ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ: ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΤΗ ΝΗΣΩ (Α' ΜΕΡΟΣ)




Φιλοθέου Ζερβάκου ἀρχιμανδρίτου
Βίος καὶ θαύματα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν
Ἀρσενίου τοῦ νέου
τοῦ ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ ἀσκήσαντος
Ἐκδοση ἕκτη
Ἱερὰ Μονὴ Χριστοῦ Δάσους
Πάρος 1996



κεφάλαια: Α Β Γ Δ Ε Ϛ Ζ Η 







ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´



Γέννησις, ἀνατροφὴ καὶ παιδεία τοῦ Ἁγίου



«Ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με».

«Ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ». (Ψαλμ. 26, 147)


ἐν ἐσχάτοις τοῖς καιροῖς ἀναλάμψας ὡς ἀστὴρ φαεινὸς ἐν τῷ τῆς ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας νοητῷ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Ἀρσένιος Σεργίου Σεργιάδης γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα τῆς Ἠπείρου ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς τὴν 31ην Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1800, ὀνομασθεὶς ἐν τῷ Ἁγίῳ Βαπτίσματι Ἀθανάσιος.


Παιδιοῦ ἔτι ὄντος, ἐτελεύτησαν οἱ γονεῖς του καὶ ἔμεινε ὀρφανός. Ἄλλα δὲν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ τὸν Οὐράνιον Πατέρα, διότι ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ τὸν ἐγκατέλιπον οἱ γονεῖς του, μεταβάντες ἐκ τῆς ἐπιγείου πατρίδος εἰς τὴν οὐράνιον, εὐθὺς τὸν προσέλαβεν καὶ τὸν ἀνέλαβε ὁ Οὐράνιος Πατὴρ καὶ ἐπληρώθη ἀκριβῶς εἰς αὐτὸν τὸ Προφητικὸ καὶ Ψαλμικὸ λόγιον «Ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με...», «Ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ».


Καὶ ἦτο ποτὲ δυνατὸν ὁ Πανάγαθος Θεὸς καὶ Πατὴρ ἡμῶν ὁ Οὐράνιος, ἐκεῖνος ὅστις ἐποίησε τὰ πάντα, ὁρατά τε καὶ ἀόρατα, ἐκεῖνος ὅστις μὲ ἁρμονία ἀκατανόητο καὶ ἀνερμήνευτον κυβερνᾷ πᾶσαν τὴν κτίσιν καὶ προνοεῖ περὶ πάντων τῶν κτισμάτων αὐτοῦ, λογικῶν, ἀλόγων, ἐμψύχων-ἀψύχων, καὶ οὐδὲν ἀφῆκεν ἀπρονόητον οὐδ᾿ ἠμελημένον, ἐκεῖνος ὅστις τὸν ἄνθρωπον ἐξαιρετικῶς τίμησε μὲ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα ἑαυτοῦ καὶ ὁμοίωσιν» καὶ τὸν κατέστησε βασιλέα καὶ ἐξουσιαστὴ ἁπάντων τῶν ἐπιγείων κτισμάτων, τὸν ἀξίωσε νὰ ὀνομάζῃ αὐτὸν Πατέρα Οὐράνιον, ἦτο λέγω δυνατὸν νὰ ἄφηνε τὸ τέκνον του, Ἀθανάσιο, ἀπροστάτευτο;


χι. Ἐκεῖνος, ὡς Πατὴρ Οὐράνιος Φιλοστοργότατος, τὸν ἀνέλαβε καὶ τὴ ἀοράτω Αὐτοῦ Πρόνοια καὶ ὁδηγία μετέβη εἰς τὰς Κυδωνιὰς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἰς τὸν τότε διάσημο ἐπ᾿ ἀρετῇ καὶ παιδείᾳ Ἱερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη, Σχολάρχη καὶ Διευθυντὴ τῆς ἐν Κυδωνίαις Ἐκπαιδευτικῆς καὶ Ἀναμορφωτικῆς Σχολῆς, ὅστις ὡς ἀπὸ Θεοῦ σταλέντα αὐτῷ τὸν ἐδέχθη, 9ετή ὄντα, καὶ τὸν συνηρίθμησε τοῖς λοιποῖς μαθηταὶς καὶ ὡς παῖδα αὐτοῦ τὸν ἠγάπα, βλέπων αὐτοῦ τὸ ἁπλοῦν, τὸ ἄκακον,


τὸ πρᾶο, τὸ ἀκέραιο, τὸ ταπεινό, τὸ ἡσύχιον, τὴν σύνεσιν, τὴν φρόνησιν, τὴν εὐλάβεια, τὴν εὐσέβεια, τὴν πίστιν, καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἀγάπην, ἣν εἶχε πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς πάντας, διὰ τὰς ὁποίας ἄρετάς του, οὗ μόνον παρὰ τοῦ Διευθυντοῦ - Σχολάρχου, ἀλλὰ καὶ παρὰ τῶν λοιπῶν διδασκάλων καὶ συμμαθητῶν του ἐξετιμήθη καὶ ἠγαπήθη. Πέντε ἔτη φοίτησε εἰς τὴν ἀνωτέρω Σχολὴ καὶ πάντας τοὺς συσπουδαστάς του ὑπερέβη εἰς τὴν σπουδὴν καὶ τὴν μάθησιν καὶ τὰς ἀρετάς.


Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς φοιτήσεως τοῦ εἰς τὴν ἀνωτέρω Σχολὴ συνέπεσε ἢ μᾶλλον κατ᾿ οἰκονομία Θεοῦ ἦλθε εἰς Κυδωνιάς, χάριν ἐξομολογήσεως, ὁ ἐκ Ζαγορᾶς τῆς Δημητριάδος Πνευματικὸς Γέρων Δανιήλ, εἷς ἐκ τῶν ὀλίγων ὀνομαστῶν καὶ ἐκλεκτῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Πνευματικῶν.


Μὲ τὸν ἄριστον τοῦτον Πνευματικὸν συνέδεσε ὁ Διευθυντὴς τῆς Σχολῆς τὸν μαθητὴ τοῦ Ἀθανάσιο, ὅστις ἀφ᾿ οὗ γνώρισε τοιοῦτον σοφὸ ἐνάρετον Πνευματικὸν Πατέρα, Ἅγιον, καὶ ἐξωμολογήθη, ἠκολούθησεν αὐτόν, ὡς ἄλλοτε ὁ Ἐλισαιὲ τὸν Διδάσκαλόν του Προφήτη Ἠλία καὶ ὡς ὁ νέος Θεολόγος Συμεὼν τὸν αὐτοῦ Γέροντα Πνευματικόν, Συμεὼν τὸν Παλαιόν, ἐγένετο ὑποτακτικός του καὶ δὲν ἐχωρίσθη πλέον ἀπ᾿ αὐτοῦ ἕως θανάτου.


φῆκε λοιπὸν τὴν σπουδήν, τὴν μάθησιν τῶν γραμμάτων καὶ τῆς γηίνου καὶ πρόσκαιρου φιλοσοφίας καὶ ἐπεθυμησε τὴν σπουδὴν καὶ μάθησιν τῆς ἀληθοῦς καὶ οὐρανίου φιλοσοφίας, ἠράσθη τοῦ κάλλους αὐτῆς, φίλησε ταύτην ἐκ νεότητάς του καὶ ζήτησε νύμφη ἀγαγέσθει αὐτῷ ὅτι ὁ πάντων Δεσπότης ἠγάπησεν αὐτήν. Ἤκουσε γὰρ παρὰ τοῦ σοφοῦ Παροιμιαστοῦ ὅτι «τιμιωτέρα ἐστὶ λίθων πολυτελῶν, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστίν». (Παροιμ. 8: 2).


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β´


ναχώρησις τοῦ παιδὸς Ἀθανασίου ἐκ Κυδωνιῶν καὶ μετάβασις αὐτοῦ εἰς τὸ Ἁγιώνυμον ὄρος τοῦ Ἄθω. Οἱ πρῶτοι πνευματικοὶ ἀγῶνες αὐτοῦ πρὸς ἀπόκτησιν τῆς ἀληθοῦς σοφίας, τῶν ἀρετῶν, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἡ κουρά του ὡς μεγαλοσχήμου Μοναχοῦ ὑπὸ τοῦ Γέροντος Δανιήλ.


«ν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγᾶς τῶν ὑδάτων οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς Σὲ Θεός». «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν ζῶντα. Πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;» (Ψαλμ. 41)


Δὲν παρῆλθε πολὺς χρόνος ἀφ᾿ ὅτου ἐγνωρίσθη μὲ τὸν Πνευματικὸν Πατέρα Δανιὴλ ὁ παῖς Ἀθανάσιος καὶ ὁ Γέρων Δανιὴλ ἀπεφάσισε νὰ μεταβῇ εἰς Ἅγιον Ὄρος πρὸς ἡσυχία καὶ ἄσκησιν. Τοῦτο μαθῶν ὁ παῖς Ἀθανάσιος ἐλυπήθην σφόδρα καὶ πεσὼν εἰς τοὺς πόδας τοῦ τὸν παρεκάλει μετὰ δακρύων λέων: «Γέροντά μου, σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ ἀφήσεις ὀρφανόν, παράλαβέ με μαζί σου.


πιθυμῶ νὰ ἔλθω εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, νὰ γίνω μοναχός. Δὲν θέλω νὰ μείνω εἰς τὸν μάταιο καὶ φθαρτὸ τοῦτον κόσμον, τὸν Χριστὸν ζητῶ, τὸν Χριστὸν ἐπιθυμῶ, τὸν Χριστὸν θέλω ν᾿ ἀκολουθήσω» Μετεχειρίζετο δὲ καὶ τὰ ἴδια λόγια, τὰ ὁποῖα ἔλεγε ὁ Προφήτης Ἐλισαιὲ εἰς τὸν Διδάσκαλο τοῦ Προφήτη Ἠλία, ὅταν τῷ εἶπεν ὅτι θὰ ὑπάγῃ μόνος του εἰς τὸν Ἰορδάνη: «Ζῇ Κύριος, τῷ εἶπε, καὶ ζῇ ἡ ψυχῇ σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε». (Δ´ Βασιλ. 2: 1).


Καμφθεὶς ὁ Γέρων Δανιὴλ εἰς τὰς παρακλήσεις καὶ τὰ δάκρυά του, τὸν προσέλαβε, 15ετή, ὄντα, τὴν ἡλικία, καίτοι γνώριζε ὅτι οἱ Κανόνες καὶ τὰ τυπικὰ τοῦ Ἁγ. Ὄρους ἀπαγορεύουν τὴν εἴσοδον καὶ τὴν παραμονὴ ἀγενείων. Ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις εἰς σπανίας περιπτώσεις καὶ τὸ σπάνιον δὲν γίνεται νόμος.


Φθάσας εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ παῖς Ἀθανάσιος, παρέμεινε πλησίον τοῦ Γέροντός του, παρὰ τοῦ ὁποίου διδάχθηκε τὰ μαθήματα, τοὺς κανόνας, τοὺς νόμους καὶ τοὺς τρόπους τῆς ἀληθοῦς σοφίας, τῆς μοναστικῆς καὶ Ἀγγελικῆς πολιτείας τῆς ἀληθοῦς φιλοσοφίας, ἥτις λέγεται καὶ εἶναι «τέχνη τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν».


λλα καθὼς γνωρίζομεν, οἱ ἀπερχόμενοι πρὸς ἐκμάθησιν τέχνης τινὸς ἢ ἐπιστήμης, ὅλοι δὲν γίνονται τέλειοι τεχνίται καὶ ἐπιστήμονες, διὰ δυὸ λόγους: εἴτε διότι οἱ διδάσκαλοι αὐτῶν δὲν εἶναι καλοί, δὲν εἶναι τέλειοι τεχνῖται καὶ ἐπιστήμονες, εἴτε διότι οἱ μαθητευόμενοι εἶναι ἀπρόσεκτοι καὶ ἀμελεῖς. Ἐπὶ τοῦ προκειμένου συνέτρεξαν καὶ τὰ δυό. 


Καὶ ὁ Διδάσκαλος, Γέρων Δανιήλ, ἦτο τέλειος διδάσκαλος ἔργα καὶ λόγω τῆς μοναστικῆς πολιτείας, καὶ ὁ μαθητὴς Ἀθανάσιος προσεκτικότατος καὶ ἐπιμελέστατος εἰς τὸ νὰ ἐκμάθῃ καλῶς τὴν βασιλίδα καὶ κορωνίδα τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν, τὴν ἀληθῆ σοφία καὶ ἀληθῆ μοναστικὴ πολιτείαν, τῆς ὁποίας πρῶτοι ἀρχηγοί, διδάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ ἦσαν οἱ ἁγιώτατοι τῶν ἀνθρώπων ὁ Προφήτης Ἠλίας εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ Πρόδρομος εἰς τὴν Καινήν.


φ᾿ οὗ ἐνέδυσεν, ὁ Γέρων Δανιὴλ μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς μετανοίας τὸν μαθητή του Ἀθανάσιο, ἤρχισεν νὰ τὸν διδάσκῃ τὰ μαθήματα τῆς μοναστικῆς ὑψηλοτάτης Ἀγγελικῆς Πολιτείας, ἡ ὁποία λέγεται Ἀγγελική, διότι ὅσοι θέλουν νὰ γίνουν μοναχοὶ πρέπει καὶ ὀφείλουν νὰ διάγουν καὶ νὰ πολιτεύωνται ὡς Ἄγγελοι ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὸ δυνατὸν αὐτοῖς. Οὕτως ὁρίζει ὁ Μέγας καθηγητὴς τῆς Μοναστικῆς Πολιτείας Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος συγγραφεύς: 


«Μοναχός ἐστι τάξις καὶ κατάστασις ἀσωμάτων ἐν σώματι ὑλικῷ καὶ ῥυπαρῷ ἐκτελούμενη». Ὡσαύτως καὶ ἕτερος Μέγας καθηγητὴς καὶ διδάσκαλος, ὁ θεοφόρος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁρίζει: «Μοναχὸς ἐστὶν ὁ τῶν ὑλικῶν πραγμάτων τὸν νοῦν ἀποχωρίας καὶ δι᾿ ἐγκρατείας, ἀγάπης καὶ ψαλμῳδίας καὶ προσευχῆς προσκαρτερῶν τῷ Θεῷ ὡς Ἄγγελος».


«κουσον, τέκνον, καὶ πρόσεχε εἰς τοὺς λόγους μου. Ἐὰν θέλῃς νὰ γίνῃς ἀληθὴς μοναχὸς καὶ τέλειος, νὰ μάθῃς καλῶς τὴν μοναστικὴ πολιτείαν ἥτις ἐστι καὶ ἀληθὴς φιλοσοφία καὶ τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον ἀσφαλῶς εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.


Κατ᾿ ἀρχὰς τρία μαθήματα εἶναι ἀνάγκη νὰ μάθῃς, τὰ ὁποῖα, ἐὰν προσέξης καλῶς καὶ ἐπιμεληθῇς καὶ τὰ μάθῃς, εὔκολα κατόπιν θὰ μάθῃς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μαθήματα ὅσα σοὶ καὶ ἀναγκαῖα διὰ τὴν τελείαν ἐκμάθησιν τῆς ἐπιστήμης τὴν ὁποίαν ἀπεφάσισες ν᾿ ἀκολουθήσεις, ἢ μᾶλλον εἰς αὐτὰ τὰ τρία μαθήματα ὅλος ὁ νόμος, ὅλαι αἱ ἀρεταὶ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μαθήματα περικλείονται (κρέμανται). Εἶναι δὲ τὰ τρία ταῦτα μαθήματα τὰ ἑξῆς:


Τὸ πρῶτον λέγεται ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τὸ δεύτερον ταπείνωσις καὶ τὸ τρίτον ὑπακοή. Αὐτὰ τὰ μαθήματα εἶναι εὔκολον νὰ τὰ μάθῃ τις, ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ νὰ τὰ μάθῃ δὲν ὠφελεῖ, ὠφελεῖ τὸ νὰ τὰ πράττει· εὔκολον εἶναι νὰ μάθῃ τις τί εἶναι ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τί εἶναι ταπείνωσις, τί εἶναι ὑπακοή· εὔκολον ν᾿ ἀναγνώσῃ εἰς τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, τῶν Ἁγ. Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας τοὺς λόγους, τὰς διδασκαλίας καὶ εἰς ἡμισεία τὸ πολὺ μίαν ὥραν νὰ τὰ μάθῃ.


λλ᾿ ἐνῷ εἶναι τόσον εὔκολον νὰ τὰ ἀναγνώσῃ καὶ νὰ τὰ μάθῃ εἶναι δύσκολο νὰ τὰ πράττει. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἰδίως ἐγγράμματοι, ἐπιστήμονες, διδάσκαλοι, ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, νομικοὶ τὰ ἀνέγνωσαν, τὰ ἀναγινώσκουν καὶ τὰ ἔμαθαν, πολλοὶ δὲ καὶ τὰ ἐδίδασκον καὶ τὰ διδάσκουν εἰς ἄλλους, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν τὰ ἔπρατταν, οὐδόλως ὠφελήθηκαν, μᾶλλον ἐβλάβησαν καὶ ἔβλαψαν καὶ ἄλλους, ἐπειδὴ «ὁ γνοὺς πολλὰ καὶ μὴ ποιήσας, δαρήσεται πολλά, ὁ δὲ μὴ γνούς, δαρήσεται ὀλίγα».


Δι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς παρήγγειλε εἰς τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους του καὶ δι᾿ ἐκείνων εἰς ἡμᾶς καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν γενεῶν, πρῶτον νὰ ποιοῦμεν καὶ κατόπιν νὰ διδάσκωμεν. «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Βλέπεις ὅτι ὁ Κύριος δὲν εἶπεν «ὅπως ἴδωσι ἢ ἀκούσωσιν τὰ καλά σας λόγια», ἀλλὰ «τὰ καλά σας ἔργα». Ὡσαύτως «ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Οὐχὶ «ὃς ἂν διδάξῃ» μόνον, ἀλλὰ καὶ «ποιήσῃ πρῶτον». (Ματθ. 5: 16-20).


Καὶ ἐγὼ μέν, ὦ τέκνον, ἐπειδὴ ὡς Πνευματικὸς Πατὴρ σὲ ἀνέλαβον, καθῆκον Πατρικὸ ἐκπληρῶν, θὰ σὲ διδάξω τὰ ἀνωτέρω τρία μαθήματα, σὺ δὲ ὡς τέκνον γνήσιον πρόσεξε νὰ μὴ γίνεις παρήκοος, διότι καθὼς οἱ προπάτορες ἡμῶν παρακούσαντες τὴν ἐντολὴ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς ἐξωρίσθησαν τοῦ Παραδείσου, οὕτω καὶ σύ, ἐὰν παρακούῃς ἐντολὴ ἐμοῦ τοῦ ἐλαχίστου πνευματικοῦ Πατρός σου, δὲν θὰ εἰσέλθῃς εἰς τὸν Παράδεισον.


ὰν ὅμως προσέξῃς καὶ ὑπακούσῃς εἰς πάσας τὰς ἐντολὰς ποὺ θὰ λάβῃς παρ᾿ ἐμοῦ, τότε εὐκόλως καὶ ἀσφαλῶς, θὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παροῦσαν πρόσκαιρον ζωὴν θὰ ἀξιωθῇς νὰ λάβῃς παρὰ Θεοῦ οὐράνια χαρίσματα. Ἡ γὰρ παρακοὴ προξένησε, προξενεῖ καὶ θὰ προξενεῖ θάνατον, ἐκ τοῦ ἐναντίου δὲ ἡ ὑπακοὴ προξένησε, προξενεῖ καὶ θὰ προξενεῖ ζωὴν αἰώνιον καὶ βασιλείαν οὐράνιον καὶ ἀτελεύτητον.


Γίνωσκε καὶ τοῦτο, τέκνον: αὐτὰ τὰ τρία μαθήματα ὁποῖος, τὰ μάθει μὲ τὸ ἔργον, εἶναι ἀνώτερος, εἶναι ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων, αὐτὸς γίνεται μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ὅτε ἦλθε εἰς τὸν κόσμον, αὐτὰ τὰ τρία μαθήματα δίδαξε μὲ τὸ ἔργον Του. Καὶ πρῶτον ὅταν ὁ οὐράνιος Πατὴρ τὸν ἔστειλε εἰς τὸν κόσμον δὲν ἠναντιώθη, δὲν ἔκαμε τὸ θέλημά του, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός Του.


Δεύτερον, Θεὸς ὧν, ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, μορφὴν δούλου λαβών, καὶ ἐγένετο ἄνθρωπος. Τρίτον, «ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ, δι᾿ ὃ καὶ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ Αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο Αὐτῷ ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς Δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιππ. 2: 12). «Οὕτω καὶ σύ, τέκνον, ἐὰν κόψῃς τὸ θέλημά σου, ἐὰν ταπεινωθῆς καὶ ἐὰν κάμῃς τελείαν ὑπακοή, γρήγορα θὰ προκόψεις καὶ εἰς τὰς ἄλλας ἀρετὰς καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ δοξάσῃ».


Ταῦτα ἀκούων ὁ νεανίας Ἀθανάσιος, δόξαζε καὶ ηὐχαρίστει τὸν Θεὸν ὅτι τῷ ἔστειλε τοιοῦτον Γέροντα φωστῆρα ἀπλανῆ, διακριτικὸν καὶ ἐφρόντιζε πῶς νὰ τὸν εὐχαριστήσᾳ καὶ ἐντὸς ὀλίγου χρονικοῦ διαστήματος ἔμαθε τελείως τὰ τρία μαθήματα: τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοὴ μὲ τὸ ἔργον.


ξ ἄλλου ὁ Γέρων, βλέπων τὴν πρόοδο καὶ προκοπὴ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, ἔχαιρε καὶ αὐτὸς καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεὸν ποὺ τοῦ ἔστειλε τοιοῦτον ὑποτακτικόν. Δοκιμάσας δὲ αὐτὸν καὶ ἐννοήσας ὅτι ἦτο ἄξιος, διὰ τὰς ἀρετάς του, νὰ γίνῃ μοναχός, τὸν ἐνέδυσε τὸ μέγα καὶ Ἀγγελικὸν σχῆμα, ὀνομάσας αὐτὸν Ἀρσένιον. Ἔκτοτε ὁ Ἀρσένιος ἠγωνίζετο περισσότερον εἰς τὸ νὰ φυλάττῃ τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεὸν καὶ τὸν Γέροντά του, διὰ τὴν μεγάλην τιμὴν καὶ τὸ ἀξίωμα ποὺ τοῦ ἔδωσαν. *Εκ του ιστολογίου <<nektarios.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF