Ο μακάριος αὐτὸς Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως, στὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ἐμπιστεύθηκε τὸ πηδάλιο τῆς ρωσικῆς Ἐκκλησίας τὴν ὥρα τῆς μεγαλύτερής Της δοκιμασίας, γεννήθηκε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1865 σὲ μία κωμόπολι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πσκώφ. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν παρακολούθησε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σεμινάριο τοῦ Πσκὼφ καὶ μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια γράφθηκε στὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἕξι ἐτῶν ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε Μοναχὸς. Ἡ κουρά του ἔγινε στὸ Παρεκκλήσι τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς τοῦ Πσκώβ, ὅπου ἦταν Καθηγητής. Ὡς Μοναχὸς ἔλαβε τὸ ὄνομα Τύχων, πρὸς τιμὴν ἑνὸς Ἁγίου τῆς Ρωσίας, ποὺ ἔζησε κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα, τοῦ Ἁγίου Τύχωνα τοῦ Ζαντὸνσκ († Μνήμη: 13η Αὐγούστου). Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ διωρίσθηκε Πρύτανις τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς στὸ Χόλμ, τῆς ρωσικῆς Πολωνίας. Ὁ εὐπροσήγορος χαρακτήρας, ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ μεγάλη του εὐλάβεια τὸν κατέστησαν ἀγαπητὸ σὲ ὅλους, ἀκόμη καὶ στοὺς μὴ ὀρθοδόξους, κάποιους ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὡδήγησε στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν ἐξελέγη Ἐπίσκοπος, σὲ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν, ἐστάλη στὴν Βόρειο Ἀμερικὴ, ὅπου ἀνέπτυξε εὐρεῖα ἱεραποστολικὴ δρᾶσι, ἱδρύοντας περισσότερες ἀπὸ πενήντα πέντε Ἐνορίες, μία Μονὴ καὶ μία Ἱερατικὴ Σχολὴ καὶ ἀνοικοδομώντας τὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν Νέα Ὑόρκη. Τὸ 1907 ἐκλήθη στὴν Ρωσία καὶ ἐνθρονίσθηκε Ἐπίσκοπος Γιαροσλάβλ, ὅπου ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τὸν λαὸ ἐξ αἰτίας τῆς πατρικῆς στοργῆς του. Κατὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὴν βοήθεια τῶν θυμάτων καὶ τὴν πνευματικὴ ἐνίσχυσι τῶν στρατιωτῶν.
Τὸ 1917, ὅταν ξέσπασε ἡ Ὀκτωβριανὴ Ἐπανάστασι, οἱ κάτοικοι τῆς Μόσχας ἀπεφάσισαν νὰ ἐκλέξουν οἱ ἴδιοι τὸν Μητροπολίτη τους καὶ, πέρα ἀπὸ κάθε προσδοκία, ἐξέλεξαν τὸν Σεβασμιώτατο Τύχωνα. Καὶ ἐνῶ αὐτὴ τὴν περίοδο ἀναταραχῆς καὶ σφαγῶν κατέρρεε τὸ ἀπὸ αἰώνων οἰκοδόμημα τῶν θεσμῶν καὶ παραδόσεων τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, κατὰ παράξενη ἐπενέργεια τῆς θείας Πρόνοιας, ἡ ρωσικὴ Ἐκκλησία συνεκάλεσε μεγάλη Σύνοδο καὶ ἀπεφάσισε τὴν ἐπανίδρυσι τοῦ Πατριαρχείου, ποὺ εἶχε καταργήσει δύο αἰῶνες πρωτύτερα μὲ τὰ αὐταρχικὰ μέτρα του ὁ Μέγας Πέτρος.
Ὑποδείχθηκαν τρεῖς ὑποψήφιοι, ἀκολουθήθηκε ἡ διαδικασία τῆς κληρώσεως ἐνώπιον τῆς ἔνδοξης Εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Βλαντιμὶρ στὶς 27 Ὀκτωβρίου 1917. Ὁ κλῆρος, τὸν ὁποῖο τράβηξε ὁ ἐρημίτης Γέροντας Ἀλέξιος, ἔπεσε στὸν Ἅγιο Τύχωνα. Ἔτσι ἐξελέγη πρῶτος Πατριάρχης τῆς ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα. Πλήρης πραότητος καὶ διακριτικότητος, ὁ ταπεινὸς Ἱεράρχης ἤξερε ὡστόσο νὰ προασπίζεται τὶς εὐαγγελικὲς ἀρχὲς σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀποκαλυπτικοὺς καιρούς.
Ἐν μέσω τῶν θηριωδιῶν τοῦ πολέμου καὶ τῶν διωγμῶν, ποὺ ἄρχισαν νὰ ἐξαπολύωνται μεθοδικὰ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, παρώτρυνε τὸν λαὸ στὴν μετάνοια καὶ ἀπέδιδε αὐτὲς τὶς συμφορὲς στὶς ἁμαρτίες τῶν Χριστιανῶν: «Ἡ ἁμαρτία ἔφθειρε τὴν γῆ μας, παρέλυσε τὴν πνευματικὴ καὶ σωματικὴ δύναμι τῶν Ρώσων… Ἡ ἁμαρτία σκότισε τὸ πνεῦμα τοῦ λαοῦ μας καὶ τώρα περιπλανιόμαστε σὲ ἀδιέξοδες ἐρήμους… Ἡ ἁμαρτία ἄναψε παντοῦ τὴν φωτιὰ τῶν παθῶν, τὸ μῖσος καὶ τὴν ἐχθρότητα, καὶ ὁ ἀδελφὸς μάχεται τὸν ἀδελφό.
Οἱ φυλακὲς γέμισαν κρατουμένους, ἡ γῆ ποτίσθηκε μὲ ἀθῶο αἷμα, ποὺ χύθηκε ἀπὸ χέρι ἀδελφικό… Ἀπὸ αὐτὴν τὴν δηλητηριασμένη πηγὴ τῆς ἁμαρτίας ἀνέβλυσε ὁ μεγάλος πειρασμὸς τῶν ἐπιγείων καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ τὰ ὁποῖα πλανήθηκε ὁ λαός μας καὶ λησμόνησε ὅτι “ἑνὸς ἐστὶ χρεία”… Δὲν ἀπωθήσαμε αὐτὸ τὸν πειρασμὸ, ὅπως ἔκαμε ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο. Θελήσαμε νὰ οἰκοδομήσουμε τὸν Παράδεισο ἐπὶ τῆς γῆς, χωρὶς ὅμως τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἅγιες ἐντολές Του. Ὁ Θεὸς δὲν μυκτηρίζεται. Καὶ νά, ποὺ βρεθήκαμε πεινῶντες καὶ διψῶντες καὶ κακομοιριασμένοι σὲ μία γῆ εὐλογημένη μὲ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς φύσεως…
Τὸ βαρὺ ἁμάρτημα, τὸ ἀμετανόητο, ἔκανε νὰ ἀνέβη ὁ σατανᾶς ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ τώρα προκαλεῖ βλασφημία κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας». Τὸν Ἰανουάριο 1918, μπροστὰ στὶς σφαγὲς χιλιάδων ἀθώων θυμάτων καὶ τὶς ἀναρίθμητες βεβηλώσεις τῶν πλέον ἱερῶν καὶ ὁσίων, ὁ Πατριάρχης ἀφώρισε τοὺς ἐπαναστάτες, ἐξακολουθοῦσε ὅμως νὰ παροτρύνη τὸν χριστιανικὸ λαὸ νὰ μὴν ἐκδικηθῆ τοὺς διῶκτες του καὶ νὰ ἀκολουθήση τὸ παράδειγμα τῶν πρώτων Μαρτύρων.
Τὸν Ἰούλιο 1919 ἔλεγε: «Ὁ Κύριος δὲν παύει νὰ ἐκδηλώνη τὴν εὐσπλαγχνία Του στὴν Ὀρθόδοξη ρωσικὴ Ἐκκλησία. Τῆς ἐπιφυλάχθηκε νὰ δοκιμασθῆ καὶ νὰ ἐπαληθευθῆ ἡ ἀφοσίωσίς Της στὸν Χριστὸ καὶ τὶς ἐντολές Του, ὄχι μόνον σὲ καιρὸ εὐημερίας, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὲς τὶς ἡμέρες τῶν διωγμῶν. Ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα ὁ στέφανός Της εἶναι λαμπρότερος… Ἀποκτᾶ Νεομάρτυρες καὶ εὑρίσκει παρηγορία στὴν εὐλογία τοῦ οὐρανίου Νυμφίου…
Λίγο ἐνδιαφέρει, ἂν στὴν ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψι ἡ χαρά, ποὺ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὶς ὀδύνες, τὶς ὁποῖες ὑπομένει γιὰ τὸν Χριστὸ, φαίνεται “ἄκαιρη” καὶ “βίαιη”, σᾶς παρακαλοῦμε ὅμως, ἱκετεύουμε ὅλα μας τὰ Ὀρθόδοξα τέκνα νὰ μὴν ἀπόσχουν ἀπὸ αὐτὴν τὴν μοναδικὴ σωτήρια στάσι τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν ἐγκαταλείψουν τὴν ὁδὸ τοῦ Σταυροῦ, ποὺ μᾶς ἔστειλε ὁ Θεός… Ἀκολουθῆστε τὸν Χριστό! Μὴ Τὸν προδίδετε! Μὴ πίπτετε στὸν πειρασμὸ. Μὴ χάνετε τὴν ψυχή σας μέσα στὸ αἷμα τῆς ἐκδικήσεως. “Μὴ νικῶ ὑπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακὸν”» (Ρωμ. ιβ΄ 21).
Μετὰ τὴν ἐκτέλεσι τῆς τσαρικῆς οἰκογένειας (4η Ἰουλίου), ἐκφώνησε ἐπίσημη διαμαρτυρία στὸ ὄνομα τῆς Χριστιανικῆς συνειδήσεως, μένοντας ὅμως αὐστηρὰ στὰ πλαίσια τῆς πίστεως, δίχως νὰ ἀναμειγνύεται στὰ πολιτικά. Ἀπευθυνόμενος στοὺς ἐπαναστάτες, ἔγραφε: «Δὲν ἀνήκει σὲ μᾶς νὰ κρίνουμε τὸ ἐπίγειο πολίτευμα· καὶ κάθε πολίτευμα, ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, θὰ ἔχη τὴν εὐλογία μας, ἀρκεῖ νὰ εἶναι ὄντως “στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ”, ἐπ᾿ ἀγαθῷ τῶν ὑπηκόων του».
Ὡστόσο, αὐτές του οἱ θέσεις προκάλεσαν τὸ ἄσπονδο μῖσος τῶν ἀθέων καὶ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1919, μόλις ποὺ διέφυγε μία ἀπόπειρα δολοφονίας. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, δὲν ἔπαψε νὰ κηρύττη τὴν συγγνώμη καὶ τὴν συμφιλίωσι. Τὸ 1921, κατὰ τρόπο ἀκόμη πιὸ ὕπουλο ἀπὸ τοὺς αἱματηροὺς διωγμούς, ὁ διάβολος ἔβαλε νὰ διεισδύση στὴν καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας μία ὁμάδα ἐκκλησιαστικῶν ἀποκαλούμενη «Ζῶσα Ἐκκλησία», ἡ ὁποία μὲ τὸ πρόσχημα δημοκρατικῶν μεταρρυθμίσεων, ἀποσκοποῦσε στὴν σταδιακὴ ἐκκοσμίκευσι τοῦ κλήρου καὶ σὲ καινοτομίες στὴν λατρεία, ποὺ ὑπονόμευαν τὰ ἴδια τὰ θεμέλια τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
Ὑπερασπίζοντας δυναμικὰ τὴν Παράδοσι ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἔγραφε: «Τελώντας τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικόν, τοῦ ὁποίου ἡ προέλευσι φθάνει στοὺς ἀρχαίους χρόνους καὶ τηρεῖται σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὴν Ἐκκλησία ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ζοῦμε τὴν ζωὴ τῆς μίας Ἐκκλησίας… Ἡ θεία ὡραιότητα τῆς λατρείας μας πρέπει νὰ διατηρηθῆ ἀναλλοίωτη στὴν Ὀρθόδοξη ρωσικὴ Ἐκκλησία, ὡς ἡ μεγαλύτερη καὶ ἁγιώτερή Της κληρονομιά». Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δοκιμασίες, τὸ 1922 μία τρομερὴ σιτοδεία ἔπληξε ἑκατομμύρια ἀνθρώπους.
Ὁ Πατριάρχης ὠργάνωσε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις βοήθεια καὶ διέταξε νὰ πουλήσουν τὰ πολύτιμα σκεύη, ποὺ δὲν εἶχαν λειτουργικὴ χρῆσι. Ἀρνήθηκε ὅμως παρὰ τὶς πιέσεις, νὰ ὑποπέση σὲ ἱεροσυλία ἐκποιώντας τὰ σκεύη τῆς λατρείας. Τὸν ἴδιο χρόνο, οἱ ἀρχὲς ἄρχισαν νὰ κινοῦν δικαστικὴ διαδικασία ἐναντίον Κληρικῶν, ποὺ ἀντιδροῦσαν στὶς μεταρρυθμίσεις τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας». Ὁ Πατριάρχης Τύχων παρουσιάσθηκε αὐτοπροσώπως στὸ δικαστήριο, ἐπικαλούμενος τὴν ἀθωότητα τῶν κατηγορουμένων καὶ διακηρύσσοντας, ὅτι ἦταν ὁ ἴδιος μόνος ὑπεύθυνος γιὰ ὅσα τοὺς καταμαρτυροῦσαν.
Συνελήφθη στὶς 6 Μαΐου 1922, καθαιρέθηκε ἀπὸ ἱεράρχες τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας», καὶ παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τὸν Ἰούνιο τοῦ ἑπομένου ἔτους. Κρατούμενος σὲ ἀπομόνωσι στὴν φυλακὴ καὶ μὴ ἔχοντας ἐπαφὴ μὲ τὸν ἔξω κόσμο, παρὰ μόνο μέσῳ τῶν ἐφημερίδων τοῦ καθεστῶτος, ποὺ διακήρυτταν τὶς ἐπιτυχίες τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας», ὁ Πατριάρχης ἔφθασε νὰ πιστεύη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶχε καταλυθῆ ὁλότελα καὶ ὅτι χρέος του ἦταν νὰ ἀπελευθερωθῆ, γιὰ νὰ σώση ὅ,τι ἦταν ἀκόμη δυνατὸ νὰ περισωθῆ.
Ἀναγνωρίζοντας καὶ ἀποδεχόμενος κατηγορίες, ποὺ κατέθεσαν ψευδῶς γιὰ τὸ πρόσωπο του, ἔλεγε: «Ἂς χαθῆ τὸ ὄνομά μου ἀπὸ τὴν ἱστορία, ἀρκεῖ νὰ μπορέση νὰ ζήση ἡ Ἐκκλησία!». Τὸν ἐλευθέρωσαν τὸν Ἰούνιο 1923, καὶ ἐξακολούθησε νὰ ἀγωνίζεται μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις ἐναντίον τῆς ἀπατηλῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας», ἀφορίζοντας ὅλους τοὺς κληρικούς της καὶ ὅσους μετεῖχαν στὶς προσευχὲς καὶ στὰ μυστήριά της. Τὸν Δεκέμβριο 1924, σώθηκε ἀπὸ νέα ἀπόπειρα δολοφονίας καὶ ἔκτοτε, παρενοχλούμενος διαρκῶς ἀπὸ μηχανορραφίες καὶ ἐξωτερικὲς πιέσεις, κατέληξε σὲ σωματικὴ καὶ νευρικὴ ἐξάντλησι.
Νοσηλεύθηκε τὸν Ἰανουάριο 1925 καὶ ἀναπαύθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες του γιὰ νὰ εἰσέλθη στὴν οὐράνια χορεία τῶν ἁγίων Ὁμολογητῶν, τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἔχοντας προφέρει αὐτὰ τὰ λόγια: «Τώρα πηγαίνω νὰ κοιμηθῶ… βαθειὰ καὶ γιὰ καιρὸ. Ἡ νύκτα θὰ εἶναι μακρά, σκοτεινή, πολὺ σκοτεινή...».
+ Τῷ δὲ ἐν Τριάδι Παναγίῳ Θεῷ, τῷ ἐνδοξαζομένῳ ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ, προσκύνησις καὶ εὐχαριστία, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου