ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ''ΕΙΜΑΣΤΕ ΝΑΟΣ ΘΕΟΥ''





Ἀγαπητοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά·


ΑΠΟΤΕΛΕΙ τραγικὴ πραγματικότητα ἡ ἐπιβληθεῖσα καὶ πάλι ὑποχρεωτικὴ ἀπαγόρευση στοὺς πιστοὺς μεταβάσεως στοὺς Ναούς μας, προκειμένου νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ συμμετέχουν -ἐντὸς τῶν ἕως τώρα δεδομένων- στὴν Θεία Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.


Μὲ τὴν λογικοφανῆ δικαιολογία κινδύνου γιὰ τὴν δημόσια ὑγεία τῶν πολιτῶν, ἡ Πολιτεία μὲ ἀνεπίτρεπτη παρέμβασή της στὰ τῆς Ἐκκλησίας, διέταξε τὸν διαχωρισμὸ τοῦ Ποιμνίου της ἀπὸ τὸν αὐτονόητα φυσικὸ καὶ καθιερωμένο χῶρο ἀσκήσεως τῆς Θείας Λατρείας, τὸν ὁποῖο περιόρισε ὡς πρὸς τὴν τέλεσή της μόνον στοὺς τελετουργούς, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν! Τὸ ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ χάνει τὸ πρωταρχικὸ νόημά της ἡ Θεία Λειτουργία ὡς Συνάξεως ἀπὸ κοινοῦ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τὸ αὐτό, μόλις ποὺ εἶναι ἀνάγκη νὰ τονισθεῖ.


Γιὰ τὴν λογικὴ τῶν κρατούντων ἡ σωματικὴ ὑγεία προέχει ὅλων στὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦτο ὀνομάζεται «ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ζωή». Ἀλλὰ Ζωὴ πραγματικὴ καὶ ἀληθινὴ δὲν νοεῖται γιὰ τὸν πιστὸ Χριστιανό, ἡ ὁποία νὰ μὴν εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Ἀρχηγὸ καὶ Χορηγὸ τῆς ζωῆς καὶ καθαιρέτη τοῦ θανάτου. Ἡ Ἐκκλησία Του ἀποτελεῖ τὸ κατ’ ἐξοχὴν Σῶμα Ζωῆς, ἀληθινῆς καὶ αἰώνιας. Διότι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον βιολογικὴ ὕπαρξη μὲ ζωϊκὲς λειτουργίες, ἀλλὰ ἔχει ψυχὴ/πνεῦμα ἀδιαχώριστο ἀπὸ τὸ σῶμα του. Δὲν μποροῦμε λοιπὸν νὰ διαχωρίσουμε στεγανὰ σωματικὲς καὶ ψυχικὲς λειτουργίες, ἐπιφέροντας ἕναν οἱονεὶ δυαλισμὸ καὶ κάποια διάσχιση στὴν μία καὶ ἑνιαία προσωπικότητά του. Ὁ διαχωρισμὸς αὐτὸς δὲν νοεῖται, διότι σῶμα καὶ ψυχὴ εἶναι τόσο στενὰ συνδεδεμένα, ὥστε ὁ χωρισμός τους, κάτι τὸ βίαιο καὶ ἀφύσικο, νὰ ἐπιφέρει τὸν βιολογικὸ θάνατο, κάτι τὸ ἐχθρικό, ποὺ ἀναμένει τὴν κατάργησή του ἐν Χριστῷ στὴν Κοινὴ Ἀνάσταση.


Γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ δημιουργοῦνται στὸν κάθε ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἐπιβληθέντα ἐγκλεισμὸ σὲ ἐπίπεδο ἀνθρωπιστικό, ἰατρικό, κοινωνικό, οἰκονομικό, ψυχολογικὸ κ.λπ. ὑπάρχουν ἄλλοι πιὸ κατάλληλοι νὰ ἀποφανθοῦν, καὶ τὸ κάνουν ἤδη δημόσια μὲ τρόπο σοβαρὸ καὶ ἐπαρκῆ.


Μὲ αὐτὰ ποὺ γράφουμε δὲν ὑποτιμοῦμε τὸ ὑπαρκτὸ σοβαρὸ πρόβλημα ἀπὸ τὴν πανδημία, οὔτε ἐπιθυμοῦμε τὴν αὔξησή του, οὔτε καὶ τιθέμεθα κατὰ τῶν λελογισμένων μέτρων προφυλάξεως καὶ μάλιστα τῶν εὐπαθῶν ὁμάδων συνανθρώπων μας ποὺ διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Οὔτε ἐπίσης ἀγνοοῦμε τὴν εὐθύνη ὅσων διαχειρίζονται τὴν κατάσταση, οὔτε καὶ τὸν κίνδυνο ἀδυναμίας τοῦ ἐθνικοῦ συστήματος ὑγείας νὰ ἀνταποκριθεῖ στὸν αὐξανόμενο ἀριθμὸ ἀσθενῶν ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἐντατικῆς νοσηλείας.


Τὸ κύριο πρόβλημα γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους τῆς πίστεως, εἶναι τὸ πνευματικό. Τὸ βίαιο ξέκομμα τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ πνευματικὸ θεραπευτήριο, τὸν πραγματικὸ καὶ πιὸ ἀγαπητὸ καὶ ἱερό τους χῶρο, τὴν πιὸ ζεστὴ ἀγκαλιά τους, τὴν πιὸ φυσικὴ ἔκφραση τῆς πίστεώς τους, τὴν πιὸ ἁπτὴ ἔκφανση τῆς ἐλπίδος τους, τὸν πιὸ ζωτικὸ χῶρο βιώσεως τῆς Ἀγάπης, σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἀδελφούς. Ὅλα αὐτὰ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀντικαταστήσει, καὶ καμία δικαιολογία ὑγειονομικῶν μέτρων δὲν μπορεῖ νὰ τὰ διαταράξει, νὰ τὰ ἀπωθήσει, νὰ τὰ διακόψει καὶ νὰ τὰ καταργήσει!


Θὰ μποροῦσε νὰ συνεχισθεῖ ἀκωλύτως ἡ θεία Λατρεία μὲ τὰ ἰσχύοντα μέτρα προστασίας, βάσει μάλιστα καὶ τῶν ἀρχῶν τῆς ἰσότητος καὶ ἀναλογικότητος, τὰ ὁποῖα ἰσχύουν καὶ γιὰ ἄλλους χώρους καὶ κλάδους ποὺ λειτουργοῦν, διότι ἀκριβῶς θεωροῦνται ἄκρως ἀπαραίτητοι γιὰ τὴν ζωή, τὴν ὑγεία καὶ τὴν εὐεξία τῶν πολιτῶν, ὅπως καὶ τῶν κατοικιδίων τους!


Βέβαια, γνωρίζουμε ὅτι κάθε πιστὸς εἶναι «Ναὸς Θεοῦ» (Α΄ Κορ. γ΄ 16) καὶ ὅτι κατοικεῖ σὲ αὐτὸν ἀπὸ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα ποὺ ἔλαβε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο συνιστᾶ τὴν πιὸ μεγάλη δωρεὰ καὶ εὐλογία, ἀλλὰ καὶ τὴν πιὸ μεγάλη εὐθύνη. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κλείσει καὶ νὰ ἀπαγορεύσει τὴν λειτουργία αὐτοῦ τοῦ Ναοῦ, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ μέσα μας ἀνεμπόδιστα ὅσο εἴμαστε οἰκητήρια τοῦ Θεοῦ, ἐλευθερωμένοι ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τὴν ἀνομία, διατελῶντας σὲ κοινωνία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ βρίσκουν τὴν ἐκπλήρωσή τους στὴν ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ στὴν ἐπιτέλεση τῆς ἀρετῆς. Κυρίως μάλιστα στὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, στὴν κατ’ ἰδίαν προσευχὴ καὶ στὴν Θεία Λατρεία.


Δὲν ὑπάρχει ἀσφαλέστερη καταφυγὴ σὲ περιόδους δύσκολες, ἀνάγκης καὶ περιορισμοῦ, ἀπὸ τὴν ἐν μετανοίᾳ παρήγορη προσευχή, ἡ ὁποία ἐνσταλάζει στὴν ψυχὴ θεία βοήθεια καὶ ἐνίσχυση. Σὲ αὐτὴν ἄλλωστε κατέφευγαν πάντοτε οἱ πιστοὶ καὶ ἡρωϊκοὶ πρόγονοί μας, γιὰ νὰ ἀντλήσουν θεία ἀρωγὴ σὲ κάθε εἴδους δοκιμασία τῆς παρούσης ζωῆς, προσωπικὴ ἤ συλλογική.


προσευχὴ φέρει μαζί της καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές, ὅπως καὶ κάθε ἀρετὴ τελειοποιεῖται διὰ τῆς προσευχῆς. Κανονικά, ἄν εἴμαστε ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ μέσα μας, ἡ ζωή μας εἶναι μία συνεχόμενη προσευχὴ καὶ λατρεία, ποὺ λαμβάνει χώρα ἀδιάκοπα στὴν καρδιά μας. Τότε ἡ ψυχή μας εἶναι ἕνα ζωντανὸ Εἰκονοστάσι, γεμᾶτο ἱερὲς Μορφὲς Ἁγίων καὶ Δικαίων, οἱ σκέψεις μας εἶναι σὰν ἀμέτρητες Κανδῆλες ποὺ καίουν ἄσβεστα, καὶ οἱ ἀρετές μας εἶναι πολύτιμα Θυμιατήρια ἀπὸ ὅπου ἡ εὐωδία τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς καὶ διαθέσεως ἀποπνέει συνεχῶς (π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς).


εὐθύνη μας εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη στὸ νὰ ἐπαγρυπνοῦμε, ὥστε νὰ μὴν παύσουμε νὰ εἴμαστε «οἶκος προσευχῆς», διότι διαφορετικὰ ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ μέσα μας ἀρχίζει νὰ ὑποχωρεῖ καὶ ἴσως κάποτε νὰ σταματᾶ ἐντελῶς. Νὰ γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ὅποιος «φθείρει» τὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν ἀναμένει ἀναπόδραστη ἡ «φθορὰ» ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν ἐγκλεισμὸ αὐτὸ τοῦ ἐσωτερικοῦ μας Ναοῦ δὲν εὐθύνεται καμία ἀπολύτως ΚΥΑ (Κοινὴ Ὑπουργικὴ Ἀπόφαση), παρὰ μόνον ἡ δική μας λήθη, ἄγνοια καὶ ραθυμία. Ἡ ἐπιθυμία καὶ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ἀποτελεῖ καθαρὰ δική μας ἐπιλογή. Ὁ πονηρὸς διάβολος μόνον ὑποδείξεις μπορεῖ νὰ κάνει καὶ ὄχι ἐξαναγκασμό. Ἄν τοῦ ὑπακούσουμε, τότε οἱ ἀρετές μας δίνουν τὴν θέση τους στὶς ἀντίστοιχες δύσοσμες κακίες, οἱ σκέψεις μας καταντοῦν σβησμένα καὶ καπνισμένα δαδιά, καὶ ἡ ψυχή μας παύει νὰ ἀποτελεῖ Εἰκονοστάσι, καὶ τὴν θέση του καταλαμβάνουν διάφορα εἴδωλα, ἀνάλογα μὲ τὰ πάθη τὰ ὁποῖα πλέον ὑπηρετοῦμε καὶ στὰ ὁποῖα ὑποδουλωνόμαστε. Καὶ τότε μετατρέπουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ «σπήλαιο ληστῶν»!


Θεάνθρωπος Κύριός μας, ὁ ἀληθινὸς καὶ πραγματικὸς Ναὸς Θεοῦ, μᾶς ὑποδεικνύει συνεχῶς τὸν ἀληθινὸ Ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀληθινὴ Ζωὴ τοῦ Ἀνθρώπου. Καὶ τὸ Σῶμα Του, ἡ ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὑπηρετεῖ καὶ λατρεύει συνεχῶς τὸν Τριαδικὸ Θεό, καὶ μᾶς καλεῖ ἀδιάκοπα σὲ Μετάνοια, Μεταμόρφωση, Χριστοποίηση, Πνευματοποίηση καὶ Τριαδοποίηση, μέσῳ κυρίως τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὥστε νὰ γινόμαστε Ναοὶ τῆς Παναγίας Τριάδος καὶ νὰ ἀποκαθιστάμεθα στὸ Ἀρχέτυπον Κάλλος τῆς Εἰκόνος, ὡς νοσταλγοὶ καὶ κοινωνοὶ Ζωῆς Αἰωνίου!


Γιὰ νὰ εἰρηνεύουμε καὶ νὰ παραμένουμε στὴν θεία εὐλογία τῆς οἰκοδομῆς καὶ ὡραιοποιήσεως τοῦ Ναοῦ ἐντός μας, χρειάζεται νὰ βαδίζουμε χωρὶς παύσεις τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό, μὲ ἀντίσταση κατὰ τῆς ἁμαρτίας ἀκόμη καὶ σὲ ἐπίπεδο λογισμῶν, διότι ἀπὸ αὐτοὺς ξεκινοῦν ὅλα. Σὲ τοῦτο βοηθεῖ ἡ προφύλαξη τῶν αἰσθήσεών μας, γιὰ νὰ μὴν εἰσέρχεται μέσα μας κακὴ ἐπιθυμία σαρκικότητος/λαγνείας καὶ θυμοῦ/ὀργῆς.


Γι’ αὐτὸ καὶ στοὺς Ἀναβαθμοὺς στὸν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς ψάλλουμε: «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστί, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις» (Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, ἦχος πλ. α΄). Πρέπει νὰ ἐπιδιώξουμε ψυχοσωματικὰ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη ἐλευθερία μας ἀπὸ κάθε ταραχὴ καὶ ἀγωνιώδη μέριμνα τῆς παρούσης ζωῆς, ἄν ἀναμένεται νὰ ἀναπτερώσουμε μέσα μας τὴν θεία ἀγάπη καὶ τὸν θεῖο ἔρωτα. Κατάλληλη πρὸς τοῦτο εἶναι βέβαια ἡ Ἀγγελικὴ Μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ αὐτὴ ἀποτελεῖ ἐπαινετὴ ἐξαίρεση καὶ ὄχι ἐπιβεβλημένο κανόνα. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ὁ κάθε Χριστιανὸς δὲν θὰ πρέπει νὰ ποθεῖ τὴν μακάρια ἐρημικὴ κατάσταση ἐντός του, καὶ νὰ μὴν ἐπιδιώκει νὰ ἐξεύρει τρόπους νὰ ἀποσύρεται στὴν ἐσωτερικὴ μόνωση καὶ ἀδολεσχία.


λλο τροπάριο τῶν Ἀναβαθμῶν προχωρεῖ περαιτέρω: «Εἰς τὰ ὄρη ψυχὴ ἀρθῶμεν· δεῦρο ἐκεῖσε, ὅθεν βοήθεια ἥκει». Ἡ ψυχή μας θὰ βρεῖ ἀνάπαυση, ἐλευθερία καὶ ἀγαλλίαση ὄχι στὰ χαμηλὰ καὶ γήϊνα, ἀλλὰ στὰ ἀνηφορικὰ καὶ ἀνώτερα, σὲ τόπο προεξέχοντα, σὲ φρόνημα ὑψηλὸ καὶ σταθερό, γιὰ νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὸν ἐμπρησμὸ ἤ τὴν πλημμύρα τῶν παθῶν καὶ γενικὰ τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων καὶ φρονημάτων.


Καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ὁλοκλήρωση: «Ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοι, εἰς τὰς αὐλὰς προσβῶμεν Κυρίου· χαρᾶς πολλῆς πλησθείς, εὐχὰς ἀναπέμπω». Ἡ κορύφωση τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας δὲν περιορίζεται στὴν μόνωση, στὴν «ἔρημο», στὰ «ὄρη» τὰ ὑψηλά. Αὐτὲς οἱ εὐλογημένες καὶ ἀπαραίτητες καταστάσεις ἀποτελοῦν οὐσιαστικὰ προεργασία γιὰ τὴν «δικαίωσή» τους στὴν ἀπὸ κοινοῦ συμμετοχὴ στὴν Θεία Λατρεία «εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου». Δηλαδή, στὴν μετάβαση καὶ στὸ πλησίασμα στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς καὶ στὶς ἅγιες Ἐκκλησίες. Ἡ ἐνθύμιση καὶ μόνον τούτου, γεμίζει τὴν κάθε διψασμένη ψυχὴ μὲ πολλὴ χαρὰ γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ προσφορὰ τῶν εὐχῶν καὶ προσευχῶν μας στὸν Πανοικτίρμονα Θεό. Ἡ καταφυγὴ στοὺς Ναοὺς τοῦ Θεοῦ σημαίνει καταφυγὴ στὸν ἴδιο τὸν Θεό, διότι ὅποιος πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία, τὸ κάνει αὐτὸ γιὰ νὰ «συνομιλήσει» μαζί Του: «Θεῷ γὰρ ὡς ἀληθῶς λαλοῦμεν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς, δι’ ἧς καὶ τοῖς Ἀγγέλοις συναπτώμεθα», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Πόση τιμή, χαρὰ καὶ δέος σημαίνει ἡ συνομιλία μὲ τὸν Οὐράνιο Βασιλέα, ἀφοῦ καὶ ἡ ἁπλὴ συνομιλία ἀκόμη καὶ μὲ ἕναν θνητὸ ἐπίγειο ἄρχοντα θεωρεῖται σπουδαῖο καὶ μεγάλο γεγονός;


Μὲ πνευματικὴ χαρά, προτρέπει ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης παραφράζοντας τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, πρέπει νὰ σπεύδουμε στοὺς Ναοὺς τοῦ Θεοῦ ὅταν σημαίνουν οἱ καμπάνες, σὰν τὰ πρόβατα ποὺ σπεύδουν στὴν μάνδρα τους, σὰν ἐκείνους ποὺ εἰσέρχονται σὲ ὁλάνθιστο, εὐωδιαστὸ καὶ καρποφόρο περιβόλι, σὰν τοὺς πραγματευτὲς ποὺ βιάζονται νὰ προλάβουν τὴν πανήγυρη, ὅπου θὰ πραγματευθοῦν ἀξιόλογα πράγματα καὶ θὰ ἀποκτήσουν μεγάλα κέρδη. Στὴν Ἐκκλησία εἶναι ποὺ ἀπολαμβάνουμε τὰ ἅγια Μυστήρια καὶ γεμίζουμε ἀπὸ οὐράνια διδασκαλία καὶ χάρη.


δὲ πρόθυμη συμμετοχὴ στὸν ἐπίγειο Ναὸ τοῦ Θεοῦ, μὲ φόβο καὶ εὐλάβεια, θὰ μᾶς ἀποτελέσει ἐν τέλει «στύλους» στὸν Οὐράνιο Ναό Του, σύμφωνα μὲ τὴν θεία ὑπόσχεση τῆς ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως: «Ὁ νικῶν (αὐτὸς ποὺ θὰ νικήσει) ποιήσω αὐτὸν στύλον ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ ἔξω οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἔτι» (Ἀποκαλ. γ΄ 12).


Κατόπιν τούτων, ὡς πρὸς τὴν πρόσβαση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στοὺς Ἱεροὺς Ναούς, καμία αἰτιολογία δὲν εὐσταθεῖ ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως, ἡ ὁποία νὰ τὴν ἀπαγορεύει. Τοῦτο ἔπραξαν μόνον διωκτικά, ἀνελεύθερα καὶ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἡ μετάβαση στὸν Ναὸ ἦταν καὶ εἶναι πράξη ἀξιόποινη. Ἡ δικαιολογία γιὰ τὴν προστασία τῆς δημόσιας ὑγείας μόνον θυμηδία προξενεῖ, ὅπως καὶ ἱερὴ ἀγανάκτηση. Δὲν ἐξασφαλίζεται ἡ ὁλοκληρωτικὴ ὑγεία στὸν ἄνθρωπο χωρὶς πρόσβαση σὲ ἐκεῖνον τὸν ἱερὸ χῶρο, τηρουμένων βεβαίως τῶν ἀπαραιτήτων μέτρων, ὅπου ἀκριβῶς τελεσιουργεῖται γιὰ τοὺς πιστεύοντες καὶ ὄχι γιὰ τοὺς ἀπίστους τὸ Μυστήριο τῆς Ζωῆς. Μεγαλύτερη πράξη ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΖΩΗΣ δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη καὶ ἀνεμπόδιστη πρόσβαση ἐκεῖ ποὺ προσφέρεται δωρεὰν ἡ Αἰώνιος Ζωή. Καὶ μεγαλύτερη πράξη ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ δὲν ὑπάρχει, ἀπὸ τὸ νὰ ἀπαγορεύεται ἡ πρόσβαση ἐκεῖ, ὅπου Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΑΓΓΙΖΕΙ ΚΑΙ ΕΝΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΓΗ, στὸν θεῖο Ναό, μετατρέποντάς τον σὲ κομμάτι τοῦ Οὐρανοῦ καὶ σὲ ἀποικία τοῦ Παραδείσου!


Εἴθε ἡ ταλαιπωρία καὶ δοκιμασία ποὺ μᾶς βρῆκε νὰ παρέλθει σύντομα καὶ νὰ μὴν παραταθεῖ, οὔτε νὰ ἐπανέλθει, διότι διαφορετικὰ θὰ πρέπει νὰ βροῦμε τρόπους ἀσκήσεως τῆς Πίστεώς μας μὲ λύσεις ἀφανεῖς. Θέλει λοιπὸν ἡ Πολιτεία νὰ μᾶς στρέψει σὲ αὐτὴ τὴν ἀναγκαστικὴ ἐπιλογή;


πευθυνόμενοι δὲ στὸ ἐν Χριστῷ Ποίμνιό μας, προτρέπουμε αὐτὸ -ἐν ὄψει μάλιστα τῆς ἐπικειμένης περιόδου Νηστείας τῶν ἁγίων Χριστουγέννων, νὰ αὐξήσει τὸν ἀγῶνα τῆς προσευχῆς, γιὰ τὴν προσέλκυση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐξαγωγή μας ἀπὸ τὴν παροῦσα δοκιμασία. Στοὺς δὲ Κληρικοὺς συνιστοῦμε νὰ τελοῦν στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς Παρακλήσεις, μὲ πιθανὴ ἀνάγνωση καὶ τῶν εἰδικῶν εὐχῶν εἰς λοιμικὴν νόσον ἀπὸ τὸ Μεγάλο Εὐχολόγιο, γιὰ τὴν προφύλαξη τοῦ Ποιμνίου καὶ τοῦ κόσμου ἀπὸ τὶς ὀδυνηρὲς συνέπειες τῆς ἐπιδημίας ποὺ διερχόμαστε καὶ τὴν κατάπαυσή της.




Μετὰ πατρικῶν εὐχῶν καὶ εὐλογιῶν,
Ἡ Ἱερὰ Συνόδος τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος


Ἀθήνα, 4/17-11-2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF