ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ''ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ''

 




«Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. 6,31)



ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Θέλω νὰ πιστεύω, ὅτι ὅλοι ἐ­σεῖς ἀγαπᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲν περιμέ­νετε νὰ ᾿ρθῇ ἡ Κυριακὴ γιὰ νὰ τὸ ἀκούσετε στὸ ναό – μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἀλλὰ τὸ διαβά­ζετε τακτικά, καθημερινῶς· καὶ ὄχι μόνο τὸ δια­βάζετε, ἀλλὰ καὶ προσπαθεῖτε καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς οἰκογένειες νὰ τὸ ἐφαρμόζετε. Ἔ­τσι θὰ εἶστε εὐτυχισμένοι, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).


πάρχουν ὅμως κάποιοι ἄλλοι πού, ἅμα τοὺς πῇς, Διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο, κάνουν ἕνα μορφασμὸ εἰρωνείας καὶ λένε· Οὔφ, καημένε τώρα! τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν… «τῷ καιρῷ ἐκεί­νῳ»· πά­λιωσε πλέον, τώρα νέες ἰδέες ἐπικρα­τοῦν… Τί ἔχουμε ν᾽ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτούς; Ταλαίπωροι ἄνθρωποι! Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶνε ὅπως τ᾿ ἄλλα βιβλία ποὺ παλιώνουν. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε πάντοτε νέο· καὶ χθὲς καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ εἰς αἰῶνας αἰώνων (πρβλ. Ἑβρ. 13,8)· εἶνε αἰώνιο.


Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν παλιώνει, ὅ­πως δὲν παλιώνει ὁ ἥλιος, ποὺ χιλιάδες τώρα χρόνια ἐξαποστέλλει φῶς παντοῦ. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἕνας ἥλιος πνευματικὸς ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο. Τὸ διαβάζουν οἱ λευκοί, οἱ μαῦροι, οἱ ἐρυθρόδερμοι, οἱ κίτρινοι, λαοὶ φυλὲς καὶ γλῶσσες, ἄνθρωποι ὅλων τῶν τάξεων, καὶ ὁ­μολογοῦν, ὅτι βιβλίο ἀνώτερο, ὑψηλότερο, ἁ­γιώτερο, σοφώτερο ἀπὸ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει. Ἀπόδειξις εἶνε τὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐ­αγγελίου. Τί μᾶς λέει· «Καθὼς θέλετε ἵνα ποι­ῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐ­τοῖς ὁμοίως» (Λουκ. 6,31). Δώδεκα λέξεις εἶνε, ἀλ­λὰ μέσα σ᾽ αὐτὲς περικλείονται τὰ πάντα.


δῶ, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος μᾶς ὑποδεικνύει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ζή­σουμε ἁρμονικὰ μέσα στὴν κοινωνία· μᾶς δίνει ἕνα χρυσὸ κανόνα ποὺ πρέπει νὰ τηρήσουμε. Ὅ,τι δυσκολίες καὶ κοινωνικὰ προβλήματα ὑ­πάρχουν στὴν συμβίωσί μας, ὅλα, καὶ τὰ δυσ­­κολώτερα ἀκόμα, λύνονται μὲ τὸν κανόνα αὐ­τόν. Καὶ γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι ὁ κανόνας αὐτὸς δὲν ἦταν μόνο γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ ἔ­χει ἰσχὺ σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ μέχρι σήμερα, ἀνα­φέρω μερικὰ συγκεκριμένα παραδείγματα.


Μᾶς λέει ἐδῶ ὁ Κύριος· Προτοῦ νὰ κάνῃς κάτι, νὰ ρωτᾷς τὸν ἑαυτό σου. Ποιόν ἑαυτό· ὄ­χι τὸν διεφθαρμένο ἀλλὰ τὸν ἀναγεννημένο. Διότι ὁ καθένας μας ἔχει ἀκόμα μέσα του καὶ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, τὸν πρῶ­το Ἀδὰμ ποὺ δου­λεύει στὰ πάθη, καὶ τὸ νέο ποὺ γεννήθη­κε μὲ τὸ βάπτισμα· φέρει δηλαδὴ ἐντός του ἕ­να θηρίο καὶ ἕναν ἄγγελο. Τὸν ἄγγελο λοιπὸν νὰ ρωτή­σῃς, δηλαδὴ τὴ συνείδησί σου. Προτοῦ νὰ κά­νῃς κάτι, νὰ λές· Αὐτὸ ποὺ σκέπτομαι νὰ κάνω στὸν ἄλλο, θέλω νὰ τὸ κάνῃ ἐκεῖνος σ᾽ ἐμένα;


Πιὸ συγκεκριμένα. Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ πάῃ στὸ χωράφι σου καὶ νὰ σοῦ κάνῃ ζημιὰ στὰ δέντρα; Σ᾿ ἕνα χωριὸ στὰ σύνορα, πῆγε κάποιος τὴ νύχτα κ᾽ ἔκοψε μὲ πριόνι ὅλες τὶς ἐ­λιὲς τοῦ ἄλλου· καὶ ὅταν τὸ πρωὶ ἐκεῖνος εἶδε τὸ χωράφι του χωρὶς ἐλιές, ἔκλαιγε ὁ δυστυχής. Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ μετακινήσῃ – ν᾿ ἀλλά­ξῃ τὰ ὅρια τοῦ χωραφιοῦ σου; Θέλεις ὁ ἄλ­λος νὰ βάλῃ φωτιὰ στὸ σπίτι σου καὶ νὰ τὸ κά­ψῃ;


Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ ἐργάζεσαι ἐσὺ καὶ νὰ μὴ σοῦ δίνῃ τὸ μισθό σου; Θέλεις νὰ σὲ κλέ­ψῃ, νὰ σὲ ἀδικήσῃ; Ὄχι ὄχι, θ᾽ ἀπαντήσῃς· δὲ θέλω νὰ μὲ ἐκμεταλλεύωνται, νὰ μὲ ἀπατοῦν, νὰ πει­ράζουν τὰ πράγματά μου. Ἔ λοιπόν· ὅπως ἐσὺ δὲν θέλεις ὁ ἄλλος νὰ πειράξῃ τὴν περιουσία σου, ἔτσι κ᾽ ἐσὺ πρέπει νὰ σεβαστῇς τὴ δική του περιουσία. «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».


Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν περιουσία ὑπάρχει κάτι ἄλλο ἀνώτερο, καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ ζωή. Ὅλοι οἱ ἐ­πιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, ἕνα μυρμηγκάκι δὲν φτειάχνουν. Καὶ ἂν κάθε ζωὴ εἶνε κάτι πολύ­τιμο, πό­σῳ μᾶλλον ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου! Λοι­πὸν σὲ ρωτῶ· Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ πά­ρῃ ἕνα μαχαίρι καὶ νὰ σοῦ κόψῃ τὴ μύτη ἢ τ᾿ αὐτιά; θέ­λεις νὰ σοῦ ξερριζώσῃ τὰ δόντια, νὰ σοῦ κλαδέψῃ τὰ πόδια, νὰ σὲ ἀκρωτηριάσῃ, νὰ σ᾽ ἀ­φήσῃ ἀνάπηρο;


Θέλεις νὰ πάρῃ πιστόλι νὰ σὲ σκοτώσῃ; Θέλεις νὰ ῥί­ξῃ στὸ φαγητό σου φαρμάκι; νὰ νοθεύ­σῃ τὰ τρόφιμα ποὺ ἀγοράζεις; νὰ ἀλλοιώσῃ τὰ φάρμακα ποὺ παίρνεις; Ὄχι, δὲν τὰ θέλεις αὐ­τά. Ὅπως λοι­πὸν ἐσὺ θέλεις ὁ ἄλλος νὰ σέβε­ται τὴ ζωή σου, ἔτσι κ᾽ ἐσὺ νὰ σεβαστῇς τὴ δική του ζωή. «Κα­θὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Ἀλλὰ οἱ Ἕλληνες παραπάνω κι ἀπ᾽ τὴ ζωὴ κι ἀπ᾽ τὴν περιουσία καὶ τὰ πλούτη ἔχουμε τὴν τιμή. «Ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει». Θέλεις λοι­πὸν ὁ ἄλ­λος νὰ σὲ διαβάλῃ, νὰ σὲ συκοφαντήσῃ, νὰ σὲ πάῃ στὸ δικαστήριο καὶ μὲ ψευδορκίες νὰ σὲ ῥίξῃ στὴ φυλακή; Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ προσ­βάλῃ τὴν οἰκογένειά σου;


Θέλεις, ὅταν ἐσὺ λείπῃς, αὐτὸς νὰ τρυπώσῃ νύχτα στὸ σπίτι σου σὰν φίδι καὶ ν᾽ ἀτιμάσῃ τὴ γυναῖκα ἢ τὸ κορίτσι σου; Ὄχι ὄχι! ἀκούγεται ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων. Ὅ­πως λοιπὸν ἐσὺ ἔχεις τὴν ἀξίωσι ὁ ἄλλος νὰ σέβεται τὴν οἰκογενειακή σου τιμή, ἔτσι κ᾽ ἐσὺ ἔχεις ὑποχρέωσι νὰ σέβεσαι τὴν τιμὴ τὴ δική του. «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄν­θρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Ἡ θεία αὐτὴ ἐντολή, ὁ χρυσὸς κανόνας, ἔ­χει δύο ὄψεις. Ἡ μία εἶ­νε αὐτὴ ποὺ εἴπαμε, ἡ ἀρ­νη­τική. Ἡ ἄλλη ὄψις εἶνε ἡ θετική· θέλεις ὁ ἄλ­λος, ὄχι μόνο νὰ μὴ σοῦ κάνῃ κακό, ἀλλὰ καὶ νὰ σοῦ κάνῃ καλό. Πεινᾷς; θέλεις νὰ σοῦ δώσῃ ψωμί.


Διψᾷς; θέλεις νὰ σοῦ δώσῃ ἕνα ποτήρι νερό. Εἶσαι ἄρ­ρωστος; θέλεις νὰ σὲ ἐ­πισκεφθῇ. Ἀδικεῖσαι; θέλεις νὰ σὲ ὑποστηρί­ξῃ. Εἶσαι ὀρφα­νὸς ἢ χήρα; θέλεις νὰ σὲ προστα­τεύσῃ. Ἔχεις δικα­στή­ριο; θέλεις νὰ σὲ ὑπερα­σπίσῃ καὶ νὰ σὲ ἀ­θῳ­­ώσῃ. Πέθανε ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα σου; θέλεις νὰ σὲ παρηγορήσῃ. Ἔ λοιπόν, αὐτὰ ποὺ θέλεις νὰ σοῦ κάνουν οἱ ἄλ­λοι, νὰ τὰ κάνῃς κ᾽ ἐσὺ σ᾽ αὐτούς. «Καθὼς θέλε­τε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποι­εῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Αὐτὰ ἰσχύουν πάντοτε.


Γεννᾶται τώρα, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα· ἐφαρ­μόζει σήμερα ὁ κόσμος τὰ χρυσᾶ αὐτὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ; Ὄχι δυστυχῶς. Οἱ ἄνθρωποι ἔ­χουν γίνει φίλαυτοι, ἰδιοτελεῖς, συμφερον­τολό­γοι· κέντρο τῆς ζωῆς ἔχουν τὸν ἑαυτό τους, τὰ παιδιά τους, τὴν οἰκογένειά τους· τίποτα πιὸ πέρα δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει. Κάθεστε καὶ τρῶτε τὸ μεσημέρι· ἐρωτῶ, πόσοι ἀ­πὸ σᾶς σκέπτεσθε ὅτι κάπου στὴ γειτονιὰ ὑ­πάρχει ἕ­νας πεινασμένος ποὺ κάτι περιμένει; Πέντε πιάτα φαγητὸ ἔχεις; κάν᾽ τα ἕξι, νὰ σ᾽ εὐ­λογή­σῃ ὁ Θεός. Ἀφήνεις τὰ ἀχάριστα παιδιά σου καὶ τρῶνε χωρὶς σταυρὸ καὶ προσευχή.


Κ᾽ ἔρ­χεται ὁ χειμώνας μὲ τὰ κρύα, τὰ χιόνια, τοὺς πά­γους, κ᾽ ἐσὺ ἔχεις στὸ σπίτι σου σεν­τού­κια γε­μᾶτα ροῦχα, διπλᾶ καὶ τριπλᾶ σκεπά­σματα καὶ βελέντζες. Γιά σκέψου ὅτι κάπου ἀλλοῦ κάποιοι τουρτουρίζουν. Εἶσαι Χριστιανός, πιστεύεις στὸ Χριστό; ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὰ θέλεις; Ὁ Χριστὸς ἦρθε ν᾽ ἀνατρέψῃ αὐτὴ τὴν πυραμίδα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ σατανᾶς λέει· Ὅ­λα γιὰ τὸν ἑαυ­τό σου, τίποτα γιὰ τὸν ἄλλο. Ὁ Χριστὸς λέει· Ὅλα γιὰ τὸν ἄλλο, τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό σου.


Κι ὄχι μόνο στὰ ἄτομα καὶ τὶς οἰκογένειες ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ διεθνοῦς πεδίου ὁ λόγος αὐ­τὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐφαρμόζεται. Ἂν μποροῦ­σα, θὰ πήγαινα ἐκεῖ ποὺ συνεδριάζουν τὰ Ἡνω­μέ­να Ἔθνη, νὰ γράψω μὲ φωτει­νὰ γράμματα· Ὦ ἰ­σχυροὶ τῆς ἡμέρας (Ἀμερική, ῾Ρωσία, Ἀγγλία, Γερμανία…), «κα­θὼς θέλε­τε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως»! Θέλετε νὰ κά­νῃ ἄλλος εἰσβολὴ στὸ ἔδαφός σας καὶ νὰ φτά­σῃ ὣς τὴν πρωτεύουσα; Ὄχι. Ἔ λοιπόν, ἔτσι νὰ σκέπτεσθε καὶ νὰ ἐνεργῆτε καὶ γιὰ τὰ μικρὰ ἔθνη. Δὲν τὸ ἐφαρμόζετε ὅμως. Κοιτάξτε τὸ χάρτη· στὴν ἀνατολικὴ γωνία τῆς Με­σογείου ἕνα μικρὸ κράτος, ἡ Κύπρος, δέχθηκε βάρβαρη ἐπίθεσι ἀπὸ τὸν «Ἀττίλα» ἀντί­θετα πρὸς κά­θε ἔννοια δικαίου.


Τί ἔπρεπε νὰ κάνε­τε ἐσεῖς; Ἐὰν πιστεύατε στὰ ἰδεώδη τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς εἰρήνης, ἦταν ἀρκετὸ ἕνα τελε­σίγραφό σας στὸν βάρβαρο Ἀσιάτη γιὰ νὰ ἐκ­κενώσῃ μέσα σὲ 24 ὧρες τὰ κατεχόμενα. Δὲν τὸ κάνατε. Καὶ ὄχι μόνο δὲν ὑπερασπισθήκατε τὸ δίκαιο, ἀλλὰ κάνατε καὶ πλάτες στὸν βάρβα­ρο, ὅπως καὶ τὸ 1922 στὴ Μικρὰ Ἀσία. Δὲν ἐ­φαρ­μόζεται ὁ νόμος τοῦ Εὐαγγελίου· βασιλεύει ὁ νόμος τῆς ζούγκλας ποὺ λέει ὅτι «τὸ μεγάλο ψάρι τρώει τὸ μικρό»· δὲν ἐπικρατεῖ τὸ δίκαιο καὶ ἡ ἠθική, ἀλλὰ ἡ βία, ἡ πυγμή, τὸ ξίφος.


ς ἔχουμε ὅμως θάρρος. Παραπάνω ἀπὸ τὰ Ἡνωμένα Ἔθνη ὑπάρχει ὁ παντοδύ­ναμος Κύριος, ὁ προστάτης καὶ τοῦ δικοῦ μας μικροῦ ἔθνους. Δὲν πιστεύουμε στοὺς μεγάλους· πιστεύουμε στὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, στὴν ὑ­περαγία Θεοτόκο. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἐπικρα­τήσῃ τὸ δίκαιο. Ὁ κόσμος θὰ κυβερνηθῇ μὲ τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὸ εἶνε τὸ χρυσὸ κλειδί, ποὺ λύνει ὅλα τὰ προβλήματα (ἀτομικά, οἰκογενειακά, κοινωνικά, διεθνῆ). Εἶπεν ὁ Κύριος· «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄν­θρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος – Πτολεμαΐδος τὴν 29-9-1974



<<Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης>>


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF