ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΚΑΚΟ





Θὰ μιλήσουμε, ἀγαπητοί μου, ὅπως πάντοτε, ἁπλᾶ. Ἕνα κακὸ ποὺ φοβοῦνται ὅλοι εἶνε ἡ ἀσθένεια. Ἐὰν ἀρρωστήσουν οἱ ἄνθρωποι, ἀνησυχοῦν, τρέχουν στὸ γιατρό, ἀγοράζουν φάρμακα, προσπαθοῦν νὰ γίνουν καλά.


πάρχει ἆραγε ἄλλο κακὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν ἀρρώστια; Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα θ᾿ ἀπαντήσουμε. Ἕνας δάσκαλος ρώτησε μιὰ μέρα τοὺς μαθητάς· Ἀπὸ τὰ δυσάρεστα ποὺ συμβαίνουνστὸν κόσμο ἐσᾶς ποιό σᾶς κάνει πιὸ μεγάλη ἐντύπωσι; Οἱ μαθηταὶ ἀπήντησαν. Ἕνας εἶπε· Ἐμένα μοῦ φαίνεται μεγάλο κακὸ νὰ τρακάρουν δυὸ αὐτοκίνητα καὶ νὰ σκοτωθῇ ἄνθρωπος. Ἄλλος εἶπε·


Κακὸ εἶνε νὰ περνάῃ λεωφορεῖο ἀπὸ μιὰ γέφυρα, ξαφνικὰ ἡ γέφυρανὰ πέσῃ, τὸ λεωφορεῖο καὶ βρεθῇ μέσ᾿ στὸποτάμι καὶ νὰ πνιγοῦν οἱ ἐπιβάτες. Ἄλλος ἀπήντησε· Κακὸ εἶνε νὰ γίνῃ ναυάγιο, νὰ καταποντισθῇ τὸ καράβι καὶ ὅλοι οἱ ἐπιβάτες νὰ χαθοῦν. Ἄλλος εἶπε· Κακὸ εἶνε νὰ πετᾷς καὶ ξαφνικὰ τὸ ἀεροπλάνο νὰ πέσῃ καὶ νὰ γίνῃ κομμάτια.


λλος εἶπε· Ἐγὼ θεωρῶ φοβερὸ νὰ πέσῃ πεῖνα καὶ νὰ μὴν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ψωμὶ νὰ φᾶνε. Ἄλλος εἶπε· Κακὸ μεγάλο εἶνε νὰ γίνῃ σεισμός, νὰ γκρεμιστοῦν τὴ νύχτα ὅλα τὰ σπίτια, καὶ νὰ πλακωθοῦν χιλιάδες ἄνθρωποι. Ἄλλος εἶπε· Κακὸ εἶνε νὰ γίνῃ πυρκαϊά. Καὶ ἄλλος εἶπε· Κακὸ εἶνε νὰ γίνῃ πόλεμος. –Τελειώσατε; ρώτησε ὁ δάσκαλος.


χετε κάτι ἄλλο νὰ πῆτε; Κακὰ εἶνε ὅλα αὐτά· μὰ παραπάνω ἀπ᾿ αὐτὰ ὑπάρχει ἕνα ἄλλο κακὸ πολὺ μεγαλύτερο… Θεέ μου, φώτισέ μας νὰ τὸ καταλάβουμε. Τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ κακὰ εἶνε μιὰ λέξι, ποὺ δὲν τὴν προσέχουμε.. Τὴν ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία, στὰ ἱερὰ βιβλία· Ποιός τὸ λέει αὐτό; Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Σὲ κάποιο χωριὸ ζοῦσε ἕνα παλληκάρι. Ἦταν γερός, μὲ μπράτσα καὶ πόδια δυνατά.


τρεχε σὰν τὸ ζαρκάδι, πήγαινε ὅπου ἤθελε, ἔκανε δουλειές – χαρὰ στὸ σπίτι του. Μὰ ξα-φνικὰ ἕνα βράδυ μούδιασε τὸ πόδι του τὸ δεξιό, τὸ ἀριστερό, μούδιασε ὅλο τὸ κορμί του κ᾿ ἔπεσε στὸ κρεβάτι. Δὲν μπόρεσε πιὰ νὰ σηκωθῇ. Αὐτός, ποὺ ἔτρεχε χιλιόμετρα, δὲν μπο- ροῦσε νὰ κάνῃ ἕνα βῆμα, οὔτε τὸ κουτάλι του νὰ σηκώσῃ· ἡ μάνα του τὸν τάϊζε.


Πόδια εἶχε, καὶ πόδια δὲν εἶχε· χέρια εἶχε, καὶ χέρια δὲν εἶχε. Ἁπλῶς μόνο ἀνέπνεε, τίποτα περισσότερο. Οἱ γονεῖς του ἀσφαλῶς θὰ ἔκαναν ὅ,τι ἔλεγε ἡ ἐπιστήμη. Ἀλλὰ τοῦ κάκου· ὁ παράλυτος ἔμενε ἀθεράπευτος, σὰν νεκρὸς πάνω στὸ κρεβάτι. Πέρασαν χρόνια ἔτσι. Κάποτε ἀκούστηκε, ὅτι ἦρθε στὸ χωριὸ κάποιος ξένος.


ταν πάμπτωχος, δὲν εἶχε δραχμὴ στὴν τσέπη, δὲν εἶχε σπίτι νὰ κοιμηθῇ· ὅταν ὅμως μιλοῦσε τὰ λόγια του ἦταν γλυκύτερα ἀπ᾿ τὸ μέλι, κι ὅπου ἅπλωνε τὸ ἅγιό του χέρι ἔκανε θαύματα. Ὅλοι γι᾿ αὐτόν μιλοῦσαν. Ἦταν ὁ Χριστός. Ὅταν ἄκουσε γι᾿ αὐτὸν τὸ παλληκάρι, εἶπε· Ὁ Χριστὸς θὰ μὲ κάνῃ καλά!


Παρακάλεσε φίλους καὶ συγγενεῖς, τὸν σήκωσαν καὶ τὸν πῆγαν στὸ Χριστό. Τί περίμενε τώρα ὁ παράλυτος ἀπὸ τὸ Χριστό; Ν᾿ ἁπλώσῃ τὸ ἅγιό του χέρι ἐπάνω του καὶ νὰ τὸν κάνῃ καλά. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός; Δὲν ἔκανε αὐτό; Ἢ μᾶλλον τὸ ἔκανε κι αὐτό, ἀλλὰ προηγουμένως τοῦ λέει· «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», παιδί μου ἔχε θάρρος, σοῦ συγχωροῦνται τὰ ἁμαρτήματά σου (Ματθ. 9,2).


Γιατί ἆραγε, ἐνῷ πῆγε γιὰ νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τοῦ σώματος, ὁ Χριστὸς πρῶτα εἶπε «Τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Τί ἤθελε νὰ δείξῃ μ᾿ αὐτό; Δὲν ἀδιαφορεῖ ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ σῶμα. Ὄχι. Γιατὶ καὶ τὸ σῶμα ὁ Θεὸς τὸ ἔφτειαξε, κ᾿ εἶνε ἕνα ἀριστούργημα. Καὶ ἡ καρδιὰ καὶ τὰ πνευμόνια καὶ οἱ ἀρτηρίες καὶ τὰ νεῦρα, ὅλα εἶνε ἀξιοθαύμαστα. Ἐνδιαφέρεται ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ σῶμα.


λλὰ παραπάνω ἀπὸ τὸ σῶμα, ποὺ μιὰ μέρα θὰ σαπίσῃ μέσ᾿ στὸν τάφο, ὁ Χριστὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ κάτι ἄλλο ἀπείρως ἀνώτερο· καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ ψυχή. Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ νέου, ποὺ ἦταν κι αὐτὴ ἄρρωστη, φρόντισε ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε «Τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ἤθελε νὰ δείξῃ, ὅτι κακὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν ἀρρώστια εἶνε ἡ ἁμαρτία. Αὐτὴ εἶνε ἡ πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται ὅλα τὰ κακὰ στὸν κόσμο.


,τι κακὸ νὰ φανταστῇς, ἀπὸ ᾿κεῖ πηγάζει. Καὶ ἂν κλείσῃς τὴν πηγὴ αὐτή, θὰ σταματήσουν ὅλα τὰ κακά. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς θεραπεύει πρῶτα τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὴ ἁμαρτωλή. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἔπαθε τὸ παιδί, ἡ παραλυσία, προερχόταν ἀπὸ ἁμάρτημα. Ἔκανε κάποια ἁμαρτία, καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας παρέλυσε.


Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, μᾶς διδάσκει, ὅτι χειρότερη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τοῦ σώματος εἶνε ἡ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, ἡ ἁμαρτία.


Αὐτὴ σκοτίζει τὸ μυαλό, μολύνει τὰ εὐγενέστερα αἰσθήματα, χαυνώνει καὶ παραλύεΙ τὴ θέλησι. Εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἀσθένεια στὸν κόσμο. Καὶ ὅποιος δὲν προσέξῃ, θὰ ἔχῃ τὸ κατάντημα τοῦ παραλύτου τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.


Σᾶς ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα,νὰ δῆτε ποῦ καταντοῦν, ἰδίως τὰ παιδιὰ καὶ οἱνέοι, ὅταν ἀφήνουν τὸν ἑαυτό τους νὰ παρασυρθῇ ἀπὸ τὸ φοβερὸ ῥεῦμα τῆς διαφθορᾶς.⃝Ἦταν ἕνα λαμπρὸ καὶ εὐφυὲς κορίτσι στὴν Ἀθήνα. Πρώτη στὸ σχολεῖο, περνοῦσε τὶς τάξεις καὶ ἀρίστευε, τὴν καμάρωναν γονεῖς καὶ καθηγηταί. Ξαφνικὰ στόπ!


ρχισε νὰ καθυστερῇ στὰ μαθήματα, καὶ τέλος ἔμεινε στὴν ἴδια τάξι. Καὶ μόνο αὐτό; Ἐνῷ ἦταν παιδὶ ὅλο χαρά, τὴν ἔπιασε μελαγχολία· φαγητὸ δὲν ἔτρωγε, τὴ νύχτα δὲν κοιμόταν, σηκωνόταν ἐπάνω, φώναζε, ὠρυόταν. Τὴν πῆγαν σὲ γιατρούς. Ἔκρυβε κάποιο μυστικό· εἶχε μπλέξειμὲ κακὲς παρέες κι αὐτὲς τὴν κατέστρεψαν.Καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη δὲν εἶχε πιὰ ἡσυχία. Νά τ᾿ ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας. Θέλετε ἄλλο παράδειγμα;


Στὴν Πτολεμαΐδα ὁδοκαθαριστὴς τῆς πόλεως βρῆκε τὶς πρωινὲς ὧρες ἔξω ἀπὸ ἕνα νυκτερινὸ κέντρο ξαπλωμένη σὲ ἐλεεινὴ κατάστασι, μὲ σκισμένα τὰ ροῦχα καὶ μελανιασμένο τὸ πρόσωπο, μιὰ κοπέλλα δεκάξι - δεκαεπτὰ χρονῶν. Τὴ σκουντάει· δὲν κουνιόταν. Εἰδοποιεῖ τὴν ἀστυνομίακαὶ τὴν πῆρε τὸ «ἑκατό».


Εἶδαν κ᾿ ἔπαθαν νὰτὴν ἀναγνωρίσουν. Ἦταν μιὰ φτωχὴ κοπέλλα, ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ ἕνα χωριὸ νὰ κατέβῃ στὴν πόλι νὰ δουλέψῃ νὰ βοηθήσῃ τὸν πατέρα της, κ᾽ ἔπεσε σὲ μαφία, σὲ κακοὺς ἀνθρώπους· αὐτοὶ τὴν κατέστρεψαν, καὶ τὸ πρωὶ τὴν ἄφησαν ἔτσι. Θέλετε κι ἄλλα; Πρῶτα στὴν πατρίδα μας οὔτε ἕνας νέος δὲν ἔπαιρνε ναρκωτικά· ἄγνωστο ἦταν τὸ χασίς. Τώρα; Κάθε μέρα βρίσκουν ναρκομανεῖς πεσμένους στὸ δρόμο σὲ ἀθλία κατάστασι. Βλέπεις νέους χαυνωμένους, κοιμισμένους, ἀποβλακωμένους.


Καὶ εἶνε πολλοί, πάρα πολλοὶ οἱ ναρκομανεῖς. Νά λοιπὸν τ᾿ ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας. Εἶνε ἀῤῥώστια χειρότερη ἀπ᾿ τὸν καρκίνο. Καὶ τὸ συμπέρασμα; Δὲν θὰ ἡσυχάσῃ ἡ γῆ, ἐὰν μέσα ἀπὸ τὶς καρδιές μας δὲν ξερριζωθῇ αὐτὴ ἡ λερναία ὕδρα. Μία εἶνε ἡ λύσις· μακριὰ ἀπ᾿ τὴν ἁμαρτία! Ἔτσι συμβούλευαν παλαιότερα οἱ μανάδες καὶ οἱ γιαγιάδες. Γνώρισα ἕναν ἀνώτατο ὑπάλληλο τοῦ κράτους καὶ μοῦ ἔλεγε·


Πέρασα ἀπὸ πολλὰ σχολεῖα, πῆγα στὸ ἐξωτερικό, μορφώθηκα, ἔμαθα γλῶσσες. Ἀλλὰ τώρα τὰ ξέχασα ὅλα σχεδόν. Ἕνα θυμᾶμαι. Εἶχα μιὰ γιαγιὰ ἀγράμματη. Ἐγώ, μικρὸ ἀγοράκι τεσσάρων χρονῶν, βγῆκα στὴ γειτονιά. Ὅταν γύρισα, εἶπα μιὰ κακιὰ λέξι ποὺ ἄκουσα ἔξω, μιὰ βλαστήμια. Μόλις μ᾿ ἄκουσε ἡ γιαγιά, παίρνει μὲ τὴ τσιμπίδα ἕνα κάρβουνο, μοῦ ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ μοῦ καίει τὴ γλῶσσα.


πὸ τότε δὲν ξαναεῖπα κακὴ λέξι… Ποιά μάνα, ποιά γιαγιὰ τὸ κάνει σήμερα αὐτό; Ὤ καὶ νά ᾿δινε ὁ Θεὸς νὰ σβήσῃ ἀπὸ τὸν κόσμο ἡ ἁμαρτία! Ἡ γῆ θὰ γινόταν παράδεισος. Θὰ μοῦ πῆτε· Εἶνε δυνατὸν ἕνας ἄνθρωπος νὰ μείνῃ ἀναμάρτητος; Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ γι᾿αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὴ μετάνοια, ποὺ συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματα. Καὶ ὅποιος ἄνθρωπος στὸν κόσμο αὐτὸν γλιστρήσῃ, ὄχι ἀπελπισία! Τί νὰ κάνουμε;


Σὰν τὸν παράλυτο νὰ τρέξουμε στὸ Χριστό, σὰν τὴν πόρνη νὰ κλάψουμε, σὰν τὸ λῃστὴ νὰ μετανοήσουμε. Νὰ ποῦμε· Χριστέ, συχώρεσέ μας! Κι ἅμα τὸ ποῦμε ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας, τότε ἀπὸ τὰ οὐράνια θ᾿ ἀκουστῇ· «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».


Παιδί μου, παίρνω σφουγγάρι καὶ σβήνω τ᾿ ἁμαρτήματά σου· καὶ πρόσεξε ἀπὸ ᾿δῶ κ᾿ ἐμπρὸς νὰ μὴν ἁμαρτάνῃς· νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὅπως φυλάγεσαι ἀπὸ τὸ φίδι. (βλ. Σ.Σειρ. 21,2). «Φεῦγε καὶ σῴζου». Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων, ἂς ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος



ΚΥΡΙΑΚΗ

ΣΥΝΤΟΜΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF