ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΙΩΑΚΕΙΜ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΟΥ ΤΟΥ ΧΙΟΥ: ''Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ο ΧΙΟΣ'' (1815-1883) ΜΕΡΟΣ 8ον



Στα 1993 έπεσε στα χέρια μας το -αφηγηματικά- συγκλονιστικό βιβλίο του μακαριστού πλέον Αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Ιεροσολυμίτη ''Ο Όσιος Παρθένιος ο Χίος (1815-1883)'', Ιεροσόλυμα 1975. Πρόκειται για ένα εκπληκτικής συγγραφής ''Συναξάρι'' ενός πολύ μεγάλου Αγίου, που η πνευματική του ψυχοφέλεια ''αναδύεται'' -κατά κυριολεξία- από την αρχή της ανάγνωσης, έως το τέλος. Παρουσιάζεται συντριπτικά φοβερή η μεταστροφή του Οσίου στον Μοναχισμό, με αφορμή τον πρόωρο θάνατο μιας νέας κοπέλας, που ως λαικός ακόμη, μετά από κάποιο ταξίδι επέστρεφε στο νησί προκειμένου να την νυμφευθεί. Εκεί συγκλονισμένος από την πληροφορία του θανάτου της αποφασίζει μία νύχτα να την επισκεφθεί στο νεκροταφείο, όπου λίγες -μόλις- ημέρες πριν είχε ταφεί. Ανοίγει τον τάφο της προκειμένου να την ''αποχαιρετήσει'' για ύστατη φορά και βλέποντας το σώμα της σε προχωρημένη σήψη, να το τρώνε τα σκουλήκια της γης και να αναδύεται μια ανυπόφορη δυσοσμία, κάθεται όλη την νύχτα και κλαίγοντας φιλοσοφούσε την ύπαρξη, αλλά -πολύ περισσότερο- τον μετά θάνατον προορισμό του ανθρώπου! Το τροπάριο από τους Μακαρισμούς της Νεκρώσιμης ακολουθίας ''εξέλθωμεν και ίδωμεν εν τοις τάφοις, ότι γυμνά οστέα ο άνθρωπος, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία και γνώμεν τις ο πλούτος, το κάλλος, η ισχύς και η ευπρέπεια...'' ταίριαζε εκείνη την ώρα. Έτσι -αν και πολύ πιστός εκ παιδιόθεν- αποφασίζει την επομένη ημέρα να προσέλθει ως Μοναχός στην Νέα Μονή Χίου και αργότερα στην Ιερά Μονή του Αγίου Μάρκου, την οποία έχτισε εξ αρχής. Τα θαύματα που επιτέλεσε στο όνομα του Χριστού μας ήταν πολλά και θαυμαστά, όπως και η καθημερινή Χριστολογική του βιοτή, εντρυφώντας με ταπείνωση και αυταπάρνηση στην άσκηση και τον πνευματικό αγώνα. Προς πνευματική ωφέλεια ημών και των αναγνωστών μας προβαίνουμε στην ηλεκτρονική μεταφορά του συγκεκριμένου βιβλίου σε συνέχειες, επικαλούμενοι τις ευχές και ευλογίες του Οσίου, με την ελπίδα να διαβασθεί από τους περισσοτέρους προς δόξαν Θεού, κατά το του Παύλου: ''Είτε ουν εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε''. Προς Κορινθίους Α, Ι' (10) 28-33. Εύχεσθε!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος




ΜΕΡΟΣ 8ον



(Σ υ ν έ χ ε ι α  α π ό  τ ο  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο)

Πολλοί είπαν: πιο μεγάλη καταστροφή έπαθε η Χίος από τον σεισμό παρά από την σφαγή του 1822. Ο 'Οσιος  Παρθένιος από τον Σεπτέμβριο του 1880 όμως προειδοποιούσε τον κόσμο. Πριν, δηλαδή, πέντε μήνες. Μετά την επαλήθευσι και του μεγάλου σεισμού του Μάρτη του 1881, αφού κάθε ένας προσπάθησε να περιμαζέψη το νοικοκυριό του, χιλιάδες κόσμου τράβηξαν για τον Άγιο Μάρκο.


Πήγαν όσοι σώθηκαν με την προειδοποίησί του να τον ευχαριστήσουν και να τον προσκυνήσουν. Να τον προσκυνήσουν σαν ζωντανό άγιο που αξιώθηκε από τον Θεό να προκαταγγείλη μία τόσο ζωντανή προφητεία. Άρχισαν αμέσως να ζητούν ράσα Του και τα κομποσκοίνια Του και να σταυρώνουν με αυτά τους αρρώστους και να θεραπεύονται. Άλλοι πάλι απλοί Χιώτες της εποχής εκείνης από την ευλάβειά τους στο πρόσωπο του Οσίου Παρθενίου έβλεπαν προσεκτικά που θα πατήση ο Όσιος για να πάρουν χώμα και να το φυλάξουν σαν φυλακτό.


Ο σεισμός της Χίου είναι ένας από τους μεγαλύτερους των νεωτέρων αιώνων. Ο απολογισμός του μεγάλου σεισμού είναι: 4.869. Φονευθέντες: 3.558, Πληγωθέντες: 1.311. Κυρίως επλήγησαν τα Καμπόχωρα, η Καλλιμασιά, το θολό ποτάμι, ο Καταρράκτης, τα Νένητα, η Έξω Διδύμα και η Χώρα, πρωτεύουσα της Χίου. 


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ


Ένας μοναχός από το Μοναστήρι του Αγίου, ο Πατήρ Αριστείδης, την ημέρα του σεισμού κατέβηκε στην πόλη της Χίου ενώ ο Όσιος Παρθένιος του το απαγόρευσε. Μην πας - του έλεγε - θα γίνη μεγάλο κακό. Εκείνος παράκουσε. Πριν καλά - καλά προλάβει να προφυλαχτή, βρισκόταν αιμόφυρτος ο παρήκοος μοναχός στο χώμα. Μια πέτρα τον κτύπησε στο κεφάλι και αμέσως ένα πελεκητό τον τραυμάτισε θανάσιμα.


Τα αίματα έτρεχαν από τα αυτιά του και συγχρόνως άκουγε την φωνή του Οσίου, ο οποίος ως τόσο βρισκόταν χιλιόμετρα μακρυά. - Αριστείδη, Αριστείδη γιατι δεν άκουσες; Σε λίγο ο Πατήρ Αριστείδης ήτο νεκρός και τον μετέφεραν στον Άγιο Μάρκο να τον θάψουν. Ο Όσιος περίμενε το λείψανο του μοναχού στην είσοδο της Μονής. Τον συγχώρησε για την παρακοή του και ετελέσθη η νεκρώσιμος ακολουθία των μοναχών. Ο παρήκοος μοναχός συγχωρεμένος από τον Όσιο μετά το πάθημά του ετάφη στο κοιμητήριο της Μονής για να διδάσκη τους μοναχούς ότι: ''Παρακοή είναι θάνατος''.


Αντίθετα με το πάθημα του Πατρός Αριστείδου, ο Πατήρ Χριστόφορος απέδειξε ότι, ενώ παρακοή είναι θάνατος, υπακοή είναι ζωή. Την ίδια μέρα Κυριακή πρωί μετά την ακολουθία στην οποία βρισκόταν ο Πατήρ Χριστόφορος ο Σερέμελης, μίλησε ο Όσιος Παρθένιος πάλι για τον σεισμό του μεσημεριού.


Τότε λέει στον Πατέρα Χριστόφορο: - Πάτερ Χριστόφορε στον δρόμο που θα κατεβαίνης θα συναντήσης γυναίκες που θα κοπανίζουν καφέ. Θα σε καλέσουν να πιης καφέ. Να μην πας. Συνήντησε τις γυναίκες ο Πατήρ Χριστόφορος, τον κάλεσαν. Εκείνος βιαστικά αποκρίθηκε βιάζομαι. Όταν έφθασε στο κελλί του έγινε ο σεισμός. Έτσι βγήκε στο χωράφι. Ενώ οι γυναίκες που κοπάνιζαν τον καφέ είχαν σκοτωθεί. 


''ΤΑ ΠΟΡΡΩ ΠΡΟΟΡΑΝ...''


Ο Θεός επλούτησε τον Όσιο με σημεία και τον πλημμύρισε με την χάρη του. Τίποτε δεν διέφευγε το προορατικό του χάρισμα όπως διδάκουν τα επόμενα περιστατικά. Ηξιώθη ''τα πόρρω προοράν και προλέγειν''. Εγνώρισε τα κρύφια κάθε ενεργείας. Κάποτε δούλευαν εργάτες στο μοναστήρι του Αγίου και έδεσαν με ξένο σχοινί ένα μουλάρι που είχαν οι μοναχοί για τις ανάγκες του μοναστηριού.


Ο Άγιος Παρθένιος εκ Θεού εγνώρισε ότι το σχοινί ήταν ξένο. ''Πηγαίνετε το σχοινί στην θέση του'', τους είπε, ''γιατι ο άνθρωπος που το έχασε ραθυμά''. Εκείνοι με θαυμασμό στον Άγιο που και αυτό το ήξερε επέστρεψαν το σχοινί στην θέσι του. Άλλοτε εργαζόνταν μακριά από το μοναστήρι εργάτες. Εκεί είχε μηλιές με ροδοκόκκινα και ευωδιαστά μήλα. Έκοψαν να φάνε. Όταν γύρισαν στο μοναστήρι, ο Άγιος δεν τους έβαλε φαγητό. - Φάγατε, τους αποκρίθηκε. Τα μήλα σας φτάνουν. Με τον καρπό του δένδρου ο Αδάμ έχασε τον Παράδεισο.


Οι εργάτες έμειναν άφωνοι. Γιατι κανείς δεν έτρωγε όποτε ήθελε, αλλά μόνο όταν ερχόταν η ώρα. Έτσι εδίδασκε ο Όσιος τρόπους αυτοκυριαρχίας και μεθόδους στο να επιβληθή ο άνθρωπος στον εαυτό του.


Μερικές γυναίκες από τον Βροντάδο ξεκίνησαν για τον Άγιο Μάρκο. Στον δρόμο μια από την παρέα έκοψε από ξένο κήπο ένα τριαντάφυλλο. Όταν πήγαν στο μοναστήρι, ο Όσιος της είπε με τόνο γεμάτο βεβαιότητα και προσδοκία: Σ' άρεσε το ξένο τριαντάφυλλο και το έκοψες. Που να δης και του Παραδείσου! Έκπληκτες οι γυναίκες εκείνες οπισθοχώρησαν εμπρός στα θεία χαρίσματα του ιερού Ασκητού και εδιπλασίασαν την ευλάβειά τους στο πρόσωπό Του.


Κάποτε πήγαν δύο προσκυνητές στον Άγιο Μάρκο. Ο ένας από τους δύο ενώ είχε φάει, πήγε να πάρη αντίδωρο από το χέρι του ιερέως. Ο Όσιος Παρθένιος απλός μοναχός πηγαίνει και του λέει: -Εσύ έφαγες να μην πάρης αντίδωρο. Τότε εκείνος γυρίζει και λέει στον άλλο προσκυνητή που είχε παρέα του. - ''Πώς του το είπες;''. - ''Δεν του είπα τίποτα'', του αποκρίνεται. ''Αυτός ο καλόγερος μιλεί με τον Θεό. Όλα τα ξέρει''.


Μία φορά ο Όσιος ήτο μέσα στο ναό που ετελείτο ακολουθία. Κάλεσε κοντά του έναν μοναχό. - Πήγαινε, του είπε, στις Καλύβες. Πέντε διαβάτες πηγαίνουν στην Νέα Μονή και έχουν χάσει τον δρόμο τους. Ο Μοναχός κατέβηκε από το Μοναστήρι στις Καλύβες. Βρήκε πράγματι μέσα στην νύκτα πέντε διαβάτες να ψάχνουν για τον δρόμο προς την Νέα Μονή. Εδόξασε πρώτα τον Θεό που ζούσε μαζί με έναν ζωντανό Άγιο ο έκπληκτος μοναχός και μετά έδειξε στους διαβάτες τον δρόμο. Σαστισμένος και σκεφτικός επέστρεψε στο μοναστήρι.


Μια γυναίκα από τον Βροντάδο πήγε στον Άγιο Μάρκο. Παρακολούθησε την ακολουθία και ετοιμάσθηκε να φύγη. -Κάθησε, της είπε ο Όσιος. -Δεν μπορώ γέροντα' έχω να πλέξω μια ξένη μπλούζα. Μόλις έφυγες την έπλεξε η ανηψιά σου, απάντησε ο Όσιος. Όλους εξέπληττε με τις διοράσεις του ο Όσιος καθημερινώς. Αλλά όχι μόνο αυτά που γινόνταν μακριά του εγνώριζε, αλλά και τα μέλλοντα είχε μπροστά στα μάτια του σαν παρόντα.


Μία παρέα από προσκυνητές έστρωσε μπρος στην πόρτα του Αγίου Μάρκου στο χώμα τραπέζι για να φάνε. Περνούσε ο Όσιος Παρθένιος. - Πάρετε, τους είπε, τα φαγητά, θα βρέξη. - Δεν βλέπεις Γέροντα τον ήλιο. Εμείς είμαστε γεωργοί -έτσι ποτέ δεν βρέχει. Νόμισαν ότι ο άγιος αστειεύεται - πριν όμως και ο ίδιος να φύγη, άρχισε αναπάντεχα βροχή. Άφησαν όλοι τα φαγητά κάτω και μπήκαν μέσα στο Μοναστήρι με θαυμασμό μεγαλύτερο στο πρόσωπο του Οσίου.


Κατέβηκε κάποτε ο Όσιος στο Μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου στον Βροντάδο που ο ίδιος είχε κτίσει όπως και τον Άγιο Μάρκο. Κύτταζε τους τόπους όπου έβαζαν τα ψωμιά. Όλα ήσαν άδεια. Το ψωμί δεν αρκούσε. Οι Μοναχές της Μονής περίμεναν απάντησι: -Μην ανησυχείτε, τους είπε, όταν φύγω θα σας στείλουν. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθή από το μοναστήρι και με άφθονα δώρα και ψωμιά κατέφθαναν προσκυνητές. Επίστευε ακράδαντα ο Όσιος στην θεία υποθήκη. ''Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και Αυτός σε διαθρέψει''.



ΤΟ ΦΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΟΥΖΟ


Ο Άγιος δεν ήθελε στο μοναστήρι του οι προσκυνητές να μεθούν, γι' αυτό είχε απαγορεύσει το ούζο και την σούμα στα μνημόσυνα και γενικώς κάθε μέρα. Συγχρόνως απηγόρευε στους προσκυνητές να είναι έως κορεσμού φαγωμένοι.


Μία μέρα ξεκίνησαν πολλοί χωρικοί από τον Δαφνώνα να πάνε στον Άγιο Μάρκο. Είχαν μαζί τους και ούζο. Αφού ήπιαν στον δρόμο, άφησαν το σταμνάκι με το ούζο μέσα σε μια αστυφίδα και άλλα αγκάθια του τόπου, ενώ το σκέπασαν με χόρτα της περιοχής. Έτσι νόμιζαν ότι θα διαφύγουν το προορατικό χάρισμα του Αγίου. Όταν πια πλησίαζαν στο μοναστήρι ο Άγιος βγήκε στην πόρτα του Μοναστηριού και τους περίμενε.


''Ε, Κωστή! φωνάζει, μήπως κρύψατε τίποτα; Το ούζο που αφήκατε κάτω να μην το πιήτε''. Οι άνθρωποι ξαφνιάστηκαν και έβλεπε ο ένας στον άλλο. Όταν μετά επέστρεψαν εκεί που είχαν αφήσει το ούζο, ο ένας έλεγε να το πιούνε, ο άλλος όχι. Τότε εκείνος που το βαστούσε από το χερούλι το σταμνάκι, το πέταξε κάτω. Ένα φίδι βγήκε από μέσα!



(Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι)

         

Εισαγωγή στο διαδίκτυο, στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου 
του μακαριστού Αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Ιεροσολυμίτου του Χίου 
''Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ο ΧΙΟΣ'' (1815-1883) 
ΒΙΟΣ-ΘΑΥΜΑΤΑ-ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ
Ιερουσαλήμ 1975, σελ. 42-47.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF