ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ: ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον)

 



Ο αοίδιμος Αγιορείτης Γέροντας π. Αββακούμ (1894-1978) υπήρξε ένα σκεύος εκλογής της Θείας Χάριτος, που λάμπρυνε την Ορθοδοξία στο <<Περιβόλι της Παναγίας μας>>, χάριν της επίμονης και αδιάλειπτης ασκήσεώς του, αλλά και της ορθοτομημένης πνευματικής του στάσης έναντι των Καινοτόμων του εορτολογικού <<πραξικοπήματος>>. Πράος, πρόσχαρης, ταπεινός, προσευχητικός, ασκητικότατος, με μία γνήσια και ανόθευτη κατά Θεόν ευγένεια προς όλους, πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε ένα μικρό αυτοσχέδιο κελλάκι του Αγίου Φανουρίου στη Βίγλα. Εκεί με άλλους ζηλωτές της εποχής του επιδίδετο σε μεγάλες προσευχητικές ασκήσεις, ώστε το αγαπημένο του, χοντρό και μάλλινο κομποσκοίνι του να βρίσκεται συνεχώς επάνω του. Ο π. Αββακούμ είχε αποστηθίσει εντός του εξ' ολοκλήρου την Αγία Γραφή με ένα θαυμαστό και υπερκόσμιο τρόπο, ώστε ν' αναγκάσει κάποτε και αυτόν τον Νικόλαο Λούβαρη (γνωστό Οικουμενιστή θεολόγο) να υποκλιθεί στην ακατάληπτη πνευματική του κατάσταση. Ο π. Αββακούμ είχε εξορισθεί (τρις) από την Μονή της Μεγίστης Λαύρας λόγω του ιερού ζήλου του προς τις ιερές Παραδόσεις, μέχρι να κατασκευάσει το ταπεινό ησυχαστήριό του στη Βίγλα, αλλά και κάποιες φορές είχε παρεξηγηθεί από πολλούς συνασκητές του, επειδή από ευγένεια ανταπέδιδε τους ασπασμούς που του έκαναν Μοναχοί της Καινοτομίας. Ο π. Αββακούμ ανήκε σε αυτήν την κάστα των διακριτικών Μοναχών, που δεν ταύτιζε επ' ουδενί την Αποτείχιση με την Απομόνωση, την αγάπη προς τα Παραδεδομένα με τον Φανατισμό και την Οίηση. Με τα χρόνια έγινε γνωστή  η εξαϋλωμένη και αποστεωμένη εμφάνισή του, η άνευ ορίων ταπεινότητά του και η γνήσια αγαπητική του προσέγγιση προς τους πάσχοντες αδελφούς του -λαϊκούς και κληρικούς- τους οποίους θεωρούσε Όλους αμέτρως ανωτέρους απ' αυτόν! Στο θαυμάσιο βιβλίο του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+2007) που αναφερόμαστε, υπό τον τίτλο <<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>, καταγράφουμε ενδεικτικά την κατάθεση ψυχής ενός ανωτέρου δικαστικού, που τον γνώρισε από κοντά, και γεύθηκε σιμά του τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος! Σημειώνει: <<Ήτο, (ο π. Αββακούμ) όσα ερχότανε τότε με τόση χάρι, αφέλεια και βαθυτάτη ταπείνωση να μου εμπιστευθή, ανεπιτήδευτα, φυσικά, με τα γλυκά φωτεινά του μάτια, τα εξαϋλωμένα από τη νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη ευχή, για να με στηρίξη και μένα, εικοσάχρονο παιδόπουλο τότε, και αφού πάντα μού' βαζε <<μετάνοια>>, μ' αγκάλιαζε με άψογη οικειότητα, μ' αποκαλούσε <<πατέρα του>>. Πράγματι με καθήλωνε! [...] Άκακος, αμόλυντος, παιδικός, αρνησίκοσμος, ακτήμων με συναίσθηση μελλοθανάτου, με δίαιτα συνήθως  <<κουκίων βρεγμένων και αγρίου μέλιτος>> μαγνήτευε κόσμο παρά το ψυχρό, πενιχρό ξυλοκρέββατό του, με σανίδια κι ένα σκαμνί κι ένα φτωχό πάγκο για διάβασμα - γράψιμο, γιατί ήτανε σοφός κι είχε μάθει, ότι καταχώνεται σε βάραθρο ή βόθρο η ψυχή που ποθάει υλικά, γήινα, φθαρτά. Ιδού το απαστράπτον ιδανικόν του, η παραδεισιακή του τέρψη, τρυφή, μακαριότητα>>! Μέσα σε λίγα λόγια, μια ενδεικτικά αδρή <<προσωπογραφία>> του αειμνήστου Γέροντος, που μέσα από τις σελίδες του εν λόγω βιβλίου θα οσμιστούμε το αυθεντικό άρωμα της Ορθοπραξίας και θα γευθούμε τα κεχαριτωμένα εκχυλίσματα της Αγιοπνευματικής Χάριτος. Δόξω τω Θεώ πάντων ένεκεν!




Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος






Α'. Ιερά νεότης


Ο πατήρ Αββακούμ, ο κατά κόσμον Αντώνιος Γαϊτάνος 1 εγεννήθη το 1894 εις την Σύμην της Δωδεκανήσου από γονείς με φόβον Θεού, Γεώργιον και Ειρήνην. Ήτο ο πρωτόκοκος του ευσεβούς ζεύγους με τα εξής αδέλφια: 


Χαριτωμένην, Παναγιώτην, Χρήστον, Σπύρον, και Βασίλειον. Ο πατήρ του ήτο σφουγγαράς, κατά την τότε συνήθειαν του τόπου. Το καλοκαίρι τον απασχολούσε η θάλασσα, όπως και όλους σχεδόν τους άνδρες του νησιού, τον δε χειμώνα <<δούλευε>> δυο μαγαζιά, κατά την μαρτυρίαν του ιδίου π. Αββακούμ.


<<Δυο μαγαζιά είχε ο πατέρας μου. Μετά την θάλασσα, τον χειμώνα, τα δούλευε. Πήγαινε κάτω στα σφουγγάρια με την πέτρα, όχι με την μηχανή που είναι τώρα. Σαράντα οργυιές πήγαινε κάτω. Άγιος άνθρωπος>>.


Το <<Αντωνάκη>>, όπως τον αποκαλούσαν, μεγάλωσε στην γειτονιά της Λεμονίτισσας (εκ του Παναγία Ελεημονήτρια, Ναός των Εισοδίων), μια αραιοκατοικημένη, αλλά όμορφη συνοικία της τότε ανθούσης Σύμης με τους 18.000 κατοίκους.


Από μικρός <<εζωγρήθη>> από την ενοριακή ζωή του Ναού της γειτονιάς του που ευρίσκετο λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι του. Καθημερινώς αισθανότανε την ανάγκη να παρευρίσκεται στην <<Παναγία>>. 


Μεγαλώνοντας άρχισε να κάνη τον ιεροψάλτη, ψάλλων δηλαδή στους εσπερινούς και στους όρθρους των καθημερινών, διότι τις εορτές και τις Κυριακές έψαλαν έμπειροι ιεροψάλται εις τους ναούς του νησιού.


Τις ημέρες εκείνες που δεν έψαλε, βοηθούσε στο ιερό τον λειτουργόν και καθοδηγούσε και τα παιδιά που ήρχοντο να ντυθούν <<διακάκια>>, επιβάλλοντας απόλυτον τάξιν και ιεροπρέπειαν κατά την ώραν της Θείας Λειτουργίας.


Διηγούνται χαρακτηριστικώς, ότι όταν κάποτε ένα από τα παιδιά του ιερού έκανε μια αταξία, το μικρό Αντωνάκη το υποχρέωσε να παραμείνη καθ' όλην την διάρκεια της Λειτουργίας γονατιστό κάτωθεν του <<χωνευτηρίου>> του ιερού!


Το άτακτο διακάκι μεγαλώνοντας έγινε φιλόλογος και το διηγείτο μετά πολλής νοσταλγίας το γεγονός αυτό σε πατριώτες του, οι οποίοι μας το μετέφεραν.


Ντυμένος μ' ένα μεγάλο σακκάκι, είδος παλτού - κάτι δηλαδή μεταξύ λαϊκής και μοναχικής ενδυμασίας - διέφερε στην περιβολή από τους ομηλίκους του. 


Συχνά έκανε το Σταυρό του και σφίγγοντας τους δύο βραχίονές του και σκύβοντας την κεφαλή, έλεγε: <<Το Χριστουδάκι μου, το Χριστουδάκι μου>>, που στην Συμιακή διάλεκτο θέλει να πη: <<Ο Κύριός μου και ο Θεός μου>>!


Ο ίδιος επίσης διηγείτο, ότι όταν έβλεπε το λάβαρο με την ανάστασι του Χριστού, εφλέγετο η παιδική του καρδία ν' αγκαλιάση τον Χριστόν. Σημεία δηλαδή που εφανέρωναν τον μελλοντικόν μοναχόν, τον εραστήν της βασιλείας του Θεού.


Πολύ του άρεσε να πηγαίνη εκδρομές στα εξωκκλήσια του νησιού του, τα οποία υπερέβαιναν τις δύο εκατοντάδες! Η μητέρα του, του έβαζε σε μια σακούλα λίγες ελιές, ψωμί και ό,τι άλλο υπήρχε της εποχής για το γεύμα του.


Στο δρόμο όμως περνούσε από λαγκάδια και βουναλάκια και συναντούσε αρκετούς χωρικούς, και όποιος του ζητούσε λίγο ψωμί το έδινε ευχαρίστως. 


Μια μέρα είχε πάει πολύ μακρυά, στον <<Άγιο Θεολόγο>>, δύο και πλέον ώρες από το σπίτι του. Αφού, μετά το άναμα των κανδυλιών, προσευχήθηκε αρκετή ώρα, ύστερα ένιωσε να πεινάη και αυθόρμητα


πήγε προς την σακούλα του, λησμονώντας ότι στον δρόμο την είχε αδειάσει μοιράζοντας το περιεχόμενό της στους διαφόρους χωρικούς που συνήντησε.


Γυρίζοντας τότε στην θέσι του, το μάτι του έπεσε προς το παραθύρι του ναϊσκου, όπου βλέπει ένα κομμάτι ψωμί που άχνιζε, σαν να είχε βγη πριν λίγη ώρα από το φούρνο! Το έφαγε ευχαριστώντας τον Θεόν, από την καρδιά του. 


Η Συμιώτισα οικοδέσποινα κ. Κυρά Νικολή διηγείται ως εξής, πώς η μητέρα της Ειρήνη απέκτησε το πρώτο της παιδί. <<Η μητέρα μου όταν παντρεύτηκε δεν απέκτησε παιδί. Και πήρε πια την απόφαση ότι δεν θ' αποκτούσε.


Το Αντωνάκη τότε ήταν 10-11 περίπου χρόνων και πήγαινε συχνά στο σπίτι της μητέρας μου και της έλεγε: <<Ρηνάκι πάρε μια εικόνα του Άι Φανούρη>>. Και εκείνη του απαντούσε: <<Φύγε Αντωνάκη, δεν θέλω εικόνα>>.


Το Αντωνάκη όμως επέμενε. Μια μέρα της λέει: <<Πάρε την εικόνα του Άι Φανούρη και θα δης, θ' αποκτήσης γυιο και θα τον ονομάσης Φανούρη>>. Έτσι και έγινε!


Πήρε μια εικονίτσα και μετά από λίγο χρονικό διάστημα διεπίστωσε ότι ήτο έγκυος και εγέννησε γυιο που τον ωνόμασε Φανούρη, για να ακολουθήσουν: εγώ (η Κυρά), η Ευαγγελία, ο Γιάννης και ο Βασίλης>>.


Μεγαλώνοντας έγινε βοηθός αγιογράφου. Το μόνο που του επέτρεπε να κάνη ο πρώτος του μάστορας ήταν να τρίβη τα χρώματα. Αυτός όμως στο σπίτι του <<δούλευε τα χρώματα και έφτιανε σχέδια>>.


Αργότερα θα τον βοηθήση πολύ η τέχνη του αυτή να πραγματοποιήση τους ιερούς του πόθους. Όταν κάποτε ο μάστοράς του πήγε στην Ρόδο για εργασία, ο Αντώνιος συνέχισε την τέχνη κοντά στον παπα-Νικόλα τον Δρομέον,


ο οποίος ήτο ικανός τεχνίτης και ζητούσε κάποιον να του παραδώση τα μυστικά της αγιογραφίας, μια και έβλεπε ότι το τέλος του πλησίαζε.


<<Πράγματι, αυτός μου παρέδωκε την τέχνη>>, διηγείται ο π. Αββακούμ. <<Όλα τα σώματα τα έκανα εγώ, όχι όμως το πρόσωπον>>. Μετά από τρεις σχεδόν μήνες ο παπα-Νικόλας εκοιμήθη.


Ο Αντώνιος συνέχισε μόνος του να ασκήται, και σύντομα άρχισε να πωλή τα έργα του προς 25 δραχμές το <<κομμάτι>>. Και έλεγε με καμάρι: <<Απ' εκεί έβγαλα 25 μετζίτια. Τέσσερα μετζίτια κάνουν μια λίρα Τουρκίας>>.


Το εργαστήρι του ήτο στον <<οντά>> που υπήρχε στον περίβολο της Λεμονίτισσας. Εκεί τον εύρισκαν τα παιδιά της γειτονιάς που πήγαιναν να τον θαυμάσουν εργαζόμενον.


Αυτός μαζί με την καλή συζήτησι τους έδινε και χρώματα για ν' ασχολούνται και αυτά με την αγιογραφία. Σαν αγιογράφος, φυσικά πολύ νέος, δεν άφησε έργα τέχνης, αλλά πίστεως.


Με απλότητα που εμπνέει είναι ζωγραφισμένες οι πιο πολλές του εικόνες, οι οποίες σχεδόν όλες ιστορούν τον νεοφανή Άγιον Φανούριον τον θαυματουργόν, τον προστάτην του άγιον.




1. Υπάρχει και η γραφή Γαϊτανιός, αλλ' ως μας επληροφόρησε η ανεψιά του Γέροντος κ. Ειρήνη Παντελιού, αύτη αποτελεί παραλλαγή του ανωτέρω αληθούς επωνύμου του. 


( Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου

ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Σειρά αναρτήσεων εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+ 2007),
<<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>,
εκτύπωση - βιβλιοδεσία ΑΘΗΝΑ Α.Ε., έκδοσις δ', σελ. 9-12, Αθήναι 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF