ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

Ι. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ: ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΤΟΥ ΡΑΝΤΟΝΕΖ (ΜΕΡΟΣ 6ον)




Σπάνια εκκλησιαστική μορφή επηρέασε τόσο βαθιά την ζωή του έθνους στο οποίο ανήκε, όσο ο όσιος Σέργιος την ιστορική πορεία της απέραντης Ρωσίας.
Θεμελιωτής του ρωσικού μοναχισμού υπήρξε ο όσιος Αντώνιος (983 - 1073), εσφιγμενίτης μοναχός, που μετέφερε την φλόγα του αγιορειτικού ασκητισμού σε ερημικές περιοχές του Κιέβου και ίδρυσε γύρω στο 1050 μαζί με τους μαθητές του οσίους Νίκωνα και Θεοδόσιο την περίφημη λαύρα των σπηλαίων (Κιεβοπετσέρσκαγια Λαύρα)
Η πρώτη αυτή μεγάλη άνθησις της μοναχικής ζωής στην Ρωσία δοκιμάσθηκε σκληρά από την λαίλαπα των ταταρικών επιδρομών. Οι Τάταροι, όπου περνούσαν, επέφεραν τρομακτική ερήμωσι του πληθυσμού. Στόχος τους δεν ήταν μόνον η στρατιωτική συντριβή και η πολιτική υποδούλωσις του αντιπάλου, αλλά η ολοκληρωτική καταστροφή του. [...]
(Από τον πρόλογο της έκδοσης)
Συνεχείς αναρτήσεις εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Παρακλήτου, Μήλεσι Αττικής: <<Όσιος Σέργιος του Ραντονέζ>>, Δεκέμβριος 2006.
Εκ του ιστοτόπου <<nektarios.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα
.






Στ) Τὸ κοινοβιακὸ τυπικό


Μιὰ βραδυά, ποὺ ὁ Ὄσιος προσευχόταν μέσα στὴν γαλήνη γιὰ τοὺς ὑποτακτικούς του, ἄκουσε μία φωνή, ποὺ τὸν καλοῦσε: -Σέργιε... Παραξενεύθηκε, ἄνοιξε τὸ παράθυρο, γιὰ νὰ δῆ ποιὸς τὸν φωνάζει. Μία ὑπερκόσμια λάμψις τότε καταύγασε τὸν νυκτερινὸ οὐρανό, καὶ ἀκούσθηκαν τὰ λόγια:


-Σέργιε. Ὁ Κύριος ἄκουσε τὴν προσευχὴ ποὺ κάνεις γιὰ τὰ πνευματικά σου τέκνα. Κοίταξε τὸ πλῆθος τῶν μοναχῶν ποὺ θὰ ἔρθουν στὸ μοναστήρι σου... Ῥίχνοντας μία ματιὰ ὁ Ὅσιος, εἶδε ἀναρίθμητα ἐξαίσια πουλιά, νὰ πετοῦν γύρω του καὶ νὰ ψέλνουν μία ὑπέροχη μελωδία. Ἀκούσθηκε πάλι ἡ φωνή:


τσι θὰ αὐξηθοῦν οἱ μαθητές σου καὶ μετὰ ἀπὸ σένα ὁ ἀριθμός τους δὲν θὰ λιγοστεύσει. Καὶ ὅσοι θελήσουν νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου, θὰ στολισθοῦν μὲ πολλὰ χαρίσματα. Ὁ Ἅγιος ἔμεινε ἔκθαμβος ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ὅραμα και τὶς θεῖες προφητείες.


Θέλοντας νὰ ἀπολαύσῃ καὶ κάποιος ἄλλος μαζί του τὴν οὐράνια ὀπτασία, φώναξε μὲ δυνατὴ φωνή, τὸν μοναχὸ Συμεών, ποὺ κατοικοῦσε πλησιέστερα. Κατάπληκτος γιὰ τὸ ἀσυνήθιστο κάλεσμα τοῦ ἡγουμένου, ὁ π. Συμεών, ἦλθε βιαστικά, ἀλλὰ δὲν ἀξιώθηκε νὰ ἀντικρύσῃ ὁλόκληρο τὸ ὅραμα. Πρόλαβε μόνο νὰ δεῖ τὴν οὐράνια λάμψη.


Ὅσιος τοῦ διηγήθηκε τὶ εἶδε καὶ τὶ ἄκουσε, καὶ οἱ δύο τους ἀγρύπνησαν μαζί, δοξάζοντας καὶ εὐχαριστώντας τὸν Θεό. Λίγες μέρες ἀργότερα, ἦλθαν ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὸν ἁγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεο (1355 καὶ 1362-1376) καὶ τοῦ ἔφεραν μαζὶ μὲ τὴν εὐλογία του πατριαρχικὰ δώρα: σταυρό, πολυσταύρι καὶ σχῆμα.


-Μήπως τὰ στέλνει σὲ κανέναν ἄλλο; ρώτησε ὁ ταπεινὸς Ὅσιος. Εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός, γιὰ νὰ λάβω δῶρα ἀπὸ τὸν ἁγιώτατο Πατριάρχη. Οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπάντησαν: -Ὄχι Πάτερ. Δὲν κάναμε λάθος. Σὲ σένα τὰ στέλνει ὁ Πατριάρχης.


Μαζὶ μὲ τὰ δῶρα τοῦ ἔδωσαν καὶ τὴν ἑπόμενη πατριαρχικὴ ἐπιστολή: Φιλόθεος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, εὔχομαι στὸν ἀγαπητό μου υἱὸ καὶ συλλειτουργό μου Σέργιο, χάρη, εἰρήνη καὶ εὐλογία.


κουσα γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή σας καὶ δόξασα τὸν Θεό. Αὐτὸ ὅμως ποὺ λείπει ἀπὸ τὸ μοναστήρι σας εἶναι τὸ κοινοβιακὸ τυπικό. Γιὰ τὸ κοινόβιο ὁ προφήτης Δαβίδ, εἶπε: Ἰδοὺ δὴ τὶ καλὸν ἢ τὶ τερπνόν, ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό. (Ψαλμὸς ρλβ´ 1). Σας συμβουλεύω λοιπόν, νὰ δημιουργήσετε ἕνα κοινόβιο. Εἶθε νὰ σᾶς ἐνισχύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δική μου εὐλογία.


Μὲ τὴν πατριαρχικὴ αὐτὴ ἐπιστολὴ στὸ χέρι, ο Ὅσιος ξεκίνησε γιὰ τὸν μητροπολίτη Μόσχας Ἀλέξιο. Δείχνοντάς του τὴν ἐπιστολὴ τὸν ρώτησε: -Ἅγιε Δέσποτα, τί λέτε; Νὰ προχωρήσουμε γιὰ τὴν δημιουργία κοινοβίου;


μητροπολίτης ἀπάντησε: -Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, δοξάζει τοὺς δούλους του! Τὸ ὄνομά σου καὶ ἡ ζωή σου ἀκούσθηκαν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Συμφωνῶ μὲ τὴν γνώμη τοῦ μεγάλου οἰκουμενικοῦ πατριάρχου καὶ σὲ προτρέπω νὰ δημιουργήσεις κοινόβιο.


τσι ξεκίνησε τὸ κοινοβιακὸ σύστημα στὴν μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ῥάντονεζ. Ὁ Ὅσιος Σέργιος ἀπαιτοῦσε τὴν αυστηρὴ τήρηση τῶν κοινοβιακῶν κανονισμῶν. Οἱ μοναχοί, ἔπρεπε νὰ μὴν ἔχουν τίποτε δικό τους, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων νὰ τὰ ἔχουν ὅλα κοινά.


πλατειὰ φήμη καὶ ἡ ἀνθρώπινη δόξα ἀποτελοῦσαν ἕνα μαρτύριο γιὰ τὸν ἅγιο ἡγούμενο. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀποσυρθεῖ, καὶ μέσα στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου νὰ κοπιάσῃ γιὰ τὸν Κύριο, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι του καὶ σὲ ἀπόσταση ἑξήντα τεσσάρων χιλιομέτρων, κοντὰ στὸ ποταμὸ Κιρζάτς, βρῆκε μία τοποθεσία ποὺ τοῦ ἄρεσε πολύ.


Οἱ ἀδελφοί, βλέποντας τοὺς ἑαυτούς του ἐγκαταλελειμμένους καὶ μάλιστα ἀπὸ ἕναν τέτοιο ὁδηγὸ καὶ κυβερνήτη, βυθίστηκαν σὲ μεγάλη θλίψη καὶ σύγχυση. Ἦσαν πρόβατα χωρὶς ποιμένα. Ἄρχισαν λοιπόν, νὰ τὸν ἀναζητοῦν παντοῦ μέσα στὰ παρθένα δάση. Τελικά, τὸν ἀνακάλυψαν καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακάλεσαν νὰ ἐπιστρέψει.


Ὅσιος ὅμως ποὺ ἀγαποῦσε τὴν σιωπή, καὶ τὴν μόνωση, προτίμησε νὰ παραμείνη στὸ μέρος ἐκεῖνο. Τότε, πολλοὶ ὑποτακτικοί του ἄφησαν καὶ αὐτοὶ τὴν μονή, καὶ ἐγκαταστάθηκαν κοντά του. Ἔκτισαν νέο μοναστήρι καὶ ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.


Οἱ μοναχοὶ ὅμως ποὺ ἀπέμειναν στὸ ἀρχικὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος, μὴν ὑποφέροντας νὰ ζοῦν χωρὶς τὸν ποιμένα τους καὶ μὴ μπορώντας να τὸν πείσουν νὰ ἐπιστρέψει, κατέφυγαν στὴν βοήθεια τοῦ μητροπολίτου Μόσχας Ἀλεξίου. Τὸν ἱκέτευσαν νὰ πείσῃ τὸν Ὅσιο νὰ ἐπιστρέψει.


μητροπολίτης ἔστειλε δυο ἀρχιμανδῖτες, παρακαλώντας τὸν Ὅσιο νὰ μὴν παραβλέψει τὴν ἐπιθυμια τόσων ἀδελφῶν. Τὸν συμβούλευσε νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσει, γιὰ νὰ μὴν διασκορπισθοῦν σὰν πρόβατα καὶ ἐρημώσῃ ἡ μονή, ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε. Ὁ ὑπάκους καὶ ταπεινὸς Σέργιος δὲν ἐπέμεινε, ἀλλὰ ἐπέστρεψε στὸν τόπο τῆς ἀρχικῆς του διαμονῆς, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο χαροποίησε πολὺ τὴν ἀδελφότητα.


Ἅγιος Στέφανος ἐπίσκοπος Πέρμσκυ, ποὺ ἔτρεφε μεγάλη ἀγάπη στὸν Ὅσιο, ταξίδευε κάποτε ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του στὴν Μόσχα. Ὁ δρόμος ποὺ ἀκολουθοῦσε πλησίαζε τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος πέρίπου ὀκτώμισυ χιλιόμετρα. Ἀλλὰ ἐπειδη βιαζόταν, τὸ προσπέρασε μὲ τὴν σκέψη νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Ὅσιο στὸν γυρισμό.


Πρὶν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ πλησιέστερο σημεῖο, σταμάτησε τὴν ἅμαξα, εἶπε τό· Ἄξιον ἐστί, καὶ ὑποκλίθηκε πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς μονῆς, λέγοντας: -Εἰρήνη σὲ σένα πνευματικὲ ἀδελφέ. Αὐτὸ ἔγινε τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ὅσιος βρισκόταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς στὴν τράπεζα. Βλέποντας ὅμως μὲ τὰ διορατικά του μάτια τὸν ἐπίσκοπο νὰ βάζει μετάνοια, διέκοψε τὸ γεῦμα, σηκώθηκε ὄρθριος, προσευχήθηκε καὶ ἔβαλε καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του μετάνοια πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ ἐπισκόπου, λέγοντας:


-Χαῖρε καὶ σύ, ποιμένα τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου νὰ σὲ συνοδεύει. Οἱ ἀδελφοὶ ἔμειναν κατάπληκτοι! Τί νὰ συνέβαινε στὸν ἡγούμενό τους; Μερικοί, κατάλαβαν ὅτι ἀξιώθηκε νὰ δεῖ κάποιο ὅραμα. Ὅταν τελείωσε ἡ τράπεζα τὸν πλησίασαν καὶ τὸν ρώτησαν τὶ συνέβη.


-Τὴν ὥρα ποὺ σηκώθηκα, τοὺς ἀπάντησε, ὁ ἐπίσκοπος Στέφανος, καθὼς πήγαινε στὴν Μόσχα, σταμάτησε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ μοναστήρι μας, ἔβαλε μετάνοια στὴν Ἁγία Τριάδα, καὶ εὐλόγησε ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Οἱ μαθητὲς τοῦ Ὁσίου, ποὺ ἐπιβεβαίωσαν τὸ γεγονός, θαύμασαν τὸ διορατικὸ χάρισμα ποὺ δώρισε ο Θεὸς στὸν γέροντα τους.


Σε ἀνάμνηση του θαύματος αὐτοῦ, μέχρι σήμερα ὑπάρχει στὴν λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ ἑξῆς συνήθεια: Πρὶν τελειώσουν τὸ φαγητό, μὲ το κτύπημα ἑνὸς κουδουνιοῦ, ὅλοι οἱ μοναχοὶ σηκώνονται καὶ ὁ ἐφημέριος ἱερομόναχος ἀπαγγέλλει τό: Δι᾿ εὐχῶν... Μετά, κάθονται πάλι καὶ συνεχίζουν τὸ γεῦμα.


Πολλοὶ ἀδελφοὶ ἔλλαμψαν μὲ τὴν ἀρετή τους στὴν λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔγιναν ἡγούμενοι σὲ ἄλλα μοναστήρια καὶ ἐπίσκοποι. Ὅλοι αὐτοὶ προώδευαν μὲ τὶς συμβουλές, καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου. Μεταξὺ τῶν ὑποτακτικῶν του ἦταν κάποιος ποὺ λεγόταν π. Ἰσαάκιος. Ὁ π. Ἰσαακιος ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀφιερώσῃ τὸν ἑαυτό του στὴν ἄσκηση τῆς τελείας σιωπῆς καὶ γιὰ αὐτὸ παρακαλοῦσε ἐπίμονα τὸν Ὅσιο.


Κάποτε λοιπόν, ὁ σοφὸς ποιμένας, τοῦ ἀπάντησε: -Ἐὰν παιδί μου θέλεις νὰ ἀσκηθεῖς στὴν σιωπή, θὰ σοῦ δώσω αὔριο τὴν εὐλογία μου. Τὴν ἑπομένη, μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, τὸν σταύρωσε μὲ τὸν τίμιο σταυρό, λέγοντας: -Ὁ Κύριος ἂς ἐκπληρώσῃ τὴν ἐπιθυμία σου. Ὁ π. Ἰσαάκιος, εἶδε νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ὁσίου μία φλόγα καὶ νὰ τὸν περιβάλλει. Ἀπὸ τότε παρέμεινε σιωπηλός, καὶ μόνο μία φορά, ἕνα ἄλλο θαυμαστὸ ὅραμα τοῦ ἄνοιξε τὰ χείλη:


Κάποτε, ὁ Ὅσιος συλλειτουργοῦσε μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του π. Στέφανο καὶ τὸν ἀνεψιό του π. Θεόδωρο. Ξαφνικά, ὁ π. Ἰσαάκιος βλέπει στὸ ἱερὸ ἕνα τέταρτο ἱερέα μὲ ἀστραφτερὰ ἄμφια. Στὴν μικρὴ εἴσοδο τοῦ Εὐαγγελίου ὁ συλλειτουργὸς αὐτὸς άκολούθησε τὸν Ὅσιο ἔχοντας ἕνα πρόσωπο τόσο φωτεινό, ποὺ ὁ π. Ἰσαάκιος δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀτενίσει. Γεμᾶτος ἔκπληξη, ἄνοιξε τὰ χείλη του καὶ ρώτησε τὸν διπλανό του π. Μακάριο:


-Τί θαυμαστὸ θέαμα εἶναι αὐτὸ Πάτερ! Ποίος νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ὁλοφώτεινος ἱερεύς; Ὁ π. Μακάριος, ποὺ σὰν ἐνάρετος ἀξιώθηκε νὰ δεῖ καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο ὅραμα, τοῦ ἀπάντησε: -Δὲν τὸν γνωρίζω. Μένω καὶ ἐγὼ ἔκπληκτος. Μήπως ἦρθε κανένας ἱερεὺς μαζὶ μὲ τὸν πρίγκηπα Βλαδίμηρο;


πρίγκηπας Βλαδίμηρος Ἀνδρέγιεβιτς βρισκόταν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸν ναό, μαζὶ μὲ τοὺς μεγιστάνες του. Οἱ μοναχοί, ρώτησαν ἕναν ἄρχοντα μήπως εἶχαν στὴν συνοδεία τους κανέναν ἱερέα. Ἐκεῖνος ἀπάντησε ἀρνητικά. Τότε κατάλαβαν ὅτι συλλειτουργοῦσε μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο καὶ ἕνας Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας οἱ δύο πατέρες πλησίασαν τὸν ἡγούμενο καὶ τὸν ρώτησαν. Στὴν ἀρχὴ ἐκεῖνος προσπάθησε νὰ τοὺς ἀποκρύψει τὴν ἀλήθεια.


-Τί ἀσυνήθιστο εἴδατε; Λειτουργήσαμε ὁ π. Στέφανος, ὁ π. Θεόδωρος καὶ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός. Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν νὰ τὸν παρακαλοῦν καὶ τότε τοὺς εἶπε: -Παιδιά μου... Ἐὰν ὁ Κύριος σᾶς ἀπεκάλυψε κάτι, πῶς νὰ σᾶς τὸ ἀποκρύψω ἐγώ;


Αὐτὸς ποὺ εἴδατε ἦταν Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο τώρα, ἀλλὰ πάντοτε, σὲ ὅλες μου τις λειτουργίες, συλλειτουργεῖ μαζί μου. Νὰ φυλάξετε ὅμως καὶ νὰ μὴν πῆτε σὲ κανένα αὐτὰ ποὺ εἴδατε καὶ ἀκούσατε μέχρις ὅτου πεθάνω.


Ζ. Ἣ ἵδρυσις νέων μονῶν


π. Ἀνδρόνικος ἦταν ἕνας ὑποτακτικὸς ποὺ εἶχε κοινὴ καταγωγὴ μὲ τὸν Ὅσιο, τὴν πόλη Ῥοστώβ. Εἶχε ἔλθει νέος στὸ μοναστήρι καὶ ἀπέκτησε πολλὲς ἀρετές. Ἀσκήθηκε πολύ, καὶ σήκωσε μεγάλους κόπους στοὺς ὤμους του. Ὁ Ὅσιος τὸν ἀγαποῦσε πολύ, γιὰ τὸν ζῆλό του καὶ θερμὰ προσευχόταν γιὰ τὴν πρόοδό του.


μητροπολίτης Μόσχας Ἀλέξιος ἔχοντας στενὲς σχέσεις μὲ τὸν Ὅσιο, σὲ μία ἀπὸ τὶς συχνὲς ἐπισκέψεις του πρότεινε: -Ἐπιθυμῶ νὰ σοῦ ζητήσω μία χάρη καὶ ἐλπίζω ὅτι ἡ ἀγάπη σου δὲν θὰ μοῦ τὴν ἀρνηθεῖ. -Ἅγιε Δέσποτα, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος, ὅλοι εἴμαστε στὴν πνευματικὴ ἐξουσία σου. Κάθε ἐπιθυμία σου εἶναι σεβαστὴ στὴν μονή μας.


-πιθυμῶ, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ κτίσω ἕνα μοναστήρι, εἶπε ὁ μητροπολίτης. Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, πέσαμε σὲ φοβερὴ τρικυμία. Τὸ πλοῖο καταποντιζόταν στὰ κύματα τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Μᾶς ἀπειλοῦσε τὸ ναυάγιο.


λοι ἄρχισαν νὰ προσεύχονται. Τότε ἐγὼ μαζὶ μὲ τὴν προσευχή, ἔκανα τάμα στὸν Θεό, νὰ κτίσω ἕναν ναό, στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου ἐκείνου, ὁ ὁποῖος θὰ γιόρταζε τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ βγαίναμε στὴν στεριά. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ τρικυμία κόπασε.


Μαύρη Θάλασσα ἡσύχασε καὶ ὁ Κύριος μᾶς ἀξίωσε νὰ σωθοῦμε καὶ νὰ βγοῦμε στὴν στεριὰ τὴν 16η Αὐγούστου. Θέλω λοιπόν, νὰ ἐκπληρώσω τὸ τάμα μου, νὰ κτίσω ναό, ἀφιερωμένο στὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Κυρίου, καὶ δίπλα στὴν ἐκκλησία νὰ ἱδρύσω ἕνα κοινόβιο. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, σὲ παρακαλῶ, δῶσέ μου τὸν ἀγαπητό σου μαθητὴ Ἀνδρόνικο.


Ὅσιος ἱκανοποίησε εὐχαρίστως τὴν ἐπιθυμία τοῦ μητροπολίτη καὶ ἔτσι ὁ π. Ἀνδρόνικος ἔγινε ἡγούμενος στὴν μονὴ Σπάσο-Ἀνδρόνικωφ τῆς Μόσχας στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γιάουζι τὸ 1361. Ὁ Ὅσιος Σέργιος ἐπισκέφθηκε καὶ εὐλόγησε τὸ μοναστήρι καὶ τὸν μαθητή του βλέποντας:


-Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ στὸν τόπο αὐτὸ καὶ χαρίτωσε τὸν δοῦλό Σου. Ἀργότερα, ὁ ἴδιος ὁ μητροπολίτης ἀφοῦ θεράπευσε θαυματουργικά, τὴν βασίλισσα τῶν Ταρτάρων Ταϊδουλή, θεμελίωσε τὸ 1365 στὴν Μόσχα, μέσα στὸ Κρεμλῖνο καὶ ἄλλο μοναστήρι ἀφιερωμένο στὸ ἐν Χώναις θαῦμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ποὺ γιορτάζει στὶς 6 Σεπτεμβρίου. Καὶ γιὰ τὸ μοναστήρι αὐτό, ζήτησε ἀδελφοὺς ἀπὸ τὸν Ὅσιο.


ἀνηψιὸς τοῦ Ὁσίου π. Θεόδωρος, εἶχε ἀρχή του νὰ μὴν κρύβει ἀπὸ τὸν γέροντά του κανένα λογισμό. Ἔτσι τοῦ ἀποκάλυψε κάποτε, ὅτι ἐπιθύμησε νὰ θεμελιώσῃ ἕνα μοναστήρι. Ὁ Ὅσιος διερεύνησε τὸν λογισμό, καὶ διέκρινε σὲ αὐτὸν θεῖο θέλημα. Εὐλόγησε λοιπόν, τὸν ἄξιο ὑποτακτικό του καὶ τοῦ ἔδωσε καὶ μερικοὺς ἀδελφούς, γιὰ νὰ δημιουργήσῃ συνοδεία. 


τσι μὲ τὴν ἐνθάρρυνση τοῦ Ὁσίου, ὁ π. Θεόδωρος ἵδρυσε στὴν Μόσχα τὴν μονὴ Σιμωνώφ, τὸ 1370. Ἔκτισε ναό, ἀφιερωμένο στὸ Γενέσιο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ καθιέρωσε σὲ αὐτὴ τὸ κοινοβιακὸ τυπικό. Ἡ φήμη τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τοῦ νέου ἡγουμένου συγκέντρωσε πολλοὺς ἀδελφούς.


ἴδιος ὁ Ὅσιος Σέργιος, ἐρχόταν συχνά, καὶ βοηθοῦσε στὶς δυσκολίες καὶ στοὺς κόπους τὴν νέα ἀδελφότητα. Ἔπειτα ἀπὸ μερικὰ χρόνια, ὁ Ὅσιος Θεόδωρος, χειροτονήθηκε ἀρχιεπίσκοπος Ῥοστώβ. Μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του (28 Νοεμβρίου 1394), ἀκτινοβολοῦσε σὰν φωτεινὸ ἀστέρι μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ τὸ ζῆλό του.


Πολλοὶ μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Σεργίου θεμελίωσαν ἀπὸ διάφορες αἰτίες, ὄχι μόνο στὴν Μόσχα, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες περιοχές, μοναστήρια ποὺ ἔγιναν φάροι καὶ ἑστίες τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Ἔτσι ὁ κυρίαρχος μεγάλος πρίγκηπας Δημήτριος Ἰωάννοβιτς θέλοντας νὰ ἱδρύσῃ στὸ Γολουτβίνο τῆς Κολόμνας ἕνα μοναστήρι, παρακάλεσε τὸν Ὅσιο νὰ εὐλογήσῃ τὴν τοποθεσία καὶ νὰ κτίσῃ ναό.


Συγκινημένος ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν εὐλάβεια τοῦ μεγάλου πρίγκηπα, ξεκίνησε πεζός, ὅπως πάντα, γιὰ τὴν Κολόμνα, καὶ ἔκτισε ναό, ἀφιερωμένο στὰ Ἅγια Θεοφάνεια. Ἔπειτα απὸ παράκληση τοῦ Δημητρίου Ἰωάννοβιτς ἔστειλε στὴν νέα μονή, τὸν εὐλαβέστατο μαθητή του ἱερομόναχο Γρηγόριο. Ἡ μονὴ αὐτή, ποὺ ἀργότερα μεταφέρθηκε μέσα στὴν Κολόμνα καὶ ὠνομάσθηκε Νοβογολουτβίν, ἄνθισε πολὺ γρήγορα.


Μὲ τὴν παράκληση ἑνὸς ἄλλου πρίγκηπα, τοῦ Βλαδιμήρου Ἀνδρέγιεβιτς, ὁ Ὅσιος εὐλόγησε μία τοποθεσία στην Σερπουχώφ, γιὰ τὴν ἵδρυση μονῆς, ἀφιερωμένης στὴν Σύλληψη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἀργότερα ἔστειλε ἀπὸ ἐκεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς περισσότερους ἀγαπητοὺς ὑποτακτικούς του τὸν π. Ἀθανάσιο, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴν τέλεια ὑπακοή, καὶ τὴν ἐπίδοσή του στὴν ἀντιγραφὴ βιβλίων.


ἀγγελικὴ ζωὴ τοῦ Ὁσίου, καὶ ἡ βαθιά του ταπείνωσις, οἱ κόποι του γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, παρεκίνησαν τὸν Ἅγιο Μητροπολίτη Μόσχας Ἀλέξιο νὰ τὸν ἐπιθυμεῖ σὰν διάδοχο καὶ ἀντικαταστάτη. Βλέποντας λοιπόν, νὰ πλησιάζει τὸ τέλος του, τὸν κάλεσε κοντά του καὶ παίρνοντας τὸν ἀρχιερατικὸ σταυρό του, ποὺ ἦταν στολισμένος μὲ χρυσό, καὶ πολύτιμες πέτρες, τὸν πρόσφερε στὸν Ὅσιο. Ἐκεῖνος σκύβοντας ταπεινά, εἶπε:


-Συγχώρεσέ με Ἅγιε Δέσποτα. Ἀπὸ τὴν νεανική μου ἡλικία, δὲν ἔβαλα ποτὲ πάνω μου τίποτε τὸ χρυσό. Πολὺ περισσότερο θέλω νὰ παραμείνω φτωχός, τώρα στὰ γεράματά μου. Ὁ μητροπολίτης τοῦ ἀπάντησε φορώντας του τὸν σταυρό: -Γνωρίζω πόσο ἁπλὴ καὶ ἀπέριττη εἶναι ἡ ζωή σου. Ὑπάκουσε ὅμως καὶ δέξου τὴν εὐλογία ποὺ σοῦ προσφέρω. Σὲ κάλεσα ἐδῶ γιατὶ θέλω νὰ σοῦ προτείνω κάτι σπουδαῖο·


Επὶ πολλὰ χρόνια, ποιμαίνω τὴν Ῥωσικὴ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός. Ἀλλὰ τώρα βρίσκομαι στὸ τέλος τῆς ζωῆς μου. Ἐπιθυμῶ λοιπόν, προτοῦ πεθάνω νὰ βρῶ τὸν διάδοχό μου, αὐτὸν ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ποιμάνει τὸ λογικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ. Ὅλες μου οἱ σκέψεις γιὰ τὸ θέμα αὐτό, στρέφονται σὲ σένα.


Γνωρίζω μάλιστα πολὺ καλά, ὅτι καὶ ὁ πρίγκηπας καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ ἱερατεῖο, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ πιστοί, σὲ ἀγαποῦν καὶ θὰ σὲ παρακαλέσουν νὰ ἀναλάβεις τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο.


κούγοντας αὐτὰ ὁ Ὅσιος ταράχθηκε καὶ θεωρώντας τὸν ἑαυτό του ἐντελῶς ἀνάξιο, ἀπάντησε: -Συγχώρησέ με Δέσποτα. Θέλεις νὰ ἐπωμισθῶ φορτίο ὑπεράνω τῶν δυνάμεών μου. Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός, καὶ ὁ ἔσχατος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Πῶς νὰ τολμήσω νὰ ἀναλάβω ἕνα τόσο ὑψηλὸ ἀξίωμα;


πὶ πολλὴ ὥρα προσπαθοῦσε ὁ μητροπολίτης νὰ πείσῃ τὸν Ὅσιο. Ἀλλὰ αὐτὸς ἔμεινε ἀκλόνητος: Ἅγιε Δέσποτα, ἐὰν δὲν θέλεις νὰ μὲ διώξεις ἀπὸ τήν περιοχὴ αὐτή, μὴν συνεχίζεις αὐτὴ τὴν συζήτηση καὶ μὴ ἐπιτρέπεις σὲ κανέναν ἄλλον νὰ μὲ ἀπασχολεῖ μὲ τὸ ἴδιο θέμα. Μὲ κανέναν δὲν θὰ συμφωνήσω.


Βλέποντας τὴν σταθερότητά του ὁ διακριτικὸς ἱεράρχης ἄλλαξε συζήτηση μὲ τὸν φόβο μήπως ἐκεῖνος φύγει σὲ καμμία μακρινὴ ἔρημο καὶ ἡ Μόσχα χάσῃ ἕναν τέτοιο λύχνο. Ἔπειτα λοιπόν, ἀπὸ τὴν παρηγοριὰ μιᾶς πνευματικῆς συνομιλίας, τὸν ἄφησε νὰ ἐπιστρέψει εἰρηνικὸς στὴν μονή του.


Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ἐκοιμήθη, ὅπως τὸ εἶχε προβλέψει. Τότε ὅλοι ἐπίμονα παρακαλοῦσαν τὸν Ὅσιο Σέργιο νὰ ἀναλάβει τὴν διαποίμανση τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε καὶ ἀντιστάθηκε σὲ κάθε πίεση.


Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τῶν διαπραγματεύσεων, τόλμησε νὰ ἀνέβει στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Μόσχας, ὁ ἀρχιμανδίτης Μιχαήλ. Βιάσθηκε μάλιστα νὰ φορέσῃ τὴν ἀρχιερατικὴ στολή, καὶ τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀξιώματος λευκὸ κουκούλιο, προτοῦ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος.


Σὰν νὰ μὴν ἔφθαναν αὐτά, μὲ τὴν σκέψη ὅτι ὁ Ὅσιος θὰ ἀντιδράσῃ στὴν τολμηρή του διάθεση καὶ θὰ ἐπιχειρήσῃ νὰ καταλάβει τὴν μητροπολιτικὴ ἕδρα, ἄρχισε νὰ συκοφαντεῖ τὸν Ὅσιο καὶ τὴν μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ μακάριος, μόλις τὸ πληροφορήθηκε, εἶπε στοὺς ὑποτακτικούς του:


- π. Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ὑπερηφανεύθηκε καὶ συκοφαντεῖ τὴν μονή μας, καὶ τὴν ταπεινότητά μου, δὲν θὰ λάβει αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ, οὔτε θὰ φθάσῃ στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ ἀρχιερεύς. Ἡ προφητεία τοῦ Ὁσίου ἐκπληρώθηκε. Ἐνῶ ταξίδευε ὁ π. Μιχαήλ, πρὸς τὴν Βασιλεύουσα, ἀρρώστησε καὶ σύντομα πέθανε. Στὸν θρόνο τῆς Μόσχας, ἀνέβασαν τὸν π. Κυπριανό (1378-1391).



Συνεχείς αναρτήσεις εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Παρακλήτου, Μήλεσι Αττικής:
<<Όσιος Σέργιος του Ραντονέζ>>, Δεκέμβριος 2006.
Εκ του ιστοτόπου <<nektarios.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF