Η νύχτα κυλάει προσευχόμενη στον ρυθμό των μαύρων κόμπων, ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι είναι η ζωή, που πάλλεται στους ήχους ανεκλάλητης καμπάνας. Κωδωνοκρουσίες εύηχες που φτερουγίζουν στον αέρα. Η βραδινή προσευχή είναι μαυροφορούσα μοναχή που λάμπει το πρόσωπό της στο αθόρυβο τρεμόσβησμα της φλόγας στο καντήλι, χορός μοναχών που διαθλάται υπερβατικά στο έδαφος. Η νύχτα είναι η θεάρεστα εννοούμενη ημέρα της ζωής, τότε που ο Ορθόδοξος αναπνέει, όπως τα άνθη ανασαίνουν τα βράδια του ζεστού καλοκαιριού. Απομυζάει τη νύχτα της παρακλητικής ενατένισης στο βιβλίο της Ζωής, θρόισμα βυζαντινών ψαλμών στο φως του αποσπερίτη. Οι προσευχές είναι τα ασφυκτικά μυρώδη νυχτολούλουδα της απάνεμης σιγαλιάς, μικρές δροσοσταλίδες βροχής που ρέουν κατακόρυφα απ' το πρόσωπο γονυπετούντος μοναχού, αγρυπνίες τελετουργικές στην απόκοσμη ευταξία της νυχτός, τα τεριρέμ που αναπαύονται στα δακρύβρεχτα μάτια των πιστών. Αυτών που εννοούν την Πίστη τρόπο ζωής, χωρίς ημερομηνία λήξης. Η πληρότητα της αίσθησης, της κατά Χριστόν Ζωής είναι το εφαλτήριο της ανόδου στα ουράνια, το πρώτο σκαλοπάτι στην ευθυτενή κλίμακα του Αγίου Ιωάννη. Ο βραδινός, γονατιστός αγώνας είναι πνευματικά, αιματηρή μάχη με το αντίδικο, βδελυρό ''κτίσμα'' μιας μετέωρης, αξιοθρήνητης πτώσης. Δροσίζουν οι ευλογίες του Πατρός στον κοπιώδη ίδρω της βραδινής θυσίας. Τα λόγια είναι αθόρυβα, γοργοϋπήκοα περιστέρια που ταχυδρομούν τις ικεσίες και τις ευχαριστιακές δοξασίες των μαρτυρικών πιστών, ναι είναι μαρτυρική θυσία, η εσώψυχα, εκπέμπουσα προσευχή, πάλη με τον θάνατο. Ο ανατέλλων σταυρός που ορθώνεται ξημερώματα Κυριακής στις άγρυπνες καρδιές των νυχτερινών, προσευχόμενων ανθρώπων. Η λειτουργία έδυε πια στην Μονή της μετανοίας. Χριστοφόροι πιστοί χαμογελούσαν στα κερασένια χείλη ενός αμνοϊκού Χριστούλη. Αποκαταστάθηκε η τάξη στην αφροσύνη της καρδιάς, ανθισμένα πρόσωπα διαθλώνται στα θυμιάματα ψυχών, που αίφνις έβγαλαν καρπό, όπως τα ξεραμένα στάρια στην κίτρινη, απλωμένη γη. Πήραν τον Χριστό, κέρδισαν τον Ουρανό, νίκησαν τον κόσμο. Η Κυριακή είναι ουράνια γιορτή, πλουμιστό τραπέζι με πνευματικά, εύμορφα καλούδια, που γεύονται οι ταπεινοί κι ανυπόκριτοι πιστοί. Η Άνοιξη που προπορεύεται ενός βαρύ, μικρόψυχου χειμώνα, η κόκκινη Λαμπρή που τελειούται στους αχόρταγους για Χριστό, βουλιμικούς ανθρώπους. Αυτή είναι η Ορθοδοξία, προσευχητικό ξέσπασμα μεγαλόψυχης αγάπης σε άγονη, στειρωμένη γη, η ανθοφορία της αμυγδαλιάς σε καρποφόρο χώμα, η γονυπετούσα προσευχή που εισακούγεται στην νυχτερινή θυσία. Όλες οι Κυριακές είναι πολύχρωμες, θυμιασμένες ανθοδέσμες, άνθη του αγρού που αντιστέκονται στην ξέφρενη μανία ενός επίβουλου ανέμου, τα πτερωτά του ουρανού που αναπαύονται στο γαλανό πέπλο της πλάσης που απλώνεται. Οι Κυριακές των Ορθοδόξων φορούν το ρούχο της ελπίδας, χιονάτες, ολόλευκες νυφούλες που καθαίρονται σε ταπεινόφρονες, ενδεείς υπάρξεις, το βαθύ μπλε της θάλασσας που ευωδιάζει με γαλανή αρμύρα τα χλοερά, καταπράσινα λιβάδια. Τα μεγαλόψυχα σπίτια των ανθρώπων που φιλοξενούν το άγιο πνεύμα του Θεού, ευφρόσυνες ψυχές που αναπαύονται στην ζέση της μητρικής, θελκτικής αγκάλης, το χέρι του πατέρα στην έξοδο κινδύνου, το παλιό κλειδί της πόρτας αφημένο στο περβάζι!
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου