεοῦ! Ἡ μικρούτσικη γῆ, ἕνα ἀστεράκι ἀπό τά πιό μικρά, νά χωράη δισεκατομμύρια ἡλίους! Μέσα ἀπό τό χωματένιο σῶμα τοῦ ἀνθρώπου λάμπει ὁ ἥλιος! Ὁ ἄνθρωπος! – Ἕνας μικρός θεός μέσα εἰς τήν λάσπην.


Εἶναι Εὐαγγέλιον, παναληθινόν Εὐαγγέλιον, – ὄχι ἰδικόν μου, ἀλλά τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ – ὅτι: ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μεγάλον μυστήριον, ἱερόν μυστήριον τοῦ Θεοῦ. Τόσον μεγάλον καί τόσον ἱερόν, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινεν ἄνθρωπος διά νά μᾶς ἑρμηνεύσῃ ὅλον τό βάθος τοῦ ἀνθρωπίνου μυστηρίου. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ παναλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἔγινεν ἄνθρωπος διά νά κάμῃ τόν ἄνθρωπον θεόν κατά χάριν.


Αὐτήν τήν παναλήθειαν εὐαγγελίζονται βροντόφωνα οἱ ἀρχιστράτηγοι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Θεανθρώπου: ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, ὁ Χρυσόστομος ὁ Παμμέγιστος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Αὐτούς ἀκολουθοῦν καί ὅλοι οἱ ἄλλοι εὐαγγελισταί, – ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος καί Θεός καί Σωτήρ μας Ἰησοῦς Χριστός, γενόμενος ἐξ ἀμέτρου φιλανθρωπίας ἄνθρωπος, ἡγίασε τόν ἄνθρωπον, τόν ἐχριστοποίησε, τόν ἐθέωσε.


Πολέμησε καί ἐνίκησε ἐν αὐτῷ καί δι᾽ αὐτόν κάθε τί ἄθεον καί ἀντίθεον: Τήν ἁμαρτίαν, τόν θάνατον καί τόν διάβολον.καί ἀνύψωσε τόν ἄνθρωπον ὑπεράνω ὅλων τῶν οὐρανῶν, μέχρι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά ποῖοι τά μαρτυροῦν; Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἀπό τόν πρῶτον μεχρι τοῦ τελευταίου. Καθένας ἀπ᾽ αὐτούς, μέ ὁλόκληρον τήν ζωήν του μαρτυρεῖ δι᾽ αὐτήν τήν ἀλήθειαν: Ὅτι μέσα εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ὁ ἄνθρωπος διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν μεταμορφώνεται εἰς «θεόν κατά χάριν», εἰς κατά χάριν θεάνθρωπον.


μεταμόρφωσις τοῦ ἀνθρώπου εἰς θεάνθρωπον κατά χάριν διά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἡ μετάπλασίς του εἰς θεόν κατά χάριν, εἶναι, κατά τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Πατέρων, τέχνη τεχνῶν, ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, φιλοσοφία φιλοσοφιῶν. Δι᾽ αὐτό οἱ ἅγιοι Διδάσκαλοί μας τήν κατά τό Εὐαγγέλιον ζωήν ὀνομάζουν ἀληθινήν φιλοσοφίαν, ἀληθινήν σοφίαν. Ὁ δέ ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας ὀνομάζει τούς ἁγίους «φιλοσόφους τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».


Τώρα, ἀπό τούς «Βίους τῶν Ἁγίων γνωρίζομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία ὕπαρξις μέ τάς πλέον μεγάλας διαστάσεις: ἐκτείνεται ἀπό τόν διάβολον μέχρι τόν Θεόν, καί δύναται νά γίνῃ καί θεός κατά χάριν, καί διάβολος κατά τήν ἐλευθέραν βούλησίν του. Μέσα εἰς κάθε ἁμαρτίαν ὑπάρχει καί ὀλίγον τι τοῦ διαβόλου. Διά τῆς φιλαμαρτίας καί τῆς ἑκουσίας καί ἐπιμόνου παραμονῆς εἰς τήν ἁμαρτίαν, ὁ ἄνθρωπος βαθμιαίως διαβολοποιεῖται, μεταβάλλεται βαθμιαίως εἰς διαβολάνθρωπον καί δημιουργεῖ θεληματικῶς τήν κόλασιν διά τόν ἑαυτόν του.


Διότι κάθε ἁμαρτία εἶναι μία μικρή κόλασις. Ἀντιθέτως, μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, ὁ ἄνθρωπος πληροῦται μέ τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, ἐνδύεται τόν Χριστόν, καί μεταμορφώνεται βαθμιαίως εἰς ἄνθρωπον χριστοφόρον καί χριστοειδῆ, «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4, 13. Πρβλ. Κολ. 1, 28). 


Γίνεται βαθμηδόν θεάνθρωπος κατά χάριν, καί κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπον ἀποκτᾶ μέσα εἰς τήν ψυχήν του τόν παράδεισον. Διότι κάθε μία ἁγία εὐαγγελική ἀρετή εἶναι μικρός παράδεισος διά τήν ψυχήν (Πρβλ. Ματθ. 5, 3-12. Λουκ. 6, 20-23. Ἰακ. 1, 25. Ἰωάνν. 13, 17).


Γίνεται ὁλοφάνερον ἀπό τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» ὅτι οἱ ἅγιοι γνωρίζουν ὁλόκληρον τό μυστήριον τοῦ ἀνθρώπου, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καί τό ἰδικόν μου καί τό ἰδικόν σου μυστήριον.διότι ἐγνώρισαν τό μυστήριον τοῦ Μόνου Τελείου Ἀνθρώπου, τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, καί δι᾽ Αὐτοῦ ἔλυσαν τελείως καί τελεσιδίκως τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Καί ταὐτοχρόνως ἔλυσαν τό πρόβλημα ὅλης τῆς κτίσεως.


Διότι οὐσιαστικά ὅλα τά προβλήματα περιέχονται μέσα εἰς τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅλαι αἱ λύσεις εἰς τήν λύσιν τοῦ προβλήματος τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκτός τοῦ Θεανθρώπου καί χωρίς τόν Θεάνθρωπον, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάντοτε ὑπάνθρωπος καί μή ἄνθρωπος, δηλαδή δέν εἶναι ἄνθρωπος μέ τήν οὐσιαστική σημασίαν τοῦ ὅρου.


Ζήτησε νά εὕρῃς τόν ἑαυτόν σου μέσα εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων».θά τόν εὕρης ὁπωσδήποτε μέσα εἰς αὐτούς. Ἀκόμη θά εὕρῃς ἐκεῖ καί τά φάρμακα, μέ τά ὁποῖα ἠμπορεῖς νά τόν θεραπεύσῃς ἀπό ὅλας τάς πνευματικάς ἀρρωστίας καί νά τόν κάνῃς ὑγιῆ διά παντός. Ὑγιῆ καί εἰς τούς δύο κόσμους, εἰς τρόπον ὥστε νά μή ἠμπορέσῃ νά σέ βλάψῃ κανένας θάνατος. Θά εὕρης ἀκόμη μέσα εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων», ὅλα ὅσα χρειάζονται διά νά ζήσῃς καί εἰς τούς δύο κόσμους.ὅσα χρειάζονται εἰς ἐσέ, ὦ ἄνθρωπε, πού εἶσαι μία ἀθάνατος ὕπαρξις.μία αἰώνια ὕπαρξις, μία θεανθρωπίνη ὕπαρξις, ἄνθρωπε! ἄνθρωπε! ἄνθρωπε!



Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF