ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΚΥΠΡΙΑΝΗ, ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ Ο ΕΠΙΓΕΙΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ (ΜΕΡΟΣ 10ον)

 


''Είδατε, παιδιά μου;...'', έλεγε, κλαίγοντας,
''ο γλυκύς μας Ιησούς ουκ είχε που την κεφαλήν
 κλίνη... Ήλθε, εσταυρώθη δι' ημάς, έχυσε το
πανάγιον Αίμα Του στον Σταυρό... Τον ύβριζαν,
 Τον εκτυπούσαν, Τον εκάρφωναν με μεγάλα καρφιά
 που δημιουργούσαν μεγάλες οπές εις τας αχράντους
Χείρας Του... Μου πρότειναν να πάω στα Ιεροσόλυμα...
Πώς να πάω όμως;... Όχι, δεν θα πατώ με τα πόδια μου
 εκεί όπου εβάδισαν οι άχραντοι Πόδες του Κυρίου μας...
Από την ώρα που θα ήμουν στην Αγία Γη, θα
έπρεπε να πηγαίνω γονατιστή και να γλείφω
 με την γλώσσα μου το αγιασμένο χώμα που επάτησε
 ο Χριστός μας...''.

Η μακαριστή Γερόντισσα Κυπριανή της Μονής των Αγίων Αγγέλων στις Αφίδνες της Αττικής ήταν μια σύγχρονη οσιακή μορφή, που στο πρόσωπό της ταυτιζόταν ολοκληρωτικά η ρήση του Χριστού μας '' αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών''. (Ματθ. 18, 3). Η αείμνηστη Γερόντισσα ήταν εκ παιδιόθεν αφιερωμένη στον ηγαπημένο Νυμφίο της Χριστό, εκ του Οποίου πάντα περίμενε το κέλευσμα για την άσκηση στη μοναχική ζωή. Υπηρετώντας για μια εικοσαετία στο νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού ως παιδαγωγός (1945-1967) με ταπείνωση και αυταπάρνηση,  έλαβε την κλήση απ' τον Θεό μας με την συνάντηση που είχε για πρώτη φορά το 1971, με τον αείμνηστο πνευματικό μας πατέρα Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανό. Στο πρόσωπο του Μητροπολίτη, η λαϊκή ακόμη Πηνελόπη Αλεξοπούλου θα βρει τον Γέροντα αυτόν, που αναζητούσε επί χρόνια ολόκληρα, με τις προσευχές και τα αιτήματά της προς τον Θεό. Έτσι το 1971 αγοράσθηκε η έκταση που βρίσκεται σήμερα η γυναικεία Ιερά Μονή των Αγίων Αγγέλων, για να ακολουθήσει η Μοναχική κουρά της Γερόντισσας το έτος 1973, λαμβάνοντας το όνομα Κυπριανή! Το 1974, την Παρασκευή της Διακαινησίμου θα γίνει Μεγαλόσχημη Μοναχή, για να ενθρονιστεί το 1982, ως Καθηγουμένη σε ηλικία 74 ετών. Η Γερόντισσα Κυπριανή ήταν ένας ευώδης κήπος με διαλεχτά και μοσχομύρητα άνθη, ένας ορμητικός ποταμός συναισθημάτων που ξεχυνόταν αβίαστα ακόμη και με την σιωπή της! ''Ένιωθα'', έλεγε ως Μοναχή πλέον, ''ότι κρατοῦσα στα χέρια μου ένα μεγάλο δοχείο γεμάτο ξέχειλα από αισθήματα... Και φοβόμουν πολύ να μην σκοντάψω... Ευτυχώς, βρέθηκε μπροστά μου ο Χριστός μας! ... Και έχυσα όλο το δοχείο επάνω Του''! Τον Ιούνιο του 2020 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο για την μακαριστή Γερόντισσα, από τον Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανό Β', που ενώ ήταν ημιτελειωμένο εδώ και χρόνια, η Αδελφότητα της Μονής εργάσθηκε με ζήλο και υπευθυνότητα για την ολοκλήρωσή του. Το βιβλίο χαίρει πλουσίων Χριστολογικών συναισθημάτων και μιας τόσο, ανυπέρβλητης πνευματικής γραφής, που ο αναγνώστης αισθάνεται να τον κατακλύζουν άρδην, ανείπωτα αισθήματα αγάπης, ταπείνωσης και ευγνωμοσύνης προς τον δωροδότη Χριστό μας. Με το σύντομο αυτό και πτωχό -καθόλα- εισαγωγικό σημείωμά μας θα περπατήσουμε μαζί -έστω και αποσπασματικά- την ''στενή και τεθλιμμένη οδό'', αλλά ταυτόχρονα και την περίλαμπρη, ευφρόσυνη ζωή της αείμνηστης Γερόντισσας Κυπριανής κατά το ''κατατρύφησον του Κυρίου, και δώσει σοι τα αιτήματα της καρδίας σου. αποκάλυψον προς Κύριον την οδόν σου και έλπισον επ' αυτόν, και αυτός ποιήσει'' (Ψαλμός 36, 4-5). Όσοι ευφρανθήκαμε από τον ανεξάντλητο πνευματικό της πλούτο, τις απλές -με υψηλά νοήματα- αστείρευτες διδαχές της, γινόμαστε προσευχητικοί ικέτες στον Χριστό μας να μας χαρίζει τέτοια μεγάλα, πνευματικά αναστήματα, που να μας γεμίζουν και να μας καθαίρουν από την πνευματική μας φτώχεια και τον εφάρματο και ανακόλουθο οδικό μας βίο. Εύχεσθε!




Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος





Ταπείνωσις


Η γνήσια βίωσι της φωτιστικής Μετάνοιας ωδηγούσε την Μητερούλα Κυπριανή σε μια γνήσια και πηγαία ταπείνωσι... Θεωρούσε τον εαυτό της χειρότερο, αμαρτωλότερο από όλους...


Επίστευε, ότι οι Αδελφές της Συνοδίας της ήσαν καλύτερες από αυτήν... Η αίσθησις αυτή την ωθούσε να ζητάη τις προσευχές τους και να βάζη σε αυτές εύκολα και συχνά μετάνοια, λέγοντας: ''Αδελφαί, έσφαλα, συγχωρήσατέ με!...''... Δεν ήταν κάτι το τυπικό.


Το επίστευε, το ζούσε, ήταν ειλικρινής στο αίτημά της αυτό... Δεν έπαυε να παρακαλή κάθε Αδελφή με θερμά δάκρυα να της κάνη προσευχή... Για να την συγχωρήση ο Κύριός μας και να την σώση.


Στην Θεία Λειτουργία, όταν έφθανε η ώρα της Θείας Κοινωνίας, η Ευλογημένη, με την βοήθεια δύο Αδελφών, εγονάτιζε προ της Ωραίας Πύλης και με δάκρυα έλεγε: ''Έσφαλα... Συγχωρήσατέ με, άγιαι Αδελφαί...''... Ήταν πολύ συγκινητικό. Μάλιστα έδιδε ιδιαίτερη έμφασι στο ''Άγιαι''...


Ταπείνωνε τον εαυτό της και με δάκρυα ωμολογούσε: ''Με αξίωσε κι εμένα ο Θεός... Μου έδωσε αυτό το μεγάλο δώρο... Δεν υπάρχει μεγαλύτερο και ανώτερο από το Άγιο και Αγγελικό Σχήμα... Δεν υπάρχει άλλο Χάρισμα... 


Ό,τι καλύτερο είχε ο Θεός μου το έδωσε... Τί άλλο θέλω;... Να αξιωθώ να ιδώ το Πρόσωπό Του... Αχ! Είμαι αγνώμων... Πρέπει να κάνετε πολλή προσευχή για μένα...''.


Κάποια φορά η ουρανόφρων Μητερούλα εκάλεσε στο κελλάκι της μία Αδελφή και της εζήτησε να φέρη ένα εξωτερικό ένδυμα, προκειμένου να το έχη ως ''πατρόν'' για να ράψη κάτι ιδικό της. Η Αδελφή το έφερε...


Ενώ όμως της εξηγούσε τι ήθελε να κάνη, διέκοπτε και έλεγε: ''Κάνε, παιδί μου, προσευχή στον Κύριό μας να με σώση... Πολύ Τον έχω λυπήσει... Πολύ Τον έχω πικράνει...''. Ύστερα, μετά από μία μικρή παύσι, δακρυσμένη πλέον, συνέχιζε να εξηγή στην Αδελφή τι ήθελε να φτιάξη...


Ο λογισμός όμως της αυτομεμψίας και η ανησυχία για την σωτηρία της απασχολούσαν αυτήν τόσο, ώστε διέκοπτε και επαναλάμβανε: ''Αχ! παιδί μου!... Πολύ ελύπησα τον Χριστό μας... Κάνε, σε παρακαλώ, προσευχή να με σώση!...''.


Και συνέχιζε για αρκετή ώρα να διακόπτη επανειλλημένως την συζήτησι, για να ζητήση την προσευχή της Αδελφής... ''Άγιαι Αδελφαί, έσφαλα... Συγχωρήσατέ με!...''.


Η φράσις αυτή, μικρή σε λέξεις, αλλά τόσο μεγάλη σε βάθος πνευματικό, ήταν τρόπον τινά η ταυτότητα της Ευλογημένης... Συνειδητά, εν επιγνώσει, ήταν γι' αυτήν μια αγωγή ταπεινώσεως... Δεν ωμιλούσε τυχαία και επιπόλαια... Ήταν ένας έμπειρος ιατρός...


''Θα πρέπει'', έλεγε, ''να παρακαλούμε τον Θεό να μας φέρνη περιπτώσεις για να ταπεινωθούμε... Πρέπει να ταπεινώσουμε τον εαυτό μας... Να τον κάνουμε σκουπίδι... Να μη του δείχνουμε έλεος... Να κτυπάμε αλύπητα τον εαυτό μας, το εγώ μας, τον εγωϊσμό μας, μέχρι θανάτου...


Μακάριος είναι αυτός που ταπεινώνεται και ζητάη συγνώμην χωρίς να λογαριάζη...''. Η Μητερούλα Κυπριανή, εφ' όσον είχε τόσο ταπεινή ιδέα για τον εαυτό της, αλλά και τέτοια υπόληψι στις Αδελφές, πρώτη αυτή έθετε στην πράξι την αυτο-ταπείνωσι.


Οι Αδελφές στις Διακονίες τους, όταν συνέπιπτε να την συναντήσουν, συνήθιζαν από σεβασμό να της βάζουν μια μετάνοια... Εκείνη ανταπέδιδε αμέσως με μία μετανοητική υπόκλισι...


Το ταπεινό φρόνημά της και η αγωγή της ταπεινώσεως ωδηγούσαν την θεόφρονα Γερόντισσα από ταπεινώσεως εις περισσοτέραν ταπείνωσιν και συντριβήν καρδίας και θείαν αγάπην.


Όταν ωμιλούσε για τον Κύριό μας, την Παναγία μας, τους Αγίους δεν συγκρατούσε τα αγνά δάκρυά της... ''Είδατε, παιδιά μου;...'', έλεγε, κλαίγοντας, ''ο γλυκύς μας Ιησούς ουκ είχε που την κεφαλήν κλίνη...


Ήλθε, εσταυρώθη δι' ημάς, έχυσε το πανάγιον Αίμα Του στον Σταυρό... Τον ύβριζαν, Τον εκτυπούσαν, Τον εκάρφωναν με μεγάλα καρφιά που δημιουργούσαν μεγάλες οπές εις τας αχράντους Χείρας Του...


Μου πρότειναν να πάω στα Ιεροσόλυμα... Πώς να πάω όμως;... Όχι, δεν θα πατώ με τα πόδια μου εκεί όπου εβάδισαν οι άχραντοι Πόδες του Κυρίου μας... Από την ώρα που θα ήμουν στην Αγία Γη, θα έπρεπε να πηγαίνω γονατιστή και να γλείφω με την γλώσσα μου το αγιασμένο χώμα που επάτησε ο Χριστός μας...''.


Κάτι άλλο. το οποίο ήταν πολύ αισθητό και εχαρακτήριζε την Μητερούλα ήταν η βαθειά ευγνωμοσύνη της, το ευωδιαστό αυτό άνθος της ταπεινώσεως. Όταν εδοκιμάζετο από τις αθένειες και υπέφερε, δεν δυσφορούσε ολιγόψυχα...


Μόνο εύρισκε την ευκαιρία με αυτομεμψία, να συγκινήται για την Αγάπη του Θεού, ο Οποίος την επισκεπτόταν... Και έλεγε συνεχώς: ''Δόξα Σοι ο Θεός''.


Δεχόταν το ποτήρι με το νερό, το οποίο της έφερναν οι Αδελφές για να πιη, τόσο ταπεινά, με τόσες ευχές, με τόση ευγένεια, με ευγνωμοσύνη, με τόσες ευχαριστίες!... Αισθανόταν υπόχρεη στις θυγατέρες της ακόμη και για τις μικρότερες εξυπηρετήσεις τους....


''Αφάνεια''


Η ταπείνωσις ήταν η αναπνοή της... Ποτέ δεν εγκωμίαζε τον εαυτό της... Και αν τυχόν άλλοι την επαινούσαν, συνήθιζε να προσποιήται ότι δεν άκουσε... Μόνο έλεγε: ''Δόξα Σοι, ο Θεός...''.

Εντρύφημά της ήταν η αφάνεια... Δεν ήθελε τιμές και δώρα, ούτε και στην ονομαστική εορτή της... Η Αδελφότης ποτέ δεν εώρτασε με έναν ιδιαίτερα λαμπρό τρόπο τα ονομαστήριά της.

''Οι Άγιοι είναι αυτοί που εορτάζουν, όχι εγώ...'', έλεγε αυτομεμφόμενη. Επεδίωκε να κρύβεται... Ο Θεός όμως την ανεδείκνυε όλο και περισσότερο. Η ταπεινή καρδιά της ποτέ δεν επεθύμισε μία μεγάλη - πολυάριθμη Αδελφότητα, ούτε ένα μεγάλο κτηριακό συγκρότημα...

Αυτά δεν άγγιζαν την θεόφρονα ψυχή της... Την απασχολούσε μόνο το βάθος και η ουσία της Μοναχικής Ζωής... Η Ζωή αυτή κρύπτεται στην καλή και αγαθή καρδιά, η οποία ακούει και κατανοεί τον λόγον, κατέχει αυτόν και καρποφορεί εν υπομονή... Η αφιέρωσις στον Θεό είναι πολύ απαιτητική...

Ο Νυμφίος μας είναι Ζηλωτής... Μας θέλει ολοκληρωτικά δοσμένους στην Αγάπη Του... Έδωσε το παν από τον Εαυτό Του... Ζητεί το παν από τον άνθρωπο και ειδικά τον Μοναχό... ''Όσες είμεθα, παιδιά μου, δόξα Σοι, ο Θεός... Είμεθα πολύ καλά!...'', έλεγε.

''Αν είναι θέλημα Θεού να έλθη καμμία άλλη, ας έλθη... Μόνο να αγαπήση τον Χριστό μας...''. Ήθελε και εγνώριζε να διασφαλίζη την αφάνειά της και να καλλιεργή το απερίεργον...

Απέφευγε τις ενασχολήσεις με ξένες υποθέσεις και τον μάταιο περισπασμό... Δεν προσπαθούσε να μάθη κάτι, να ενημερωθή για τα πράγματα του κόσμου και τις εξελίξεις, να περιεργασθή και να σχολιάση τι γίνεται στα άλλα Μοναστήρια.

''Αν είναι κάτι, το οποίο πρέπει να μάθουμε'', έλεγε, ''θα μας το πη ο πνευματικός μας Πατέρας...''. Με τον τρόπο αυτό προστάτευε τον εαυτό της και από τον κίνδυνο να πληροφορηθή κάτι, το οποίο θα προκαλούσε πιθανόν μείωσι της αγάπης και του σεβασμού για τον οποιονδήποτε άλλον.

Αυτό επίσης την βοηθούσε να αποφεύγη απόλυτα τα διάφορα σχόλια και την κατάκρισι.. Ποτέ δεν κατέκρινε... Πάντοτε εύρισκε τρόπους να καλύπτη και να δικαιολογή το λάθος του άλλου.''Από άγνοια, παιδιά μου, το έκανε αυτό ο καημένος... Δεν το ήθελε...''.

Ευχή - Ησυχία 

Η αείμνηστη Γερόντισσα Κυπριανή, ως διψώσα έλαφος παρά τας πηγάς των υδάτων, προχωρούσε όλο και βαθύτερα... Ήταν ησυχαστική και νηπτική ψυχή...

Η αποδέσμευσις της φωτεινής καρδιάς της από κάθε εμπόδιο, την βοηθούσε να αισθάνεται ελεύθερη... Ποθούσε την εσωτερική νοερά ησυχία... Την αδιάλλειπτη καρδιακή προσευχή...

Την μυστική ένωσι με τον Νυμφίο. Με κριτήρια καθαρώς Πατερικά, ήταν μία αυστηρή Μοναχή, όσον αφορά τις απαιτήσεις από τον εαυτό της. Ησυχία και προσευχή ήταν οι μεγάλες αγάπες της...

Άλλωστε από τα νεανικά της χρόνια είχε ιδιαίτερη έφεσι για τις δύο αυτές πτέρυγες της ψυχής προς Εκείνον... Η επιθυμία της να διατηρήται το Μοναστήρι ως ησυχαστικό περιβάλλον, την έκανε να προτρέπη συνεχώς και σε ιδιαίτερες Συνάξεις τις Αδελφές να προσέχουν το θέμα της σιωπής και της ησυχίας.

Να μην προκαλούν θορύβους και να αποφεύγουν τις πολυλογίες και τις αργολογίες... Αρκούσαν τα απαραίτητα μόνο λόγια. Ήθελε το Ησυχαστήριο να είναι τάφος ησυχίας... Να βασιλεύη η σιωπή ενός Κοιμητηρίου...

Δεν ήθελε να ακούη ούτε τα βήματά της. Αυτός ο πόθος για ησυχία και σιωπή την έκαναν να αισθάνεται κατά κάποιο τρόπο ένοχη, όταν ωμιλούσε κάπως εκτενέστερα για κάτι οικοδομητικό στις Αδελφές...

Γι' αυτό, εσφράγιζε συνήθως τις Διδαχές της με την φράσι: ''Αδελφαί, συγχωρήσατέ με... για την πολυλογία μου...!''. Το κλίμα αυτό την βοηθούσε να καλλιεργή την νοερά προσευχή και να εντρυφά σε αυτήν.

Είχε επιδοθή στην προσευχή αυτή με πολλή θέρμη... Η λιτότις της Ευχής, το μονολόγιστον, η φλογερή αγάπη προς τον Κύριό μας και το Όνομά Του, μαζί με την συναίσθησι της αμαρτωλότητός της, την βοηθούσαν να αναπαύεται πολύ στην Ευχή.



Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
του Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού Β'
''Γερόντισσα Κυπριανή, 
Της Μονής των Αγίων Αγγέλων ο επίγειος άγγελος (1908-2000)'', 
έκδοση α', 
Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής 
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, 
σελ. 146 - 154, Ιούνιος 2020
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF