ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΕΡΑΜΕΩΣ: ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗΝ ΤΗΣ ΝΔΙΚΤΟΥ, ΗΤΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ





Θεοφάνους Κεραμέως

Ὁμιλία Α΄

Εἰς τήν ἀρχήν τῆς Ἰνδίκτου, ἤτοι τοῦ νέου ἔτους

(J.-P. Migne, Patrologia Graeca t. 132, 135B-162Β)


Εὐλογητός ὁ Θεός ὁ καταξιώσας ἡμᾶς διαδραμεῖν τήν κυκλικήν τοῦ χρόνου περίοδον, καί πρός τήν κορωνίδα τοῦ ἔτους ἐλθεῖν. Ἐξ ἧς ὥσπερ ἀφ’ ὕσπληγος, αὔθις τοῦ δρόμου τοῦ βιωματικοῦ καταρχόμεθα, τόν αὐτόν κύκλον, διά πάσης τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀνελίττοντες, ἕως ἄν ὁ ἄπειρος ἡμᾶς ἐκεῖνος αἰών διαδέξηται, ἡ διαστήματι χρόνου, καί ἡλίου φορᾷ μή μετρούμενος.


μέν οὖν παροῦσα ἡμέρα {προκείσθω γάρ τῷ λόγῳ οἷον ἥδισμα τοῖς φιλοκάλοις ὑμῖν} κατά μέν τό ἱστορικῶς, καί γενόμενον, καί τελούμενον, ἀρχή τῆς χρονικῆς ὑπάρχει ἀνακυκλήσεως, Ἴνδικτα λεγομένῃ τῇ Ῥωμαίων φωνῇ· οὕτω γάρ ἐκεῖνοι τόν ὁρισμόν ὀνομάζουσιν.


βραίοις μέν γάρ ἀρχή τοῦ χρόνου νενόμισται ὁ Νισσᾶν παρ’ αὐτοῖς οὕτως ὀνομαζόμενος, ἀρχή τυγχάνων τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας, καί τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως, ὡς δηλοῖ τῶν βοτάνων, καί θάμνων, καί δένδρων ἡ βλάστησις, Ῥωμαίοις δέ πάλαι μέν ὁ Ἰανουάριος ἦν τοῦ ἔτους ἀρχή. Ἀφ’ οὗ δέ ὁ Αὔγουστος Καῖσαρ καί τόν Ἀντώνιον ἐτροπώσατο κατά τόν Σεπτέμβριον μῆνα, περιφανῆ ποιῆσαι τήν νίκην βουλόμενος μεταμείβει τό Ῥωμαϊκόν ἔθος καί χαρίζεται τῷ μηνί τά πρεσβεῖ, καθάπερ πρωτέλεια.


τοίνυν ἀγαθός Δεσπότης ἡμῶν διά σαρκός ἐπιφανείς ἡμῖν, καί πρός μίαν αὐλήν συναγείρων Ἰουδαίους, καί Ῥωμαίους καί Ἕλληνας, ἁγιάσαι τήν ἡμέραν ταύτην βουλόμενος, κατ’ αὐτήν εἰς Ναζαρέτ παραγίνεται, καί εἴσεισιν ἐν τῇ Συναγωγῇ, ὡς ὁ γλαφυρός Λουκᾶς ἱστορεῖ, καί βιβλίον ἀνά χεῖρας λαβών τά περί αὐτοῦ τῷ προφήτῃ τεθεσπισμένα ὑπανεγίγνωσκεν.


ντεῦθεν εὐλογηθεῖσαν τήν ἡμέραν ἀπό Θεοῦ ἑορτάζειν αὐτήν ἡ Ἐκκλησία παρέλαβεν. Αλλά ταῦτα μέν οἷον σῶμα ἔστω τῷ λόγῳ τῆς ἑορτῆς, κατά τόν ἱερόν φάναι Μάξιμον. Φέρε οὖν καί ταῖς ἔνδοθεν θεωρίαις τοῦτον ψυχώσωμεν. Ὁ μέν οὗτος, ὁ κατά μέν Ἕλληνας Γορπιαῖος κατά δέ τούς Αἰγυπτίους Θώρ, κατά δέ τούς Ἑβραίους Εὐάλ, καθ’ ἡμᾶς δέ Ῥωμαϊκῇ γλώττῃ Σεπτέμβριος, εἰκόνα φέρει καί τύπον παλαιᾶς τε καί νέας, καί τῆς παροδικῆς ταύτης ζωῆς, καί τῆς ἐν τῷ μέλλοντι καταστάσεως.


Καί τοῦτο δι’ αἰνίγματος δεικνύς ὁ Θεός, τάς τρεῖς ἑορτάς, τῶν σαλπίγγων, καί τοῦ ἱλασμοῦ, καί τῶν σκηνοπηγίων, ἐν τούτῳ τῷ μηνί γενέσθαι προσέταξεν, οὕτω φάμενος τῷ Μωσεῖ. «Τῇ παντεκαιδεκάτη τοῦ μηνός τοῦ ἑβδόμου, ἑορτή σκηνῶν τῷ Κυρίῳ· καί προσάξετε ὁλοκαυτώματα, καί θυσίας ἑπτά ἡμέρας». Ἕβδομος δέ μήν ἀπό τοῦ Νισσᾶν οὗτος ἐστιν ὁ Εὐάλ. Καί μήν καί σαπλίζειν τούτοις προσέταξε, καί τήν πρώτην, καί τήν ἑβδόμην ἡμέραν ἔχειν κλητήν, καί ἀνάπαυσιν.


Κελεύει δέ ἡ νομοθεσία, καί κάλλυντρα φοινίκων λαβεῖν, καί κλάδους ξύλου δασεῖς, καί ἰτέας, καί ἄγνου, καί οὕτω τῇ ἑορτῇ ἐπευφραίνεσθαι. Ἡ μέν οὖν τῶν σαπλίγγων ἑορτή νόμου, καί προφητῶν, καί τῆς ἐξ αὐτῶν κηρυττομένης γνώσεως τύπος ἐστίν. Ὁ δέ ἰλασμός σύμβολον τῆς τοῦ Θεοῦ καταλλαγῆς πρός τόν ἄνθρωπον.


Τόν γάρ ὑποδύντα τήν κατακριθεῖσαν φύσιν, ἱλασμόν ἔθετο ὁ Θεός, ὡς ὁ Παῦλος φησιν· ἡ δέ τῶν Σκηνοπηγίων τόν τριπόθητον ἡμῖν τῆς ἀναστάσεως σημαίνει καιρόν, καλῶς κατά τόν ἕβδομον μῆνα ἐκτελούμενον.


Μετά γάρ τήν ἑβδομαδικήν τοῦ χρόνου περίοδον ἐλπίζεται ἡ ἀνάστασις, ἐν ᾗ σκηνοποιηθήσεται διά τῆς ἀφθαρσίας ὁ ἄνθρωπος, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς ἑνωθείσης τῷ διαῤῥεύσαντι σώματι, ὡς τά φυλλοῤῥοοῦντα τῶν φυτῶν μετά τῶν ἀειθαλῶν, οἱ ἑορτάζοντες ἀναμίγνυον· οἷμαι γάρ ἔγωγε πρός τοῦτο βλέπειν καί τοῦ σαλπίζειν ἡ κέλευσις. «Ἐν γάρ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ, σαλπίσει, φησί, καί οἱ νεκροί ἀναστήσονται».


Φαίῃ δ’ἄν τις ἴσως ἐπαπορῶν· καί ὅτου χάριν οὗτος ὁ μήν προεκρίθη τασαύτας φέρειν εἰκόνας; ὅτι τοι καί μάλα πρεπωδέστατος οὗτος πρός τό εἰκόνισμα· οὐ μόνον ὅτι ἕβδομος ἐστιν ἀπό τοῦ Νισσᾶν, ὡς ὁ λόγος ἀπέδειξεν, ἀλλ’ ὅτι καί φθίσις ἐστί τῶν κατά τό ἔαρ βλαστησάντων καρπῶν. Νοεῖς δέ πάντως, ὅτι καί ἡ προσδοκωμένη ζωή λῆξίς ἐστι τῶν ἐν γενέσει, καί φθορᾷ βλαστησάντων κατά τήν κτίσεως γένεσιν.


Πρός τούτοις δέ, ὅτι καί τήν ζωδιακήν σφαῖραν διιπεύων ὁ ἥλιος κατά τόν μῆνα τοῦτον εἰς τό δωδέκατον μόριον γίνεται, ὅ ζυγόν ὀνομάζουσι· σημαίνοντος τάχα τοῦ πράγματτος, τό κατά τήν ἰσόῤῥοπον ἐκείνην τοῦ Θεοῦ κρίσιν, τῆς ἀνταποδόσεως δίκαιον. Ὥσπερ δέ ὁ αὐτός οὗτος μήν, καθ’ Ἑβραίους μέν ἐστιν ἕβδομος· πρῶτος δέ καθ’ ἡμᾶς ὁ αὐτός ὤν ἀμφότερα· οὕτω δή καί φθίσις ἐστί τῶν καρπῶν, καί ἀρχή τοῦ τριγητοῦ.


Τοῦτο νοούντων ἡμῶν, ὡς καί ὁ ἕβδομος οὗτος αἰών τέλος μέν ἐστι, καί κατάστασις γενέσεως καί φθορᾶς· ἀρχή δέ τοῦ νοητοῦ τρυγητοῦ.


Διαδέχεται δέ ἡμᾶς ἡ μέλλουσα ἐκείνη ληνός· καί ὥσπερ ἐνταῦθα, εἰ μέν εὐγενής, καί ὡραῖος ὁ βότρυς ἐντεθῇ ταῖς ληνοῖς, ἡδύς καί ἀνθοσμίας τῶν βοτρύων ὁ οἶνος ἀποῤῥυήσεται, τῇ παριππεύσει τοῦ χρόνου συνεπιδιδούς εἰς κάλλος, καί εὔπνοιαν.


Εἰ δέ ἐκ σεσηπότων, ἤ ἐμφεκιζόντων οἱ οἶνος ἀποθλιβῇ, ἐκτροπίας εὐθύς, καί ἄποτος γίνεται, μεταβαλών εἰς δυσωδίαν τινά, ἤ ὀξώδη ποιότητα, ἤ διά τινος ἑτέρας φθορᾶς εἰς σκωλήκων γένεσιν ἀλλοιούμενος. Οὕτως ἐν τῆ παλιγγενεσίᾳ τῶν ἔργων ἡμῶν δίκην βοτρύων τῷ δοκιμαστικῷ πυρί τεθέντων, ὡς ἐν ληνῷ, κατάδηλος ἡ γεωργία ἑκάστου γίνεται.


ρᾶται ὅσα ἡ δοκοῦσα μικρά ἑορτή περιέχει μυστήρια· καί ὅπως ὁ μήν οὐκ ἀθεεί παρά Ῥωμαίοις ὠνομάσθη Σεπτέμβριος· οὐ μόνον ὅτι ἕβδομος ἐστι· σέπτεμ γάρ παρά Ῥωμαίοις ὁ ἕβδομος ἀριθμός· ἀλλ’ ὅτι καί σεπτός ἐστι, καί σεβάσμιος. Ἄρθρει δέ ὅπως κατά τήν ἡμέραν ταύτην, ἥτις ἐστίν ἀρχή, καί στέφανος τοῦ ἐνιαυτοῦ, πολλῶν ἁγίων συνέστη πανήγυρις συναρηγούντων ἡμῖν εἰς κατ’ ἀρετήν τοῦ χρόνου περαίωσιν.


ν ταύτῃ γάρ μνήμην ἄγομεν τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐν τῇ Συναγωγῇ ἀναγνώσεως, καί τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Θεομήτορος, Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, καί τῶν ἐν Ἐφέσῳ ἀναιμωτί μαρτύρων ἑπτά· καί τῶν Παρθένων τεσσαράκοντα γυναικῶν, Καλλίστης τε, καί Εὐόδου, καί Ἑρμογένους τῶν ἐκ φύσεως, καί πίστεως ἀδελφῶν. Ἀλλά καί Συμεών ὁ κιονίτης δᾳδουχεῖ τήν πανήγυριν. Ἅπαντες οὗτοι τιπυτ χρόνου τήν ἀρχήν ἁγιάζουσιν.


μέν Σωτήρ ἡμῶν Ἰησοῦς «εὐλογεῖ τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ», ἡ διά τῆς σεπτῆς εἰκόνος τιμωμένη πάναγνος δέσποινα, μεσίτης πρός Θεόν ἡμῶν γίνεται. Ὁ τοῦ Ναυῆ Ἰησοῦς, κατ’ ἴχνος ἀκολουθεῖν διδάσκει τῷ ἀληθινῷ Ἰησοῦ, εἰ τά τείχη τῆς ἁμαρτίας μετ’ ἐπείξεως καταβάλοιμεν, ὡς αὐτός τά Ἱεριχούντια, οἱ ἑπτά παῖδες τόν δι’ ἑβδομάδος ἀριθμούμενον χρόνον καθαγιάζουσι, δεικνύντες τῆς ἀναστάσεως τό μυστήριον, ἧς αὐτοί μακρόν ὑπνώσαντες χρόνον ἀνέστησαν·


πάμμεγας Συμεών, τόν ἑαυτοῦ στύλον ὑποδεικνύς, ἀπό τῶν γηΐνων ἡμᾶς δι’ ἀρετῆς κελεύει κουφίζεσθαι, καί τά ἄνω φρονεῖν. Καλλίστην, Εὔοδον, καί Ἑρμογένην ἥκιστα διαιρήσομεν. Οὐ γάρ διεῖλεν αὐτούς φύσις, καί γνώμῃ, καί σύμπαντα, καί ταυτότης ἀθλήσεως. Καί οὗτοι δή κάλλιστα ἡμᾶς εὐοδόσουσι τήν πρός Θεόν ἁρμονίαν τηροῦντες, «οὗ γένος ἐσμέν» κατά τόν εἰπόντα σοφόν.


κουσας τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ λέγοντος σήμερον, ὡς ἦκε Χριστός εἰς τήν αὐτοῦ πατρίδα Ναζαρέθ, και ἀνέγνω «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ». Ἐλθέ καί αὐτός πρός τήν σήν πατρίδα τήν νοητήν Ναζαρέθ, ὅπερ καθαρότης ἑρμηνεύεται τῇ ἑλλάδι φωνῇ. Ἐλθέ πρός τήν τοῦ βίου καθαρότητα. Αὕτη καί πατρίς, καί κόσμος ὡς ἀληθῶς τῆς ψυχῆς. Ἄν εἰς ταύτην ἔλθῃς, πνεῦμα Κυρίου ἐπί σέ· γενέσθω σοι ἡ τοῦ χρόνου ἀρχή, καθαρωτέρου βίου ἀρχή. Ἐδούλευες μέχρι νῦν ἁμαρτίᾳ τινί; τῷ τοῦ ἐνιαυτοῦ τέλει λαβέτω καί αὕτη τό τέλος. Ἀρχή σοι πολιτείας εὐαρέτου γενέσθω τά ἴνδικτα.


Ζωλώσωμεν τῶν ἁγίων τάς πράξεις, τῶν τέ ἄλλων, καί αὐτοῦ τοῦ θείου καί ἱεροῦ Συμεών, οὗ τό βίον πάντες ἀκούοντες ἐθαυμάζομεν. Ἀλλ’ οὐ χάριν τοῦ θαυμάζεσθαι μόνον οἱ βίοι τῶν ἁγίων ἐγράφησαν, ἀλλ’ ὥστε θαυμάζοντες, καί μιμηταί αὐτῶν γίνεσθαι. Πῶς οὖν ἐρεῖ τις δυνατόν ἐκεῖνον ζηλῶσαι τόν ὑπέρ φύσιν ἀσκήσαντα; ἐγώ σοι διά βραχέων ἐνδείξομαι, τήν ἱστορίαν πρότερον ἐπιτροχάδην διαδραμών.


Οὗτος ὁ μέγας ἐξέτι παίδων ποιμήν προβάτων γενόμενος, οὐ τοῖς χοίροις συνδιαιτώμενος κατά τόν ἄτακτον ἐκεῖνον νέον τόν ἀποστάντα τῆς πατρικῆς οὐσίας, καί συβώτην γενόμενον· οὐδέ βουκολῶν ἡμιόνους κατά τόν Ἰδουμαῖον Δωήκ οὔτε μήν πωλοδαμνεῖν παιδευόμενος, ἀλλ’ ἀγέλῃ προβάτων ἐπιστατῶν κατά Μωσέα, καί Ἰακώβ, καί Δαβίδ, καί Ἀμώς. Ἐπειδή τῆς Ἐκκλησίας εἴσω γένοιτο, καί τῶν Εὐαγγελικῶν ἀκούσοι φωνῶν, γέροντος αὐτῷ τινος παραινέσαντος, πάντων ἀλογήσας βιωτικῶν, ἀντί θρεμμάτων ἡγεμονεύειν λογικῇ ποίμνῃ συναγελάζεται.


Καί πρότερον μέν σχοινίῳ τραχεῖ τήν ὀσφύν πρισφίγγεται. Εἴτα γνωσθείς, εἰς φρέαρ ἑαυτόν καθείς, ὑπόγειος γίνεται, Κἀκεῖθεν ἀνελκυσθείς, τόν κιονίτην βίον πρῶτος πάντων ἐκλέγεται· ταῖς κατά μικρόν ἐπιδόσεσιν ἐπαύξων τοῦ στύλου τήν ἄνοδον. Πρῶτον μέν εἰς ἕξ πήχεις ὑψώσας αὐτόν, εἴτε μεγαλύνων τόν αὐτόν ἄχρι πηχῶν τριάκοντα ἕξ. Οὕτω μετέωρος ἀρθείς, καί πολλῶν σημείων γενόμενος αὐτουργός, δαίμονας τε φυγαδεύσας, καί Βαρβάρων ἡμερώσας ἦθος ἀτίθασον, καί πολλούς πρός Θεόν ἐπιστρέψας, πρός τάς ἀϊδίους μετέστη μονάς τῆς αὐτοῦ παιδείας πολιτείας, οἷα στήλην τόν στύλον καταλιπών.


Παιδεύει τοίνυν ἡμᾶς ὁ ἱερός Συμεών τῷ καθ’ ἑαυτόν ὑποδείγματι, ἕως ἄν παῖδες ἐσμεν, καί ἀτελεῖς τήν πνευματικήν ἡλικίαν, μή καταμιγνύειν ἑαυτούς ἀνθρώποις χειρώδεσιν, ἤ τῷ βορβόρῳ χαίρουσι τῆς ἀκολασίας ἢ τὴν ἁμαρτίαν καθάπερ τούς ἀγόνους ἡμιόνους ποιμαίνουσιν. Ἡ γὰρ κακία οὐκ ἐκ θεοῦ τόν πληθυσμόν ἔσχεν, ὡς οὐδὲ ἐξ ἀλλήλων ἐστὶν ἡ τοῦ γένους τῶν ἡμιόνων διαδοχή. Οὐδὲ συναναφύρεσθαι ἡμᾶς τοῖς θηλυμανέσιν, ὡς ἵππους, ἀλλά τούτων ἁπάντων ἀποφοιτῶντες ἐν ὁμοφρονοῦσι τε καί ὁμογνωμοῦσι, τοῖς παρ’ ἡμῶν ποιμαινόμενοις συζήσωμεν.


Πάντων τῶν ἐν ἡμῖν λογισμῶν προβάτων δίκην τῷ βουλήματι τοῦ ἐπιστατοῦντος λόγου ποιμαινομένων, καὶ οὕτως ἓν πραότητι ζῶσιν ἡμῖν, ἐπιλάμψει ἐν ταῖς ψυχαῖς τοῦ Εὐαγγελίου τό κήρυγμα διὰ τῶν προσηκόντων τῇ ἀρετῇ διδασκόμενον, καί πρός τόν τελειότερον τῆς ἀρετῆς βίον διεγεῖρον ἡμᾶς ὥστε μακρὰν γενέσθαι τῶν κοσμικῶν παθῶν, καί τὴν στενὴν καί τεθλιμμένην βαδὶζειν ὁδόν, περιεζωσμένους τῷ τραχεῖ, καί κατεσκληκότι βίῳ τῆς ἐγκράτειας τάς ἐκ των νεκρῶν ἀλόγους πυρώσεις τῷ σώφρονι λογισμῷ, ὡς ἐν σχοινίῳ συσφίγγοντας.


ταν οὖν τοῦτο κατορθωθείη ἡμῖν, και ὑπό πάντων γνωσθείημεν, καί ὡς ἐνάρετοι θαυμαζοίμεθα, τῷ λάκκῳ τῆς ταπεινοφροσύνης ἐμβάλλωμεν ἑαυτούς. Τόν μέγαν τοῦτον μιμούμενοι φύγωμεν τό κενόν τοῦτο, καὶκοῦφον δοξάριον. Ὁ γὰρ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται, ὡς ἡ θεία λέγει πυκτίς. Ἐκεῖνος οὐκ εἰς τὰ τοῦ στύλου ἤρθη μετέωρα, εἰ μὴ πρότερον ἐν τῷ ξηρῷ λάκκῳ καθῆκεν ἑαυτόν, τόν πολλῆς δυσωδίας ἀνάπλεων, καὶ ἡμεῖς οὐκ ἂν πρός ὕψος ἀρετῆς ἀναχθείημεν, εἰ μὴ τὴν ταπείνωσιν ἀσπασώμεθα.


Εἰ δὲ καί κρυπτόμενοι τῇ ταπεινοφροσύνη μὴ λάθοιμεν [ἀληθῶς γὰρ ὡς ἀρετὴ ὅσον κρύπτεσθαι σπουδάζει, κηρύττεται] καίἀναιρήσονται ἡμᾶς ἐκ τοῦ λάκκου. Τουτέστι φανερώσουσιν ἡμᾶς οἱ τὴν ἀρετήν θαυμάζοντες, ἐπιπονώτερον ἀσπασώμεθα βίον, ταῖς κατὰ μικρόν προσθήκαις εἰς τόν στύλον τῶν ἀρετῶν ἀναγόμενοι.


Πρότερον μὲν ἐξαπήχει τῆς ἀναβάσεως φθάσαντες ὕψει, τὰς ἓξ ἐντολάς δηλαδή, ὡς κρηπίδα θέντες τῆς ἀναβάσεως, δι' ὧν κληρονομοῦσι τὴν τῶν οὐρανῶν βασιλείαν οἱ δίκαιοι. Ὁ γὰρ ἐπί θρόνου δόξης κεκαθηκώς βασιλεύς, τοῖς ἐπί δεξιῶν αὐτοῦ τὴν ἀμοιβήν τῶν τηρηθέντων αὐτοῖς ἐξ ἐντολῶν, τὴν τῶν οὐρανῶν βασιλείαν χαρίζεται.


ταν οὖν σωματικῶς θρέψωμεν, διά τῶν πενήτων τόν Κύριον πεινώντα καί διψῶντα ποτίσωμεν, καί ξενοδοχήσωμεν, καί ἐνδύσωμεν, καί ἐπισκεψώμεθα ἀσθενείᾳ, ἢ δεσμοῖς συνεχόμενομενον τότε τῷ ἑξαπήχει στυλῳ βεβήκαμεν. Εἰ δέ καθάπερ μνᾶν, ἢ τάλαντον πολυπλασιάσοιμεν τὰς ἀρετάς διὰ τῆς ἐργασίας πληθύνοντες, τότε ὁ τῶν ἀρετῶν ἡμῖν κύκλος ἀποτελεῖται,εἰς ἑαυτήν πολυπλασιασθείσης τῆς ἑξάδος τῶν ἐντολῶν, ὡς γενέσθαι τὰ ἕξ τριάκοντα ἕξ·


κἀκεῖσε γάρ, οἶμαι, εἰ κατὰ τὴν ἱστορίαν ὁ τοῦ μεγάλου Συμεὼν στύλος, μέχρι τοσούτου ἀνύψωτο, ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ ἀριθμός οὗτος καί κύκλος ἐστί, καί τρίγωνος, καὶ τετράγωνος, καὶ τῆς ἀρετῆς τοῦ ἀνδρδς ἐσήμαινε τέλειον, ὅπως τε πάγιος ἦν πρός τὴν εἰς τὴν τριάδα εὐσέβειαν, καί ὅπως τῷ κύκλω τῶν ἀρετῶν ἐστεφάνωτο.


ν οὖν τοιαύταις χρησὰμενοι ἀναβάσεσι πρός τό ὕψος τουτί ἀναδράμωμεν, καὶ τοὺς ἐπιβούλους της ἡμῶν σωτηρίας φυγαδεὺσωμεν δαίμονας, καί ὡς βαρβάρους τὰ ἐνοχλοῦν τὰ ἡμῖν πάθη πραΰνωμεν, καί σφίσιν αὐτοῖς, καίπολλοῖς ἄλλοις σωτῆρες ἐσόμεθα, καὶ τῶν ἀκηράτων, καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν ἀπολαύσομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρὶῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δὸξα εἰς αἰώνας. Ἀμήν. Εκ του ιστολογίου <<μικρό ωρολόγιον>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF