[Ιω. 11, 1-45]
[Υπομνηματισμός των εδαφίων 11, 1-17]
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν τις ἀσθενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας, καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς (: Ήταν τότε κάποιος που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος είχε αρρωστήσει. Αυτός καταγόταν από τη Βηθανία, το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας της αδελφής της). Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ, καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει (: Και ήταν η Μαρία εκείνη που αργότερα, λίγο πριν από τον θάνατο του Κυρίου, Τον άλειψε με το μύρο και σκούπισε τα πόδια Του με τα μαλλιά της. Και ο Λάζαρος που ασθενούσε, ήταν αδελφός της)» [Ιω. 11, 1-2].
Πολλοί από τους ανθρώπους όταν δουν κάποιους, που είναι αρεστοί στον Θεό, να πάσχουν από κάποιο κακό (όπως για παράδειγμα να έχουν αρρωστήσει ή να πάσχουν από φτώχεια ή από κάποιο άλλο παρόμοιο) σκανδαλίζονται, μη γνωρίζοντας ότι γνώρισμα των κατεξοχήν φίλων του Θεού είναι το να πάσχουν από αυτά· και ο Λάζαρος λοιπόν ήταν ένας από τους φίλους του Χριστού και ήταν ασθενής. Αυτό λοιπόν έλεγαν και εκείνοι που στάλθηκαν: «Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ (: Κύριε, να, ο φίλος Σου που τόσο πολύ αγαπάς είναι άρρωστος)». Αλλά ας εξετάσουμε από την αρχή την περικοπή.
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν τις ἀσθενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας (: Ήταν τότε κάποιος που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος είχε αρρωστήσει. Αυτός καταγόταν από τη Βηθανία)». Δεν ανέφερε έτσι απλά και τυχαία από πού καταγόταν ο Λάζαρος, αλλά για κάποια αιτία, την οποία θα αναφέρει στη συνέχεια· τώρα ας εξετάσουμε το παρόν χωρίο. Και τις αδελφές του μας τις αναφέρει προς μεγάλη ωφέλεια, και ακόμη, αυτό που επιπλέον είχε η Μαρία, προσθέτοντας και λέγοντας: «Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ, καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει (: Η Μαρία πάλι ήταν εκείνη που αργότερα, λίγο πριν από τον θάνατο του Κυρίου, Τον άλειψε με το μύρο και σκούπισε τα πόδια Του με τα μαλλιά της. Και ο Λάζαρος που αρρώστησε ήταν αδελφός της)».
Εδώ μερικοί απορώντας λένε: «Πώς», λένε, «ανεχόταν ο Χριστός γυναίκα να ενεργεί με τέτοιον τρόπο;». Κατά πρώτον λοιπόν πρέπει να μάθουμε εκείνο, ότι δεν είναι αυτή η πόρνη που αναφέρει ο Ματθαίος [Ματθ. 26, 7-13], ούτε αυτή που αναφέρει ο Λουκάς [Λουκ. 7, 37-48], διότι άλλη είναι αυτή· καθόσον εκείνες μεν ήσαν πόρνες και γεμάτες από πολλά κακά, ενώ αυτή ήταν σεμνή και σπουδαία· διότι φρόντιζε για την υποδοχή του Χριστού. Δείχνει επίσης ο ευαγγελιστής ότι και οι αδερφές του Λαζάρου αγαπούσαν τον Κύριο και όμως επέτρεψε να πεθάνει ο Λάζαρος.
Και γιατί δεν άφησαν τον ασθενή αδελφό τους και να μεταβούν προς Αυτόν για να Τον παρακαλέσουν αυτοπροσώπως, όπως ακριβώς έκανε ο εκατόνταρχος [βλ. Ματθ. 8, 5-6: «Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων·. Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος (: Κι όταν ο Ιησούς μπήκε στην Καπερναούμ, ήλθε κοντά του ένας εκατόνταρχος, ο οποίος τον παρακαλούσε και του έλεγε: ’’Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος και παράλυτος στο σπίτι και βασανίζεται από τρομερούς πόνους’’)»] και εκείνος ο άνθρωπος που ανήκε στη βασιλική αυλή του Ηρώδη [βλ. Ιω. 4, 47:
«οὗτος ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ἥκει ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱὸν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνήσκειν (: Αυτός λοιπόν, μόλις άκουσε ότι ο Ιησούς είχε έλθει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, έφυγε από την Καπερναούμ και πήγε να τον συναντήσει˙ κι άρχισε να τον παρακαλεί να κατεβεί από την Κανά στην Καπερναούμ και να θεραπεύσει το γιο του˙ διότι ήταν βαριά άρρωστος και κινδύνευε να πεθάνει)»], αλλά στέλνουν άλλους; Είχαν πάρα πολύ θάρρος προς τον Χριστό και πολλή οικειότητα. Άλλωστε και γυναίκες αδύναμες ήσαν και κατέχονταν από το πένθος· διότι, το ότι δεν το έκαναν αυτό από περιφρόνηση, το απέδειξαν στη συνέχεια.
Το ότι λοιπόν δεν ήταν αυτή εκείνη η πόρνη [Λουκά 7, 37-38: «καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου, καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ (: Και ιδού, στην πόλη αυτή ζούσε μία γυναίκα που ήταν αμαρτωλή. Αυτή όταν πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς είναι καθισμένος και τρώει στο σπίτι του Φαρισαίου, έφερε ένα αγγείο από αλάβαστρο γεμάτο από μύρο, κι αφού στάθηκε κοντά στα πόδια Του, πίσω από το τραπέζι, όπως ήταν καθισμένος ο Κύριος, καθώς σκεπτόταν τις αμαρτίες της, ξέσπασε σε κλάματα. Και άρχισε να βρέχει τα πόδια Του με τα άφθονα δάκρυά της και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της. Συγχρόνως μάλιστα φιλούσε με ευλαβική αγάπη τα πόδια Του και τα άλειφε με το μύρο)»] είναι ολοφάνερο.
«Αλλά και εκείνη την πόρνη που αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, «για ποιο λόγο τη δέχτηκε ο Χριστός;» Για να την απαλλάξει από την κακία, για να δείξει τη φιλανθρωπία Του, για να μάθεις ότι δεν υπάρχει νόσημα, που να νικά την αγαθότητά Του. Μη λοιπόν βλέπεις μόνο αυτό, το ότι τη δέχτηκε ο Κύριος, αλλά και εκείνο να προσέξεις, δηλαδή το πώς τη μετέβαλε. Και για ποιο λόγο μας υπενθυμίζει ο ευαγγελιστής αυτήν την ιστορία; Και επιπλέον τι θέλει να μας διδάξει με τους λόγους «Ἠγάπα δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν Μάρθαν, καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον (: Ο Ιησούς μάλιστα αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της, καθώς και τον Λάζαρο. Και δεν έφυγε βέβαια αμέσως για να επισκεφθεί και να θεραπεύσει τον Λάζαρο˙ αυτό όμως δεν το έκανε από αδιαφορία, αλλά διότι απέβλεπε στη φανέρωση της δόξας και της δυνάμεως του Θεού)»; Για να μην αγανακτούμε ποτέ, ούτε να δυσανασχετούμε, εάν κάποια ασθένεια συμβεί στους σπουδαίους άνδρες και φίλους του Θεού.
«Ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν, λέγουσαι· Κύριε, ἴδε, ὃν φιλεῖς, ἀσθενεῖ (: Έστειλαν λοιπόν οι δύο αδελφές του ανθρώπους να ειδοποιήσουν τον Ιησού, και του είπαν: ‘’Κύριε, να, ο φίλος Σου που τόσο πολύ αγαπάς είναι άρρωστος’’)». Ήθελαν να αποσπάσουν την ευσπλαχνία του Χριστού· διότι ακόμη σαν άνθρωπο Τον πρόσεχαν και είναι φανερό από όσα λέγουν: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει· (: Όταν λοιπόν η Μάρθα συνάντησε τον Ιησού, του είπε: ‘’Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου)» και από το ότι δεν είπαν «Να, ο Λάζαρος ασθενεί», αλλά «Να, ο φίλος Σου που τόσο πολύ αγαπάς, είναι ασθενής».
Τι λέει λοιπόν ο Χριστός; «Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς (: Αυτή η ασθένεια δεν θα καταλήξει σε ανεπανόρθωτο θάνατο, αλλά εμφανίστηκε για να εκλάμψει η δόξα και η δύναμη του Θεού. Εμφανίστηκε δηλαδή για να δοξασθεί με την ασθένεια αυτή ο Υιός του Θεού, διότι θα Του δοθεί η ευκαιρία να δείξει την υπερφυσική Του δύναμη και να επιβεβαιώσει περίτρανα τη θεϊκή Του φύση και αποστολή)». Πρόσεχε πως πάλι λέγει ότι μία είναι η δόξα Αυτού και του Πατέρα· διότι αφού είπε «τοῦ Θεοῦ», πρόσθεσε: «ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς. Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον». Επειδή δηλαδή επρόκειτο να μείνει εκεί δύο ημέρες, καταρχήν αποστέλλει αυτούς να αναγγείλουν τη θανάσιμη ασθένεια του Λαζάρου.
Για τον λόγο αυτόν πρέπει να θαυμάσουμε τις αδελφές του Λαζάρου, πώς, αν και άκουσαν ότι η ασθένεια αυτή «οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον» και όμως είδαν τον αδερφό τους ότι πέθανε, δεν σκανδαλίστηκαν που συνέβη το αντίθετο από αυτό που είπε, αλλά και πάλι προσήλθαν προς τον Χριστό και δεν νόμισαν ότι διαψεύστηκε. Επίσης, το «ἵνα» εδώ δε δηλώνει αιτιολογία, αλλά το αποτέλεσμα· διότι συνέβη μεν η αρρώστια από άλλη αιτία, χρησίμευσε όμως αυτή προς δόξαν του Θεού.
«Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας (: Όταν λοιπόν άκουσε ότι ο Λάζαρος είναι άρρωστος, τότε παρέμεινε δύο ακόμη ημέρες στον τόπο που βρισκόταν, ενώ όλοι όσοι ήξεραν την αγάπη Του γι’ Αυτόν θα περίμεναν να αναχωρήσει αμέσως)». Γιατί έμεινε;
Για να πεθάνει και να ενταφιαστεί στο μεταξύ ο Λάζαρος, για να μην μπορεί κανείς να πει ότι τον ανέστησε πριν ακόμη πεθάνει· ότι ήταν νάρκη, ότι ήταν ατονία, ότι ήταν επαναφορά από την κατάσταση αυτήν και όχι θάνατος. Για τον λόγο αυτόν και μένει ο Κύριος τόσο χρόνο προτού μεταβεί στη Βιθυνία, ώστε και να έχει προχωρήσει η σήψη και η φθορά στο σώμα του νεκρού Λαζάρου και να πουν: «ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι (: Κύριε, τώρα πια μυρίζει άσχημα˙ διότι είναι τέσσερις μέρες νεκρός’’)» [Ιω. 11, 39]. «Ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς Μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν πάλιν (: Κι έπειτα, αφού πέρασαν οι δύο ημέρες, είπε στους μαθητές Του: ‘’Ας πάμε πάλι στην Ιουδαία’’)». Γιατί λοιπόν, τέλος πάντων, ενώ ποτέ άλλοτε δεν προείπε πού θα πάνε, εδώ το προλέγει; Οι μαθητές Του φοβούνταν τότε πάρα πολύ· και επειδή βρίσκονταν σε αυτήν την κατάσταση, το προλέγει για να μην τους ταράξει το ξαφνικό.
Τι λένε λοιπόν οι μαθητές; «Λέγουσιν αὐτῷ οἱ Μαθηταί· Ῥαββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; ( :Οι μαθητές Του όμως, που είχαν φοβηθεί από την αντίδραση που συνάντησε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, του είπαν: ‘’Διδάσκαλε, μόλις πριν λίγο ζητούσαν οι Ιουδαίοι να Σε λιθοβολήσουν, κι εσύ θέλεις να πας πάλι εκεί;’’)». Φοβούνταν βέβαια και γι΄Αυτόν, περισσότερο όμως μάλλον φοβούνταν για τους εαυτούς τους· διότι δεν ήσαν ακόμη πνευματικά καταρτισμένοι. Για τον λόγο αυτόν συγκλονιζόμενος ο Θωμάς από τον φόβο λέγει: «Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ (: Αφού θέλει να επιστρέψει στο μέρος που οι εχθροί Του ζητούν να Τον σκοτώσουν, ας πάμε κι εμείς εκεί για να πεθάνουμε μαζί του)», διότι ήταν πνευματικά ασθενέστερος από τους άλλους και περισσότερο δύσπιστος.
Αλλά πρόσεχε πώς ο Ιησούς ενθαρρύνει αυτούς με αυτά που λέγει. «Οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· ἐὰν δέ τις περιπατεῖ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ (: Δώδεκα ώρες δεν έχει η ημέρα; Εάν κανείς περπατάει την ημέρα, δεν σκοντάφτει, αλλά βαδίζει με ασφάλεια, διότι βλέπει τον ήλιο, που φωτίζει τον υλικό αυτόν κόσμο. Έτσι κι εγώ έχω τον χρόνο της επίγειας αποστολής μου επακριβώς καθορισμένο από τον Πατέρα μου. Και οι Ιουδαίοι δεν μπορούν να μου αφαιρέσουν ούτε δευτερόλεπτο από τον χρόνο αυτό. Δεν διατρέχω λοιπόν κανένα κίνδυνο από τους Ιουδαίους, αφού ακολουθώ τον δρόμο που φωτίζεται απ’ το θέλημα του Πατρός μου. Αλλά και σεις, εφόσον με ακολουθείτε, δε διατρέχετε μαζί μου κανέναν κίνδυνο.
Διότι εγώ, που είμαι ο ήλιος της δικαιοσύνης, θα φωτίζω τον δρόμο σας και θα ασφαλίζω την πορεία σας. Εάν όμως κανείς περπατάει τη νύχτα, σκοντάφτει, διότι δεν υπάρχει σε αυτόν το φως για να τον φωτίζει. Έτσι κι εκείνοι που δεν θα μείνουν στο φως του Υιού του Θεού, θα σκοντάψουν και θα πέσουν)». Ή λοιπόν εννοεί αυτό, ότι αυτός που δε νιώθει για τον εαυτό του τίποτε το πονηρό δε θα πάθει κανένα κακό, ενώ αυτός που πράττει κακά έργα, θα πάθει («και επομένως εμείς δεν πρέπει να φοβούμαστε, διότι δεν κάναμε τίποτε άξιο θανάτου»), ή ότι αυτός που βλέπει το φως αυτού του κόσμου, είναι ασφαλής. «Εάν λοιπόν είναι ασφαλής αυτός που βλέπει το φως αυτού του κόσμου, πολύ περισσότερο αυτός που είναι μαζί μου, εάν δεν φύγει από κοντά μου».
Αφού τους έδωσε θάρρος με αυτά τα λόγια, προσθέτει και την αναγκαία αιτία της αφίξεώς Του εκεί και για να δείξει ότι δεν πρόκειται να μεταβούν στα Ιεροσόλυμα, αλλά στη Βηθανία, λέγει: «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν (: Ο φίλος μου Λάζαρος έχει κοιμηθεί. Αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω)»· δηλαδή «δεν πηγαίνω προς αυτούς για να συνομιλήσω πάλι με αυτούς και να συγκρουστώ με τους Ιουδαίους, αλλά για να ξυπνήσω τον φίλο μου». Λέγουν οι μαθητές: «Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται (: Κύριε, εάν έχει κοιμηθεί, ο οργανισμός του με την ανάπαυση του ύπνου θα ανακτήσει τις σωματικές του δυνάμεις και συνεπώς θα γίνει καλά. Γιατί λοιπόν να τον ξυπνήσουμε;)». Αυτό δεν το είπαν έτσι τυχαία, αλλά θέλοντας να εμποδίσουν τη μετάβασή Του εκεί. «Λέγεις», λέγουν, «ότι κοιμάται; Επομένως δεν είναι αναγκαία η μετάβαση εκεί»· αν και βέβαια ο Κύριος για τον λόγο αυτόν είπε τη φράση: «ο φίλος μου», για να δείξει αναγκαία την παρουσία Του εκεί.
«Εἰρήκει δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν, ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει (: Ο Ιησούς όμως το είχε πει αυτό εννοώντας τον θάνατο του Λαζάρου˙ ενώ εκείνοι νόμισαν ότι μιλάει για τον συνηθισμένο ύπνο)». Όταν λοιπόν φάνηκαν διστακτικότεροι, τότε λέγει σε αυτούς «παρρησίᾳ» (: καθαρά)»: «Λάζαρος ἀπέθανε (: Τότε λοιπόν ο Ιησούς τους είπε καθαρά: ‘’Ο Λάζαρος πέθανε’’)». Τα προηγούμενα βέβαια λόγια τα έλεγε θέλοντας να δείξει την έλλειψη καυχήσεως, επειδή όμως δεν το αντιλήφτηκαν, προσθέτει: «καὶ χαίρω δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ᾿ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν (: και χαίρομαι για σας, για να στηριχθείτε περισσότερο στην πίστη. Χαίρομαι, διότι δεν ήμουν εκεί πριν πεθάνει. Διότι τότε θα τον θεράπευα προτού πεθάνει και δεν θα γινόταν το θαύμα της αναστάσεώς του, που θα σας στηρίξει στην πίστη. Αλλά ας πάμε κοντά του’’)».
Τι σημαίνει η φράση «για εσάς»; Διότι «το προείπαν χωρίς να είμαι παρών και ότι όταν τον αναστήσω, δε θα υπάρχει καμία υποψία». Βλέπεις πως ακόμη βρίσκονταν σε ατελή πνευματική κατάσταση οι μαθητές και δεν γνώριζαν την δύναμή Του όπως έπρεπε; Αυτό το δημιουργούσαν οι φόβοι που τους διακατείχαν, που τάρασσαν τις ψυχές τους και τις ανησυχούσαν. Και όταν μεν είπε: «Έχει κοιμηθεί», προσθέτει: «Πηγαίνω για να τον ξυπνήσω», όταν όμως είπε «Πέθανε» δεν πρόσθεσε ακόμη το «Πηγαίνω για να τον αναστήσω»· διότι δεν ήθελε με τα λόγια να προλέγει αυτά που επρόκειτο με τα έργα να τα επιβεβαιώσει, για να μας διδάξει να αποφεύγουμε πάντοτε την κενοδοξία και το ότι δεν πρέπει απλώς να δίνουμε υποσχέσεις. Και αν το έκανε αυτό στην περίπτωση του εκατοντάρχου που ήλθε και Τον παρακάλεσε (διότι είπε: «ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν (: Θα έλθω εγώ στο σπίτι σου και θα τον θεραπεύσω)» [Ματθ. 8, 7], το είπε αυτό για να δείξει την πίστη εκείνου του ανθρώπου.
Εάν όμως έλεγε: «Από πού νόμισαν οι μαθητές ότι πρόκειται περί ύπνου και δεν αντιλήφτηκαν από αυτά τα λόγια, ότι πρόκειται περί θανάτου (εννοώ τα λόγια: ‘’Πηγαίνω για να τον ξυπνήσω’’)», καθόσον θα ήταν ανοησία, εάν περίμεναν αυτόν να βαδίσει δεκαπέντε στάδια για να τον ξυπνήσει, εκείνο θα μπορούσαμε να πούμε ότι νόμιζαν ότι πρόκειται για κάποια αινιγματική φράση σαν κάποια από τους πολλές εκείνες που τους έλεγε. Βέβαια όλοι είχαν φοβηθεί την επίθεση των Ιουδαίων, περισσότερο όμως από τους άλλους ο Θωμάς, για τον λόγο αυτόν και έλεγε: «Ας πάμε για να πεθάνουμε μαζί Του». Και ορισμένοι λένε ότι επιθυμούσε και ο ίδιος να πεθάνει, αλλά αυτό δεν είναι σωστό· μάλλον δηλαδή ήταν λόγος φόβου. Αλλά όμως δεν επιτιμήθηκε· διότι ο Κύριος ανεχόταν ακόμη την πνευματική αδυναμία του· αργότερα όμως είχε γίνει ο ισχυρότερος και ο ασυναγώνιστος. Το άξιο θαυμασμού λοιπόν είναι αυτό, ότι αυτός που ήταν τόσο πνευματικά ατελής προ του σταυρού, τον βλέπουμε μετά τον σταυρό και την πίστη του στην ανάσταση του Κυρίου θερμότερο από όλους· τόση είναι η δύναμη του Χριστού· διότι αυτός που δεν τολμούσε να έλθει με τον Χριστό στη Βιθυνία, ο ίδιος αργότερα και χωρίς να βλέπει πια τον Χριστό, διέτρεξε σχεδόν όλη την οικουμένη και κινείτο μεταξύ πλήθους που διψούσε για αίμα και ήθελε να τον φονεύσει.
Εάν όμως απείχε η Βηθανία δεκαπέντε στάδια, πράγμα που ισοδυναμεί με δύο μίλια [: περίπου 3.070 μέτρα], πώς ο Λάζαρος ήταν νεκρός πριν από τέσσερεις μέρες; Έμεινε δύο ημέρες και πριν από αυτές τις δύο μέρες ήλθε κάποιος και τους έφερε αγγελία την ημέρα ακριβώς που πέθανε και κατά συνέπεια έφτασε κατά την τέταρτη ημέρα. Για τον λόγο αυτόν και περίμενε να Τον καλέσουν και δε μετέβη χωρίς την πρόσκληση, για να μη δημιουργηθεί από κανέναν υποψία για το γεγονός. Και ούτε οι ίδιες οι αγαπητές στον Κύριο αδελφές του Λαζάρου ήλθαν για να Του ανακοινώσουν τον θάνατο του φίλου Του, αλλά αποστέλλονται άλλοι.
[Υπομνηματισμός των εδαφίων 11, 18-29] «Ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν ῾Ιεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε (: Η Βηθανία μάλιστα ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, σε απόσταση περίπου δεκαπέντε παλαιών σταδίων, δηλαδή τεσσάρων χιλιομέτρων)» [Ιω. 11, 18]. Από αυτό γίνεται φανερό ότι φυσικό ήταν να βρίσκονταν εκεί πολλοί από τα Ιεροσόλυμα. Αμέσως λοιπόν πρόσθεσε ο ευαγγελιστής ότι βρίσκονταν πλησίον τους πολλοί Ιουδαίοι, παρηγορώντας τις δύο αδελφές για τον θάνατο του Λαζάρου. Και πώς παρηγορούσαν αυτές που αγαπώνταν από τον Χριστό, τη στιγμή που είχαν αποφασίσει ότι εάν κάποιος πιστέψει στον Χριστό, θα τον απομάκρυναν από τη συναγωγή; Ή εξαιτίας της συμφοράς, ή επειδή εκτιμούσαν την ευγένειά τους, ή ήσαν παρόντες άνθρωποι χωρίς κακία· διότι πολλοί από αυτούς πίστεψαν. Αυτά επίσης τα λέγει ο Ευαγγελιστής, για να βεβαιώσει ότι ο Λάζαρος είχε πεθάνει.
Και γιατί τέλος πάντων η Μάρθα δεν παίρνει την αδελφή της μαζί της ερχόμενη να συναντήσει τον Χριστό; Θέλει κατ’ ιδίαν να συναντήσει τον Χριστό και να Του αναγγείλει το γεγονός. Όταν όμως της έδωσε καλές ελπίδες, τότε πηγαίνει και καλεί και τη Μαρία και συνάντησε Αυτόν, ενώ ακόμη το πένθος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Βλέπεις πόσο θερμή ήταν η αγάπη της; Αυτή είναι εκείνη για την οποία έλεγε: «ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς (: Ένα είναι χρήσιμο και αναγκαίο, η ακρόαση της διδασκαλίας μου. Αυτή είναι η αναγκαία πνευματική τροφή για την ψυχή. Αυτήν την τροφή διάλεξε η Μαρία, την καλή και ωφέλιμη μερίδα, που δεν θα της αφαιρεθεί ποτέ. Διότι οι ωφέλειες της πνευματικής αυτής τροφής δεν είναι προσωρινές και φθαρτές, αλλά πνευματικές και αιώνιες)» [Λουκά 10, 42]. Πώς λοιπόν τώρα φαίνεται θερμότερη η Μάρθα; Όχι θερμότερη, αλλά επειδή η Μαρία δεν είχε μάθει ακόμη τον ερχομό του Κυρίου· και επειδή ήταν η Μάρθα πνευματικά ασθενέστερη· καθόσον, αν και άκουσε τόσα πολλά περί του Χριστού, ομιλεί ακόμη με ταπεινά φρονήματα:
«Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος, Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι (: Του λέει η Μάρθα, η αδελφή του νεκρού: ‘’Κύριε, τώρα πια μυρίζει άσχημα˙ διότι είναι τέσσερις μέρες νεκρός’’)». Ενώ η Μαρία, αν και δεν άκουσε τίποτε, δεν είπε τίποτε το παρόμοιο, αλλά αμέσως πίστεψε και λέγει: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός (:Κύριε, εάν ήσουν εδώ, δεν θα μου πέθαινε ο αγαπημένος μου αδελφός, αλλά θα τον θεράπευες)». Βλέπετε πόση είναι η φιλοσοφία των γυναικών, αν και η γνώμη τους είναι πνευματικά ατελής; Διότι μόλις είδαν τον Χριστό δεν ξεσπούν αμέσως σε θρήνους ούτε σε κραυγές, ούτε σε ολολυγμούς (πράγμα που πάσχουμε εμείς όταν δούμε κάποιους γνωστούς να μας επισκέπτονται κατά την ώρα του πένθους), αλλά αμέσως θαυμάζουν τον Διδάσκαλο. Πίστεψαν βέβαια και οι δύο στον Χριστό, αλλά όχι όπως έπρεπε· διότι ακόμη δεν γνώριζαν ακριβώς, ούτε ότι ήταν Θεός, ούτε ότι με δική Του δύναμη και εξουσία κάνει αυτά, πράγματα που και τα δύο της τα δίδαξε.
Επίσης το ότι δεν το γνώριζαν γίνεται φανερό από τα λόγια που και οι δύο είπαν μόλις αντίκρισαν τον Κύριο: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει (: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου)», και από αυτό που πρόσθεσαν, «ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα, ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός (: Ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελφός μου είναι πεθαμένος, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα Σου το δώσει ο Θεός’’)», σαν δηλαδή να ομιλούσαν για κάποιον ενάρετο και διακεκριμένο άνθρωπο. Πρόσεχε όμως και τι λέγει ο Χριστός: «Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου (: Θα αναστηθεί ο αδελφός σου)». Καταρχήν ανατρέπει εκείνο, το «ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν (: ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό όσα αν ζητήσεις)»· διότι δεν είπε «Ζητώ», αλλά τι; «Θα αναστηθεί ο αδελφός σου». Το να πει δηλαδή «Γυναίκα, ακόμη κάτω βλέπεις; Δεν έχω ανάγκη από άλλη βοήθεια, αλλά μόνος μου τα κάνω όλα» ήταν πάρα πολύ βαρύ και θα στενοχωρούσε τη γυναίκα, τώρα όμως με το να πει: «Θα αναστηθεί», μετρίασε κατ’ ανάγκην τον λόγο, και με τα όσα λέγει στη συνέχεια υπαινίχτηκε αυτά που προανέφερα·
διότι όταν η Μάρθα είπε «Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ (: Γνωρίζω ότι ο αδελφός μου θα αναστηθεί όταν γίνει η ανάσταση, την τελευταία ημέρα του πρόσκαιρου αυτού αιώνα. Ύστερα απ’ αυτήν θα ακολουθήσει ο μελλοντικός ένδοξος και ατελείωτος αιώνας)», για να δείξει σαφέστερα την εξουσία Του, λέγει: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή (: Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής)», φανερώνουν με αυτό, ότι δεν έχει ανάγκη από άλλο βοηθό, εφόσον Αυτός είναι η ζωή. Εάν όμως έχει ανάγκη άλλου, πώς θα ήταν ο Ίδιος η ανάσταση και η ζωή; Όμως δεν το είπε τόσο φανερά, αλλά το υπαινίχτηκε απλώς. Όταν πάλι εκείνη είπε «Όσα θα ζητήσεις», Αυτός πάλι λέγει: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται (: Εκείνος που πιστεύει σε μένα, ακόμη κι αν πεθάνει σωματικώς, όπως πέθανε ο αδελφός σου, θα ζήσει. Διότι εκτός από την ουράνια και πνευματική ζωή, την οποία από τώρα θα μεταδώσω στην ψυχή του, αργότερα θα τον αναστήσω και σωματικώς)», δείχνοντας με αυτό, ότι Αυτός είναι ο χορηγός των αγαθών και από Αυτόν πρέπει να τα ζητεί.
«Καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο; (: Και κάθε άνθρωπος που δεν έχει ακόμη πεθάνει, αλλά ζει εδώ στη γη, εφόσον πιστεύει σε μένα, θα αντιμετωπίσει γεμάτος αφοβία τον πρόσκαιρο θάνατο, τον οποίο τρέμουν και φοβούνται οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από μένα. Κι επειδή θα μένει πάντοτε ενωμένος με μένα, δεν θα υποστεί ποτέ τον πνευματικό θάνατο, που είναι και ο πραγματικός και ανεπανόρθωτος θάνατος. Το πιστεύεις αυτό;)». Πρόσεχε πώς την εξυψώνει πνευματικά· διότι δε ήταν αυτός μόνο ο σκοπός του, να αναστήσει τον Λάζαρο, αλλά έπρεπε και αυτήν και αυτούς που παρευρίσκονταν με αυτήν να μάθουν την ανάσταση. Για τον λόγο αυτόν τους διδάσκει πριν από την ανάσταση με λόγια. Εάν λοιπόν Αυτός είναι η ανάσταση και η ζωή, δεν περιορίζεται σε ένα τόπο, αλλά ευρισκόμενος παντού, γνωρίζει να θεραπεύει.
Εάν βέβαια Του έλεγαν όπως ο εκατόνταρχος «μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου (: πες αυτό που θέλεις μόνο με έναν απλό λόγο, και θα γιατρευθεί ο δούλος μου)» [Ματθ. 8, 8], θα μπορούσε να το κάνει αυτό, επειδή όμως Τον κάλεσαν στην οικία τους και ζήτησαν να έλθει, εξαιτίας αυτού έρχεται, ώστε να απαλλάξει αυτές από την ταπεινή σκέψη γι΄Αυτόν και έρχεται στο μέρος εκείνο. Όμως αν και έρχεται, δείχνει και με αυτό ότι μπορεί και απών ακόμη, να θεραπεύσει· για τον λόγο λοιπόν αυτόν και αργοπορεί· διότι δε θα φαινόταν η χάρη να έχει δοθεί αμέσως, εάν δεν προχωρούσε και η δυσωδία του νεκρού. Και από πού γνώριζε η γυναίκα την ανάσταση που επρόκειτο να γίνει; Άκουσε πολλά από τον Χριστό να λέγει περί αναστάσεως, αλλά όμως εκείνη επιθυμούσε τώρα να τη δει. Και πρόσεχε πώς ακόμη σκέπτεται γήινα· διότι όταν άκουσε ότι «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή», δεν είπε «Ανάστησέ τον», αλλά τι λέγει; «Ναί, Κύριε· ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος (: Ναι, Κύριε. Εγώ πριν από πολύ καιρό έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που περιμέναμε να έλθει στον κόσμο σύμφωνα με τις θεϊκές υποσχέσεις και προφητείες. Κι εφόσον έχω τη βεβαιότητα ότι Εσύ είσαι ο Χριστός, πιστεύω και σε όσα τη στιγμή αυτή λες και διακηρύττεις για τον εαυτό Σου’’)».
Τι λέει λοιπόν ο Χριστός προς αυτήν; «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται (: Εκείνος που πιστεύει σε μένα, ακόμη κι αν πεθάνει σωματικώς, όπως πέθανε ο αδελφός σου, θα ζήσει. Διότι εκτός από την ουράνια και πνευματική ζωή, την οποία από τώρα θα μεταδώσω στην ψυχή του, αργότερα θα τον αναστήσω και σωματικώς)», εννοώντας τον προσωρινό σωματικό θάνατο, «καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα (: Και κάθε άνθρωπος που δεν έχει ακόμη πεθάνει, αλλά ζει εδώ στη γη, εφόσον πιστεύει σε μένα, θα αντιμετωπίσει γεμάτος αφοβία τον πρόσκαιρο θάνατο, τον οποίο τρέμουν και φοβούνται οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από μένα. Κι επειδή θα μένει πάντοτε ενωμένος με μένα, δεν θα υποστεί ποτέ τον πνευματικό θάνατο, που είναι και ο πραγματικός και ανεπανόρθωτος θάνατος)», φανερώνοντας τον πνευματικό και αληθινό θάνατο τον οποίο δε θα γνωρίσουν ποτέ όσοι πιστεύουν σε Αυτόν.
«Αφού λοιπόν εγώ είμαι η ανάσταση, μη θορυβηθείς, αν και πέθανε ήδη, αλλά πίστευε· διότι αυτό δεν είναι θάνατος». Πρώτα παρηγόρησε αυτή για το συμβάν και της έδωσε ελπίδες και με το να πει ότι «Θα αναστηθεί» και με το να πει «Εγώ είμαι η ανάσταση», και ότι θα αναστηθεί, και αν ακόμη πεθάνει, δε θα πάθει τίποτε. Ώστε δεν πρέπει να νιώθει φρίκη για αυτόν τον θάνατο. Αυτό επίσης που λέγει, σημαίνει το εξής, ότι «ούτε αυτός έχει πεθάνει, ούτε εσείς θα πεθάνετε)». «Το πιστεύεις αυτό;». Λέγει εκείνη: «Πιστεύω ότι Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που επρόκειτο να έλθει στον κόσμο». Έχω τη γνώμη ότι η γυναίκα δεν αντιλήφτηκε το νόημα των λόγων του Χριστού. Αλλά ότι μεν σήμαινε κάτι το σπουδαίο το αντιλήφτηκε, δεν αντιλήφτηκε όμως το όλο νόημα αυτού· για τον λόγο αυτόν, άλλο ρωτήθηκε και άλλη απάντηση δίνει. Καταρχήν λοιπόν εκείνο ήταν το κέρδος της, η κατάπαυση του πένθους της· διότι τέτοια είναι η δύναμη των λόγων του Χριστού. Για τον λόγο αυτόν και εκείνη πρόλαβε και αυτή ακολούθησε· διότι η ευνοϊκή τους διάθεση απέναντι στον Διδάσκαλο, δεν επέτρεπε να σκέπτονται το συμβάν και να βιώνουν δυσάρεστα συναισθήματα γι’ αυτό σε μεγάλο βαθμό. Ώστε μαζί με τη χάρη του Θεού και η σκέψη των γυναικών ήταν φιλοσοφημένη και η διάνοιά τους καρτερική.
[Υπομνηματισμός των εδαφίων 11, 30-40] «Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρα, εἰποῦσα· Ὁ Διδάσκαλος πάρεστι, καὶ φωνεῖ σε(:Αφού είπε αυτά τα λόγια, έφυγε και ειδοποίησε κρυφά την αδελφή της Μαρία να έλθει, λέγοντας: ‘’Ο Διδάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει’’). Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ, καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν (: Εκείνη, αμέσως μόλις το άκουσε αυτό, σηκώθηκε και ξεκίνησε να Τον συναντήσει). Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ᾿ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα (: Στο μεταξύ όμως ο Ιησούς δεν είχε έλθει ακόμη μέσα στο χωριό, αλλά ήταν στο μέρος που τον είχε υποδεχθεί η Μάρθα˙ διότι ήθελε να επισκεφθεί τον τάφο του Λαζάρου μόνος Του, μαζί με τους μαθητές Του και τις δύο αδελφές του Λαζάρου)». Είναι μεγάλο αγαθό η φιλοσοφία· και λέγοντας «φιλοσοφία» εννοώ τη δική μας φιλοσοφία· διότι τα διδάγματα των ειδωλολατρών, τα φιλοσοφήματά τους είναι μόνο λόγια και μύθοι· και ούτε και αυτοί οι μύθοι περιέχουν κάποιο δείγμα φιλοσοφίας, διότι όλα εκ μέρους εκείνων γίνονται για δόξα.
Μέγα λοιπόν αγαθό είναι η φιλοσοφία και μας αμείβει και στην εδώ ζωή· διότι και αυτός που περιφρονεί τα χρήματα, ήδη καρπούται την ωφέλεια στην εδώ ζωή, απαλλασσόμενος από τις περιττές και ανόητες φροντίδες, και εκείνος που καταπατεί την κοσμική δόξα λαμβάνει ήδη τον μισθό στην εδώ ζωή, διότι δεν είναι δούλος κανενός, αλλά είναι πραγματικά ελεύθερος· και αυτός που επιθυμεί τα ουράνια αγαθά λαμβάνει την ανταπόδοση στην εδώ ζωή, διότι θεωρεί τα παρόντα πράγματα χωρίς καμία αξία και εύκολα νικά την όλη λύπη. Να λοιπόν και αυτή η γυναίκα, η Μαρία, με τη φιλοσοφικότητα που επέδειξε, έλαβε τον μισθό στην εδώ ζωή· καθόσον ενώ όλοι κάθονταν πλησίον της και αυτή πενθούσε και θρηνούσε, δεν περίμενε να έλθει πρώτος ο Διδάσκαλος προς αυτήν, ούτε τα προσχήματα τήρησε, ούτε κατανικήθηκε από το πένθος· καθόσον μαζί με την άλλη ταλαιπωρία, αυτές που πενθούν έχουν και αυτήν την ασθένεια, θέλουν να τιμώνται από όσους βρίσκονται εκεί. Όμως αυτή τίποτε παρόμοιο δεν έπαθε, αλλά μόλις άκουσε ότι έρχεται ο Διδάσκαλος, σηκώθηκε και ξεκίνησε η ίδια αμέσως να Τον συναντήσει.
«Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην (: Στο μεταξύ όμως ο Ιησούς δεν είχε έλθει ακόμη μέσα στο χωριό)»· βάδιζε δηλαδή αργά, για να μη φανεί ότι έρχεται με σκοπό να κάνει το θαύμα, αλλά έρχεται επειδή κλήθηκε από εκείνους. Ή λοιπόν είπε ο ευαγγελιστής για τη Μαρία ότι «ἐγείρεται ταχὺ (: σηκώνεται αμέσως)», θέλοντας να υποδηλώσει αυτό, ή θέλει να δείξει ότι έτσι έτρεξε, ώστε να προφτάσει Αυτόν καθώς ερχόταν. Έρχεται μάλιστα όχι μόνη της, αλλά έχοντας μαζί της και τους Ιουδαίους που βρίσκονταν στην οικία της. Με πάρα πολλή σύνεση για τον λόγο αυτόν και κρυφά κάλεσε αυτήν η αδελφή της, ώστε να μην ανησυχήσει αυτούς που είχαν συγκεντρωθεί εκεί· και ούτε την αιτία είπε, διότι οπωσδήποτε πολλοί θα αναχωρούσαν. Ενώ τώρα την ακολουθούσαν όλοι, με την σκέψη ότι απέρχεται για να κλάψει· και με αυτό μάλιστα πάλι επιβεβαιώνεται ότι ο Λάζαρος πέθανε [βλ. Ιω. 18, 31: «Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, οἱ ὄντες μετ᾿ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν, ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες·
ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ (: Οι Ιουδαίοι λοιπόν που ήταν μαζί με τη Μαρία στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν την είδαν να σηκώνεται βιαστική, να φεύγει από το σπίτι και να κατευθύνεται έξω από το χωριό, την ακολούθησαν λέγοντας ότι πηγαίνει στο μνημείο για να κλάψει εκεί)»]. «Ἡ οὖν Μαρία, ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ (: Όταν λοιπόν η Μαρία ήλθε εκεί που ήταν ο Ιησούς, καθώς Τον αντίκρισε, έπεσε στα πόδια Του)». Ήταν θερμότερη αυτή από την αδελφή της· ούτε το πλήθος ντράπηκε, ούτε την υπόνοια που είχε γι΄Αυτόν (διότι ήσαν πολλοί και από τους εχθρούς, που έλεγαν βέβαια «οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; (: Δεν είχε τη δύναμη αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει εγκαίρως ό,τι χρειαζόταν για να μην πεθάνει κι αυτός;)»), αλλά απομάκρυνε όλα τα ανθρώπινα προ του διδασκάλου, και για ένα μόνο ενδιαφερόταν, για να αποδώσει τιμή στον Διδασκάλο.
Και τι λέγει; «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός (: “Κύριε, εάν ήσουν εδώ, δεν θα μου πέθαινε ο αγαπημένος μου αδελφός, αλλά θα τον θεράπευες’’)». Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Καταρχήν δε λέγει τίποτε σε αυτήν, ούτε λέγει αυτά που είπε προς την αδελφή της (διότι παρευρισκόταν πολύ πλήθος και δεν ήταν καιρός για εκείνα τα λόγια), αλλά μόνο δείχνει μετριοφροσύνη και συγκατάβαση και επιβεβαιώνοντας την ανθρώπινη φύση Του, δακρύζει ήρεμα και αναβάλλει προς το παρόν το θαύμα. Επειδή δηλαδή το θαύμα ήταν μέγα και τέτοιο, που λίγες φορές έκανε, και επρόκειτο πολλοί να πιστέψουν σε Αυτόν μέσω αυτού, για να μην προβάλλει το πλήθος την πρόφαση ότι έκανε το θαύμα αυτό χωρίς την παρουσία εκείνων και δεν αποκομίσουν καμία ωφέλεια από το μέγεθος του θαύματος, αποσπά πολλούς μάρτυρες με τη συγκατάβασή Του αυτή, για να μη χάσει το θήραμα, και φανερώνει αυτό που ήταν γνώρισμα της ανθρώπινης φύσεως· δακρύζει δηλαδή και νιώθει ταραχή· διότι γνωρίζει ότι το πάθος προκαλεί συνήθως πένθος.
Έπειτα, αφού επέδειξε τη συγκίνησή Του για το πάθος (διότι το «ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν (:συγκράτησε με δριμύτητα το συναίσθημα της βαθιάς λύπης μέσα στην ψυχή Του και αντέδρασε έντονα για να επιβληθεί σε αυτό)» αυτό σημαίνει), συγκράτησε την ταραχή Του και ρωτά με τον τρόπο αυτόν: «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; (: Πού τον έχετε ενταφιάσει;)», ώστε να μην ρωτήσει με θρήνους. Και γιατί τέλος πάντων ρωτά; Επειδή δε θέλει να φανεί ότι το κάνει από μόνος Του, αλλά να φανεί ότι όλα τα πληροφορείται από εκείνους και τα κάνει παρακαλούμενος από εκείνους, ώστε να απαλλάξει το θαύμα από κάθε υποψία. «Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς (: Όσοι ήταν εκεί Του είπαν: ‘’Κύριε, έλα να δεις’’. Και καθώς πήγαινε στον τάφο, δάκρυσε ο Ιησούς από συμπάθεια για τη θλίψη των δύο αδελφών)». Βλέπεις ότι δεν είχε ακόμη δείξει κανένα σημείο για την ανάσταση, και ούτε ότι πηγαίνει με τέτοιο σκοπό, να αναστήσει δηλαδή, αλλά ωσάν για να κλάψει; Το ότι βέβαια φαινόταν ότι πήγαινε με τέτοιο σκοπό, σαν για να θρηνήσει και όχι ωσάν για να αναστήσει, το φανερώνουν οι Ιουδαίοι, που και έλεγαν ως γνωστό:
«Ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν (: Όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι Τον είδαν να δακρύζει, έλεγαν: ‘’Δες πόσο τον αγαπούσε!’’). Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; (: Μερικοί όμως απ’ αυτούς πήραν αφορμή να εκδηλώσουν την αρνητική τους διάθεση και είπαν: ‘’Δεν είχε τη δύναμη αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει εγκαίρως ό,τι χρειαζόταν για να μην πεθάνει κι αυτός;’’)». Ούτε και κατά τις συμφορές εγκαταλείπουν την πονηρία τους, μολονότι βέβαια ήταν πολύ πιο θαυμαστό αυτό που πρόκειται να κάνει· διότι από το να σταματήσει τον θάνατο καθώς επέρχεται, πολύ μεγαλύτερο είναι το να νικήσει αφού έλθει και να τον απομακρύνει. Από αυτά δηλαδή για τα οποία έπρεπε να θαυμάζουν τη δύναμή Του, από αυτά Τον διαβάλλουν. Κατ’ αρχήν ομολογούν ότι άνοιξε τους οφθαλμούς του τυφλού και ενώ πρέπει να Τον θαυμάζουν για εκείνο, με αυτό και εκείνο διαβάλλουν, σαν να μη συνέβη. Και δεν αποδεικνύονται μόνο από αυτό ότι όλοι ήσαν διεφθαρμένοι, αλλά και από το ότι, πριν ακόμη έλθει και πριν δείξει τη δύναμή Του, Τον κατηγορούν εκ των προτέρων, και δεν περιμένουν την έκβαση της υποθέσεως. Είδες πώς είναι διεφθαρμένη και κακόβουλη η σκέψη τους;
Έρχεται λοιπόν στο μνήμα και πάλι αντιδρά και επιτιμά το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα που Τον κατέβαλε. Και γιατί τέλος πάντων ο ευαγγελιστής τονίζει συνέχεια με τόση επιμονή και λέγει ότι δάκρυσε και ότι ένιωσε συγκίνηση; Για να μάθεις ότι πραγματικά έφερε τη δική μας φύση. Επειδή δηλαδή είναι φανερό ότι ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος διηγείται περί του Κυρίου και κατά πολύ περισσότερο από τους άλλους ευαγγελιστές τα πολύ σπουδαία έργα και λόγια Αυτού, ομιλεί και εδώ για τα σωματικά γνωρίσματά Του με πολύ ανθρώπινες εκφράσεις. Τίποτε δηλαδή παρόμοιο δεν είπε για τον θάνατό Του, από αυτά που είπαν οι άλλοι ευαγγελιστές, όπως ότι έγινε περίλυπος [Ματθ. 26, 38: «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ (: Η ψυχή μου είναι τόσο πολύ λυπημένη, ώστε να κινδυνεύω να πεθάνω απ’ τη λύπη. Μείνετε εδώ άγρυπνοι μαζί μου)» και Μάρκ. 14, 34: «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε (: Είναι καταλυπημένη η ψυχή μου τόσο πολύ, που να κινδυνεύω να πεθάνω. Μείνετε εδώ και μείνετε άγρυπνοι)»], ότι καταλήφθηκε από αγωνία, αλλά εντελώς το αντίθετο, ότι δηλαδή τους έριξε υπτίους [Ιω. 18, 6: «ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί (: Όταν λοιπόν είπε στους στρατιώτες που είχαν έρθει για να Τον συλλάβουν: «εγώ είμαι», αυτοί, επειδή κυριεύθηκαν από φόβο μπροστά στη θεϊκή Του δύναμη, οπισθοχώρησαν κι έπεσαν κάτω στη γη)»].
Αυτό λοιπόν που παρέλειψε ο ευαγγελιστής Ιωάννης να τονίσει στις περιπτώσεις εκείνες, το συμπλήρωσε εδώ με το πένθος· διότι ομιλώντας για τον θάνατό Του, λέγει: «οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου (: Κανείς δεν έχει τη δύναμη να πάρει τη ζωή μου και να με θανατώσει εάν δεν το θελήσω εγώ. Αλλά εγώ από μόνος μου την παραδίδω. Έχω εξουσία να προσφέρω τη ζωή μου κι έχω εξουσία πάλι να την πάρω πίσω. Αυτή την εντολή πήρα από τον Πατέρα μου, να θυσιάσω τη ζωή μου πάνω στον σταυρό και να την πάρω πάλι με την Ανάσταση. Έτσι θα αναδειχθώ ο αιώνιος αρχιερέας και μεσίτης για τη σωτηρία των προβάτων μου)» [Ιω. 10, 18] και δεν αναφέρει εκεί τίποτε το ταπεινό. Για τον λόγο αυτόν και κατά το σταυρικό πάθος Του αναφέρουν πολύ το ανθρώπινο στοιχείο Του, για να φανερώσουν με αυτό ότι είναι αληθής η κατ΄οικονομία ενσάρκωσή Του. Και ο μεν Λουκάς το επιβεβαιώνει αυτό από την αγωνία και την ταραχή και τον ιδρώτα Του [Λουκά 22, 43-44: «ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν. καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν (: Εμφανίστηκε τότε σε Αυτόν ένας άγγελος από τον ουρανό, και ενίσχυε τις σωματικές Του δυνάμεις, που είχαν εξαντληθεί μέχρι λιποθυμίας.
Στο μεταξύ Τον κατέλαβε αγωνία και γι’ αυτό προσευχόταν τώρα θερμότερα και με περισσότερη επιμονή. Και ο ιδρώτας Του έγινε άφθονος και πηχτός σαν κομμάτια πηγμένου αίματος που πέφτουν στη γη)»], ενώ ο Ιωάννης επιβεβαιώνει και την ανθρώπινη φύση του Κυρίου από το πένθος Του αυτό μπροστά από τον τάφο του Λαζάρου: «᾿Ιησοῦς οὖν πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ᾿ αὐτῷ (: Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ πάλι προσπαθούσε να συγκρατήσει μέσα Του τη συγκίνηση, ήλθε στο μνημείο. Το μνημείο αυτό ήταν μια σπηλιά ανοιγμένη σε βράχο, που την είσοδό της την έφραζε μια μεγάλη πέτρα)» [Ιω. 18, 38]. Δε θα κυριευόταν δηλαδή από το πένθος μία και δυο φορές, εάν δεν έφερε τη δική μας φύση. Τι κάνει λοιπόν ο Ιησούς; Για μεν τις κατηγορίες τους δεν δίνει καμία απάντηση (διότι τι χρειαζόταν να αποστομώνει αυτούς με λόγια, αφού επρόκειτο αμέσως να το πάθουν αυτό με έργα, πράγμα που ήταν λιγότερο ενοχλητικό και ικανό να καταντροπιάσει αυτούς περισσότερο;), λέγει όμως: «ἄρατε τὸν λίθον (: Σηκώστε τον λίθο)». Γιατί τέλος πάντων δεν κάλεσε τον Λάζαρο να αναστηθεί όσο Εκείνος δεν ήταν ακόμη παρών και δεν τον παρουσίασε;
Και πόσο μάλλον γιατί δεν τον ανάστησε ενώ ο λίθος βρισκόταν επάνω στον τάφο; (καθόσον Αυτός που μπορούσε να θέσει σε κίνηση σώμα νεκρό δια της φωνής Του και να το παρουσιάσει πάλι με ζωή, πολύ περισσότερο θα μπορούσε να κινήσει λίθο με τη φωνή Του· αυτός που έδωσε με τη φωνή Του την ικανότητα να βαδίσει εκείνος που ήταν δεμένος με σπάργανα και που εμποδιζόταν από αυτά, πολύ περισσότερο θα μπορούσε λίθο να κινήσει. Τι λέω; Θα μπορούσε να το κάνει αυτό και απών). Γιατί λοιπόν τέλος πάντων δεν το έκανε; Για να κάνει αυτούς μάρτυρες του θαύματος, για να μη λέγουν αυτό που έλεγαν και για τον τυφλό [Ιω. 9, 8-9: «Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι (: Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: ‘’Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητούσε από τους διαβάτες ελεημοσύνη;’’. Μερικοί έλεγαν: ‘’Αυτός είναι’’. Άλλοι όμως έλεγαν ότι δεν είναι αυτός, αλλά κάποιος άλλος που του μοιάζει. Ο ίδιος όμως έλεγε ότι ‘’εγώ είμαι ο τυφλός που παλαιότερα ζητούσα ελεημοσύνη’’)»]· διότι τα χέρια και το γεγονός ότι ήλθε στο μνημείο επιβεβαίωναν ότι Αυτός ήταν.
Ώστε εάν δεν μετέβαιναν στο μνημείο, θα τον θεωρούσαν και φάντασμα ή θα νόμιζαν ότι βλέπουν άλλον αντί άλλου. Τώρα όμως με το να έλθουν στον τόπο του μνημείου και να σηκώσουν τον λίθο και το να δώσει εντολή να λύσουν από τα δεσμά τον σπαργανωμένο νεκρό [Ιω. 11, 43-44: «καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν (: Και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: ‘’Λάζαρε, βγες έξω’’. Και ο νεκρός βγήκε από το μνημείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με επιδέσμους, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο και σκεπασμένο με ένα πλατύ ύφασμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκείνους που παρευρίσκονταν εκεί: ‘’Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του’’)] και το να αναγνωρίσουν αυτόν οι φίλοι του από τα σπάργανα και να πουν, ότι αυτός είναι και το να μην τον εγκαταλείψουν οι αδελφοί του και το να πει η μία αδελφή: «Ήδη μυρίζει· διότι τέσσερις ημέρες είναι νεκρός», όλα αυτά πλέον ήσαν ικανά να αποστομώσουν τους αγνώμονες, με το να γίνουν οι ίδιοι μάρτυρες του θαύματος.
Για τον λόγο αυτόν τους λέγει να σηκώσουν τον λίθο από τον τάφο, για να δείξει ότι ανασταίνει αυτόν· για τον λόγο αυτό και ρωτάει: «Πού τον έχετε θέσει;», ώστε αυτοί που είπαν: «Έλα και δες», και Τον οδήγησαν εκεί, να μην μπορούν να πουν ότι άλλον ανέστησε, ώστε και η ίδια η φωνή τους και τα χέρια τους να γίνουν μάρτυρες (η μεν φωνή τους που έλεγε «Έλα και δες», ενώ τα ίδια τα χέρια τους με το να αρπάξουν τον λίθο και να λύσουν τα σπάργανα), και οι οφθαλμοί τους και η ακοή τους (η μεν ακοή τους που άκουσε τη φωνή του Κυρίου προς τον νεκρό Λάζαρο: ’’Λάζαρε, δεῦρο ἔξω’’, οι δε οφθαλμοί τους που τον είδαν να εξέρχεται αναστημένος από τον τάφο) και η όσφρησή τους, με το ότι αντιλήφθηκε τη δυσωδία· διότι λέγει: «Ήδη μυρίζει· διότι είναι τέσσερις ημέρες νεκρός». Ώστε είχαν δίκιο που έλεγαν ότι η γυναίκα δεν αντιλήφθηκε τίποτε από εκείνα που είπε ο Χριστός, ότι «και αν ακόμη πεθάνει, θα ζήσει».
Πρόσεχε λοιπόν τι λέγει εδώ, επειδή φαινόταν πλέον αδύνατο το πράγμα εξαιτίας του χρόνου που πέρασε· καθόσον ήταν παράξενο το να αναστήσει νεκρό τεσσάρων ημερών και αποσυνθεμένο. Και στους μεν μαθητές είπε: «αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς (: Όταν όμως το άκουσε αυτό ο Ιησούς είπε: ‘’Αυτή η ασθένεια δεν θα καταλήξει σε ανεπανόρθωτο θάνατο, αλλά εμφανίστηκε για να λάμψει η δόξα και η δύναμη του Θεού. Εμφανίστηκε δηλαδή για να δοξασθεί με την ασθένεια αυτή ο Υιός του Θεού, διότι θα Του δοθεί η ευκαιρία να δείξει την υπερφυσική Του δύναμη και να επιβεβαιώσει περίτρανα τη θεϊκή Του φύση και αποστολή’’)» [Ιω. 11, 4], δηλώνοντας με αυτό τον εαυτό Του, ενώ στη γυναίκα είπε: «Οὐκ εἶπόν σοι, ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψεις τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; (: ‘’Δεν σου είπα ότι εάν πιστέψεις, θα δεις τον ένδοξο θρίαμβο της παντοδυναμίας του Θεού εναντίον του θανάτου με την ανάσταση του αδελφού σου; Αυτή θα είναι το σύμβολο και το προμήνυμα της κοινής αναστάσεως όλων των ανθρώπων’’)», ομιλώντας για τον Πατέρα.
Βλέπεις ότι η πνευματική αδυναμία των ακροατών γίνεται αιτία να διαφέρουν τα λόγια που τους απευθύνει κάθε φορά; Υπενθυμίζει εκείνα που είπε προς αυτήν, σχεδόν επιτιμώντας την, σαν να τα λησμόνησε. Ή επειδή δεν ήθελε από την αρχή να εκπλήξει τους παρευρισκόμενους, της λέει με ηρεμία: «Δεν σου είπα, ότι εάν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού;».
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλία ΞΒ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα), πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 14, σελίδες 176-185. • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλία ΞΒ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 14, σελίδες 186-193. • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλία ΞΓ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 14, σελίδες 202-213. • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλία ΞΔ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 14, σελίδες 224-233. • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλία ΞΔ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 14, σελίδες 233-245. • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 74, σελ. 167-179, σελ. 185-193. https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLRjBhYVFMMTJuekU/view. • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014. • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009. • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005. •Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddellscott/index.html•http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm•http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)
Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ
(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου