ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

«ΠΑΤΡΙΔΟ-ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ»: ΖΑΧΑΡΙΑ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ: «ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ» (Γ')

  



«ΠΑΤΡΙΔΟ-ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ»


Χρονικά του Ελληνοϊστορείν, μιας Ελλάδας που αποσυντίθεται φύρδιν - μίγδιν, συνήθειες, ιστορίες, ήθη, έθιμα, Πίστη και αξίες που στις μέρες μας εαλώθηκαν από τους  «νεοδιαφωτισμούς» του δαιμονόπληκτου Δυτικού «πολιτισμού» και τις αφιονισμένες διαδράσεις του Οικουμενισμού και της Παγκοσμιοποίησης. Μνήμες, αναμνήσεις και υπομνήσεις για το γένος των Ελλήνων, που από την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους και εντεύθεν αγωνίζεται να βρει την «ταυτότητά» του ανάμεσα στη «σκύλλα» του αποστατούντος δυτικοευρωπαϊσμού  και τη «χάρυβδη» του έκπτωτου και καταχθόνιου «αμερικανισμού». Γιατί η Ιστορία εκδικείται, όταν την αγνοείς, πολλώ δε μάλλω, όταν δεν την γνωρίζεις!


Έρευνα - επιμέλεια - δημοσίευση


Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος





Εισαγωγή στο διαδίκτυο, έρευνα, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
*Από το Αναγνωστικό της Γ' Δημοτικού,
το διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου:
με τον τίτλο «ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ» 21 Δεκεμβρίου 1918.
Συντακτική Επιτροπή: Δ. Ανδρεάδης, Α. Δελμούζος, Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Ν. Τριανταφυλλίδης, σελ. 19-25.




ΖΑΧΑΡΙΑ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ:



«ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ»



«ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ» Γ' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ



(1918)





10. Η πρώτη βραδιά στο δάσος


Έφτασαν στο Χλωρὸ αργὰ το δειλινό. Οχτὼ καλύβες µέσα στα πεύκα τους περίµεναν. Να το μικρὸ χωριό τους! Πόσο μικρές, πόσο φτωχές τους φάνηκαν! Γιά να μπη στην πόρτα ένας άνθρωπος έπρεπε να σκύψη το κεφάλι. <<Μα τί; Εδώ θα καθίσωμε;>> ρωτούσαν. —<<Τί πόρτες είναι τούτες!>> είπεν ένας. —<<Έτσι, µε μια κάμαρη µόνο θὰ περάσωμε;>> ρωτούσαν άλλοι. —<<Πού είναι το κρεβάτι;>> —<<Δεν έχει ούτε µια καρέκλα!>> Οι καλύβες αλήθεια δεν είχαν τίποτα απ' αυτά. Η κάθε καλύβα ήταν μια κάμαρη απὸ κλαριά, ίσα ίσα να φυλάγη τον άνθρωπο απὸ τον αέρα κι απὸ τη βροχή. <<Αντρέα, λέει ο Κωστάκης, πώς καθόσουν δω μέσα!>> Ο Ἀντρέας γέλασε.


<<Να δης πώς θα κάθεσαι και συ!>> του είπε. <<Εγώ τώρα που συνήθισα τὴν καλύβα, δεν την αλλάζω ούτε μα σπίτι>>. Ο Κωστάκης κοίταζε τη μια κοίταζε την άλλη, έμπαινε σε όλες, και γύρευε να βρη την καλύτερη καλύβα, μα καμιὰ δεν του φαινόταν αρκετά καλή. Στην πιο µεγάλη καλύβα μπήκαν ο Καλογιάννης κι ο Μαθιὸς και φώναζαν: <<να, να η δική µας!>> -<<Ε, σηκωθήτε απὸ κεί, λέει ο Κωστάκης, µου πήρατε το σπίτι>>. -<<Τί; δικὴ σου είναι η καλύβα;>> -<<Εγώ είχα σκοπὸ να την πάρω>>. —<<Εσὺ το είχες σκοπό, μα εμείς µπήκαμε μέσα>> είπε ο Καλογιάννης. -<<Βλέπεις, Κωστάκη;>> λέει ο κυρρ Στέφανος. <<Για να τις ψάχνης όλες θα μείνεις στο τέλος χωρὶς σπίτι>>.


Ο Αντρέας τον έβαλε να καθίση με τους άλλους δυο στην ίδια καλύβα, κι έπειτα ώρισε και στους άλλους που θα καθίση ο καθένας. Έλυσαν τότε τα φορτώματα κι άρχισαν να κουβαλούν ο καθένας τα πράματά του. Σκεπάσματα, ρούχα, δέματα µε τροφές, σακούλια, τενεκέδες, τάφερναν και τα έβαζαν σιγὰ σιγὰ μέσα. <<Να είχαµε κι ένα ντουλάπι...>> έλεγαν. <<Ένα ράφι, ένα σεντούκι....>> Όσο περνούσεν όμως η ώρα, καταλάβαιναν πώς µπορούν να κάμουν και χωρὶς αυτά. Αφού ετοίμασαν το νοικοκυριό τους βγήκαν να ιδούν το δάσος. Εκείνη την ώρα ο ήλιος βασίλευε και οι κορμοὶ των δέντρων έφεγγαν από κόκκινο φως. Μεγάλα γέρικα δέντρα τοὺς τριγύριζαν, κι άλλα νέα και καταπράσινα. Χαμόκλαδα πολλὰ σκέπαζαν τη γη.


Σε λίγο όλο αυτὸ το δάσος γέμισε από σκοτάδι. Τότε, στη νύχτα και στην ερημιά, οι μικροὶ ταξιδιώτες ένιωσαν πόσο χρειάζεται ο ένας τον άλλο. Κουρασμένοι καθὼς ήταν έπεσαν να κοιμηθούν απάνω στα ξερὰ κλαδιὰ που τα είχαν για στρώμα. Μα ενώ έκλειναν σιγὰ σιγὰ τα μάτια ακούστηκε η φωνὴ ενὸς πετεινού. Ο µικρὸς κόκορας που είχαν φέρει µαζὶ απὸ την πόλη, αφού τον ἔέλυσαν και είχε πια ξεμουδιάσει, έβγαλε µια φωνή: <<κικιρίκου!>>, σαν να ήταν πρωί. Αυτὸ το λάλημα ήρθε τόσο ξαφνικά, που τα παιδιὰ έβαλαν τα γέλια. <<Ξυπνήσαμε κιόλας;>> φώναζαν. <<Κικιρίκου!>> φώναξε άλλη μια ο κόκορας, βραχνιασμένος αυτή τη φορά. Όσο όμως κι αν ήθελε αυτός να φέρη το πρωί, τα παιδιὰ νύσταζαν και σιγὰ σιγὰ κοιμήθηκαν.



11. Άστρα, γρύλοι και κουδούνια


Οι φίλοι μας κοιμούνται βαθιὰ στις καλύβες. Που και που ακούγονται παραμιλητά. Μερικοὶ φωνάζουν: <<Αύριο θα ξεκινήσωμε για το βουνό!>>, και ξανακοιμούνται. Ένας λέει: <<Δεν εἶναι ώρα σου λέω για το σχολείο. Δε χτύπησε ακόμη η καμπάνα!>>. Ένας ἄλλος: <<Μητέρα δεν τη θέλω τόσο μικρὴ φέτα!>> Ένας τρίτος: <<Κοίταξε μην έρθη η μάνα μου, έχω πάρει από το ντουλάπι όλο το βάζο με το γλυκό>>. Ήταν ο Φουντούλης. Όταν ξύπνησε κι είδε πως δεν έχει τίποτα, του κακοφάνηκε. Δεν ήθελε να ξανακοιμηθή, μήπως πάθη πάλι το ίδιο. Μα η κούραση τον αποκοίμισε. Ο Φάνης άνοιξε τα μάτια του. Απὸ κάποιες τρύπες της καλύβας βλέπει ουρανό, και καταλαβαίνει πως είναι ακόμη νύχτα. Μα δυσκολεύεται να κοιμηθή άλλο.


Ντύνεται και γλιστρά έξω από την καλύβα· θέλει να δη τη νύχτα στο δάσος. Κάθισε κει ἀπέξω καταγής. Πρώτη φορὰ είδε τόσο βαθὺ ουρανό. Πόσα άστρα! Ήταν σαν αμέτρητο χρυσὸ μελίσσι, που χύθηκε ψηλὰ κι έβοσκε. Άστρα πολλὰ εδώ, άστρα λίγα παρακάτω. Κάπου δυο μαζί, κάπου ένα μοναχό, σαν ξεχασμένο.


Πέντ' έξι άστρα μαζί, σαν κλαράκι. Νάναι η πούλια; Στη μέση τ' ουρανού, από πάνω από το Φάνη, ένα λευκὸ ποταμάκι χυνόταν ήσυχα από το βοριὰ στο νότο· κυλούσε μυριάδες μικρὰ άστρα, λευκὰ σαν ανθούς. Μέσα στο δάσος αμέτρητοι γρύλοι τραγουδούσαν κι έλεγαν όλοι το ίδιο τραγούδι.


Απὸ πέτρες, απὸ τρύπες της γης έβλεπαν την αστροφεγγιά οι μικροὶ τραγουδιστάδες και την κελαηδούσαν. Κι ύστερα ακούστηκαν μακριὰ τα κουδούνια των κοπαδιών. Είναι οι βλάχοι. Δικό τους θα είναι το μεγάλο κοπάδι που βόσκει. Άκου πόσα κουδούνια!... Μικρά, μεγάλα, ψηλά, βαθιά, γλυκά, βραχνά. Κουδουνίσματα πολλὰ όπως τ' άστρα, όπως οι γρύλοι. Κι έξαφνα ένα πράσινο άστρο, σα να ήταν πολὺ χαρούμενο, άναψε, χύθηκε ανάμεσα στ' άλλα και χάθηκε... Τι ωραία νύχτα! Ο Φάνης ένιωσε ψύχρα και μπήκε μέσα να πλαγιάση. Μα και σκεπασμένος έβλεπε την αστροφεγγιά. Του φαίνονταν όλα εκείνα τ' άστρα δικά του. Κανένας απὸ τους άλλους δεν τα είχε δει. Αποκοιμήθηκε ακούγοντας τα κουδούνια.




12. Τα παιδιὰ σχηματίζουν κοινότητα


Ο ήλιος είναι πολὺ ψηλά. Τα τζιτζίκια λαλούν δυνατά. Μα κανένας δεν έχει όρεξη ν' αφήση το στρώμα. Γυρίζουν από το ένα πλευρὸ στα άλλο. <<Σηκωθήτε» λέει ὁ Ἀντρέας, γυρίζοντας ἀπὸ καλύβα σὲ καλύβα· <<έχομε δουλειά» -<<Τί δουλειά;>> φώναξε ο Δημητράκης, τρίβοντας τὸ ένα του μάτι. -<<Να φάμε εδώ που ήρθαμε>>. -<<Κι είναι αυτὸ δουλειά;>> -<<Τώρα που θα σηκωθής, θα το δούμε>>.


Ο Δημητράκης ζητοῦσε τη λεκάνη να νιφτή· δεν είχε καταλάβει ακόμη που βρίσκεται. Ακολούθησε τους άλλους ποὺ γελούσαν μ' αυτόν, και βρήκαν κάμποσα βήματα μακριὰ τη βρύση. Το νερὸ τους έτσουξε στ' αυτιά. Ένα παιδί, ο Πάνος, έλεγε του Δημητράκη καθὼς νιβόταν: <<Άι, άι, τι κρύο νερό!», και του κρατούσε το κεφάλι κάτω απὸ τη βρύση. Ο Δημητράκης φώναζε σαν κατσίκι. Ο Πάνος τον ἄφησε, κι έβαλε το δικό του κεφάλι στη βρύση. Άφηνε το κρύο νερὸ να πηγαίνη στο σβέρκο του, στο στήθος του. Όταν πλύθηκαν, ήρθε νὰ τους δη ο κυρ Στέφανος.


Ο καλὸς άνθρωπος που τους έφερε ως εδώ, θὰ πήγαινε στη χώρα για τις δουλειές του. Φεύγοντας τους είπε αυτὰ τα λόγια: <<Είκοσιέξι ἄνθρωποι για να ζήσουν στο βουνό, πρέπει όλα να τα κάμουν με τα χέρια τους. Να ψήνουν τὸ ψωμί, να κουβαλούν το νερό, να βράζουν το φαί. Είστε εικοσιέξι συγκάτοικοι, που πρέπει να ζήσετε μαζὶ στο ίδιο μέρος· έχετε τις ίδιες δυσκολίες και τις ίδιες ωφέλειες. Κάνετε λοιπὸν μια κοινότητα. Πώς αυτή θα ζήσει χωρὶς μαγαζί, χωρὶς μύλο, χωρὶς τίποτα; Κάποιος απὸ σας πρέπει νὰ γίνει φούρναρης, μπακάλης, μυλωνάς. Ό,τι χρειάζεται για να συντηρηθῆτε πρέπει να το βρείτε μόνοι σας, όπως οι βοσκοί, οι βλάχοι και οι λοτόμοι.


Θα φάτε ή δε θα φάτε σήμερα;>> -<<Θα φάμε>> απάντησε ο Φουντούλης. -<<Να ιδούμε όμως πώς θα φάτε. Ε, όσο για σήμερα έχετε δα έναν κουτσομάγερα, τον Αντρέα. Αυτὸς έμαθε από τους λοτόμους το γιαχνί. Σήμερα θὰ είναι μάγειρας για όλους σας. Τώρα βοηθήστε κι οι άλλοι να γίνη το φαί>>. Ο Γιωργάκης, ο Αλέκος κι ο Δημητράκης πήραν να ξεφλουδίσουν τις πατάτες, ο Δήμος κι ο Καλογιάννης να κόψουν τα φασόλια και τις ντομάτες. Άλλοι πήραν να καθαρίσουν τα κρεμμύδια κι άλλοι άναψαν τη φωτιά.


<<Και κείνοι που περισσεύουν τι θα προσφέρουν στην κοινότητα;>> ρώτησε ο Κωστάκης. -<<Την όρεξή μας>> είπαν αυτοὶ γελώντας. -Απ' αυτὴ έχομε κι εμείςς» φώναξε ο Αντρέας. <<Μα έννοια σας κι έχετε δουλειά>>. Η δουλειὰ που τους έπεσε είναι αρκετή. Έπρεπε να γυρίσουν τυς καλύβες, την κοινότητά τους, να κοιτάξουν τις θέσεις, τα δέντρα και να ορίσουν που θα είναι το μαγειρειό, η αποθήκη, τα ράφια. Άλλοι έπρεπε να δουν αν ἔχουν ό,τι τους χρειάζεται για να μαγειρεύουν. Μήπως λείπει κουτάλα ή κατσαρόλα, καθώς αυτὴ τη στιγμὴ τους λείπει τὸ τηγάνι, και πρέπει να τοζητήσουν από τους λοτόμους. Άλλοι πάλι θα πήγαιναν να δουν τους βλάχους για να ξέρουν τι τρόφιμα μπορεί να πάρουν απ' αυτοὺς στην ανάγκη. Και στο τέλος, να μάθουν αν έχη κανένα χωριὸ εκεί κοντὰ και πόσο μακριὰ είναι.



*Από το Αναγνωστικό της Γ' Δημοτικού,
το διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου:
με τον τίτλο «ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ» 21 Δεκεμβρίου 1918.
Συντακτική Επιτροπή: Δ. Ανδρεάδης, Α. Δελμούζος, Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Ν. Τριανταφυλλίδης, σελ. 19-25.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, έρευνα, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF