ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ - ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ: ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 



Τό μέγα μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, καθὼς εἶναι τὸ ὑψηλότερον, τὸ εὐγενέστερον καὶ τελειότερον ἔργον τῆς δημιουργικῆς θείας σοφίας καὶ δυνάμεως, ἔτσι, πρῶτον ἀπό κάθε ἄλλο ἐπρομελετήθη καί ἐπρογνωρίσθη ἀπό τόν παντέφορον νοῦν τοῦ Θεοῦ. Πρίν νά προορίσῃ ὁ Θεός τήν πλάσιν ἤ τῶν Ἀγγέλων ἤ τῶν ἀνθρώπων ἤ τινος ἄλλου κτίσματος, προώρισεν εἰς τήν ἀΐδιὸν Του βουλήν τήν σάρκωσιν τοῦ Θείου Λόγου.


θεν ἡ σάρκωσις τοῦ Θείου Λόγου, εἰς τάς θείας Γραφάς λέγεται «ἀρχή τῶν ὁδῶν Κυρίου» καί αὐτός ὁ σαρκωθείς Θεῖος Λόγος «πρωτότοκος πάσης κτίσεως». Αὐτή ἡ ἐνυπόστατος σοφία τοῦ Θεοῦ λέγει περί ἑαυτῆς, εἰς τό η´ τῶν Παροιµιῶν. «Κύριος ἔκτισέ µε ἀρχήν ὁδῶν αὐτοῦ, πρό τοῦ αἰῶνος ἐθεµελίωσέ µε». Καί ὁ µακάριος Παῦλος εἰς τό πρῶτον τῆς πρός Κολασσαεῖς, ὁµιλῶν περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, λέγει· «ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως»· τά ὁποῖα ἐξηγοῦσι οἱ ἱεροί Διδάσκαλοι, πῶς ἐννοοῦνται διά τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ὄχι κατά τήν θεότητα, διατί ὡσάν Θεός ὄντας ὁµοούσιος καί συναΐδιος µέ τόν Πατέρα οὔτε ἐκτίσθη ἀπό τόν Θεόν οὔτε εἶναι τό πρῶτον τῶν κτισµάτων καθώς ἐβλασφήµει ὁ Ἄρειος, ἀλλά κατά τήν ἀνθρωπότητα (ἀνθρωπίνην φύσιν), τήν ὁποίαν, πρὶν ἀπὸ κάθε πρᾶγμα, ἐπροεῖδεν ὁ Θεός ἀρχήν τῶν θείων του ἀϊδίων ὁρισµῶν, πρῶτον πάντων τῶν ποιηµάτων…


τσι ἐξηγοῦν ὁ Μ. Ἀθανάσιος, εἰς τὸν γ´ καί δ´ λόγον κατά Ἀρειανῶν, ὁ Ἀλεξανδρείας Κύριλλος, ὁ θεῖος Αὐγουστῖνος περί Τριάδος, καὶ πρεπόντως ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία προωρίσθη ἀπὸ τὸν Θεὸν, πρωτύτερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα, διατὶ λέγουσιν οἱ ἱεροὶ θεολόγοι πὼς περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἔνσαρκος Οἰκονομία ἀποδίδει μεγαλυτέραν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὁμοῦ, ὅλοι οἱ ἄγγελοι ὁμοῦ, δὲν φθάνουσι νὰ ἀποδώσωσι τόσην δόξαν εἰς τὸν Θεόν, ὅσην ἀποδίδει μόνος ὁ Θεάνθρωπος Λόγος, ὅστις διὰ τοῦτο ὁμιλῶν μὲ τὸν ἄναρχόν Του Πατέρα, λέγει «ἐγὼ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς»…


παλαιὸς Ἀδὰμ ἔδωκε τὸν θάνατον εἰς ὅλους τοὺς ζῶντας, ὁ νέος ἔρχεται νὰ δώσῃ τὴν ζωὴν εἰς ὅλους τοὺς νεκρούς. Ἐκεῖνος πατὴρ τῆς φυσικῆς γενέσεως, οὗτος πατὴρ τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως· τότε ἐπλάσθη ὁ ἄνθρωπος καὶ ἔγινε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ, τώρα σαρκοῦται ὁ Θεὸς καὶ γίνεται καθ’ ὁμοίωμα καὶ μορφὴν ἀνθρώπου. Ἀλλά, τότε μέν, ἔλαβε τὴν κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ μόνον κατὰ μετοχὴν καὶ χάριν, τώρα ὁ Θεὸς λαμβάνει μορφὴν καὶ ὁμοίωμα ἀνθρώπου κατ’ οὐσίαν καὶ καθ’ ὑπόστασιν.


πειδὴ ἡ ἁμαρτία ἐξάλειψεν εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸ κατ’ εἰκόνα, ἔπρεπε μὲ τὸν ἄνθρωπον νὰ ἑνωθῇ ὁ Υἱὸς, ὁποῦ εἶναι εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, καθὼς λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος (λόγος περὶ Ἐνανθρωπήσεως) καὶ ὁ Παῦλος, διὰ νὰ ξανατυπώσῃ τὸ ἀρχαῖον κάλλος τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ. Ἔπρεπε ὁ Υἱὸς ὁποῦ εἶναι ὁ Λόγος, νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν ἄνθρωπον, διὰ νὰ λύσῃ τὴν ἀλογίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἔπεσεν ὁ ἄνθρωπος, ὅταν διὰ τὴν ἁμαρτίαν «παρεσυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς», ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἔπρεπεν ὁ Υἱός, ὡς γεννητός, τώρα μίαν φορὰν γεννᾶται καὶ πάντοτε γεννᾶται ἀχρόνως, εἰς τρόπον ὅπου, οὔτε ὁ Θεὸς ἐτράπη εἰς ἄνθρωπον, οὔτε ὁ ἄνθρωπος εἰς Θεόν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ἐσαρκώθη µένοντας Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐθεώθη µένοντας ἄνθρωπος.


κεῖνος ὁποῦ ἦτον τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος ἦτον ἕνας µόνος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Μία ὑπόστασις, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἐσύγχυσε τὰς δύο φύσεις, θείαν καὶ ἀνθρωπίνην. Δύο φύσεις, αἱ ὁποῖαι ὅμως δὲν ἐδιαίρεσαν τὴν μίαν ὑπόστασιν. Ὁ θεῖος Λόγος προσέλαβεν ἀπὸ τὴν Παρθένον σῶμα ἀληθινόν, ἀλλὰ σῶμα εὐθὺς τέλειον. Προσέλαβε ψυχήν, ἀλλὰ καὶ ταύτην τελείαν, μὲ νοῦν δηλαδὴ καὶ μὲ θέλησιν, δο­γματίζει ἡ Ἁγία Οἰκουμενικὴ Ἕκτη Σύνοδος, μὲ τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Σωφρονίου. «Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ», λέγει ὁ Παῦλος. Μέγα θαῦμα, χριστιανοί μου, νὰ γένη ὁ Θεὸς ἄνθρωπος!


δῶ φαίνεται ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἀγάπη, σοφία καὶ δύναμις. Ἦτον ὁ ἄνθρωπος ἀποστάτης τοῦ Θεοῦ, υἱὸς θείας ὀργῆς, δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, αἰχμάλωτος τοῦ διαβόλου, κληρονόμος τῆς αἰωνίου κολάσεως, διὰ τὴν παράβασιν τοῦ Ἀδάμ. Διὰ τὸν ἄνθρωπον ἦτον κλεισμένη ἡ πύλη τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ χαμένη ἡ ἐλπίς τῆς σωτηρίας. Διὰ τὸν ἄνθρωπον, δὲν ἦτον μεσίτης νὰ κάμῃ καταλλαγὴν μὲ τὸν Θεόν. Ἐλυπήθη τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Του ὁ Θεός, ἐκατέβη προσωπικῶς εἰς τὴν γῆν, ἐσαρκώθη διὰ νὰ σώσῃ τοῦτον τὸν ἄνθρωπον δηλαδή, διὰ νὰ τοῦ δείξῃ τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας, διὰ νὰ τοῦ ἀνοίξῃ τὴν πύλην τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, διὰ νὰ τὸν φιλιώσῃ μὲ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα, διὰ νὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ τὴν αἰώνιον κόλασιν.


«λθεν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός», αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας. Ὅταν ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, ὁ Θεὸς ἐστόλισε πρῶτα τὸν οὐρανὸν μὲ ὅλον τὸ φῶς τῶν ἀστέρων· τὴν γῆν, μὲ ὅλον τὸ ποικιλόχρωμον τῶν ἀνθέων καὶ τῶν φυτῶν. Ἔκτισεν ἐπὶ ταυτοῦ ἕνα Παράδεισον τῆς τρυφῆς καὶ τὸν ἀνεκήρυξεν βασιλέα τῆς κτίσεως· ὅταν δὲ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός, πρῶτον μὲν διώρισε μίαν νύκτα, μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον, ἐπάνω εἰς μίαν φάτνην, δεύτερον δέ, ἐκεῖνος ὁποῦ ἐγεννήθη, ἦταν ὁ κληρονόμος τῆς βασιλείας τοῦ Δαυΐδ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, ὁ Μεσσίας ὁποῦ προεῖπον οἱ Προφῆται, ὁποῦ ἐπεθύμει τόσους αἰῶνας ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ·


Καὶ λοιπόν, ἀντὶ νὰ κηρυχθῇ ἡ γέννησίς Του εὐθὺς εἰς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, ἤ κἄν εἰς ὅλην τὴν Ἱερουσαλήμ, εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς, εἰς τοὺς πρεσβυτέρους, εἰς τοὺς ἄρχοντας τῆς πόλεως, ἕνα πρᾶγμα τόσον μεγάλον μένει ἀπόκρυφον καὶ σχεδὸν δὲν τὸ ἠξεύρει τινάς, ἐβγάνοντας ἐκείνους τοὺς ὀλίγους ποιμένας, πρὸς τοὺς ὁποίους τὴν ἐφανέρωσεν ἕνας ἄγγελος. Τόσον ἔνδοξος καὶ περιφανὴς ἡ πλᾶσις τοῦ ἀνθρώπου, ὁποῦ τὴν βλέπει ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ· καὶ τόσον σκοτεινὴ καὶ ἄγνωστος ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ, ὁποῦ λαχαίνει νύκτα καὶ μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον; Ἡ γέννησις τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ ἦλθε νὰ σώσῃ τοῦτον τὸν ἄνθρωπον;


Ναί! Διὰ τοῦτο μάλιστα, ἄς εἶναι ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ, ὅσον τὸ δυνατὸν σκοτεινή, ἄς εἶναι σχεδὸν ἄγνωστος εἰς τὸν κόσμον, ἄς φαίνεται πὼς τοῦτος ὁποῦ γεννᾶται, δὲν εἶναι ὁ οὐράνιος βασιλεὺς τῆς δόξης, ἀλλ’ ὁ πλέον πενιχρὸς ἄνθρωπος τῆς γῆς, διὰ νὰ πλανεθῆ τόσον περισσότερον ὁ διάβολος. Ἄς τὸν νομίση τώρα ψιλὸν (γυμνὸν) ἄνθρωπον, διὰ νὰ τὸν δοκιμάσῃ ὕστερα Ὕψιστον Θεόν, ὡσὰν τὸ ἔπαθεν, ὅταν, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «ἔλαβε σῶμα καὶ Θεῷ περιέτυχε· ὅταν ἔλαβε ὅπερ ἔβλεπε, καὶ πέπτωκεν ὁποῦ οὐκ ἔβλεπεν! Ὤ, βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ!»… Καὶ λοιπόν, χριστιανοί, ὅποιος θέλει νὰ ἑορτάσῃ ἀξιοπρεπῶς τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, ἄς ἐξομολογηθῇ καὶ ἄς μεταλάβη.


ποιος ταύτας τὰς Ἁγίας ἡμέρας θέλει νὰ εὕρη τὸν Χριστόν, ἄς πλησιάσῃ εἰς τὸ θυσιαστήριον, ὁποῦ εἶναι ὁ οἶκος τοῦ ἄρτου τῆς Ζωῆς, ὅπως φθάσῃ εἰς τὴν πνευματικὴν Βηθλεὲμ καὶ εὕρη τὸν Βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ ἄς ἀκολουθήσωμεν ὅλοι ἐμεῖς τοὺς τρεῖς ἐκείνους εὐλαβεῖς Μάγους. Οἱ μάγοι, ὡς ἔφθασαν καὶ εἶδον τὸ θεῖον ἐκεῖνο παιδίον, μετὰ Μαρίας, τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἔπεσον μὲ πολλὴν εὐλάβειαν καὶ προσεκύνησαν· ἄνοιξαν τοὺς θησαυρούς τους καὶ Τοῦ ἐχάρισαν δῶρα, χρυσάφι, λιβάνι, σμύρνα. Ἄς προσφέρωμεν χρυσάφι, ἤτοι ἐλεημοσύνην, λιβάνι, ἤγουν προσ­ευχὴν καὶ σμύρναν, τὰ πικρὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Αὗται αἱ προετοιμασίαι τῆς ἀληθινῆς ἐξομολογήσεως καὶ ἀξίας μεταλήψεως καὶ μετά, ἄς πιάσωμεν τὸν «ἄλλον δρόμον» τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς, τῆς τελείας διορθώσεως, ὁποῦ μᾶς φέρει εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν.



<<Διδαχαὶ καὶ Λόγοι>> Εκδ. Ρηγοπούλου. Απόσπασμα



ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF