ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ ΚΑΙ Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ






Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση
«Πατερικό της Όπτινα»,
β' έκδοση, Αθήνα 2006, σελ. 13-17.
<<Στο βιβλίο αυτό, το <<Πατερικό της Όπτινα>>, καταχωρήσαμε όσα στοιχεία διασώθηκαν, εκείνα που εμείς μπορέσαμε να βρούμε από τους βίους και τα κατορθώματα των οσίων εκείνων πατέρων. Η ύλη κατανεμήθηκε σε τέσσερα κεφάλαια ως εξής:
Στο Α' κεφάλαιο αναφερόμαστε στην ιστορία της Όπτινα και το θεσμό των γερόντων, όπως εγκαθιδρύθηκε στο μοναστήρι και τη σκήτη. Στο Β' κεφάλαιο παραθέτουμε τις βιογραφίες των δεκατεσσάρων στάρετς που έχουν ήδη ανακηρυχτεί άγιοι. Μολονότι, όπως προαναφέραμε, οι βιογραφίες των έξι από τους οσίους αυτούς έχουν κυκλοφορήσει ήδη στην ελληνική, τους συμπεριλάβαμε κι εκείνους με σύντομες περιλήψεις των βίων τους, γιατί φρονούμε πως χωρίς αυτούς δε θά' ταν ολοκληρωμένο το <<Πατερικό>>.
Η σειρά με την οποία κατατάσσονται στο βιβλίο όλοι οι όσιοι, είναι χρονολογική κι όχι αξιολογική, αναφέρονται δηλαδή με τη σειρά προσέλευσης και διαμονής τους στο μοναστήρι. Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως, εκτός από τα βιβλία των έξι στάρετς που ήδη κυκλοφορούν στην ελληνική, για τους περισσότερους υπάρχουν πλήρεις και λεπτομερείς βιογραφίες (στη ρωσική ή στην αγγλική γλώσσα). Οι ανάγκες όμως κι ο σκοπός του βιβλίου αυτού μας περιορίζει στη σύντομη παρουσίασή τους. Στο ίδιο κεφάλαιο, σε παράρτημα, έχουμε παραθέσει τις σύντομες βιογραφίες πέντε άλλων οσίων στάρετς, των οποίων η αγιότητα δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί από την Εκκλησία. Στο Γ' κεφάλαιο υπάρχουν οι βιογραφίες 19 οσίων και γερόντων που σχετίζονταν άμεσα με το μοναστήρι και τους γέροντες της Όπτινα.
Οι γέροντες αυτοί είτε προέρχονταν άμεσα από την Όπτινα κι αναγκάστηκαν για διάφορους λόγους ν' απομακρυνθούν απ' αυτήν, είτε ζούσαν σε κοντινά μοναστήρια κάτω από την απόλυτη καθοδήγηση των γερόντων. Αν και μερικές από τις βιογραφίες αυτές είναι πολύ σύντομες, θα συναντήσει κανείς περιστατικά θαυμαστά, γεμάτα δύναμη σημαντική. Στο Δ' Κεφάλαιο τέλος θεωρήσαμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε έξι από τους σπουδαιότερους συγγραφείς που επηρεάστηκαν άμεσα από τους γέροντες της Όπτινα (Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκυ, Τολστόϊ κλπ.). Αναφερόμαστε με συντομία στα βιογραφικά τους στοιχεία και δώσαμε περισσότερο χώρο και έμφαση στην παρουσίαση των περιστατικών εκείνων που φανερώνουν την καταλυτική σε πολλές περιπτώσεις επίδραση που είχε πάνω τους η συνάντηση κι η συναναστροφή τους με τους γέροντες.
Σε πολλούς από τους βίους των στάρετς ίσως να μη συναντήσει κανείς τη σοφία του κόσμου τούτου. Θα συναντήσει όμως, ακόμα και στην πιο σύντομη βιογραφία, την αύρα του Αγίου Πνεύματος, μια σοφία θεϊκή. Η χάρη του Θεού είναι ολοφάνερη και στους απλοϊκότερους των μοναχών, σ' αυτούς ίσως περισσότερο, γιατί <<τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη>>. Το μοναστήρι της Όπτινα για έναν αιώνα, από το 1821 που επανιδρύθηκε ως το 1923 που το έκλεισαν οι μπολσεβίκοι, αναδείχτηκε σε ορμητήριο αναβάσεων πνευματικών. Με την επιρροή των μεγάλων μορφών των στάρετς, αυτών των ανυπέρβλητων καθοδηγητών των ψυχών, η Όπτινα έγινε φυτώριο αγίων, τόπος παραμυθίας, προσευχής και αγιότητας. Και όπως λέει ο Γκόγκολ, επίδρασή της δεν περιορίστηκε μόνο στους μοναχούς κι όσους εργάζονταν στο μοναστήρι και τη σκήτη.
Όλη η γύρω περιοχή είχε υποστεί την αγαθή επιρροή του σπουδαίου αυτού μοναστηριού. Είναι ευχάριστο και πολύ παρήγορο το γεγονός ότι στις μέρες μας, μετά από μερικές δεκαετίες σκληρής δοκιμασίας και ερήμωσης, στην Όπτινα άρχισαν πάλι να καλλιεργούνται τα θαυμαστά άνθη της ερήμου. Οι μοναχοί που ζουν σήμερα εκεί και που αγγίζουν ήδη τους εκατό, επιθυμούν κι ελπίζουν, όπως και όλοι μας, ν' αποκτήσει ξανά το άγιο αυτό μοναστήρι την παλιά της πνευματική δόξα και λαμπρότητα. Ν' αναστηθούν ξανά αναστήματα του μεγέθους των οσίων αυτών πατέρων, για να οικοδομήσουν τώρα την πίστη και την ευλάβεια στο δοκιμασμένο και βασανισμένο λαό>>.
Πέτρος Μπότσης - Ιανουάριος 2002.
(Απόσπασμα εκ του προλόγου).
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».










ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ: ΠΑΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ



(Μέρος 1ον)



1. Ευλαβείς αναμνήσεις - Εντυπώσεις



<<Επισκέφτηκα το μοναστήρι της Όπτινα και αποκόμισα από κει μια θαυμάσια εντύπωση. Νομίζω πως ακόμα και στο Άγιο Όρος του Άθω δε θά' ναι καλύτερα. Η χάρη του Θεού βασιλεύει ορατά εκεί. Μπορεί να τη νιώσει κανείς καθαρά ακόμα και στις καθημερινές ακολουθίες στην εκκλησία...


Ποτέ μου και πουθενά δε συνάντησα τέτοιους μοναχούς. Μου φάνηκε πως με τον καθένα τους επικοινωνεί ο ουρανός. Δεν τους ρώτησε πώς ζούνε, γιατί το πρόσωπό τους μιλούσε από μόνο του. Κι οι απλοϊκότεροι των μοναχών με κατέπληξαν με την αστραφτερή αγγελική καλοσύνη τους, την απλότητα των τρόπων τους, την ακτινοβολία τους.


Ακόμα κι οι εργάτες του μοναστηριού, οι χωρικοί, αλλά κι οι κάτοικοι της περιοχής μου προξένησαν την ίδια εντύπωση. Το πνευματικό άρωμα του μοναστηριού το αισθάνεται κανείς αρκετά μίλια προτού φτάσει σ' αυτό.


Όλα τα νιώθεις φιλικά, ταπεινά, ακόμα και τα κλαδιά των δέντρων είναι χαμηλότερα, η προσοχή των ανθρώπων βαθύτερη. Πρέπει με κάθε τρόπο να προσπαθήσεις να επισκεφτείς την Όπτινα. Και μην ξεχάσεις να δεις εκεί και τον προηγούμενο του Μαλογιαροσλάβετς, τον Αντώνιο, πού' ναι κατά σάρκα αδελφός του ηγουμένου Μωυσή και φημίζεται για την αγία ζωή του.


Ο τρίτος αδελφός τους είναι ηγούμενος στο μοναστήρι του Σάρωφ και, όπως λένε, πολύ καλός πνευματικός οδηγός>>. Αυτά ήταν τα λόγια του μεγάλου ρώσου συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ προς τον άλλο επίσης μεγάλο συγγραφέα Λέοντα Τολστόι, μετά από μια επίσκεψη του πρώτου στο μοναστήρι της Όπτινα.


Ήταν μια εποχή έντονων πνευματικών ανακατατάξεων, αναζητήσεων κι ανησυχιών στη Ρωσία. Οι πνευματικοί ιδιαίτερα άνθρωποι περνούσαν από το ένα φιλοσοφικό ρεύμα στο άλλο, ενώ τους περισσότερους τους είχε συναρπάσει ο επαναστατικός πυρετός της εποχής. 


Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς (Ντοστογιέφσκυ, Τολστόι, Σολόβιεφ, Λεόντιεφ, Κιρεγιέφσκυ κ.α.) δοκιμάστηκαν σ' αυτά τα ρεύματα. Την ίδια τύχη και πορεία είχε κι ο Γκόγκολ, ο γενάρχης ίσως των μεγάλων ρώσων συγγραφέων του δέκατου ένατου αιώνα.


Στη δίνη των περιπετειών του αυτών, κι αφού κανένα από τα ιδεολογικά κι επαναστατικά ρεύματα δεν μπόρεσαν όχι να γεμίσουν, μα ούτε καν ν' αγγίξουν την ψυχή του, άκουσε την προτροπή του φίλου του συγγραφέα και φιλοσόφου Ιβάν Κιρεγιέφσκυ και με πολύ σκεπτικισμό ξεκίνησε για την Όπτινα.


Το αποτέλεσμα της επίσκεψής του αυτής ήταν η εντύπωση που διαβάσαμε μόλις παραπάνω. Ο Γκόγκολ δεν πήγε στην Όπτινα ως συνειδητός πιστός, με πίστη ακλόνητη. Εκείνη την εποχή η πίστη του περνούσε μέσα από τους σκοτεινούς διαύλους της αμφιβολίας.


Κι ήταν το μοναστήρι της Όπτινα κι οι άγιοι γέροντές του, ιδιαίτερα δε ο στάρετς Μακάριος, που άσκησαν καταλυτική επίδραση επάνω του. Και την αγαθή αλλοίωση που δέχτηκε, θέλησε να τη μοιραστεί με το φίλο του, μεγάλο συγγραφέα Λέοντα Τολστόι, που παρέδερνε κι αυτός σε μεγαλύτερες αμφιβολίες.


Είναι κρίμα που, αν και γι' αρκετό διάστημα ο Τολστόι θέλησε να βρεθεί κοντά στην Εκκλησία, ο ατίθασος κι εγωιστικός χαρακτήρας του τον παρέσυρε σε δικούς του επικίνδυνους κι ολισθηρούς δρόμους.


Πριν αναφερθούμε στα υπάρχοντα στοιχεία για την ιστορία της Όπτινα, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε και κάποιο απόσπασμα ενός άλλου, πιο σύγχρονου συγγραφέα, του Ιβάν Κόντζεβιτς, που ευτύχησε να έχει γέροντα τον τελευταίο στάρετς της Όπτινα Νεκτάριο. 


Μας εξιστορεί την εντύπωση που προκαλούσε στους πιστούς το μοναστήρι της Όπτινα. Το μοναστήρι αυτό κατά τον δέκατο ένατο και τις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν για τους ρώσους ό,τι ήταν και για μας τους Έλληνες το Άγιο Όρος.


Γράφει ο Κόντζεβιτς: <<Κάθε φορά που ταξίδευα προς την Όπτινα ένιωθα να με κυριεύει μια ακατανίκητη νοσταλγία, προτού ακόμα πλησιάσω το μοναστήρι. Μια φορά όμως είδα κάτι πολύ ασυνήθιστο που δε θα το ξεχάσω ποτέ μου.


Ταξίδευα προς το μοναστήρι από το σταθμό του τραίνου και ξαφνικά είδα να ορθώνεται μέσα από το δάσος και να κρέμεται σχεδόν στον αέρα ένα ολόλευκο φρούριο, μάλλον μια πολιτεία ολόκληρη, της οποίας τα υψηλά καμπαναριά εξείχαν από τις εκκλησιές και τα τείχη.


Κι όλ' αυτά πρόβαλαν μέσ' από το πανάρχαιο πυκνό δάσος που βρίσκεται πίσω από το μοναστήρι. Ένα ολόλευκο σύννεφο αναπαυόταν στη βάση των τειχών του μοναστηριού και συμβολικά τό' δειχνε να ξεχωρίζει από τη γη, νά' ναι ενωμένο με τον ουρανό.


Έν' άλλο άσπρο σύννεφο ξεκίνησε μακριά από τον ορίζοντα κι ήρθε και στάθηκε ψηλά, πάνω από το μοναστήρι. Το μοναστήρι τώρα έμοιαζε με φωτεινό μετέωρο, σα να στεκόταν ανάμεσα στα δύο σύννεφα και να μην ακουμπούσε στη γη.


Ήταν ένας καταπληκτικός συμβολισμός της ουράνιας πνευματικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν η Όπτινα. Και ξαφνικά από το σύννεφο αυτό άρχισαν να πέφτουν ασταμάτητα αστραπές και βροντές.


Νόμιζα πως έβλεπα ουράνιες ακτίνες ακτίστου φωτός να πέφτουν από το όρος Θαβώρ κι όλες να κατευθύνονται στο μοναστήρι της Όπτινα...>>. Και στη συνέχεια αναφέρει ο ίδιος ευλαβής συγγραφέας:


<<...Είναι ένα πρωινό, νωρίς το καλοκαίρι. Βαδίζεις προς την εκκλησία και νιώθεις την πρωινή δροσιά. Γύρω σου ακούς το μουρμούρισμα του αιωνόβιου δάσους, που σκορπά παντού γύρω την ευωδιά του. Μπροστά σου, απέναντι από το δάσος, προβάλει ένα μεγαλειώδες λευκό φρούριο.


Είναι η Όπτινα. Εδώ βλέπεις ολοφάνερα τη χάρη του Θεού, την αγιότητα του χώρου, την ίδια την παρουσία του Θεού. Αυτό σου προκαλεί δέος, ευλάβεια, φόβο Θεού. Μέσα σου νιώθεις μιαν απέραντη ευφροσύνη, που εναρμονίζεται απόλυτα με το φυσικό  περιβάλλον. 


Τρέμεις για κάθε σου σκέψη, κάθε σου λόγο, κάθε σου πράξη, μήπως κάνεις κάποιο σφάλμα, μήπως πλανηθείς, μήπως πέσεις στην παγίδα της φιλαυτίας και της εμπιστοσύνης στο ίδιο θέλημα.


Βρίσκεσαι σε τέτοια κατάσταση που μπορεί να χαρακτηριστεί ως <<πορεία έμπροσθεν του Θεού>>. Εδώ μου ανοίχτηκε διάπλατα ο πνευματικός κόσμος και μπόρεσα να δω τις πανουργίες και τα βάθη του σατανά.


Εδώ αναγεννήθηκα πνευματικά! Τα αισθήματά μου απέναντι στο μοναστήρι αυτό δεν μπορώ να τα περιγράψω με λόγια. Μόνο εμπειρικά μπορεί να τα ζήσει κανείς. 



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση:
<<Πατερικό της Όπτινα>>, β' έκδοση
Αθήνα 2006, σελ. 13-17.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF