ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΟΔΗΓΟΙ

 



ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ χωρὶς θρησκεία. Ὅπως τὸ ψάρι ψο­φάει ἔξω ἀπ᾿ τὸ νερό, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ἔξω ἀπὸ τὴν ἅγια πίστι τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς οἱ ὀρ­θόδοξοι ἔχουμε τὴν πιὸ ὡραία θρησκεία. Δὲν εἴμαστε φράγκοι – δὲν πιστεύουμε στὸν πάπα, οὔτε προτεστάντες οὔτε χιλιασταί· εἴμαστε ὀρθόδοξοι. Καὶ ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ εἴμαστε μιὰ οἰκογένεια ἑνωμένοι στὴν ἁγία μας Ὀρθοδοξία.


Καμμιά δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ καταστρέψῃ τὴν Ἐκκλησία. Γιατί; Διότι δὲν τὴν ἔ­φτειαξε ἄνθρωπος· τὴν ἔφτειαξε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὁ Θεός. Ὑπάρχουν ἀποδείξεις; Κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).


Χριστὸς εἶνε Θεός. Τὸ φωνάζουν τὰ θαύ­ματά του, ποὺ εἶνε ἀμέτρητα. Καὶ μόνο ὁ Χριστὸς ἔχει θαύματα; Καὶ ἡ Παναγία καὶ οἱ ἅγιοι ἔχουν θαύματα. Ἀλλὰ τὰ ἔκαναν ὄχι ἀφ᾿ ἑ­αυτῶν. Ὅπως τὸ φεγγάρι δὲν ἔχει δικό του φῶς, ἀλλὰ παίρνει τὸ φῶς ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἔτσι καὶ οἱ ἅγιοι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ ἔκαναν τὰ θαύματά τους· τὰ θαύματα δηλαδὴ τῶν ἁγίων εἶνε θαύματα τοῦ Χριστοῦ· δι᾿ ὅ­λων αὐτῶν λάμπει – ἀστράφτει ἡ θεότης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.


κούω ὅμως ἀντίρρησι· Θαύματα δὲν γίνονται σήμερα· μόνο “τῷ καιρῷ ἐκείνῳ”… Καὶ τώρα γίνονται θαύματα καὶ θὰ σᾶς πῶ στὸ τέλος ἕνα. Εἶνε ὅμως ἀλήθεια ὅτι σήμερα γί­νονται λιγώτερα ἀπ᾿ ὅ,τι στὴν παλιὰ ἐποχή. Γιατί, ποιός εἶνε ὁ λόγος; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀ­­παντᾷ τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Τί λέει τὸ εὐ­αγγέλιο σήμερα; Τὸ ἀκούσατε.


ταν δυὸ τυφλοί· δὲν ἔβλεπαν καθόλου. Μιὰ μέρα πέρασε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ χωριό τους. Ἄλλοι, ἀδιάφοροι, τὸν περιφρόνησαν. Τί εἶν᾿ αὐτός; εἶπαν· ἕνας φτωχὸς ξυλουργός. Καὶ θὰ μᾶς κάνῃ αὐτὸς τὸ δάσκαλο; ἐμεῖς ἔ­χουμε ἄλλους δασκάλους… Ἀλλὰ οἱ δύο τυφλοί, ποὺ εἶχαν τὸν πόνο τους, μόλις ἔμαθαν ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός, ἔδειξαν ἐνδιαφέρον. Ὁ Χρι­στός, σκέφτηκαν, κάνει θαύματα. Καὶ μέσα τους πίστεψαν· Αὐτὸς θὰ μᾶς κάνῃ καλά!… Ἔκαναν λοιπὸν τὸ λαρύγγι τους σάλπιγ­γα καὶ φώναζαν· «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυ­ΐδ» (Ματθ. 9,27). 


λεγαν δηλαδὴ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», αὐτὸ ποὺ λέμε κ᾿ ἐμεῖς κατ᾿ ἐπανάληψιν στὴ λατρεία μας – καὶ στὴν πρώτη ἐκκλησία τό ᾿λεγε ὅλος ὁ λαός. Αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐ­λέησον», μιὰ φορὰ νὰ τὸ πῇς μὲ πίστι –ἀκοῦς τί σοῦ λέω;–, τὰ ἄστρα κατεβάζεις κάτω στὴ γῆ. Διαφορετικά, χίλιες φορὲς νὰ τὸ πῇς, εἶνε κάλπικος παρᾶς. Κάλπικοι παρᾶδες εἶνε τὰ «Κύριε, ἐλέησον» τὰ δικά μας. Γνήσιο νόμισμα, χρυσὸς κεκαθαρμένος διὰ τοῦ πυρὸς τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδος, ἦ­ταν τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τῶν δύο τυφλῶν.


Τὸ εἶπαν μιὰ φορά. Ὁ Χριστὸς ἔκανε πὼς δὲν ἀκούει· ὄχι πὼς τοῦ διέφυγε, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανῇ ἡ πίστι τους. Κι αὐτοὶ ἀπὸ μακριὰ δὲν σταματοῦσαν νὰ φωνάζουν. Ὅταν ἦρθε στὸ σπίτι, οἱ δυὸ τυφλοὶ τὸν πλησίασαν κ᾿ ἐκεῖνος τοὺς λέει· –Πιστεύετε, ὅτι ἐγὼ μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτὸ ποὺ ζητᾶτε; (προτοῦ δηλαδὴ νὰ τοὺς θεραπεύσῃ, ζήτησε τὴν πίστι τους). Καὶ οἱ δυὸ λένε· –Ναί, Κύριε. Ἕνα «ναί», ποὺ ἔ­φτασε μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Τότε ὁ Χριστὸς ἄγγιξε τὰ μάτια τους καὶ εἶπε· –Νὰ γίνῃ κατὰ τὴν πίστι σας. Κι ἀμέσως τὰ μάτια τους ἄνοιξαν.


ν συνεχείᾳ ὁ Χριστὸς ἔβγαλε τὸ δαιμόνιο ἀπὸ ἕνα κωφάλαλο δαιμονιζόμενο καὶ αὐτὸς γιατρεύκητε κι ἄρχισε νὰ μιλάῃ. Ὅσοι τὰ εἶ­δαν αὐτὰ εἶπαν· Τέτοια θαύματα κανείς δὲν ξαναεῖδε! καὶ πίστεψαν ὅλοι στὸ Χριστό. Τί εἶπα, «ὅλοι»; Λάθος· ὄχι ὅλοι. «Στοῦ διαβόλου τὸ χωριὸ μὴν κάνῃς ποτέ καλό». Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ περιφρονοῦσαν τὸ Χριστό, οἱ φαρισαῖοι, σὰν φίδια φαρμακερὰ ἄνοιξαν τὸ στόμα τους καὶ τί εἶπαν· ὅτι ὁ Χριστὸς κάνει τὰ θαύματα μὲ τὴ δύναμι τοῦ σατανᾶ· «Ἐν τῷ ἄρ­χοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια» (ἔ.ἀ. 9,34)! Τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη βλασφημία, εἶνε τὸ ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα τῆς βλασφημίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τί ἀ­ποδεικνύει αὐτό; Ὅτι τέτοιοι ἄνθρωποι, ὅσα θαύματα καὶ ἂν ἔκανε ὁ Χριστός, θὰ τὰ ἀμφισβητοῦσαν, θὰ τὰ κακολογοῦσαν, θὰ τὰ ἀπέδιδαν στὸν ἐχθρὸ τοῦ Χριστού.


Καὶ σήμερα αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται. Ὄχι οἱ σημερινοὶ κληρικοὶ ποὺ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ὄχι ἅγιοι ὅπως ὁ μέγας Βασίλειος κι ὁ μέγας Ἀθανάσιος, ὄχι ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ Χριστὸς νὰ κατεβῇ πάλι στὸν κόσμο καὶ νὰ κάνῃ θαύματα, λίγοι θὰ πιστέψουν. Ὑ­πάρχουν βέβαια καὶ οἱ ταπεινοὶ καὶ ἁγνοὶ ἄν­θρωποι ποὺ πιστεύουν, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι; Ὤ οἱ ἄλλοι, θὰ τὸν ξανασταυρώσουν! Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος· δὲν ἄλλαξε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ. Πάντοτε θὰ ὑπάρχουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σατανᾶ.


Γιὰ νὰ γίνῃ λοιπὸν τὸ θαῦμα τί χρειάζεται, τί διδάσκει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; Καλὴ διάθεσι. Ἂν δὲν ἔχῃς διάθεσι, χίλια θαύματα νὰ δῇς δὲν πιστεύεις· ἂν ἔχῃς διάθεσι, τότε παν­τοῦ θὰ βλέπῃς τὸ θαῦμα καὶ θὰ δοξάζῃς τὸ Θεό. Ἔδειξε ὁ Χριστὸς σήμερα ὅτι, γιὰ νὰ γί­νῃ θαῦμα, χρειάζεται πίστι. Ἐὰν λοιπὸν δὲν γί­νωνται σήμερα θαύματα, αἰτία εἶνε ὅτι δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πίστι ποὺ ὑπῆρχε στὶς καρδιὲς τῶν δύο τυφλῶν. Πιστεύετε; ἂν πιστεύετε, καὶ σήμερα γίνονται θαύματα.


Πέρασε ἀπὸ τὸ γραφεῖο μου ἕνας ὀνομαστὸς δικηγόρος τῶν Ἀθηνῶν ὀνόματι Ἰάκωβος Γρίσπος, παλαιὸς συμμαθητής μου στὸ Γυ­­μνάσιο Σύρου. Εἶχε διοριστῆ δικαστικὸς ἀν­τιπρόσωπος σὲ ἐκλογικὸ τμῆμα τῆς Φλωρίνης γιὰ τὴ διενέργεια δημοψηφίσματος. Τοῦ λέω· –Ἰάκωβε, μικρὸς πίστευες· πιστεύεις καὶ τώρα, ποὺ πῆγες στὸ Παρίσι, μορφώθηκες, ἔγρα­ψες βιβλία, θεωρεῖσαι ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτε­ρους δικηγόρους; –Ἄ, λέει, πιστεύω σὰν τὴ μά­να μου. –Γιατί πιστεύεις; εἶ­δες κανένα θαῦμα; –Ἤμουν τελειόφοιτος τῆς νομικῆς, λέει, ὅταν πῆγα στὸ χωριό μου, στὸ νησάκι μου τὴν Ἀ­μοργό. Πῆγα στὴν ἐκκλησία τὴν ἡμέρα τῆς Παναγιᾶς καὶ φέρανε ἐκεῖ ἀπὸ ἕνα χωριὸ ἕνα παιδὶ παράλυτο 15 χρονῶν. Ἐ­γὼ εἶπα μέσα μου· «Μπᾶ, καὶ τί περιμένουν νὰ γίνῃ σήμερα;». Ξαφνικά, ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια, σὰν νὰ ἔγινε σεισμός· κουνιόντουσαν τὰ καντήλια κι ὁ πολυέλεος, σείονταν τὸ ἔδαφος, οἱ εἰκόνες, τὸ τέμπλο, καὶ τὸ παιδὶ σηκώθηκε πάνω κι ἄρ­χισε νὰ κλαίῃ. (Ἦταν μπροστὰ κι ὁ πρωτοσύγκελλος, ὅταν μοῦ τὰ ἔλεγε αὐτὰ κ᾿ ἔκλαιγε σὰν μικρὸ παιδί). Τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ εἶδα, λέει, μὲ τὰ μάτια μου, κι ὅπου βρεθῶ, σὲ σαλόνια μεγάλων, μεταξὺ κα­θηγητῶν καὶ ἀνθρώπων τῆς ἀνωτέρας κοινωνίας τῶν Ἀθηνῶν, τὸ διηγοῦμαι καὶ τοὺς λέω· Ἐγὼ πιστεύω, εἶδα μὲ τὰ μάτια μου θαῦμα στὸ χωριό, παράλυτος σηκώθηκε ὄρθιος καὶ περπατοῦσε!


Καὶ σήμερα λοιπὸν γίνονται θαύματα ὅπως τότε ποὺ οἱ δύο τυφλοὶ εἶδαν τὸ φῶς τους. Μόνο ποὺ ὑπάρχουν τυφλοὶ καὶ τυφλοί. Αὐτοὶ οἱ τυφλοὶ τοῦ εὐαγγελίου, προτοῦ ν᾿ ἀνοίξῃ τὰ μάτια τους ὁ Χριστός, ἔβλεπαν! Πῶς; Ἔ­βλεπαν, δηλαδὴ πίστευαν στὸ Χριστό. Μάτια δὲν εἶχαν καὶ μάτια εἶχαν. Οἱ ἄλλοι, οἱ φαρισαῖοι, μάτια εἶχαν ἀλλὰ μάτια δὲν εἶχαν. Ποιοί εἶνε οἱ ὄντως τυφλοί; Αὐτοὶ ποὺ δὲν πιστεύουν. Μὰ θὰ πῇ κάποιος· –Ποῦ εἶνε τώρα ὁ Χριστός; μπορῶ νὰ τὸν βρῶ, νὰ τὸν ἀκολουθήσω;


δῶ εἶνε ὁ Χριστός, στὴν Ἐκκλησία. Ποιοί συνεχίζουν τὸ ἔργο του; Ὁ παπᾶς ποὺ φορεῖ τὸ πετραχήλι κι ὁ δεσπότης. Εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός. Κι ὅποιος δὲν ἀκούει αὐτούς, εἶνε σὰν νὰ μὴν ἀκούῃ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Πίστι ἴσον ὑπακοή. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὸ Χριστό, ὑπακούει στὴν Ἐκκλησία του. Κ᾿ ἐμεῖς εἴμαστε σὲ θέσι πνευματικοῦ ὁδηγοῦ τοῦ λαοῦ. Μὴ λέτε, Καὶ τί εἶν᾿ ὁ παπᾶς, τί εἶν᾿ ὁ δεσπό­της!… Ὡς ἄτομο εἶμαι μηδέν. Ὡς κληρι­κὸς ὅμως μελετῶ Γραφὴ καὶ πατέρες, σπούδασα ὀρθό­δοξη θεολογία καὶ πιστεύω αὐ­τὰ ποὺ κηρύττω· ἂν δὲν τὰ πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴν ποιμαντορι­κὴ ῥάβδο ποὺ κρατῶ καὶ γιὰ νὰ ζήσω θὰ γινόμουν λοῦστρος νὰ γυαλίζω πα­πούτσια. Πιστεύω στὸν ἐν Τριάδι Θεό, πιστεύω στὶς ἱερὲς παρα­δόσεις, κ᾿ εἶμαι ἕτοιμος καὶ τὸ αἷμα μου νὰ χύ­σω. Γι᾿ αὐτὸ ζητῶ καὶ τὸ ποίμνιο νὰ ὑπακούῃ.


,τι λέω τὰ λέω μὲ ἀγάπη κι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς. «Ὅσοι πιστοί», λοιπόν, ἀκολουθῆστε. Διαφορετικά, νίπτω τὰς χεῖρας μου, δὲν φέρω εὐθύνη. Σᾶς δείχνω τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, τῶν ἁγίων καὶ μαρτύρων, τὸ δρόμο τῆς αἰωνιότητος. Ἐὰν δὲν ἀκολουθήσετε, τότε πρόβατο ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ τὸν τσοπᾶνο, ἀπὸ τὴν ἁγία Ἐκκλησία, τὸ τρώει ὁ λύκος. Δὲν θέλω νὰ χαθῇ κανένα πρόβατο. Καὶ ἐλ­πί­ζω στὸν Κύριο, ὅτι διὰ πρεσβειῶν τῆς Παν­α­­γίας καὶ τῶν ἁγίων, ὅλοι θ᾿ ἀνοίξετε τ᾽ αὐτιά σας, θ᾿ ἀκούσετε τὴν Ἐκκλησία, καὶ πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα τέκνα θά ᾽χετε τὴν εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ.



† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος




Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ χωρίου Ἅγ. Παντελεήμων – Ἀμυνταίου τὴν 5-8-1973. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 30-7-2006, ἐπανέκδοσις 20-6-2023. *Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου <<augoustinos-kantiotis.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF