ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2022

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: «Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ»




Μόλις, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶχε ἐπιστρέψει διωγμένος ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, καὶ σπεύδει σὲ νέο καθῆκον. Διαρκὴς εὐεργεσία ἡ ζωή του. Ὁ Χριστὸς καθ᾿ ὁδόν. Ἡ μονάκριβη κόρη τοῦ ἀρχισυναγώγου τῆς Καπερναοὺμ Ἰαείρου εἶνε στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου.


δυστυχισμένος πατέρας πέφτει στὰ πόδια του καὶ παρακαλεῖ, καὶ ὁ μοναδικὸς Ἰατρὸς καλεῖται ἐπειγόντως. Ὁ Χριστὸς βαδίζει πρὸς νέο θρίαμβο κατὰ τοῦ θανάτου. Χιλιάδες τὸν ἀκολουθοῦν. Πολλοὶ βέβαια γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του.


Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀπὸ περιέργεια, γιὰ νὰδοῦν νέα θαύματά του. Ἐκεῖνος μέσα στὸν περίεργο ἐκεῖνο κόσμο προχωρεῖ. Ξαφνικὰ σταματᾷ καὶ ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημα: «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;», ποιός μὲ ἄγγιξε; (Λουκ. 8,45). –Περίεργο, Διδάσκαλε, λέει ὁ Πέτρος· μέσα σὲ τέτοιο συνωστισμὸ ρωτᾷς ποιός σὲ ἄγγιξε;


Χριστὸς ὅμως ἐπιμένει· –«Κάποιος μὲ ἄγγιξε. Διότι ἐγὼ αἰσθάνθηκα μία δύναμι νὰ βγαίνῃ ἀπὸ μένα». –Κύριε! ἀκούγεται μιὰ τρεμάμενη φωνή (ὅλοι στρέφουν τὰ βλέμματα· μιλάει μία γυναίκα)· ἐγὼ ἤμουν ἐκείνη ποὺ σὲ ἄγγιξε. Ζοῦσα ἕνα δρᾶμα. Δώδεκα χρόνια ἔπασχα ἀπὸ ἀσθένεια ἀνίατη.


Ξώδεψα ὁλόκληρη περιουσία στοὺς γιατρούς, καὶ ἡ κατάστασι χειροτέρευε. Ὅταν ὅμως ἄκουσα γιὰ σένα, εἶπα μέσα μου· Ὁ Χριστὸς μόνο θὰ μὲ θεραπεύσῃ! Μὲ τὴν πίστι αὐτὴ ἦρθα. Σὲ ἔβλεπα ἀπὸ μακριά. Δὲν ἤμουν ἄξια νὰ σ᾽ ἀντικρύσω κατὰ πρόσωπο. Εἶπα· Ἂς μ᾽ ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς ν᾽ ἀγγίξω τὸ κράσπεδο τοῦ ἐνδύματός του! Ἔτσι σὲ πλησίασα.


Καὶ μόλις σὲ ἄγγιξα, ἀμέσως θεραπεύθηκα. Κύριε, θὰ σὲδοξάζω καὶ θὰ σὲ ὑμνῶ εἰς τοὺς αἰῶνας! Ἔτσι εἶπε ἡ γυναίκα, καὶ ὡς ἀμοιβὴ τῆς δημοσίας αὐτῆς ἐξομολογήσεως πῆρε τὴν εὐλογία· «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην».


χε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστι σου σ᾽ ἔχει σώσει· βάδιζε μὲ εἰρήνη (ἔ.ἀ. 8,48).Ἡ πίστι τῆς Βερονίκης (αὐτὸ κατὰ μία παράδοσι ἦταν τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας) διαλαλεῖται ἔκτοτε παντοῦ. Καὶ ἡ θαυματουργὸς ἐπαφή της μὲ τὸ πανακήρατο σῶμα τοῦ Κυρίου μᾶς δίνει ἀφορμὴ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ μυστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστό, τὴν ὁποία κ᾽ἐμεῖς σήμερα μποροῦμε νὰ πετύχουμε.


Κύριος, ἀγαπητοί μου, βρίσκεται παντοῦ. Καμμία ἔρημος, κανένας βυθός, καμμία σπηλιὰ δὲν μποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν παρουσίατου. Κι ἀπὸ τὴ φυλακὴ ὁ Ἰωσήφ, κι ἀπὸ τὴν κοπριὰ ὁ Ἰώβ, κι ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους ὁ Ἰωνᾶς, κι ἀπὸ τὸ φλογισμένο καμίνι οἱ Τρεῖς Παῖδες, κι ἀπὸ τὸ λάκκο τῶν λεόντων ὁ Δανιήλ,εὕρισκαν τρόπο νὰ ἐπικοινωνοῦν μαζί του.


λήθεια,«ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐ - τοῦ εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον»(Ψαλμ. 102,22). Ἀλλ᾿ ἐὰν ὑπάρχῃ ἕνας τόπος, ὅπου ἡ παρουσία του γίνεται περισσότερο αἰσθητή, αὐτὸς εἶνε ὁ ναός.


Χριστὸς στὸ ναό. Καὶ πῶς ὄχι; Ἐκεῖνος δὲν εἶπε, ὅτι ὅπου θὰ εἶνε δύο ἢ τρεῖς συναγμένοι στὸ δικό του ὄνομα, θὰ εἶνε κι αὐτὸς ἀνάμεσά τους; (βλ. Ματθ. 18,20). Ἄλλως τε ὅ,τι βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε μέσα στὸν χριστιανικὸ ναό, προδιαθέτει τὴν ψυχὴ νὰ συναντήσῃ τὸν Κύριο.


Ἐσταυρωμένος μὲ ἁπλωμένα τὰ χέρια, ἡ ἁγία τράπεζα ποὺ εἰκονίζει τὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ καὶ τὸν πανάγιο Τάφο, οἱ εἰκόνες, οἱ πολυέλεοι, οἱ λαμπάδες, τὸ λιβάνι, τὰ τροπάρια καὶ οἱ ὕμνοι, οἱ ἀδελφοὶ ποὺ συμπροσεύχονται, ὅλα δημιουργοῦν μία ἀτμόσφαιρα, μέσα στὴν ὁποία ἡ ψυχὴ μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσῃ φτερά,ν᾿ ἀπογειωθῇ, ν᾿ ἀνεβῇ σὲ ὕψη, νὰ πλησιάσῃ τοὺς οὐρανούς, νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Κύριο τῆς δόξης.


ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο! Αὐτὸς εἶνε ὁσκοπὸς τῶν συνάξεων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δυστυχῶς, πόσο λίγοι τὸν ἐπιτυγχάνουν! Μέσα σὲ 100 καὶ 1.000 ἐκκλησιαζομένους πόσοι ἆραγε πλησιάζουν τὸν Κύριο,


αἰσθάνονται τὴν παρουσία του καὶ μποροῦν στὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας νὰ ποῦν «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον…»;


πικοινωνοῦμε μὲ τὸ Χριστό; Εἶνε ἀλήθεια ὅτι τὶς μεγάλες ἑορτὲς τὰ πλήθη κατακλύζουντοὺς ναούς. Ἀλλ᾽ ἀπὸ περιέργεια μᾶλλον παρὰ ἀπὸ εὐλάβεια. Μοιάζουν μὲ κῦμα ποὺ πλημμυρίζει τὴν παραλία κι ὅταν ἀποσύρεται ἀφήνει πίσω του φύκια, χαλίκια, εὐτελῆ κογχύλια. Ἔτσι μικρὰ καὶ ἀσήμαντα εἶνε ἐκεῖνα ποὺ ἀφήνει σήμερα ὁ ἐκκλησιασμός. Γιατί;


Διότι δὲν γίνεται ὅπως ἁρμό ζει στὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητος ποὺ καλούμεθα νὰ λατρεύσουμε. Δὲν ὑπάρχει ἐπίγνωσις, δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ (βλ. Β΄ Κορ. 7,1 κ.ἀ.) . Παρατηρῆστε πῶς μπαίνουν καὶ πῶς στκονται στὸ ναὸ οἱ πολλοί. Τὸ βλέμμα τους πλανᾶται ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη ὣς τὴν ἄλλη.


Περιεργάζονται τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα. Ὁ παπᾶς, ὁ ψάλτης, ὁ νεωκόρος, ὁ διπλανός, ἐκεῖνος ὁ κύριος, ἐκείνη ἡ κυρία…, ὅλα γίνονται ἀντικείμενο παρατηρήσεως, κριτικῆς, σὰ νὰ βρίσκωνται σὲ καμμιὰ κοσμικὴ συγκέντρωσι. «Σοφία· ὀρθοί»! προτρέπει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ὁ νοῦς εἶνε ἀλλοῦ. Ἂν στὸ τέλος ρωτήσετε, ποιός ἀπόστολος ἢ εὐαγγέλιο διαβάστηκε, δὲ θυμοῦνται.


Γιατί ἐκκλησιάστηκ αν δὲν ξέρουν. Φοβερὴ ἄγνοια τῆς «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» λατρείας (Ἰω. 4,24). Ἐκκλησιάζονται τυπικά. Σὰν τὸν ἄψυχο δίσκο τοῦ πικ-ὰπ, ἔτσι σήμερα ψάλτες, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, μηχανικά, ἀπαγγέλλουν τὶς προσευχές, τὴ Δοξολογία, τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Πιστεύω». Ποιό τὸ ὄφελος;


Μένουν μακριὰ ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ ἀκτινοβολία ποὺ ἐκπέμπει ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ. Δὲν πιάνουν καμμιά ἐπαφὴ μὲ τὸν σωτῆρα Χριστό. Μαῦροι μπαίνουν, μαῦροι βγαίνουν ἀπὸ τὸ ναό. Χρειάζεται προσήλωσις ευλάβεια και πίστις.


Γιὰ νὰ θερμανθῇ ἡ καρδιὰ καὶ νὰ γίνῃ μία οὐσιαστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστό, χρειάζεται ἀγώνας, ὅπως ἔκανε ἡ αἱμορροοῦσα. Ὁ Χριστὸς ἦταν περικυκλωμένος ἀπὸ κόσμο, κι αὐτὴ κατώρθωσε μὲ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ τὸν πλησιάσῃ. Αὐτὸ κάνε κ᾽ ἐσύ, ἀδελφέ.


Τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας, ποὺ ὁ Κύριος εἶνε παρών, ὄχλος πολὺς θὰ σὲ κυκλώσῃ (μάταιες σκέψεις, κοσμικὲς φροντίδες, μέριμνες βιοτικές), γιὰ νὰ ματαιώσουν τὴ συνάντησί σου μαζί του. Ἀλλὰ ἐσὺ πές τους αὐστηρά· «Σκέψεις τοῦ κόσμου,τὴν ὥρα αὐτὴ ἐξαφανιστῆτε! Ἂς πάψῃ κάθε ψίθυρος τοῦ κόσμου, ν᾽ ἀκούσω τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου».


πως ψάλλει ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία μας,«Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία, καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω…» (χερουβ. Μ. Σαββ.). Προσηλωθῆτε στὴ θεία λειτουργία. Τὸ θεωρεῖτε εὔκολο;


Προσπαθῆστε μιὰ Κυριακὴ νὰ παρακολουθήσετε τὴ θεία λειτουργία ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ὣς τό τέλος, καὶ θὰ δῆτε πόσες φορὲς ἡ διάνοια θὰ λοξοδρομήσῃ καὶ θὰ λιποτακτήσῃ ἀπὸ τὴν ἱερὰ θεωρία. Πόσο ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος!


γώνας νὰ προσηλώσουμε τὴ σκέψι, ἀλλὰἀγώνας καὶ γιὰ νὰ πλησιάσουμε μὲ εὐλάβεια. Διότι ποιός εἶνε ὁ Κύριος ; Εἶνε ὁ Ἅγιος, ὁ Βασιλεὺς τῶν ἁγίων, ποὺ ἐμπρὸς στὴ λάμψι τῆςδόξης του τὰ Σεραφὶμ καὶ τὰ Χερουβὶμ καλύπτουν τὰ πρόσωπά τους λέγοντας· «Ἅγιος, ἅ γιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρα νὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου»(Ἠσ. 6,3. θ. Λειτ.).


Τέτοιο αἴσθημα εὐλαβείας εἶχε καὶ ἡ αἱμορροοῦσα. Καὶ μὲ τέτοια συναίσθησι ἀναξιότητος πρέπει νὰ πηγαίνουμε κ᾽ ἐμεῖς στὸ ναὸ νὰ λατρεύσουμε τὴν ἁγία Τριάδα. Στοὺς ταπεινοὺς ἐκχύνει τὸ ἔλεός του ὁ Θεός.


Κι ἂν οἱ ἁμαρτίες μας εἶνε πολλὲς καὶ μεγάλες κι ὁ Ἑωσφόρος ζητάῃ νὰ μᾶς ἀπογοητεύσῃ, νὰ τοῦ λέμε· «Σατανᾶ, ὕπαγε ὀ πίσω μου ! (πρβλ. Ματθ. 16,23) ὑπάρχει καὶ γιὰ μένα χάρις! Θὰ μὲ δεχθῇ ὁ Φιλάνθρωπος ὅπως δέχθηκε τὴν αἱμορροοῦσα».


ἄπιστος δὲν ἔχει χέρι ν᾽ ἀγγίζῃ τὸν Κύριο, ὁ πιστὸς ἔχει. Χέρι εἶνε ἡ πίστις ἡ ἀκράδαντος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ σωτήρας καὶ λυτρωτής. Ψυχὲς ἁμαρτωλές, τί διστάζετε; Μιμηθῆτε τὴν αἱμορροοῦσα. Ἁπλῶστε κ᾽ ἐσεῖς τὸ χέρι τῆς πίστεως καὶ ἀγγίξτε τὸν Κύριο.


Καὶ μόλις ἔλθετε σὲ ἐπαφὴ μαζί του, ὤ τί εὐλογία, τι μεταβολή! Ἡ αἱμορραγία θὰ σταματήσῃ, οἱ πληγὲς θὰ κλείσουν. Νέο αἷμα θὰ κυκλοφορήσῃ στὴν ὕπαρξί μας, ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ ὁ Κύριος λέγοντας·


«Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου…» (Ματθ. 26,27-28).Αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἀποτελέσματα φέρνει ἡἐπαφὴ τῆς ψυχῆς μὲ τὸν σωτῆρα Χριστό. Ὅποιος τὴν δοκιμάσῃ, μπορεῖ καὶ ἐξ ἰδίας πεί ρας πλέον νὰ λέῃ στοὺς ἄλλους· «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33,9).


Άραγε έγινε κάποια προσέγγισις; Κύριε! ὑπακούοντας στὴ διαταγή σου κήρυξα καὶ πάλι. Ἀλλὰ ποιά ἀπήχησι εἶχαν τὰ λόγια αὐτὰ δὲν γνωρίζω. Νὰ ἔφεραν ἆραγε πιὸ κοντά σου καμμιὰ καρδιά; νὰ σὲ πλησίασε κάποιος καὶ νὰ σὲ ἄγγιξε;


ὰν πάντως ἔστω καὶμία ψυχὴ πονεμένη ἀποφασίσῃ νὰ σὲ πλησιάσῃ σὰν τὴν αἱμορροοῦσα, αὐτὸ θὰ εἶνε μεγάλη ἀμοιβὴ γι᾿ αὐτὸν ποὺ γράφει τὶς γραμμὲς αὐτές. Ναί, Κύριε! κάνε οἱ καμπάνες τῆς ἄνω Ἰερουσαλὴμ νὰ κρούωνται χαρμόσυνα γιὰ τὴν σω-τηρία αὐτήν. Διότι κατὰ τὸ ἀψευδές σου στόμα« χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,10)



(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος



*Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 6-11-2011. *Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<π. Αυγουστίνος Καντιώτης>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF