ΤΗ 8η ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ ΠΑΝΥ ΩΦΕΛΙΜΟΣ
Ένας ιερέας κι ένας ευλαβής διάκονος, που ζούσαν κάποτε στην Κωνσταντινούπολη, έτρεφαν αμοιβαία αγάπη - την αρετή αυτή που τόσο αγαπάει ο Κύριος.
Ήρθε στιγμή όμως, που, από δαιμονική κακοβουλία, έπεσαν σε αμοιβαίο μίσος κι έμειναν για πολύ καιρό ασυμφιλίωτοι. Και το χειρότερο, συνέβη να πεθάνει ο ιερέας με το μίσος αυτό.
Τότε ο διάκονος άρχισε να θλίβεται απαρηγόρητα, που δεν πρόφτασε να λύσει την έχθρα όσο ζούσε ο ιερέας. Πήγε λοιπόν κι εξομολογήθηκε σ' έναν από τους διακριτικούς πατέρες. Εκείνος τον συμβούλεψε να πάει σ' έναν ερημίτη μοναχό και να του φανερώσει την υπόθεση.
Και ο διάκονος άρχισε με μεγάλη λαχτάρα να περιδιαβαίνει τους πιο ερημικούς τόπους και να αναζητάει το γιατρό της πληγής του. Βρίσκει λοιπόν ένα γέροντα και του φανερώνει το πάθος του, τη μνησικακία, ζητώντας να του δώσει σαφή πληροφορία αν συγχωρέθηκε η αμαρτία του.
Κι εκείνος αποκρίθηκε: - Παιδί μου, ''ο πιστώς αιτών λαμβάνει΄ και τω κρούοντι ανοιγήσεται''. Δεν είναι δικά μου τα λόγια αυτά, αλλά του Κυρίου. Και σε σένα λοιπόν, αφού ζητάς κάτι καλό και το ζητάς καλοπροαίρετα, θα χαρίσει ο Κύριος γρήγορη λύση του ζητήματός σου.
Μόνο τώρα γύρισε πίσω στον τόπο σου. Κι όταν νυχτώσει, πήγαινε στην Μεγάλη Εκκλησία. Κρύψου και περίμενε δίπλα στις πύλες. Τον πρώτο άνθρωπο που θα δεις να μπαίνει μέσα, πλησίασε και σταμάτησέ τον.
Χαιρέτησέ τον εκ μέρους μου, και δώσε του αυτό το σφραγισμένο γράμμα. Από κείνον θα έχεις σίγουρη την επανόρθωση του σφάλματός σου. Ο διάκονος έκανε ό,τι του είπε ο μοναχός.
Νωρίς τη νύχτα πάει και πιάνει το κατώφλι του ναού. Και να! Φάνηκε αμέσως ο άνθρωπος που του είχε πει ο μοναχός. Ο διάκονος τον χαιρέτησε, του έδωσε το γράμμα του γέροντα και του αποκάλυψε το δράμα του. Εκείνος, όντας διορατικός, κατάλαβε πως αυτό έγινε από θεϊκή οικονομία, κι άρχισε να χύνει ποτάμι τα δάκρυα, λέγοντας:
- Ποιός είμ' εγώ ο ελάχιστος, για να τολμήσω ένα τέτοιο πράγμα;... Έχοντας όμως το θάρρος μου στις ευχές του αγίου γέροντα, που σ' έστειλε, θα το κάνω. Και καθώς στεκόταν μπροστά στις κλειστές πύλες του ναού, γονάτισε, ακούμπησε το κεφάλι του ως το έδαφος, σήκωσε τα χέρια του ψηλά στον ουρανό κι άρχισε να σιγοψιθυρίζει μια προσευχή.
Μετά από λίγο σηκώθηκε - φρίττω και να το πω, νιώθοντας το μέγεθος του μυστηρίου και την παρρησία που είχε στο Θεό εκείνος ο άνθρωπος! - σηκώθηκε λοιπόν και είπε: - Άνοιξέ μας τη θύρα του ελέου σου, Κύριε!
Δεν πρόφτασε ν' αποσώσει το λόγο του, κι οι εξώθυρες άνοιξαν. Μπήκε μαζί με το διάκονο στην αυλή του νάρθηκα. Από κει πάλι προχώρησαν μέχρι τις αργυρές πύλες του ναού.
Τότε ο θείος εκείνος άνθρωπος είπε στο διάκονο: - Εσύ στάσου εδώ. Μην προχωράς παραπέρα. Ο ίδιος όμως, κάνοντας τη συνηθισμένη μετάνοια στο κατώφλι, άνοιξε και τις αργυρές πύλες του ναού. Τότε ο θείος εκείνος άνθρωπος είπε στο διάκονο: - Εσύ στάσου εδώ. Μην προχωράς παραπέρα.
Ο ίδιος όμως, κάνοντας τη συνηθισμένη μετάνοια στο κατώφλι, άνοιξε και τις αργυρές πύλες. Μπήκε στο ναό. Ο διάκος είδε τότε ένα παράδοξο θέαμα:
Από την οροφή του ναού κατέβηκε μια φωτεινή λυχνία με τόσο δυνατό φως, που φώτιζε ολόκληρο το ναό. Στάθηκε πάνω από το κεφάλι εκείνου του ανθρώπου και τον ακολουθούσε όπου πήγαινε για να προσευχηθεί.
Όταν έφτασε λοιπόν μπροστά στο άγιο βήμα, έκλινε κι εκεί την κεφαλή του σε προσευχή. Τελείωσε και ήρθε ήσυχα έξω. Και πάλι όλες οι πύλες έκλεισαν πίσω του αυτόματα! Αγωνία και φόβος κυρίεψαν το διάκονο.
Δεν τολμούσε ούτε να πλησιάσει τον άγνωστο, που είχε - καθώς έλεγε αργότερα - το πρόσωπό του αλλοιωμένο από την προσευχή και τυλιγμένο σε ουράνια δόξα, σαν πρόσωπο αγγέλου.
''Μήπως είναι άγγελος κι όχι άνθρωπος αυτός που βλέπω;'' άρχισαν να τον πολεμούν οι λογισμοί. Αλλά κι αυτοί δεν έμειναν κρυφοί από τον άνθρωπο εκείνο, που είχε διορατικό χάρισμα.
- Γιατί πολιορκείσαι και ταράζεσαι από λογισμούς για μένα; είπε στο διάκονο. Πίστεψέ το, κι εγώ άνθρωπος χωμάτινος είμαι, από αίμα και σάρκα. Χαρτουλάριος σε φιλανθρωπικό ίδρυμα είναι το επάγγελμά μου, κι απ' αυτό κερδίζω τ' αναγκαία για τη ζωή μου.
Αλλά η πρόνοια του Θεού, που σοφά τα κυβερνάει όλα, πολλές φορές συνηθίζει να πραγματοποιεί τεράστια θαύματα, χρησιμοποιώντας ασήμαντους ανθρώπους σαν κι εμένα. Ας πηγαίνουμε, όμως, αδελφέ μου, για να τακτοποιήσουμε την υπόθεσή σου.
Προχώρησαν ίσια κι έφτασαν στην αγορά, στο ναό της Θεοτόκου. Στάθηκαν μπροστά στις κλειστές πύλες του ναού. Πήγε κι αυτή τη φορά μέχρι το ιερό βήμα.
Προσευχήθηκε κατά τη συνήθειά του και, ενώ οι πύλες ξανακλείστηκαν μόνες τους, ήρθε έξω, στο διάκο, που μουρμούριζε συγκλονισμένος: - Κύριε, ελέησον! Κύριε, ελέησον!... Κατευθύνθηκαν τώρα στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών.
Καθώς διηγόταν αργότερα ο διάκος, ένιωθε πως περπατούσαν τόσο γρήγορα, πηγαίνοντας από ναό σε ναό, ώστε ούτε πέταγμα πουλιού δε μπορούσε να συγκριθεί με την ταχύτητά τους. Και να! Γι' άλλη μια φορά, μόλις έφτασαν στις πύλες της Παναγίας, εκείνες άνοιξαν αυτόματα.
Προσευχήθηκε κι εκεί ο άνθρωπος του Θεού, καταβρέχοντας με δάκρυα το πρόσωπό του, κι ήρθε μετά στις θύρες της Αγίας Σορού. Έβαλε το διάκονο να σταθεί εκεί που του παράγγειλε:
- Πρόσεξε, να παρατηρείς προσεκτικά αυτούς που μπαίνουν μέσα. Ο ίδιος έκανε τη συνηθισμένη προσευχή μπροστά στις θύρες, κι εκείνες άνοιξαν και τον άφησαν να περάσει μέσα. Έφτασε ακριβώς στη μέση του ναού, γονάτισε στο έδαφος κι έκανε πιο θερμή προσευχή.
Όπως με όρκους πιστοποιούσε και διαβεβαίωνε αργότερα ο διάκονος, καθώς στεκόταν έκθαμβος στα σκαλιά της πύλης του ναού, είδε καθαρά κάποιον, σαν διάκονο κι αυτόν, να βγαίνει από το ιερό με θυμιατό στο χέρι και να θυμιάζει όλο το χώρο της Αγίας Σορού.
Και μετά από λίγη ώρα είδε να μπαίνουν κάποιοι σαν κληρικοί, ντυμένοι ιερατικά άμφια λευκόλαμπρα. Κι ύστερα άλλη μια ομάδα ιερέων, που ακτινοβολούσαν φως, ντυμένοι με ποδήρεις πορφυρούς χιτώνες.
Κι αφού έκαναν δυο χορούς, ένα δεξιά κι έναν αριστερά, άρχισαν να ψέλνουν κάποιο μέλος εξαίσιο και γλυκήτατο. Ο διάκονος όμως δε μπορούσε να καταλάβει τίποτε απ' όσα έψελναν, παρά μόνο το ''Αλληλούϊα''.
Όταν τελείωσε την προσευχή ο χαρτουλάριος, βγήκε και είπε στο διάκονο: - Αδελφέ, μπες ελεύθερα τώρα στο ναό και παρατήρησε προσεκτικά τους ιερείς του αριστερού χορού, μήπως και αναγνωρίσεις αναμεσά τους εκείνον, από τον οποίο σε χώρισε η μνησικακία. Μπήκε τρέμοντας ο διάκονος.
Μετά από λίγο όμως ήρθε πίσω, στον άνθρωπο εκείνο του Θεού, και του είπε πως δεν είδε εκεί τον ιερέα. - Πήγαινε πάλι και ψάξε στο δεξιό χορό, του είπε τώρα ο ανθρωπόμορφος εκείνος άγγελος. Πήγε ο διάκονος και γύρισε σύντομα, λέγοντας:
- Ναι! Εκεί είναι αυτός που ζητάω. Τον είδα καθαρά! - Αν είδες καλά πως είν' αυτός, του λέει τότε ο μακάριος, πήγαινε και πες του: ''Ο χαρτουλάριος Νικήτας στέκεται έξω και σε καλεί να έρθεις''.
Ο διάκονος έκανε όπως τον πρόσταξε. Πήγε στο δεξιό χορό, πήρε τον ιερέα και τον έφερε έξω. Και ο Νικήτας, με ήρεμη φωνή, του είπε:
- Κύριε πρεσβύτερε, συμφιλιώσου με τον αδελφό, μια και ο αιφνίδιος θάνατός σου έγινε αιτία να μείνετε κι εσύ κι αυτός αδιόρθωτοι στο σφάλμα σας. Γονάτισαν κι οι δυο, βάζοντας μετάνοια ο ένας στον άλλον.
Έπειτα αντάλλαξαν ασπασμό αγάπης, διαλύοντας έτσι την έχθρα. Μετά ο ιερέας επέστρεψε στο ναό, και πήρε τη θέση του στο δεξιό χορό.
Και ο Νικήτας πήρε το διάκονο και βγήκε. Έβαλε για τελευταία φορά μετάνοια στην είσοδο της Αγίας Σορού. Και οι θύρες κλείστηκαν πάλι με θεία δύναμη.
Περπάτησαν για λίγο μαζί. Στάθηκαν σ' ένα τόπο, όπου ο άνθρωπος του Θεού είπε στο διάκονο:
- Αδελφέ, αδιάλειπτα να εργάζεσαι για τη σωτηρία σου και να φροντίζεις την ψυχή σου. Πήγαινε τώρα στο γέροντα, που σ' έστειλε σε μένα τον ασήμαντο, και πες του:
Η καθαρότητα των προσευχών σου και η παρρησία που έχεις στο Θεό μπόρεσαν ν' αναστήσουν και νεκρό, για να ειρηνεύσει με τον αδελφό του.
Εγώ, πες του, δεν είχα καμμιά συμβολή σ' αυτό. Αυτά είπε, κι έγινε άφαντος απ' τα μάτια του διακόνου. Εκείνος έσκυψε και προσκύνησε τον τόπο που πατούσαν τα πόδια του θαυμαστού εκείνου ανθρώπου.
Πήρε ύστερα συγκλονισμένος το δρόμο για τον γέροντα, δοξάζοντας το Θεό. Γιατι σ' Αυτόν πρέπει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου ''Διηγήσεις Φοβερές και Ωφέλιμες'',
Από τα Μηναία της Εκκλησίας μας,
έκδοση δεύτερη της Ι. Μ. Παρακλήτου,
Μήλεσι Ωρωπού, 1995, σελ. 7-13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου