ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ: ΛΟΓΟΣ 38ος ΣΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ ΣΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (Β' ΜΕΡΟΣ)

 




Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του θεολόγου - Φιλολόγου Αθανασίου Α. Φραγκοπούλου
«Πατερικές Ομιλίες Στη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού»,
έκδοση δεύτερη, Βιβλιοπωλείο ο «Σωτήρ», Αθήνα 2013, σελ. 24-29.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»


Οι εορτές της Εκκλησίας μας, και μάλιστα οι Δεσποτικές - αυτές δηλαδή που αναφέρονται στα γεγονότα της επί γης ζωής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού - περιέχουν έναν πλούτο χάριτος και αληθείας τον οποίο μπορούν να ανακαλύψουν και να χαρούν αληθινά οι καθαρές από την αμαρτία ψυχές, οι άγιοί μας.
Αυτοί αγάπησαν τον Κύριο με όλη την καρδιά τους, έθεσαν το θέλημά Του αυστηρά ρυθμιστικό κανόνα της ζωής τους, πάλαιψαν σκληρά με τα πάθη τους και τα νίκησαν, και έτσι χώρεσαν τον Θεό στην καρδιά τους, έγιναν κατοικητήρια του Αγίου Πνεύματος. Αυτοί είναι τα πιο κατάλληλα πρόσωπα να μας μιλήσουν για τον Θεό και την αγάπη Του, διότι Τον έζησαν, διότι όντως ανταποκρίθηκαν σ' αυτήν. Ο λόγος τους είναι βιωματικός, εμπνευσμένος, φωτισμένος, ζωντανός.
Γι' αυτόν τον λόγο, εν όψει της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων, κρίναμε ότι θα ήταν ωφέλιμο να εκδώσουμε χριστουγεννιάτικες ομιλίες αγίων Πατέρων συγκεντρωμένες σε ένα βιβλίο και με απόδοση στην κοινή Νεοελληνική, ώστε να είναι προσιτές στον μέσο αναγνώστη. Είναι εντυπωσιακό ότι και οι έξι ομιλίες που εκδίδονται παρουσιάζουν κοινό χαρακτηριστικό: συνδυάζουν την θεολογική εμβάθυνση στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού με πρακτικές συμβουλές για τον αγώνα του πιστού, συνταιριάζουν αρμονικά το δόγμα με το ήθος' και αυθόρμητα κινούν τον ευλαβή αναγνώστη αφενός μεν σε θαυμασμό για το βάθος του μυστηρίου και σε βαθιά ευγνωμοσύνη για τον πλούτο των υψηλών ευεργεσιών που κομίζει στην ανθρωπότητα η επίσκεψη του Θεού -ο Θεός έγινε άνθρωπος! μυστήριο θείας συγκαταβάσεως, θείας δυνάμεως, θείας αγάπης!
Αφετέρου δε του γεννούν την αίσθηση ότι η πρωτοβουλία του Θεού δημιούργησε μια εκκρεμότητα: τη δική μας απάντηση στην αγάπη Του, τη δική μας κένωση, τη ζωή της μετανοίας και του αγιασμού. Σ' αυτό ευχόμαστε να συντελέσει με τη χάρη του Θεού το απλό αυτό βιβλίο, διά πρεσβειών των αγίων Πατέρων στους οποίους ανήκουν οι ομιλίες, Γρηγορίου του Θεολόγου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αμφιλοχίου Ικονίου και Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως. (Εκ του προλόγου).


Α.Α.Φ.




 ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ



ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ



ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ,
ΛΟΓΟΣ 38ος, ΣΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ
ΣΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ




Το κοσμοχαρμόσυνο γεγονός
της ενανθρωπήσεως του Θεού


Στον Θεό δεν υπάρχει χρονική αρχή και τέλος



Το άπειρο το εννοούμε ως προς δύο στοιχεία, την αρχή και το τέλος. Αυτό δηλαδή που είναι πέρα απ' αυτά και δεν οριοθετείται από αυτά είναι άπειρο. Όταν λοιπόν ο νους ατενίζει στο αχανές βάθος του παρελθόντος, καθώς δεν έχει που να σταθεί και να καταλήξει ν’ ακουμπήσει σε εικόνες περί του Θεού, το εκεί απέραντο και ακατανόητο το ονομάζει άναρχο· όταν κοιτάξει στο μέλλον, το ονομάζει αθάνατο και άφθαρτο· όταν κοιτάξει συνολικά, το ονομάζει αιώνιο. Διότι η αιωνιότητα δεν είναι ούτε χρόνος ούτε μέρος χρόνου –δεν μπορεί εξάλλου να μετρηθεί· αλλ' [320Β] ό,τι είναι για μας ο χρόνος, που μετράμε με βάση την κίνηση του ηλίου, αυτό είναι για τα αιώνια η αιωνιότητα, η οποία εκτείνεται μαζί με τα όντα σαν κάποιο χρονικό κίνημα και διάστημα. Αυτά προς το παρόν για τον Θεό. Διότι δεν υπάρχει χρόνος για περισσότερα, καθώς το θέμα μας δεν είναι η θεολογία αλλά η οικονομία.

Ο Θεός είναι ένας και τριαδικός


Κι όταν λέω «του Θεού», εννοώ, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Χωρίς να εννοώ ότι η θεότητα διαχέεται έξω απ' αυτά, έξω από τα τρία θεία πρόσωπα –για να μην εισαγάγουμε πλήθος θεών–, ούτε πάλι ότι περιορίζεται σ' ένα απ' αυτά, ώστε να κατηγορηθούμε ότι δεχόμαστε μια ελλειμματική θεότητα, κλίνοντας είτε στον ιουδαισμό -εφόσον θα αποδεχόμαστε τη μοναρχία –είτε στην ειδωλολατρία– εφόσον θα αποδεχόμαστε πλήθος θεοτήτων. Διότι το κακό και στις δύο περιπτώσεις είναι το ίδιο, έστω κι αν εντοπίζεται σε αντίθετες μεταξύ τους πίστεις. Αυτό μας διδάσκουν τα ουράνια Άγια των Αγίων, που κατακλύζονται από τα Σεραφείμ και αντηχούν από τις δοξολογίες τους, τα τριπλά «άγιος», τα οποία Σεραφείμ έτσι αναγνωρίζουν μία κυριότητα και [320C] θεότητα. Σ' αυτό και κάποιος άλλος πριν από εμάς έχει ­ενδιατρίψει έξοχα και πολύ πνευματικά.


Η δημιουργία των αγγελικών δυνάμεων


Επειδή όμως δεν ήταν αρκετό για την αγαθότητα του Θεού αυτό, το να κινείται δηλαδή μόνο στη θεωρία του Εαυτού Του, αλλ' έπρεπε κατά την προαιώνια ελεύθερη βούλησή Του να μεταδοθεί το αγαθό, ώστε να είναι περισσότερα τα όντα που θα ευεργετούνταν –διότι αυτό ήταν γνώρισμα της άκρας αγαθότητος– πρώτα συλλαμβάνει στον νου Του τις αγγελικές και ουράνιες δυνάμεις· και η σκέψη έγινε έργο, που συμπληρώθηκε από τον Λόγο και τελειοποιήθηκε από το Άγιον Πνεύμα. Κι έτσι δημιουργήθηκαν δεύτερες λαμπρότητες, υπηρέτες της πρώτης λαμπρότητος· θα πρέπει να τις θεωρήσουμε είτε νοερά πνεύματα [320D] είτε σαν άϋλη και ασώματη φωτιά είτε κάποια άλλη φύση πολύ συγγενή προς αυτά που είπαμε. [321Α] Θέλω να τις χαρακτηρίσω ακίνητες στο κακό, με ροπή μόνο προς το καλό, καθώς βρίσκονται κοντά στον Θεό και φωτίζονται άμεσα από τον Θεό (διότι τα εδώ, τα επίγεια, φωτίζονται έμμεσα). Αλλά με πείθει να τις θεωρώ και να τις χαρακτηρίζω όχι ακίνητες αλλά δυσκίνητες αυτός που για τη λαμπρότητά του ονομάστηκε Εωσφόρος, ο οποίος εξαιτίας της επάρσεώς του και έγινε και λέγεται σκότος, και οι αγγελικές δυνάμεις που τον ακολούθησαν στην αποστασία του από τον Θεό, που δημιούργησαν την κακία με την ­απομάκρυνσή τους από το καλό και το προκάλεσαν και σ' εμάς.


10. Έτσι λοιπόν και γι’ αυτήν την αιτία δημιουργή­θη­κε από τον Θεό ο νοητός κόσμος, όσο μπορώ εγώ τουλάχιστον να εμβαθύνω σ' αυτά, με μικρό και πτωχό λοόγο περιγράφοντας τα μεγάλα.


Η δημιουργία του ορατού κόσμου


Και αφού είδε ότι η πρώτη αυτή δημιουργία ήταν ωραία, όπως την είχε θελήσει η αγαθή βουλή Του, συλλαμβάνει δεύτερο κόσμο, [321B] υλικό και ορατό.

Και αυτός είναι το σύστημα και σύνολο του ουρανού, της γης και όσων περιλαμβάνονται σ' αυτά, θαυμαστό για την τελειότητα του κάθε μέρους του, αλλά πιο θαυμαστό για το αρμονικό συνταίριασμα όλων, καθώς το ένα έδενε με το άλλο, και όλα με όλα, ώστε να απαρτισθεί ένα συγκροτημένο αρμονικό σύνολο· για να δείξει ότι μπορεί να δημιουργήσει όχι μόνο φύση συγγενή προς τη δική Του, αλλά και τελείως διαφορετική. Διότι είναι όμοιες στη θεότητα οι νοερές φύσεις και μόνο με τον νου γίνονται αντιληπτές, ενώ είναι ­τελείως διαφορετικές όσες υποπίπτουν στις αισθήσεις, κι από αυ­τές τις τελευταίες διαφέρουν ακόμη περισσότερο όσες είναι παντελώς άψυχες και ακίνητες. «Αλλά τι μας ενδιαφέρουν αυτά;» θα ρωτήσει ενδεχομένως κάποιος απ' όσους αγαπούν πολύ τις εορτές και ήλθαν με μεγαλύτερο ζήλο από τους άλλους ν' ακούσουν για τη σημερινή εορτή. «Σπιρούνισε το πουλάρι γύρω από τη νύσσα. [321C] Μίλα μας για την εορτή και γι' αυτά που ήρθαμε σήμερα ν' ακούσουμε». Αυτό λοιπόν και θα κάνω, έστω και αν είχα αρ­χίσει να μιλώ για αλήθειες που προϋποθέτουν τη σημερινή εορτή –ο πόθος και η ροή του λόγου με παρέσυραν.


Το μεγαλείο του ανθρώπου ως δημιουργήματος


Λοιπόν ο νοητός πλέον και ο αισθητός κόσμος έτσι ήταν διακεκριμένοι μεταξύ τους, βρισκόταν ο καθένας μέσα στα όριά του, και έφεραν μέσα τους το μεγαλείο του δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί υμνωδοί και φλογεροί κήρυκες του μεγαλείου της δημιουργίας. Δεν υπήρχε ακόμη κράμα κι από τα δύο ούτε κάποια ένωση των αντιθέτων, που θα ήταν δείγμα ανώτερης σοφίας και του πλούτου της θείας ενεργείας ως προς τη δημιουργία των φύσεων· ούτε είχε φανερωθεί ο όλος πλούτος της θείας αγαθότητος.

Αυτό λοιπόν θέλησε να φανερώσει ο καλλιτέχνης Λόγος, κι ένα ζωντανό πλάσμα και από τα δύο –από την αόρατη εννοώ και από την ορατή φύση· έτσι, δημιουργεί τον άνθρωπο. Και α­φού έλαβε το σώμα από την ύλη, [321D] που ήδη είχε δημιουργηθεί, και έβαλε μέσα του την πνοή Του (που η Γραφή ονομάζει νοερά ψυχή και εικόνα Θεού), τον τοποθετεί στη γη [324Α] σαν έναν κόσμο δεύτερο, ­μεγάλο μέσα στον μικρό, άλλον άγγελο, μικτό προσκυνητή, επόπτη της ορατής κτίσεως, μύστη της αόρατης, βασιλιά των επιγείων, που έχει όμως βασιλιά στον ουρανό· ­επίγειο και ουράνιο, πρόσκαιρο και αθάνατο, ορατό και ­νοερό, μεταξύ μεγαλείου και ταπεινότητος. Είναι ο ίδιος πνεύμα και σάρκα· πνεύμα λόγω της χάριτος, σάρκα εξαιτίας της επάρσεώς του·

το πρώτο, για να μένει και να δοξάζει τον Θεό· το δεύτερο, για να είναι δεκτικός παθημάτων, ώστε στην καύχησή του για το ύψος με το οποίο τον τίμησε ο Θεός, με τα παθήματα της σαρκός να του υπενθυμίζεται η αδυναμία του και να συνετίζεται· έμψυχο ον που εδώ διάγει τη ζωή του κάτω από τη φροντίδα του Θεού, και μεταβαίνει αλλού με τον σωματικό θάνατο, και – αυτό που είναι η τελείωση του μυστηρίου σχετικά με τον άνθρωπο – θεώνεται με την κίνησή του προς τον Θεό. Διότι σ’ αυτόν τον σκοπό συντείνει κατά τη γνώμη μου ο μέτριος σ' αυτή τη ζωή φωτισμός της αληθείας που δεχόμαστε, να δούμε τη λαμπρότητα του Θεού και ν' αλλοιωθούμε από αυτήν, η οποία είναι αντάξια Εκείνου που και [324Β] συνέθεσε τα δύο στοιχεία της φύσεώς μας (το σώμα και την ψυχή) και θα τα χωρίσει με τον σωματικό θάνατο και πάλι θα τα ενώσει κατά τρόπο ακόμη πιο ένδοξο.

 


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του θεολόγου - Φιλολόγου Αθανασίου Α. Φραγκοπούλου
«Πατερικές Ομιλίες Στη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού»,
έκδοση δεύτερη, Βιβλιοπωλείο ο «Σωτήρ», Αθήνα 2013, σελ. 24-29.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF